Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο...

207

Transcript of Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο...

Page 1: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας
Page 2: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

2

1 Η µυρωδιά της νοτισµένης απ΄ την απογευµατινή µπόρα γης ήταν διάχυτη στην

ατµόσφαιρα. Τα σύννεφα, που ΄χαν µαζευτεί από νωρίς το µεσηµέρι, συνέχιζαν τις

µετακινήσεις τους, βραδυπορώντας, τραβώντας για κάπου άλλου. Το φεγγάρι

κρυβόταν ανάµεσα τους.

Κάπου, πολύ µακριά έβρεχε. Αστραπές, σαν χρυσές φλέβες, αυλάκωναν το

σκοτεινό ουρανό, στο βάθος, εκεί που φαινόταν να σµίγει µε τη γη.

Οι ήχοι της νύχτας, που σε λίγο θ΄ αποχωρούσε δίνοντας τη θέση της στο πρώτο

φως της φθινοπωριάτικης µέρας, είχαν κοπάσει. Τριγύρω δε φαινόταν ψυχή ζώσα,

αλλά συνέχισε να περπατάει ανάλαφρα, γλιστρώντας στον έρηµο δρόµο σα σκιά,

ξέροντας πως ακόµα και ο παραµικρός θόρυβος θα περνούσε µέσα απ΄ τα κλειστά

παραθυρόφυλλα. ∆εν ήταν ακόµα ώρα να ξυπνήσουν.

Στην αριστερή του γροθιά έσφιγγε ένα διπλωµένο χαρτί και συνέχιζε

νυχοπατώντας. Τ’ αδύναµο φως που έριχνε η κίτρινη λάµπα της κολώνας του

ηλεκτρικού, έδωσαν στη σκιά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της. Γύρισε το κεφάλι

του προς τον µαντρότοιχο, προσπαθώντας να καλύψει το πρόσωπο του. Τον χώριζαν

δύο βήµατα απ΄ την σιδερένια αυλόπορτα. Χωρίς να κοιτάξει γύρω του, πέρασε

γρήγορα το δεξί του χέρι ανάµεσα απ΄ τα κάγκελα της πόρτας και τράβηξε το σύρτη,

σπρώχνοντας την µε το σώµα του απαλά. Οι σκουριασµένοι µεντεσέδες της έτριξαν

κάνοντας τον να σταθεί για λίγο.

Η Μυρτώ που, εδώ και ώρα, λαγοκοιµόταν άκουσε το τρίξιµο των µεντεσέδων και

ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της. Ήθελε να πεταχτεί όρθια, αλλά ο φόβος την

καθήλωσε στη θέση της, µουδιάζοντας το κορµί της. Άπλωσε το αριστερό της χέρι

στο κοµοδίνο χωρίς να ναι σίγουρη αν έψαχνε το ποτήρι µε το νερό για να βρέξει τα

στεγνά της χείλη, ή τον διακόπτη της λάµπας. Το χέρι έµεινε µετέωρο,

αναποφάσιστο, όπως και η Μυρτώ που ήθελε τόσο πολύ να σηκωθεί µα το σώµα της

δεν πειθαρχούσε.

Πέρασαν µερικά δευτερόλεπτα και καθώς τίποτα δε φαινόταν να είχε αλλάξει τις

ισορροπίες στο σκοτάδι που επικρατούσε παντού, γλίστρησε σα σκιά στην αυλή. Στο

τρίτο βήµα, ο ήχος των κιτρινισµένων ξερών φύλλων που κοµµατιάστηκαν κάτω απ’

το χοντρό παπούτσι του τον σταµάτησε. Ο αέρας, που χε δυναµώσει, βοηθούσε

παρασέρνοντας µερικά απ’ τα πεσµένα φύλλα, ανοίγοντας του πέρασµα. Το λιγοστό

φως της άναστρης νύχτας δεν τον βοηθούσε και πολύ για να κατευθύνει σωστά τα

βήµατα του αλλά εµπιστευόταν πάντα τα µάτια του που τον οδηγούσαν µε απόλυτη

ασφάλεια ακόµα και στο πιο πυκνό σκοτάδι. Προχώρησε. Έπρεπε να τελειώνει µια

ώρα αρχύτερα.

Η Μυρτώ πήρε το ποτήρι µε το νερό όπου δεν είχαν αποµείνει παρά µόνο λίγες

σταγόνες νερού. Τα χείλη της ούτε που πρόλαβαν να το νιώσουν. Το σάλιο της είχε

στεγνώσει και η γλώσσα της που κινήθηκε πάνω τους δεν πρόσφερε τίποτα.

Κρατώντας το ποτήρι στο χέρι κατέβηκε απ’ το κρεβάτι για να το ξαναγεµίσει. Το

τρίξιµο απ΄ τις σούστες του κρεβατιού σκέπασε το θόρυβο που έκαναν τα ξερά φύλλα

στην αυλή της, καθώς έλιωναν κάτω από τα πόδια του νυχτερινού επισκέπτη. Το

σύρσιµο των δικών της ποδιών καθώς πήγαινε προς την κουζίνα κάλυψε τον ήχο που

έκανε το χαρτί που εκείνη την ώρα έσπρωχνε κάτω από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού

ο επισκέπτης. Η Μυρτώ έφτασε στην κουζίνα και πριν γεµίσει το ποτήρι της έριξε

πρώτα λίγο νερό στο πρόσωπο της για να ξεπλύνει τον ιδρώτα που είχαν αφήσει πάνω

του οι εφιάλτες ενός ύπνου που δεν θα πρέπει να είχε κρατήσει πάνω από τρεις ώρες,

γεµάτες. Έσκυψε , γέµισε τη χούφτα της νερό και άρχισε να πίνει αχόρταγα, µέχρι

που ένιωσε να ποτίζεται όλο της το σώµα. Πήρε όσο νερό είχε αποµείνει στη χούφτα

της και το άπλωσε στο ανοιχτό της στήθος. Αισθανόταν καλύτερα.

eBooks4Greeks.gr

Page 3: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

3

Το διπλωµένο χαρτί αντιστεκόταν και χρειάστηκε και δεύτερη και τρίτη

προσπάθεια για να περάσει κάτω απ’ την πόρτα. Μόλις σιγουρεύτηκε πως βρισκόταν

όλο από την µέσα πλευρά, σηκώθηκε από κάτω, όπου είχε ακουµπήσει µε τα

τέσσερα, σκούπισε βιαστικά το παντελόνι του στο ύψος των γονάτων και γύρισε για

να φύγει γρήγορα, αδιαφορώντας πια για τα ξερά φύλλα. Έτσι κι αλλιώς, σε µερικά

δευτερόλεπτα θα βρισκόταν στο δρόµο και σε λίγο θα είχε γίνει ξανά ένα µε το

σκοτάδι.

Ο Αβραάµ, δεν άντεχε άλλο στο κρεβάτι. Άρχισε σιγά, σιγά να βγάζει το πάπλωµα

από πάνω του προσέχοντας µην ακουστεί το παραµικρό, αν και το ροχαλητό της

Κούλας που κοιµόταν ανάσκελα δίπλα του, µε το στόµα ανοικτό και τα χέρια

απλωµένα ήταν ικανό για να καλύψει ακόµα και τον κρότο µιας µικρής έκρηξης.

Μόλις απελευθερώθηκε απ’ το πάπλωµα στάθηκε για λίγο περιµένοντας κάποια

τυχόν αντίδραση. Η Κούλα ξεφύσηξε πιο δυνατά τώρα σαν να του δινε το σύνθηµα

της αποχώρησης. Η πόρτα της κρεβατοκάµαρας µε τους καλολαδωµένους απ΄ τον

ίδιο µεντεσέδες δεν έκανε τον παραµικρό θόρυβο. Βρέθηκε γρήγορα στο σαλόνι

χωρίς να αναζητήσει το διακόπτη του ηλεκτρικού. Το λιγοστό φως της λάµπας της

κολώνας του ηλεκτρικού από το απέναντι πεζοδρόµιο, βοηθούσε να φαίνονται

καθαρά τα σχήµατα των επίπλων. Πέρασε δίπλα απ΄ το τραπεζάκι, στο µέσον του

σαλονιού και χίµηξε µε την ευλυγισία µικρού παιδιού στο πάτωµα ξαχουλεύοντας

κάτω από την πολυθρόνα που η πλάτη της ακουµπούσε εκεί που τελείωνε το

παράθυρο του εξωτερικού τοίχου. Εκεί έκρυβε το πακέτο µε τα τσιγάρα, φυλαγµένο

ανάµεσα στις σούστες της. Μόλις το ΄νιωσε µέσα στην παλάµη του το τράβηξε

γρήγορα και προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. Η µισάνοιχτη αυλόπορτα της Μυρτώς

τράβηξε τη µατιά του. Ανασηκώθηκε κι άλλο για να βλέπει καλύτερα και τότε είδε τη

σκιά να βγαίνει. Τρόµαξε και ξανάπεσε στα τέσσερα µε το κεφάλι σκυµµένο στο

πάτωµα και την ανάσα του ακανόνιστη.

Πέρασαν µερικά δευτερόλεπτα µέχρι να ξαναβρεί το κουράγιο να κοιτάξει και

πάλι απ’ το παράθυρο, προσέχοντας το σώµα του να ΄ναι καλυµµένο πίσω απ΄ την

πολυθρόνα . Η σκιά είχε πια αποκτήσει τα κανονικά χαρακτηριστικά της λουσµένη

από το φως της λάµπας της κολώνας του ηλεκτρικού. Ο Αβραάµ δεν µπόρεσε να

πνίξει την κραυγή που ξέφυγε απ’ το στόµα του καθώς έσκυψε και πάλι. Οι χοντρές

σταγόνες ιδρώτα που κύλησαν απ΄ το πρόσωπο του έσταξαν στο πάτωµα και βάλθηκε

να τις σκουπίσει µε την παλάµη. Προσπαθώντας να µην κάνει τον παραµικρό θόρυβο

φοβούµενος πως θ΄ ακουστεί µέχρι έξω, γύρισε σιγά, σιγά, πάνω στα γόνατα του και

κάθισε στο πάτωµα ακουµπώντας την πλάτη του στην πολυθρόνα. Οι σταγόνες του

ιδρώτα νότιζαν τώρα το σακάκι της καρό πυτζάµας του.

Την ώρα που η σκιά χανόταν πια στο σκοτάδι η Μυρτώ είχε ήδη επιστρέψει στο

κρεβάτι της, προσπαθώντας να ξεκλέψει λίγο ακόµα ύπνο κι ο Αβραάµ καθισµένος

στο πάτωµα του σαλονιού του µε την πλάτη ακουµπισµένη στην πολυθρόνα,

κοιτούσε περίλυπος µέσα στην χούφτα του το στραπατσαρισµένο πακέτο των

τσιγάρων.

Page 4: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

4

2

Τα γκρίζα σύννεφα άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα µόλις αντιλήφθηκαν την

παρουσία του ήλιου που ανέβαινε νωχελικά στον ουρανό. Αποµακρύνθηκαν κι οι

πρώτες αχτίδες του ήλιου αντανακλώντας πάνω στην πρωινή πάχνη που είχε

ξαπλώσει πάνω στους άγουρους ακόµα καρπούς και τα φύλλα των αµπελιών , τα

έκαναν να λάµπουν. Ο Παναγιώτης Αργυρίου έβαλε το δεξί του χέρι αντήλιο ενώ µε

τ΄ αριστερό απλωµένο χάιδευε τα υγρά φύλλα καθώς ακολουθούσε ένα µονοπάτι

ανάµεσα στα κούτσουρα. ∆εν ξεπερνούσε το 1.75 αλλά όπως σεργιανούσε

καµαρώνοντας τα φορτωµένα καρπό κλήµατα που έφταναν µέχρι τη µέση του,

φάνταζε από µακριά ψηλότερος. Ευθυτενής, µε σφριγηλό σώµα παρά τα 60 και

χρόνια του, περπατούσε µε τη σβελτάδα έφηβου. Το ηλιοκαµένο του πρόσωπο δεν το

χαράκωναν παρά µόνο ελάχιστες ρυτίδες στο µέτωπο, δίπλα απ΄ το στόµα και κάτω

απ΄ τα µάτια, κάνοντας τον να δείχνει, τουλάχιστον, δέκα χρόνια νεώτερος. Τα

µπράτσα του γεµάτα, ασφυκτιούσαν στα ανασηκωµένα µανίκια του µαύρου του

πουκαµίσου και απ΄ το άνοιγµα του στήθους ξεπετάγονταν ένας µικρός τριχωτός

θάµνος. Ανάµεσα στα καταµαύρα µαλλιά του δεν είχε διεισδύσει ούτε µια άσπρη

τρίχα, ενώ τα µικρά µαύρα του µάτια έκαιγαν και γυρνούσαν διαρκώς ανήσυχα µέσα

στις κόγχες τους.

Μέτρησε µε το βλέµµα τον αµπελώνα που εκτεινόταν όσο έπιανε το µάτι του και

έστριψε ικανοποιηµένος το γκρίζο παχύ του µουστάκι.

Όλα πήγαιναν καλά και αν ο καιρός βοηθούσε η σοδειά θα ήταν καλύτερη από

πέρυσι. Έπρεπε να φροντίσει, το συντοµότερο δυνατόν για χέρια, πριν τον προλάβουν

οι φθινοπωρινές βροχές και σαπίσει ο καρπός πάνω στα κούτσουρα. Όχι ότι ξέµεινε

ποτέ. Οι περισσότεροι µεροκαµατιάρηδες σ΄ αυτόν προσέτρεχαν κάθε χρονιά, αφού

και τα περισσότερα στρέµµατα αµπελιών είχε στην κατοχή του και τους πλήρωνε

µόλις γέµιζαν τα κοφίνια. Αλλά η πρόσληψη εργατών δεν ήταν µια απλή υπόθεση για

τον Παναγιώτη. Υπήρχε ολόκληρη διαδικασία από υποχρεώσεις και ισορροπίες που

έπρεπε να τηρήσει προκειµένου να ευχαριστήσει όλο αυτό τον κόσµο που κρέµονταν

από πάνω του και πρόσβλεπε σ΄ αυτόν.

Μάζεψε στη χούφτα του δύο, τρεις ρώγες σταφυλιού και τις έστυψε. ∆οκίµασε το

χυµό τους και σίγουρος πια πως δεν ήταν ακόµα η ώρα τους, βγήκε µε βαριά βήµατα

απ΄ το αµπέλι.

Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή. Πεινούσε και ένας ζεστός

καφές ήταν ό,τι χρειαζόταν αυτή την ώρα. Καθώς διέσχιζε τον χωµατόδροµο που θα

τον έβγαζε στη δηµοσιά έβγαλε το δεξί του χέρι έξω απ’ το παράθυρο του

αυτοκινήτου αφήνοντας την πρωινή δροσιά να µουσκέψει το γυµνό µπράτσο του.

Καµιά εκατοστή µέτρα πια κάτω διασταυρώθηκε µε το πέτρινο γεφύρι και το δεξί

πόδι του, ασυναίσθητα, έφυγε απ’ το γκάζι και πάτησε µαλακά το φρένο. Το

αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε και ο Παναγιώτης έστρεψε το βλέµµα του προς το

γεφύρι ακουµπώντας και µε τα δύο χέρια στο τιµόνι.

Το παλιό πέτρινο γεφύρι που ένωνε τις δύο όχθες του Αλιάκµονα, έστεκε σιωπηλό

στη θέση του, όπως το είχαν στήσει πριν από δύοµιση, περίπου, αιώνες. Το λιγοστό

πια νερό του ποταµού, κυλούσε ήσυχα κι αργά κάτω απ΄ τη µεσαία, τη µεγάλη, του

καµάρα, ενώ οι δύο ακριανές, οι µικρότερες, χορταριασµένες και διάσπαρτες από

πέτρες, µαρτυρούσαν πως το ρεύµα του ποταµού τις επισκεπτόταν αραιά και πού,

µόνο όταν φούσκωνε απ΄ τις βροχές και γινόταν ορµητικό. Πολλά χρόνια είχε βέβαια

να συµβεί αυτό και ο 60χρονος Παναγιώτης δε θυµόταν πότε ήταν η τελευταία φορά

που ΄χε δει συντοπίτες του να ψαρεύουν, µε τις πετονιές τους, καθισµένοι στο

στηθαίο που διέτρεχε όλο το µήκος του γεφυριού, ακουµπώντας στο ξύλινο κάγκελο

που υπήρχε απ΄ άκρου εις άκρον. Τώρα, µερικά υπολείµµατα της ξύλινης

Page 5: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

5

κατασκευής, που κάποτε προστάτευε τους διαβάτες, φαγωµένα απ΄ τον αέρα και τις

βροχές, θύµιζαν την ύπαρξη της.

Στο µέσον της µεγάλης του καµάρας, η σκουριασµένη σιδερένια διχάλα που ΄ταν

καλά πακτωµένη στη λιθοδοµή, έχασκε ορφανή απ΄ το µεγάλο κουδούνι που παλιά

προειδοποιούσε τους περαστικούς για την ένταση του ανέµου. Ο Παναγιώτης δεν το

θυµόταν να είναι ποτέ στη θέση του κι ας ήταν από εκείνους που πρόλαβαν το

πέτρινο γεφύρι όταν ήταν στις δόξες του, αφού το µεταλλικό που, ένωνε τις δύο

άκρες του ποταµού και το δρόµο που έβγαζε απ΄ τη Φτέρα στην Αξιούπολη,

βρισκόταν καµιά πενηνταριά µέτρα πιο κάτω το ΄χε στήσει η Νοµαρχία εδώ και δέκα

χρόνια.

Σε πολλά σηµεία η λιθοδοµή του γεφυριού είχε δεχτεί τη διαβρωτική επίδραση του

χρόνου και τα επιχρίσµατα σε κάποια απ΄ αυτά µαρτυρούσαν τις προσπάθειες που

΄χαν γίνει παλιότερα να επουλωθούν οι πληγές του.

Πριν πέντε χρόνια, µια οµάδα µελετητών και ροµαντικών είχαν επισκεφτεί και τον

Παναγιώτη για να τον πείσουν πως και η Φτέρα όφειλε να συµβάλει οικονοµικά στη

συντήρηση του γεφυριού, σαν ένα αξιοπρόσεκτο µνηµείο της περιοχής, αλλά

αρνήθηκε κατηγορηµατικά να συναινέσει στο να πετάξουν χρήµατα για κάτι που είχε

πάψει πια να τους χρησιµεύει στην καθηµερινή τους ζωή. Οι επισκέπτες δεν

επέµειναν, διακρίνοντας την αποφασιστικότητα στην άρνηση του και φεύγοντας δεν

άκουσαν το σχόλιο του.

-Να το συντηρήσουµε; Πάτε καλά ρε; Εγώ θα ΄λεγα να το γκρεµίσουµε, αφού δεν

εξυπηρετεί τίποτα πια....

Η σκέψη αυτή του ΄ρθε ξανά στο µυαλό, αλλά δεν υπήρχε λόγος να την αναφέρει

στα άλλα µέλη που απάρτιζαν το τοπικό συµβούλιο στη Φτέρα. Όχι πως θα του

έφερναν αντίρρηση, ο λόγος του ήταν νόµος και οι προτάσεις του περνούσαν σχεδόν

ασυζητητί, αλλά επειδή τα σηµάδια στις πλευρές του γεφυριού έδειχναν πως το

µοιραίο δεν θ΄ αργούσε.

Page 6: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

6

3

Η Αλέκα σηκώθηκε όπως τα περισσότερα πρωινά µε άσχηµη διάθεση, χωρίς να

ρίξει καν µια µατιά στη µεριά δίπλα της. Ήξερε πως θα ήταν άδεια αφού ο

Παναγιώτης είχε φύγει αξηµέρωτα. Κοιµόταν ελαφριά και µε την παραµικρή κίνηση

του συζύγου της, έχανε τον ύπνο της. Οι κινήσεις του ήταν άτσαλες, βαριές. ∆εν τον

ενδιέφερε αν κοιµόταν δίπλα του άνθρωπος ή κούτσουρο. Πετούσε τα σκεπάσµατα

από πάνω του και άπλωνε τα χέρια του για να ξεµουδιάσει το κορµί του απ΄ τον βαρύ

ύπνο χωρίς να λογαριάσει που έπεφταν. Με µια απότοµη κίνηση που τράνταζε

κρεβάτι και σύζυγο πηδούσε στο πάτωµα κάνοντας ακόµα περισσότερο θόρυβο. Η

Αλέκα, κουλουριασµένη σαν το έµβρυο στην κοιλιά της µάνας του, κρατούσε µάτια

και στόµα κλειστά παρακαλώντας να φύγει χωρίς άλλες συνέπειες. Γιατί ήταν και

φορές που επέστρεφε απ΄ το µπάνιο και ξανάπεφτε στο κρεβάτι για να κολλήσει από

πίσω της και χωρίς πολλές διαδικασίες να προσπαθήσει να µπει µέσα της

προκειµένου να ικανοποιήσει τις πρωινές ερωτικές του ορέξεις. Σφιγγόταν,

παριστάνοντας στην αρχή την κοιµισµένη κι ύστερα άνοιγε τα µάτια παρακαλώντας

να τελειώσει µια ώρα αρχύτερα για να τρέξει στο µπάνιο και να ξεπλύνει από µέσα

της, µε κρύο νερό, τ΄ αποµεινάρια της πρωινής λεηλασίας του κορµιού της απ΄ το

σύζυγο της.

Τις µέρες που ο Παναγιώτης αποχωρούσε χωρίς να την υποβάλει σ΄ αυτό το

µαρτύριο, παραφυλούσε µέχρι ν΄ ακούσει την εξώπορτα να κλείνει και άπλωνε το

κορµί της, προσέχοντας να µη ξεφύγει απ΄ τη δική της πλευρά, για ν΄ απολαύσει έστω

και ξάγρυπνη τη θαλπωρή του κρεβατιού µέχρι το ξηµέρωµα.

Τι έκανε ο σύζυγος της και που πήγαινε τόσο νωρίς, δεν ήθελε ούτε την ενδιέφερε

να µάθει. Της αρκούσε που έφευγε. ∆εν ήθελε ν΄ ανακατεύεται στα πόδια του και αν

και εκείνος έκανε το ίδιο η Αλέκα θα ήταν πραγµατικά ευτυχής.

Φόρεσε τη ρόµπα της και καθώς έσφιγγε τη ζώνη γύρω απ’ τη µέση της

στάθηκε µπροστά στο µεγάλο καθρέφτη, απέναντι απ’ το συζυγικό κρεβάτι. Τα

µαλλιά της πετούσαν απ’ τη δεξιά πλευρά και έκανε έναν µορφασµό απογοήτευσης

καθώς προσπαθούσε να κρύψει µέσα στις ξανθές τρίχες των µαλλιών της τις άσπρες

που ξεχώριζαν. ¨Καλοτυχία¨ , θεωρούσε η σχωρεµένη η µάνα της τις άσπρες τρίχες

στα µαλλιά αλλά µάλλον όταν το ΄λεγε θα ΄χε στο µυαλό της, δύο, τρεις άσπρες

τρίχες το πολύ. Της Αλέκας ήταν πολύ περισσότερες και όχι από τώρα. Οι πρώτες

έκαναν την εµφάνιση τους όταν ήταν γύρω στα τριάντα και µόνο σαν σηµάδι

καλοτυχίας δεν τις δέχτηκε. Και πού ήταν άραγε η καλοτυχία της αφού εδώ και 22

χρόνια ήταν αναγκασµένη να µοιράζεται τη ζωή της µ΄ έναν άνθρωπο που δεν

αγαπούσε και ένιωθε τις περισσότερες φορές αποστροφή και απέχθεια;

Kατέβασε τη ρόµπα της µέχρι τους ώµους και πήρε στα χέρια της το στηθόδεσµο.

Πριν τον φορέσει έριξε µια µατιά στο στήθος της. Παρά τα σαράντα της χρόνια ήταν

ακόµα στητό και σφιχτό, όπως ήταν κι όλο της το κορµί. Απ΄ όπου και αν περνούσε,

µ΄ αυτό τον ελαφρύ κυµατισµό των γοφών της, τραβούσε απάνω της κάθε ανδρικό

βλέµµα, κάτι που δεν περνούσε απαρατήρητο και ασχολίαστο απ΄ το σύζυγο της. ∆εν

την ενδιέφεραν όµως τα σχόλια του ούτε την κολάκευε η ζήλια του. Ήξερε καλά πως

δεν ήθελε πραγµατικά να τονώσει το ηθικό της γυναίκας του ούτε να επαινέσει την

αναµφισβήτητη οµορφιά της, αλλά απλώς να της υπενθυµίζει πως αυτός ήταν ο ένας

και ο απόλυτος κύριος όλης της ύπαρξης της και πως όφειλε να προσφέρει τα κάλη

της αποκλειστικά σ΄ εκείνον. Για την Αλέκα δεν υπήρχε καν τέτοιο θέµα. ∆εν είχε

σκεφτεί ποτέ να βρεθεί στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα, ενώ είχε τόσες ευκαιρίες εξ

αιτίας της συµπεριφοράς του συζύγου της να το κάνει, αφού ζώντας όλα αυτά τα

χρόνια µ΄ έναν άνθρωπο που µόνο σαν σκεύος ηδονής τη µεταχειριζόταν, της είχε

εµφυσήσει και το φόβο για κάθε αρσενικό. Εξάλλου ζούσαν σε µια τόσο µικρή και

Page 7: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

7

κλειστή κοινωνία, όπου οι άνθρωποι περισσότερο να ονειρεύονται µπορούσαν, παρά

να ενεργούν, αν και πολλές φορές δεν έπρεπε ούτε αυτό να κάνουν απ΄ το φόβο

µήπως κάποιοι κατάφερναν να διεισδύσουν απρόσκλητοι ακόµα και σ΄ αυτά τα

όνειρα τους.

Οι σκέψεις πρόσθεσαν κι άλλες ρυτίδες στο πρόσωπο της που αν και

περιποιούνταν ελάχιστα εξακολουθούσε να κρατάει κάτι απ΄ τη γλυκύτητα της

εφηβείας της και σχεδόν απείραχτη τη φυσική του οµορφιά. Τα όµορφα στρογγυλά

καστανά της µάτια µετέδιδαν τη λάµψη τους στην επιδερµίδα της και συνδυαζόταν

υπέροχα µε τα ξανθά της µαλλιά που ακουµπούσαν απαλά στους ώµους της.

Οι γυναίκες στα χωριά σπάζουν εύκολα. Γερνάνε πριν την ώρα τους. Ο καυτός

ήλιος πυρπολεί το δέρµα τους στα χωράφια και ο ιδρώτας που χύνουν καθηµερινά

παλεύοντας µε τους καρπούς της γης σκάβει το σώµα τους, το εξασθενεί. Οι ώµοι

γέρνουν και κάθε χρόνος που φορτώνεται πάνω τους µετράει για δέκα. Η Αλέκα όµως

ήταν απ΄ τις τυχερές. Η οικονοµική ευρωστία του Παναγιώτη την κρατούσε µακριά

απ΄ όλα αυτά κι αν δεν υπήρχαν κι οι πίκρες της ψυχής της, θα ΄δειχνε κατά πολύ

νεώτερη. Είχε τη δυνατότητα να µην ασχολείται ούτε καν µε το καφενείο-

παντοπωλείο που διατηρούσαν, αλλά µόνη της το θέλησε και σιγά, σιγά το κέρδισε

για να µη µένει οληµερίς στο σπίτι γυρνώντας σαν την άδικη κατάρα.

Μάζεψε τα µαλλιά της πίσω, τα έπιασε µε µια στενή κόκκινη κορδέλα αλλά πριν

βγει το βλέµµα της έπεσε στις πυτζάµες του Παναγιώτη που ήταν πεταµένες στο

πάτωµα. Τις µάζεψε πιάνοντας τες µε τις άκρες των δαχτύλων της και βγαίνοντας για

την κουζίνα τις κρέµασε στον καλόγερο πίσω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάµαρας.

Page 8: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

8

4

Ο Βασίλης κοίταξε το ρόλοι του πριν στρίψει στη γωνία. Ήταν 8 παρά δέκα. Η

αποθήκη Γενικού Εµπορίου άνοιγε γύρω στις 8 αλλά δεν θα τον πείραζε να περιµένει

αρκεί το αποτέλεσµα να ήταν αυτό που επιζητούσε. Το αφεντικό της αποθήκης τον

προσπέρασε µε το αυτοκίνητο του χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ο Βασίλης έκανε

ασυναίσθητα ένα βήµα πιο πίσω και άναψε ένα τσιγάρο. Πριν το τελειώσει θα

ξεκινούσε.

Μπροστά στην αποθήκη, ένα τσιµεντόχτιστο κτίριο µε µεγάλες τζαµαρίες και

ράµπες για την φορτοεκφόρτωση των φορτηγών αυτοκινήτων, καµιά διακοσαριά απ΄

τα τελευταία σπίτια, στην έξοδο της Αξιούπολης προς τη Θεσσαλονίκη, ήταν

σταθµευµένο ένα µεγάλο φορτηγό. Μόλις το είδε ο Βασίλης χαµογέλασε και τάχυνε

το βήµα του. Το αφεντικό είχε ανοίξει την καρότσα του φορτηγού και περιεργαζόταν

τα εµπορεύµατα που είχε φορτωµένα. Ο Βασίλης πλησίασε χαµογελαστός και τον

καληµέρισε. ∆εν πήρε καµιά απάντηση και ξαναπροσπάθησε.

-Καληµέρα. Έχει µεροκάµατο σήµερα;

Το αφεντικό δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

-Για σήµερα εντάξει, του πε και του δειξε µε το χέρι του το φορτηγό.

∆εν πρόλαβε να τον ευχαριστήσει.

-Το βλέπεις αυτό; Θέλω σβέλτα και επειδή αρρώστησε ο µόνιµος. Κάθε µέρα δεν

πάει, στο ξανάπα.

-Να’ στε καλά. Χθες καλά δεν πήγαµε;

-Χθες; Άσε το χθες. Άρπαξε το κοµµάτι που σου πετάω σήµερα...

Ο Βασίλης δεν περίµενε άλλη κουβέντα. Έβγαλε γρήγορα το σακάκι του, το

δίπλωσε, το άφησε προσεκτικά πάνω σε κάποια κιβώτια και ετοιµάστηκε ν΄ ανέβει

στην καρότσα όταν τον έκοψε τ΄ αφεντικό:

-Και που ΄σαι. Μόλις τελειώσεις δε φεύγεις. Αλλιώς µεροκάµατο δεν έχει.

-Όχι, θα µείνω...

-Κι αν έρθει πελάτης, από κοντά εσύ. Σου δίνω το χαρτί και ορµάς.

-Ναι, ναι, µείνετε ήσυχος.

Το αφεντικό έκλεισε τα χαρτιά του και ξεκίνησε να φύγει. ∆εν έκανε τρία βήµατα

και γύρισε προς τον Βασίλη που είχε ρίξει ήδη στον ώµο του το πρώτο κιβώτιο. Τον

µετρούσε από πάνω µέχρι κάτω. ∆εν του γέµιζε το µάτι αυτός ο λεπτεπίλεπτος ψηλός

άντρας, µε τα καστανά µαλλιά και τα µακριά δάχτυλα. Μόνο για εργάτης δεν έδειχνε.

Αν και ήταν αξύριστος τα ρούχα που φορούσε ήταν καθαρά και περιποιηµένα και το

όµορφο πρόσωπο του θύµιζε παλιό αριστοκράτη.

-Ρε συ. Ρωσία είπαµε;

-Ρωσία.

-Βρε µπας και είσαι κανένας ξεπεσµένος πρίγκιπας, απ΄ αυτούς που διώξανε οι

Μπολσεβίκοι, αστειεύτηκε το αφεντικό προσπαθώντας έτσι να εξακριβώσει αν όντως

η εικόνα που έδινε ο Βασίλης ταίριαζε και µε την καταγωγή του.

-∆εν υπάρχουν πρίγκιπες στη Ρωσία.

-Σωστά, τους διώξαν εδώ και χρόνια. Εσύ µάλλον δεν τους πρόλαβες… Αλήθεια,

πόσων χρονών είσαι;

-Σαράντα ένα.

Απόρησε. Έδειχνε µικρότερος. Στα µαλλιά δεν είχε ούτε µια άσπρη τρίχα και δύο

τρεις που φυτρώναν στο αξύριστο πρόσωπο του δεν πιστοποιούσαν σε καµιά

περίπτωση την ηλικία του.

-∆εν πρέπει να πέρασες και δύσκολα.

-Είχε και τα καλά του, απάντησε ανόρεχτα ο Βασίλης θέλοντας να κόψει εκεί την

κουβέντα.

Page 9: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

9

Ούτε και το αφεντικό είχε διάθεση να τη συνεχίσει. Κάτι θυµήθηκε και πριν φύγει

προς το µικρό του γραφειάκι, ρώτησε

-Ξέρεις και κανένα γράµµα;

-Κάτι λίγα...

-Για το χαρτί σκέφτοµαι. Μη σου δώσω παραγγελία και δεν ξέρεις τι βγάζεις...

∆εν υπήρχε λόγος να του απαριθµήσει τα διπλώµατα και τις γνώσεις που ΄χε

αποκτήσει µετά από χρόνια σπουδών. Του αρκούσε που και σήµερα είχε βρει

µεροκάµατο θεωρώντας πως τα ελαφριά χαρτοκιβώτια των ειδών υγιεινής που

υπήρχαν στην καρότσα του φορτηγού ήταν ό,τι καλύτερο για τα άµαθα χέρια του. µε

τα κιβώτια των αναψυκτικών και τις κάσες των αναψυκτικών δυσκολευόταν λίγο µα

θα έσφιγγε τα δόντια σκεπτόµενος πως εκεί βρισκόταν µόνο προσωρινά.

Page 10: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

10

5

Ο Παναγιώτης στάθµευσε το φορτηγάκι του έξω από το καφενείο, στη γνώριµη

θέση του. Ήταν νωρίς ακόµα για ν’ ανοίξει. Σήκωσε το κεφάλι στον πάνω όροφο,

όπου βρισκόταν το σπίτι του και διέκρινε τη σιλουέτα της Αλέκας να κινείται

νωχελικά στην κουζίνα. Μέχρι να ετοιµάσει το πρωινό είχε ακόµα καιρό.

Έβγαλε την αρµαθιά µε τα κλειδιά του και βρήκε αµέσως αυτό που χρειαζόταν,

χωρίς καν να την κοιτάξει. Ξεκλείδωσε την πόρτα του καφενείου και µπήκε. Το

πάτωµα από µωσαϊκό, αν και φθαρµένο σε πολλές µεριές απ΄ την πολυκαιρία και τα

εκατοντάδες παπούτσια που τρίφτηκαν πάνω του, άστραφτε. Τα τραπέζια, δεξιά κι

αριστερά στη σάλα, καθαρά µε τις ψάθινες καρέκλες τους στοιχισµένες ολόγυρα

τους. Όλα ήταν σε απόλυτη τάξη, όπως ακριβώς του άρεσε.

Προχώρησε προς το βάθος όπου βρισκόταν το µεγάλο ψυγείο που χώριζε τη σάλα

στα δύο. Το µεγαλύτερο κοµµάτι για τα τραπέζια των πελατών και το µικρότερο για

το κουζινάκι όπου ετοιµαζόταν ο καφές και τα ποτά που σερβίραν.

Πάνω στο ψυγείο αραδιασµένα τα µπουκάλια µε το κονιάκ και το τσίπουρο. Το

τελευταίο δικής του παραγωγής που ΄ταν ξακουστό σ΄ όλη την περιοχή και γι΄ αυτό

το πουλούσε µε τις νταµιτζάνες.

Πέρασε πίσω απ΄ το ψυγείο και επιθεώρησε τον πάγκο όπου βρισκόταν το

πετρογκάζ και τα σύνεργα του καφέ. Κι εκεί ήταν όλα εντάξει. Τα χάλκινα µπρίκια

κάθετα τοποθετηµένα και το καρό πλαστικό τραπεζοµάντηλο που ήταν απλωµένο σ΄

όλο τον πάγκο πεντακάθαρο.

Έστριψε αριστερά πιάνοντας το πόµολο της πόρτας που οδηγούσε στην αποθήκη

αλλά το βλέµµα του κόλλησε στις δύο µεγάλες επίχρυσες κορνίζες µε τις

φωτογραφίες του πρώην βασιλικού ζεύγους της Ελλάδας που ΄ταν αναρτηµένες στον

πλαϊνό τοίχο και σταµάτησε. Χαιρέτησε µ΄ ένα ελαφρύ νεύµα του κεφαλιού τους

ξεπεσµένους Βασιλείς. Κανονικά δεν ήταν εκεί η θέση τους. Στη µεγάλη σάλα έπρεπε

να βρίσκονται και να δεσπόζουν στο χώρο για να τους υποβάλουν τα σέβη τους οι

πελάτες, όπως γινόταν επί σειρά ετών. Ο Παναγιώτης δεν το ΄χε σκοπό να τους

µετακινήσει απ΄ τη θέση τους παρά µόνο αν έπρεπε να τους ανανεώσει την κορνίζα.

Το ΄κανε µε βαριά καρδιά τον περασµένο Ιούνιο του ΄85 όταν οι πράσινοι του

Ανδρέα ξανακέρδισαν τις εκλογές και ο Παναγιώτης έκρινε πως δεν έπρεπε να

προκαλεί άνευ λόγου και αιτίας τους κυβερνώντες. Τους χρειαζόταν κι ας µην

συµφωνούσε µαζί τους. Μήπως µε τους Βασιλείς και τις δεξιές κυβερνήσεις

συµφωνούσε πάντα; Όχι, βέβαια. Απλώς τους χρησιµοποιούσε. Όπως τον

χρησιµοποιούσαν κι αυτοί. ∆εξιός δεν ήταν εκ πεποιθήσεως, αλλά µια και έτυχε η

παράταξη αυτή να κυβερνήσει τη χώρα από τότε που θυµόταν τον εαυτό του

συντάχθηκε στο πλευρό της. Τον λογάριαζαν σαν το δικό τους άνθρωπο όχι µόνο στη

Φτέρα αλλά στην ευρύτερη περιοχή και σ΄ αυτόν πρόσβλεπαν για να ελέγχουν πολλές

ψήφους. Ο Παναγιώτης το ΄κανε µ΄ ευχαρίστηση, φροντίζοντας να κρατά για τον

εαυτό του το µερίδιο που του αναλογούσε. Ασκούσε και αυτός τη δική του άτυπη

εξουσία και πορευόταν κατά πως τον βόλευε. Η σχέση του µε το βασιλικό ζεύγος

ξεκίνησε από τότε που ο σχωρεµένος ο πατέρας του πήρε και κρέµασε τις

φωτογραφίες του Παύλου και της Φρειδερίκης. Ο γιος συνεχίζοντας την παράδοση

τους αντικατέστησε µε τον Κωνσταντίνο και την Άννα Μαρία. Τους κράτησε εκεί και

µετά το δηµοψήφισµα του 1974. Ποιος θα του ΄λεγε κουβέντα; Οι Καραµανλικοί

πάντως όχι, αφού ήξεραν πως µπορεί το καφενείο του Αργυρίου να ΄χε γίνει για τις

ανάγκες του δηµοψηφίσµατος προεκλογικό κέντρο των βασιλικών, αλλά κατά βάθος

εκείνος σ΄ αυτούς ανήκε. ∆εν τις ξεκρέµασε ακόµα και όταν το 1981 το ΠΑΣΟΚ

σχηµάτισε κυβέρνηση. Το θεώρησε σαν µια σύντοµη µεταβατική περίοδο που δεν θα

κρατούσε πολύ. Και δεν δίσταζε να το διατυµπανίζει δηµοσίως, τονίζοντας πάντα και

Page 11: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

11

την αφοσίωση του στο εξορισµένο βασιλικό ζεύγος που δέσποζε πάντα στη σάλα του

καφενείου. Όταν διαπίστωσε πως η κατάσταση αντί ν΄ αλλάξει παγιωνόταν και οι

πρώην παρακατιανοί σήκωναν κεφάλι, έκανε στροφή 180 µοιρών. Αν ήθελε να µη

βγει εντελώς έξω απ΄ τα πράγµατα και να µπορεί να ελέγχει καταστάσεις δεν έπρεπε

να συνεχίσει να τις κοντράρει αλλά να πάει µαζί τους.

Μετέφερε τις κορνίζες στη µέσα µεριά του καφενείου θεωρώντας την ενέργεια αυτή

απλώς σαν µια τακτική υποχώρησης και έδωσε στους άλλους να καταλάβουν πως

είχε βάλει νερό στο κρασί του. Σύντοµα ξαναπήρε το πάνω χέρι , αφού οι άνθρωποι

που µπορούν και ελέγχουν ψήφους και συνειδήσεις είναι καλοδεχούµενοι από την

εξουσία κάθε χρώµατος και ιδεολογίας. ∆εν ήταν και ενθουσιασµένος βέβαια που ο

Ανδρέας και το συνάφι του εξακολουθούσαν να κυβερνάνε, µα δεν του έλειπαν κι οι

άλλοι, οι προηγούµενοι, που στο κάτω, κάτω και σύµφωνα πάντα µε τη δική του

λογική, του χρωστούσαν παρά τους χρωστούσε για όσα τους είχε προσφέρει και

αυτός και ο πατέρας του τόσα χρόνια.

Άνοιξε την πόρτα και µπήκε στην αποθήκη. Τα ρουθούνια του γέµισαν αµέσως απ΄

τη µυρωδιά που ανέδυαν τα πολυκαιρισµένα σανίδια του πατώµατος της. Μια

µυρωδιά απορρυπαντικού ανακατεµένου µε τσίπουρο και λάδι. Του άρεσε αυτή η

µυρωδιά. Μ΄ αυτή είχε µεγαλώσει όταν ακόµα µικρό παιδί τριγύρναγε ανάµεσα στα

πόδια των πελατών του πατέρα του που πήγαιναν στου Αργυρίου για τα ψώνια του

σπιτιού και πριν φύγουν έπιναν µονορούφι δύο τρία ποτηράκια τσίπουρου. Το

µπακάλικο- καφενείο, το µοναδικό στη Φτέρα, κάλυπτε όλες τις ανάγκες τους. Απ΄

εκεί γέµιζαν τα ράφια του σπιτιού µ΄ όλα τα χρειαζούµενα και τα στοµάχια τους µε το

δυνατό τσίπουρο που πολλοί έλεγαν πως ήταν προτιµότερο να τριφτείς µ΄ αυτό παρά

να το πιεις. Τόπος συνάντησης, σηµείο αναφοράς για κάθε κάτοικο της Φτέρας, το

καφενείο του Αργυρίου έµενε τις περισσότερες ώρες του 24ώρου ανοιχτό ακόµα και

τις Κυριακές και τις αργίες. Τις Κυριακές οι νυκοκυραίοι µε τα καλά τους, την

κυριακάτικη φορεσιά, µετά το σχόλασµα της εκκλησίας περνούσαν για τον καφέ και

ξεχνιόταν µέχρι αργά το µεσηµέρι κουβεντιάζοντας παρέα µε το τσίπουρο και τους

λιτούς µεζέδες που πρόσφερε το κατάστηµα.

Ο πατέρας του, βλοσυρός και σοβαρός πάντα, πίσω απ΄ τον πάγκο του, γέµιζε τα

ποτήρια των πελατών, ανταλλάσσοντας µαζί τους λίγες κουβέντες, τις απαραίτητες.

Ήταν άνθρωπος της δουλειάς και δεν συµπαθούσε τα χασοµέρια, ούτε τις πολλές

κουβέντες. Ποτέ δεν ξανοιγόταν στις κουβέντες που γινόταν στο µαγαζί του, καθώς

προτιµούσε «ν΄ αγοράζει» όπως συνήθιζε να λέει. Αυτό δίδαξε και στο γιο του. Να

µη χασοµερά αλλά ν΄ αξιοποιεί τις µέρες και τις ώρες του, χωρίς να ξανοίγεται πολύ.

Μόνο µέχρι εκεί που εκτιµούσε πως τον έπαιρνε, για να µη δίνει λαβή στους άλλους

να µαθαίνουν τις σκέψεις του.

Κάθισε σ’ ένα άδειο κασόνι αναψυκτικών και άναψε τσιγάρο. Αν ζούσε ή αν τον

έβλεπε από καµιά µεριά ο πατέρας του, θα ΄χε κάθε λόγο να ΄ναι ευχαριστηµένος. Ο

Παναγιώτης δε χασοµερούσε κι αξιοποιούσε από τ΄ άγρια χαράµατα όλες τις ώρες

του. Το καφενείο παρέµενε σχεδόν το ίδιο, όπως ήταν πριν από χρόνια. Μόνο τα

τραπέζια κι οι καρέκλες του ανανεώθηκαν και τοποθετήθηκε το καινούργιο, µεγάλο,

ψυγείο. Το µπακάλικο εξακολουθούσε να λειτουργεί χωρίς βέβαια το παλιό τεφτέρι,

όπου σηµειωνόταν µε σχολαστική ακρίβεια ό,τι ψώνιζε καθηµερινά κάθε νοικοκύρης,

και χωρίς τις φούριες που ΄χε παλιότερα. Τώρα οι περισσότεροι είχαν τη δυνατότητα

να πληρώνουν τοις µετρητοίς, αλλά και να πετάγονται µε τ΄ αυτοκίνητα τους µέχρι

τη γειτονική και κοντινή Αξιούπολη όπου λειτουργούσαν πια µεγάλα σούπερ µάρκετ.

Αυτό δεν ενόχλησε καθόλου τον Παναγιώτη. Η ιδέα του να µετατρέψει το µπακάλικο

σε σούπερ µάρκετ καθόλου δεν τον γοήτευε και γι΄ αυτό δεν την εφάρµοσε ποτέ.

Απλώς, σαν καλός έµπορος που ήταν, βρήκε νέες πηγές εσόδων αυξάνοντας

Page 12: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

12

ουσιαστικά τον κύκλο εργασιών του και τα κέρδη του. Με διάφορους τρόπους και,

κυρίως, χάρις στη µεγάλη ευχέρεια µετρητών που πάντα διέθετε, ήλεγχε τη γεωργική

παραγωγή όλης της περιοχής, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του τη µερίδα του

λέοντος απ΄ τα κέρδη. Το καφενείο εξακολουθούσε να είναι το επίκεντρο των

οικονοµικών δραστηριοτήτων της Φτέρας, µόνο που στις µέρες του Παναγιώτη τα

πάρε δώσε ήταν πολύ µεγαλύτερης αξίας από µια οκά λάδι, ή πεντακόσια δράµια

ρύζι.

Το τεφτέρι, ουσιαστικά δεν καταργήθηκε ποτέ. Απλώς πήρε τη µορφή των

γραµµατίων, των συναλλαγµατικών και των επιταγών και όλων εκείνων των

αποδεικτικών στοιχείων που κατοχύρωναν τον Παναγιώτη για να εισπράξει, αργά ή

γρήγορα, τα δάνεια που πρόσφερε στους συγχωριανούς του, µε το απαραίτητο

κέρδος. Αν δεν είχαν µετρητά, όλο και κάτι άλλο θα είχαν να προσφέρουν, αφού ο

δανειστής ήξερε πολύ καλά την ακριβή κατάσταση όλων όσων κατοικούσαν στον

οικισµό και αναλόγως έκλεινε τις δουλειές µαζί τους. Κι αυτό του το δίδαξε ο

πατέρας του κι ο Παναγιώτης αποδείχτηκε πολύ καλός µαθητής.

Page 13: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

13

6

Τα παραθυρόφυλλα της Μυρτώς ήταν ακόµα κλειστά. Ο Αβραάµ σκούπιζε το

πεζοδρόµιο µε µηχανικές κινήσεις προσπαθώντας να διακρίνει κάποια κίνηση µέσα

απ’ αυτά. ∆εν θα ΄χε ξυπνήσει ακόµα. Μόλις διέκρινε τη φιγούρα του Παναγιώτη να

κοντοζυγώνει γύρισε προς την πλευρά του σπιτιού του και άρχισε να σκουπίζει

νευρικά και γρήγορα.

-Νωρίς έπιασες δουλειά βλέπω, άκουσε τη φωνή του Παναγιώτη από πίσω.

∆εν σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξει, µόνο του πέταξε.

- ∆εν είχα ύπνο.

Ο Παναγιώτης έκανε πως δεν πρόσεξε την εχθρότητα στη φωνή του Αβραάµ και

συνέχισε απτόητος.

-Είναι και η ηλικία µας βλέπεις. Κι εγώ απ’ το ξηµέρωµα γύρναγα στ΄ αµπέλια. Χα,

χα, λες και θα φύγουν απ’ τη θέση τους. Θα στο λερώσουν πάλι...

-Ε;..

-Για το πεζοδρόµιο λέω. Θα στο λερώσουν και πάει τζάµπα ο κόπος.

∆εν ξεµπέρδευε εύκολα µαζί του καθώς µάλλον είχε σκοπό να δοκιµάσει τα νεύρα

του. Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάµατα λέγοντας του µε τρεµάµενη φωνή.

- ∆ε βαριέσαι. Ποιος λογαριάζει τις βρωµιές που φεύγουν.

Το σύρσιµο απ’ τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού της Κούλας ακούστηκε µέχρι

έξω. Κόλλησε το καρότσι στον τοίχο του καθιστικού και έβγαλε το κεφάλι απ’ το

ανοιχτό παράθυρο.

-Πάλι πρωινός κυρ Παναγιώτη µου;

-Ψάχνω κι εγώ το φλουρί κυρά Κούλα µου, της είπε χαµογελώντας και τη ζύγωσε.

Πώς είσαι σήµερα;

Ξέσπασε σ’ ένα εκνευριστικό γέλιο.

-Λεω να πάω για χορό απόψε.

-Μια χαρά είσαι. Έχεις εδώ και τα χέρια σου και τα πόδια σου, της αντιγύρισε ο

Παναγιώτης δείχνοντας µ’ ένα νεύµα του κεφαλιού τον Αβραάµ.

Η Κούλα συµφώνησε.

-∆εν παραπονιέµαι. Σωστή νοικοκυρά. Χρυσοχέρα, είπε και το εκνευριστικό γέλιο

της ξεχύθηκε πιο δυνατό από µέσα της, κάνοντας τον Αβραάµ όχι απλώς να

σκουπίζει αλλά να µαστιγώνει αλύπητα τώρα το πεζοδρόµιο.

-Έµαθα ήρθε ο γιος σου;

-Για να ξεσκάσει λίγο. Όλο διάβασµα, διάβασµα, δεν κάνει. Μην µας πάθει τίποτα.

-Καλό παιδί. Και πότε τελειώνει;

-Και γιατί να τελειώσει; Έχει εδώ αυτός το φιλόπτωχο ταµείο, πρόσθεσε ο

Παναγιώτης δείχνοντας την τσέπη του.

-Την τύχη του να ΄χαν κι άλλα παιδιά. Μεγάλο πράµα ο γονιός να στα χει όλα

έτοιµα. Να σου ψήσουµε έναν καφέ, του πρότεινε ρίχνοντας ένα άγριο βλέµµα προς

τον Αβραάµ για να προλάβει τυχόν αντίδραση του.

-Όχι κυρά Κούλα µου. Είναι νωρίς για βίζιτες. Να µέχρι την εκκλησία πάω λίγο.

Μια άλλη φορά...

-Πρώτος σε όλα. Όλα τα προλαβαίνεις. Αυτό πα να πει άντρας.

Είπε την τελευταία της φράση κοιτώντας τον Αβραάµ. Το καρφί της σ΄ εκείνος

απευθυνόταν και ήθελε να σιγουρευτεί πως βρήκε το στόχο του. Ούτε που την

άκουσε. Το βλέµµα του είχε καρφωθεί στα κλειστά παραθυρόφυλλα της Μυρτώς,

αφού του φάνηκε πως ξεχώρισε τη φιγούρα της να κινείται στην κουζίνα.

-∆όξα να χει ο Πανάγαθος, έκλεισε την κουβέντα ο Παναγιώτης και συνέχισε το

δρόµο του.

Page 14: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

14

Η Κούλα κάτι µουρµούρισε µέσα απ’ τα δόντια της και σε λίγο το σύρσιµο απ’ τις

ρόδες του καροτσιού ακουγόταν απ’ το βάθος του σπιτιού.

Ο Αβραάµ, χωρίς ν’ αφήσει τη σκούπα απ’ το χέρι του, περίµενε πρώτα να

ξεµακρύνει ο Παναγιώτης, ύστερα έριξε µια µατιά στο εσωτερικό του σπιτιού του και

πλησίασε πισωπατώντας το σπίτι της Μυρτώς. Έστησε γρήγορα αυτί µπας και πιάσει

κάποιον ήχο. Τίποτα. Του φάνηκε πως άκουσε βήµατα από την άκρη του δρόµου και

ξαναγύρισε στο πεζοδρόµιο του, σχεδόν, τρέχοντας.

Page 15: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

15

7

Η Μυρτώ δεν έκλεισε µάτι από την ώρα που ξανάπεσε στο κρεβάτι. Άλλαξε άπειρες

φορές πλευρό, πάλεψε µε το µαξιλάρι της, ώσπου το πήρε απόφαση. Θα περίµενε για

µια ακόµα φορά το ξηµέρωµα ξαγρυπνώντας.

Μέτρησε τα λεπτά µέχρι να ξηµερώσει, ξαπλωµένη, παρακολουθώντας τις σκιές

στο ταβάνι ν’ αλλάζουν σχήµατα. Μόλις ανέβηκε ο ήλιος κι οι σκιές άρχισαν ν΄

αποχωρούν το ίδιο αθόρυβα όπως είχαν έρθει. ∆ραπέτευσαν αφήνοντας την

ξαπλωµένη στο κρεβάτι µε τα µάτια της κόκκινα και ένα βάρος στο κορµί, κατάλοιπο

µιας ακόµα άυπνης νύχτας.

Σηκώθηκε και άρχισε να γυρνάει άσκοπα στο σπίτι, σαν να επιθεωρούσε τους

χώρους του. Περπατούσε ζαλισµένη, χωρίς να βλέπει µπροστά της, προσπαθώντας

απλώς να πείσει τον εαυτό της πως είχε ξηµερώσει µια καινούργια µέρα που µπορεί

σε κάτι να διέφερε απ΄ τη χθεσινή.

Βρισκόταν στην κουζίνα όταν άκουσε φωνές έξω στο δρόµο και έσκυψε να δει απ’

τις γρίλιες. Το βλέµµα της κεντράρισε στο πρόσωπο του Παναγιώτη που συνοµιλούσε

µε την Κούλα. Έσκυψε για να µην τη δει και γλίστρησε στο πάτωµα, ακουµπώντας µε

την πλάτη στα ντουλάπια, κάτω απ’ το νεροχύτη, προσπαθώντας να ελέγξει την

ανάσα της.

Το σύρσιµο του καροτσιού έφτασε πάλι στ΄ αυτιά του και ο Αβραάµ προσπάθησε

ν’ αποµακρυνθεί σκουπίζοντας τώρα κάτω απ’ το πεζοδρόµιο. Η Κούλα

ανασηκώθηκε όσο µπορούσε και έβγαλε το κορµί της ίσα µε τη µέση έξω απ’ το

παράθυρο.

-Πού είσαι αναθεµατισµένε;

Ο Αβραάµ σταµάτησε και γύρισε προς το µέρος της περιµένοντας την επόµενη

κουβέντα της.

-Ας του λεγες δύο κουβέντες του Παναγιώτη. Θα σου πεφτε η µύτη;

Ξανάρχισε να σκουπίζει.

-Αν δεν έχεις τίποτα να πεις, καλύτερα να σιωπάς.

-Αµάν το οβρέϊκο το πείσµα σου, του φώναξε και έπεσε αποκαµωµένη στο καρότσι

της.

Γύρισε το βλέµµα του προς την άκρη του δρόµου και το κράτησε εκεί για µερικά

δευτερόλεπτα. Το ξανάστρεψε πάνω της.

-Μόνο αυτό µου µεινε.

-∆εν τον πόνεσες τον τόπο κι ας σε χόρτασε ψωµί, του πέταξε θυµωµένη.

-Με πόνεσε αυτός. Κι όσο για το ψωµί, της είπε δείχνοντας τη σκούπα του, το

βγάζω µε τούτη δω και µε άλλα και µε το παραπάνω.

-∆εν πας στο διάολο, ακούστηκε τώρα πιο δυνατή η φωνή της και αµέσως µετά το

σύρσιµο απ’ τις ρόδες και το καρότσι που χτυπούσε τυφλά και µε δύναµη ό,τι

έβρισκε µπροστά του.

Ο Αβραάµ έβγαλε έναν αναστεναγµό ανακούφισης και χαµογέλασε. Πέταξε τη

σκούπα µπροστά στα πόδια του, έβαλε το χέρι του µέσα απ’ το πουλόβερ του και

έβγαλε απ’ την τσέπη του πουκαµίσου του ένα στραπατσαρισµένο τσιγάρο και ένα

κουτί σπίρτα. Ίσιωσε όσο µπορούσε καλύτερα το τσιγάρο και το άναψε. Κάθισε στο

πεζοδρόµιο, µπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού του σπιτιού του και

άρχισε να φυσά τον καπνό µε ευχαρίστηση προς τα πάνω ελπίζοντας να φτάσει µέχρι

τα ρουθούνια της Κούλας. ∆εν πρόλαβε να τραβήξει πάνω από δύο ρουφηξιές όταν

άκουσε το µάνταλο απ’ το παραθυρόφυλλο της Μυρτώς απέναντι και πετάχτηκε

αµέσως επάνω. Μέχρι ν’ ανοίξει εκείνη είχε διασχίσει κιόλας το δρόµο. Μόλις

βρέθηκε απέναντι της, σαν να συνειδητοποίησε το ατόπηµα του, γύρισε ανήσυχος να

κοιτάξει δεξιά κι αριστερά. Ευτυχώς δε φαινόταν ψυχή. Έσκυψε κοντά της και

Page 16: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

16

πρόσεξε τα ανακατωµένα της µαλλιά που µαρτυρούσαν πως είχε περάσει µια

δύσκολη νύχτα. ∆εν θέλησε να της πει τίποτα. Μόνο άπλωσε το χέρι του και της τα

χάιδεψε απαλά.

Τα κατάµαυρα µαλλιά της Μυρτώς χυνόταν στους ώµους της, στεφανώνοντας το

όµορφο τριγωνικό πρόσωπο της που το στόλιζαν δύο λαµπερά πράσινα µάτια. Κάτω

απ΄ τα διογκωµένα κόκκινα χείλη της το σηµάδι κάποιας παιδικής της αταξίας, µια

βαθιά χαρακιά στο δέρµα, της προσέδιδε περισσότερη γοητεία, κάθε που

χαµογελούσε. Γιατί, δυστυχώς, η Μυρτώ πολύ σπάνια χαµογελούσε. Ο Αβραάµ που

χρόνια τώρα την παρακολουθούσε απ΄ όποια απόσταση µπορούσε ή του επιτρεπόταν

δε θυµόταν να είδε ποτέ το στήθος της, µε τα µικρά αλλά µυτερά στήθη, να

τραντάζεται απ΄ τα γέλια. Ένα σφιγµένο χαµόγελο ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει ποτέ

στα χείλη της. Κι όµως ήθελε τόσο πολύ να τη βλέπει χαρούµενη. Να βλέπει αυτά τα

υπέροχα πράσινα µάτια να λαµποκοπάνε και να µην τα σκιάζει µονίµως η θλίψη. Να

µην τα βλέπει να τρεµοπαίζουν προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα δάκρυα που µ΄

ευκολία κυλούσαν. Το χέρι του ξέφυγε απ΄ τα µαλλιά της και κινήθηκε απαλά κάτω

απ΄ τα µάτια, λες και προσπαθούσε να αποτρέψει κάποιο δάκρυ της.

-Καλά είµαι.

Η φωνή της Μυρτώς, που σαν να κατάλαβε την πρόθεση του και θέλησε να τον

καθησυχάσει, ήχησε στ’ αυτιά του τρυφερή όπως πάντα. Τράβηξε το χέρι του.

-Στα ΄ψαλε πάλι;

Το πρόσωπο του είχε φωτιστεί από ένα γλυκό χαµόγελο.

-Τι κάνεις πριγκηπέσα µου;

-Είµαι κλεισµένη στο Βασίλειο µου.

-Σαν τον ήλιο βγαίνεις κάθε πρωί απέναντι µου.

Ένα χαµόγελο σχηµατίστηκε και στο δικό της πρόσωπο.

-Γλυκέ µου Αβραάµ. Μόνον εσένα ζεσταίνω.

-Και δε φτάνει; Λίγο το χεις; Γέρασα Μυρτώ µου, το ξέρω, µα...

Άπλωσε διστακτικά το δεξί της χέρι και του χάιδεψε το µάγουλο.

-Γέρασες... Ώρες, ώρες σκέφτοµαι πως η καρδιά σου χτυπάει δυνατότερα και από

παιδαρέλι…

- Γέρασα Μυρτώ. Αν κι η καρδιά µου, κάνει ακόµα τρελά όνειρα… Αλλά µε τι

κορµί. Ίσα µε εκατό µέτρα δεν µπορεί να πάρει τα πόδια του. Σάµπως ακούει η

καρδιά όµως. Εκεί αυτή. Τα δικά της…

- Καλέ µου Αβραάµ. Σε νοιάζοµαι. Το ξέρεις πως αλήθεια σε νοιάζοµαι.

Γύρισε το πρόσωπο του κι άφησε απαλά ένα φιλί µες την παλάµη της.

-Το ξέρω...

-Έχω τόσα προβλήµατα. Μη βάλω κι άλλα...

-Το ξέρω.

Το χέρι του άγγιξε τα χείλη της προσπαθώντας να προλάβει το χαµόγελο της πριν

σβήσει.

-Χαµογέλα και αυτό µου φτάνει. Να ‘σαι καλά µόνο. Τίποτα άλλο.

-Αβρααααάµ.

Η τσιριχτή φωνή της Κούλας του τρύπησε τ’ αυτιά. Πετάχτηκε σαν ελατήριο και

άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του. ∆εν πρόλαβε να δει αν το χαµόγελο της Μυρτώς

είχε σβήσει. Mονάχα να της κουνήσει το χέρι, αποχαιρετώντας την από µακριά.

Page 17: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

17

8

Γέµισε το κατσαρολάκι µε νερό και έριξε µέσα τρία αυγά. ∆εν έτρωγε ποτέ

λιγότερα ο Παναγιώτης και αν τυχόν γινόταν πιο σφιχτά απ’ όσο τα ήθελε, δεν είχε

κανένα πρόβληµα να της τα πετάξει στα µούτρα. Η Αλέκα στάθηκε δίπλα στην πόρτα

που οδηγούσε στο διάδροµο και αφουγκράστηκε. ∆εν ακουγόταν τίποτα. Προχώρησε

γρήγορα και άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάµαρας του Αντώνη. Είχε πλεγµένο

ανάµεσα στα πόδια του το πάπλωµα, κρατούσε σφιχτά αγκαλιασµένο το µαξιλάρι και

κοιµόταν του καλού καιρού. Λυπήθηκε να τον ξυπνήσει και έκλεισε προσεκτικά την

πόρτα πίσω της, µουρµουρίζοντας.

-Ξύπνα και εσύ ευλογηµένε, να πούµε καµιά κουβέντα σαν άνθρωποι εδώ µέσα...

Μόνο µε τον Αντώνη αντάλλασσε κάποιες, ανθρώπινες, κουβέντες εκεί µέσα. Με

τον Παναγιώτη κάθε συνοµιλία της ήταν µια µάχη. Ο 21χρονος γιος της ήταν το

αποκούµπι της. Αυτός κι η Μυρτώ. Τελευταία τους έβλεπε, δυστυχώς, όλο και

σπανιότερα. Ο Αντώνης στην Αθήνα και τις σπουδές του στη Νοµική κι η Μυρτώ

χαµένη στον κόσµο της. Το γιο της ήταν δύσκολο λόγω απόστασης να τον χαρεί

περισσότερο. Τη φιλενάδα επειδή η ίδια σπάνια πλησίαζε το σπίτι της και η Αλέκα

λόγω της ενασχόλησης της µε το καφενείο δεν είχε πολλές ελεύθερες ώρες για να την

επισκέπτεται στο δικό της.

Ο Αντώνης της είχε φύγει εδώ και τρία χρόνια, µε το που τελείωσε το Λύκειο. Οι

άριστοι βαθµοί του, άνοιγαν όποια πόρτα Πανεπιστηµίου τραβούσε η καρδιά του, µα

οι επιλογές που του υπαγόρεψε ο πατέρας του ήταν µετρηµένες. «Γιατρός ή

δικηγόρος. Αλλιώς δεν έχει φράγκο από µένα και αϊ σιχτίρ. Βγάλτε πέρα µόνος σου».

Σαστισµένος ο έφηβος είχε αναζητήσει σύµµαχο στη µητέρα του µα απ΄ το

φοβισµένο της βλέµµα κατάλαβε πως δεν µπορούσε να περιµένει και πολλά. ∆εν της

κράτησε κακία. Προσπάθησε µάλιστα να την πείσει πως ίσως έτσι και να ήταν

καλύτερα. ∆εν τον πίστεψε.

Έβαλε τα δυνατά του για να περάσει στη Νοµική σχολή της Αθήνας, όπου η βάση

ήταν ψηλότερη και το κατάφερε. Αποχαιρετώντας την, δεν έκρυψε τις προθέσεις του.

-Θα µείνω όσο πιο µακριά γίνεται. Κι αν τα καταφέρω, ίσως και να µη γυρίσω.

Ήταν σαν να της έµπηξε ένα µαχαίρι στην καρδιά. ∆εν τα ΄χε όµως µαζί του. Άλλος

ήταν ο αίτιος. Ο Αντώνης έκρυβε πολύ πείσµα και δύναµη µέσα του και ήξερε πως

ό,τι είχε σχεδιάσει θα το πραγµατοποιούσε. ∆εν έφταιγε όµως αυτός. Απλώς δεν

άντεχε άλλο τη βαριά σκιά του πατέρα του που τα πάντα επόπτευε και σ΄ όλα ήθελε

να ΄χει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της και

του ευχήθηκε.

-Ό,τι πιάνεις στα χέρια σου, χρυσάφι να γίνεται.

Παλιά τυπική ευχή που κάπου µετάνιωσε που την έκανε. Μήπως κι εκείνη δεν είχε

χρυσάφι στα χέρια της, όχι αυτήν βέβαια, αλλά ο σύζυγος της; Και τι έγινε; Μήπως

τη βοήθησε όλα της τα χρόνια για να νιώσει λίγο, έστω λίγο, ευτυχισµένη;

Μόλις ο Αντώνης προσανατολίστηκε στη µεγάλη πόλη, έβαλε σ΄ εφαρµογή το

σχέδιο του. Τελειώνοντας την παρακολούθηση των µαθηµάτων στη σχολή, έπεφτε µε

τα µούτρα στη δουλειά. Ό,τι δουλειά και να ΄ταν. Από σερβιτόρος σε µπαρ, µέχρι

λαντσέρης σ΄ εστιατόριο. Ό,τι τον βοηθούσε για να συγκεντρώσει τ΄ απαραίτητα

χρήµατα για να καταφέρει µια µέρα να ΄χει ανάγκη τα χρήµατα του πατέρα του. Αυτή

της δια της βίας, περίπου, επιβολή της πατρικής επιλογής για τις δικές του σπουδές,

δεν την είχε χωνέψει ποτέ κι ας τη δέχτηκε αδιαµαρτύρητα. Όπως και τόσα άλλα που

΄χαν συσσωρευτεί µέσα του τα 18 χρόνια της ζωής του, από την αυταρχική και

δεσποτική απέναντι του συµπεριφορά του γεννήτορα του.

∆εν τον αµφισβήτησε ποτέ ανοιχτά, γιατί ένιωθε αδύναµος και ανίσχυρος µπροστά

του. Μέσα του, χιλιάδες του φορές. Σκέφτηκε πως αν αποκτούσε την οικονοµική

Page 18: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

18

αυτοδυναµία του, θα ΄βρισκε και το σθένος να σταθεί απέναντι του και να του

δηλώσει πως δεν είχε καµιά ανάγκη απ΄ τη µεγάλη περιουσία του σε µετρητά και

µέτρα γης. Το ΄χε ανάγκη και µόνο τότε πίστευε πως θα αισθανόταν πραγµατικά

ελεύθερος. Ίσως µάλιστα να κατάφερνε ν΄ απελευθερώσει και τη µάνα του απ΄ τα

δεσµά που έβλεπε από µικρό παιδί να την πνίγουν αλλά που δεν είχε ακόµα τις

δυνάµεις να τα πιάσει στα χέρια του και να τα κάνει χίλια κοµµάτια, λέγοντας της:

-Τώρα µπορείς κι εσύ ν΄ αναπνεύσεις ελεύθερα.

Αυτή η ανάγκη του, τον έκανε να πέσει µε τα µούτρα στη δουλειά και να

επισκέπτεται τη Φτέρα αραιά και πού. Ο Παναγιώτης δεν εξέφρασε καµιά αντίρρηση

για τη µακροχρόνια απουσία του γιου ακόµα και τις µέρες που ήξερε πως το

Πανεπιστήµιο ήταν κλειστό. Φρόντισε να µάθει τι τον κρατούσε στην Αθήνα. Η

Αλέκα όµως το φυσούσε και δεν κρύωνε. Τον ήθελε κοντά της, µα ήξερε πως δεν είχε

το δικαίωµα να επέµβει στο όνειρο του. Μόνο κάποιες φορές προσπαθούσε να του

δώσει και µια άλλη διέξοδο, λέγοντας «τι θα τα κάνει; Μαζί του θα τα πάρει; Μια

µέρα δικά σου θα ΄ναι. Αρκεί να ΄χεις υποµονή». Ο Αντώνης δεν της απαντούσε

αποφεύγοντας να της θίξει το θέµα ¨υποµονή¨, «κι εσύ που έκανες υποµονή, τι

κατάλαβες όλα αυτά τα χρόνια;». Απλώς συνέχιζε.

Αυτό το καλοκαίρι δεν φάνηκε καθόλου. Ο Παναγιώτης έδειξε να εκνευρίζεται για

πρώτη φορά.

-Να του τηλεφωνήσεις και να τσακιστεί να ΄ρθει, απειλούσε την Αλέκα κι εκείνη

όσο και αν ποθούσε να σφίξει το µοναχογιό στην αγκαλιά της, το καθυστερούσε, έτσι

για να του πάει και σε κάτι κόντρα. Υπήρχε όµως και άλλος λόγος. Κάτι της έλεγε

µέσα του πως ο Παναγιώτης υποψιαζόταν για ποιο λόγο ο γιος τους δούλευε και

συγκέντρωνε χρήµατα και πολύ φοβόταν πως δεν θ΄ αργούσε να του επιτεθεί. Την

κυριαρχία που ήθελε ν΄ ασκεί δεν τη χαλάλιζε ούτε και για το ίδιο του το βλαστάρι.

Είδε κι απόειδε όµως και τελικά του τηλεφώνησε. Τον παρακάλεσε, τον πίεσε και ο

Αντώνης µη µπορώντας να χαλάσει το χατίρι της µάνας του, άφησε την Αθήνα και

έφτασε την προηγούµενη µέρα. Η συσσωρευµένη κούραση του τον έκανε να µην έχει

πολύ όρεξη για κουβέντες και ξεράθηκε στον ύπνο. Η Αλέκα σκέφτηκε πως µπορεί

και να το έκανε για να µην τύχει και διασταυρωθεί πολλές φορές µε τον πατέρα του

και δεν θα τον κατηγορούσε γι΄ αυτό. Της ήταν όµως πολύ βαρύ, να ΄ναι εκεί, δίπλα

της και να µην έχει τη δυνατότητα να τον χαρεί λίγο, ν΄ ανταλλάξουν δύο κουβέντες

και να τον κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά της.

Page 19: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

19

9

Ο Σίµος Γιαννίδης µε σκυµµένο το κεφάλι µετρούσε µέσα στα δάχτυλα του τις

µικρές φούντες που κρέµονταν γύρω, γύρω στο βυσινί τραπεζοµάντιλο. Κάθε τρίτη

φούντα την πίεζε σαν να προσπαθούσε να δει αν είχε ωριµάσει, όπως ακριβώς έκανε

µε τους καρπούς της γης του, όταν ήθελε να διαπιστώσει αν ήταν έτοιµοι για µάζεµα.

Ο Παρασκευάς Μηλόπουλος προσπαθούσε µε την ανάποδη του στυλό του να χαράξει

κάποια νούµερο πάνω στο χνουδωτό τραπεζοµάντιλο και ύστερα να τραβήξει µια

γραµµή από κάτω και να τα προσθέσει. Ήταν η αγαπηµένη του πράξη και η µόνη που

σε κάθε περίπτωση τον ευχαριστούσε. Ο Γιώργος Γραµµένος, ευθυτενής και

ατσαλάκωτος, έδειχνε έτοιµος να δεχτεί την επιθεώρηση σίγουρος πως όλα πάνω του

ήταν τακτοποιηµένα όπως άρµοζε σε µια τέτοια περίπτωση. Ο Παπαγιώργης έσπασε

πρώτος τη σιωπή και η άγρια φωνή του που δεν ηµέρευε ούτε ακόµα κι όταν έψελνε

στις λειτουργίες του, γέµισε το µόλις δέκα τετραγωνικών δωµατιάκι, το γραφείο του

Ιερού Ναού του Αγίου Νεκταρίου, στο βάθος της αυλής του πίσω απ’ το ιερό, στο

οποίο συνεδρίαζε πάντα η εκκλησιαστική επιτροπή, που τα πρόσωπα που την

αποτελούσαν ήταν τα ίδια µ΄ αυτά που µετείχαν και στο τοπικό συµβούλιο της

Φτέρας, αναγκάζοντας τους άλλους να τον προσέξουν.

-Τι χαζολογάτε και δεν αποφασίζετε.

Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να τους κοιτάει έναν, έναν στη σειρά κατάµατα.

-∆εν υπάρχει άλλη λύση. Μόνον το αυτοκίνητο. Μην το συζητάτε.

-Είπαµε να κάνουµε ανακαίνιση, να φρεσκάρουµε λίγο και τις αγιογραφίες, αλλά

εσύ το βγαλες τα µάτια, του απάντησε πρώτος ο Μηλόπουλος.

Αν φορούσε το καλυµµαύχι θα του το είχε πετάξει σίγουρα. Περιορίστηκε απλώς να

χτυπήσει και τα δύο χέρια στο τραπέζι.

-Όχι, θ΄ αφήναµε τον Οίκο του Θεού να µοιάζει µε στάβλο.

-Στο σπίτι σου µένει ο Θεός παπά µου, επενέβη µε µεγάλη δόση ειρωνείας ο

Γιαννίδης και γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο.

Ο Παπαγιώργης ήταν έτοιµος να πηδήξει πάνω απ’ το τραπέζι και να τον αρπάξει

απ΄ το λαιµό αλλά συγκρατήθηκε.

-Τι θες να πεις αθεόφοβε;

Ο Γιαννίδης εξακολουθούσε να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο.

-Τίποτα. Αλλά όσες φορές και να ΄ρθα σπίτι σου, δεν τον αντάµωσα ποτέ.

Ήταν η ώρα να επέµβει ο στρατός για ν’ αποφευχθούν τυχόν αδερφοκτόνες

εχθροπραξίες και ο Ταξίαρχος Γραµµένος δεν αµέλησε το καθήκον του.

-Σταµατήστε. Ώρα είναι να τους ξεσηκώσουµε όλους µε τις φωνές µας και να

γίνουµε βούκινο.

Ο Γιαννίδης σηκώθηκε απ’ τη θέση του.

-∆εν γίνεται τίποτα. Ούτε µε λαχεία, ούτε µ’ εράνους. Κι αν δεν έδωσαν όλοι. ∆έκα

χρόνια το ρηµάδι ανακαίνιση το κάνουµε. Μέχρι πότε;

Ο Παπαγιώργης έδειξε να σηκώνει λευκή σηµαία.

-Το χρέος προς τον Θεό δεν τελειώνει ποτέ.

Ο Ταξίαρχος θέλησε να βάλει το θέµα στη σωστή του βάση και γύρισε προς τον

Μηλόπουλο.

- Και µε τα λογιστικά πώς πάµε κύριε Μηλόπουλε, εσύ που είσαι ειδικός;

Ο Μηλόπουλος τράβηξε τη γραµµή κάτω απ’ τα νούµερα που χάραζε στο

τραπεζοµάντιλο, έκανε νοερά την πρόσθεση και ύστερα απάντησε.

-∆εν είµαστε να πλησιάσουν για έλεγχο.

Ο Παπαγιώργης έκρινε πως ήταν ώρα να διαρρήξει τα ιµάτια του.

-Έλεγχο στον Οίκο του Θεού; Ήµαρτον Παναγία µου.

Page 20: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

20

-Ήµαρτον, ξήµαρτον, αν κάνουν, τη βάψαµε, τον έκοψε ο Μηλόπουλος και άρχισε

να χαράζει το αποτέλεσµα της πρόσθεσης στο τραπεζοµάντιλο. Α, και να µην ξεχάσω

και το άλλο.

Το βλέµµα του καρφώθηκε στον Παπαγιώργη που υποψιάστηκε πως µόνο καλό δεν

θα έβγαινε απ΄ το στόµα του. Ο Μηλόπουλος, έµεινε για λίγο σιωπηλός, βγάζοντας

τον παπά απ΄ τα ρούχα του.

-Μίλα ευλογηµένε!

-Τα τιµολόγια, κάνουν µπαµ από µακριά. Άλλη φορά να τα φτιάχνεις καλύτερα. Πιο

παστρικά…

Ο Ταξίαρχος και ο Γιαννίδης κρεµάστηκαν απ΄ τα χείλη του Μηλόπουλου που

ξανάρχισε να χαράζει νούµερα στο τραπεζοµάντιλο. Ο Παπαγιώργης ακολούθησε το

βλέµµα τους σα χαµένος.

-Τις θες να πεις Παρασκευά, έσπασε πρώτος τη σιωπή ο Γραµµένος.

Εκείνος µ΄ ένα νεύµα του χεριού, έδειξε πως δεν ήθελε να συνεχίσει. Ο Γιαννίδης

έσκυψε από πάνω του, θέλοντας να τον πιέσει.

-Μίλα καθαρά ρε.

Ο Μηλόπουλος σήκωσε το κεφάλι ατάραχος, έριξε µια φευγαλέα µατιά στον παπά

που ΄χε κιτρινίσει ολόκληρος και µίλησε.

-Τίποτα σπουδαίο. Του ΄πα χίλιες φορές να γράφει καθαρά τα στοιχεία της

εκκλησίας πάνω, αλλά αυτός τα µουτζουρώνει µε τα κολυβογράµµατα του.

-Αυτό είναι όλο;, σκούπισε µε το µαντήλι του τον ιδρώτα απ΄ το µέτωπο του ο

Ταξίαρχος.

-Αυτό, έβαλε τελεία στη συζήτηση ο Μηλόπουλος.

Ο Παναγιώτης βρισκόταν ένα βήµα έξω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας αλλά δεν

προχωρούσε. Το βλέµµα του είχε καρφωθεί σ’ ένα αυτοκίνητο που ήταν σταθµευµένο

µπροστά στο απέναντι σπίτι. Κάτι τον είχε θυµώσει και αυτό φαίνονταν έντονα

χαραγµένο στο πρόσωπο του. Τα παντζούρια του σπιτιού ήταν κλειστά και αυτό τον

εκνεύριζε περισσότερο. Έριξε µια τελευταία µατιά και µουρµουρίζοντας µπήκε στην

αυλή.

-Καλώς τον προκοµµένο.

Η συζήτηση στο γραφείο της εκκλησίας ξανάναψε. Ο Παπαγιώργης που ένιωσε το

αίµα να κυλάει και πάλι στις φλέβες του και το πρόσωπο του να ξαναποκτά το

γνωστό κόκκινο χρώµα του, ξεθάρρεψε και έβαλε και πάλι το θέµα που τον

απασχολούσε.

-Ό,τι και να λέτε, εγώ πάω αύριο στην αντιπροσωπεία και το παίρνω.

Ο Γιαννίδης απογοητευµένος δεν ήθελε να συνεχίσει άλλο την κουβέντα.

-Ό,τι βάλει η κούτρα σου.

Ο Ταξίαρχος, προσπάθησε να συγκεράσει όλες τις απόψεις.

-Άσε να το σκεφτούµε λίγο. Να το µελετήσουµε. ∆εν σηµαίνει πως την

απορρίπτουµε, αλλά να το εξετάσουµε το πράγµα…

Η πόρτα άνοιξε απότοµα και ο Παναγιώτης µπήκε θεωρώντας περιττή την

καληµέρα.

-Τι έγινε; Κάπως νωρίς το στρώσατε βλέπω.

Η µορφή του Παπαγιώργη µαλάκωσε.

-Υπάρχουν προβλήµατα Παναγιώτη µου, προσπάθησε να τον βάλει δειλά στο θέµα.

Ο Παναγιώτης έδειξε να µην ακούει και πήγε προς το παράθυρο. Σήκωσε το άσπρο

πλεκτό κουρτινάκι που το κάλυπτε και κάρφωσε πάλι το βλέµµα του στο αυτοκίνητο

που εξακολουθούσε να είναι σταθµευµένο στην ίδια θέση.

Ο Γιαννίδης, ήταν ο µόνος που αντέδρασε.

-Καλά, µας έχεις γράψει πάλι κανονικά.

Page 21: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

21

Ο Παναγιώτης χωρίς ν’ αφήσει το κουρτινάκι απ’ το χέρι του τον κάρφωσε µ’ ένα

άγριο βλέµµα.

-Είπες τίποτα;

Ο Παπαγιώργης δεν ήθελε να ξεστρατίσει η κουβέντα και µπήκε στη µέση.

-Υπάρχουν προβλήµατα Παναγιώτη µου και...

-Θα τα λύσουµε, τον έκοψε και στράφηκε στο Γραµµένο.

-Το σκέφτηκες Στρατηγέ;

Ο Ταξίαρχος πήρε το απαραίτητο επίσηµο ύφος, έσιαξε τη γραβάτα του που δεν

είχε φύγει ούτε χιλιοστό απ’ τη θέση της και µίλησε τεντώνοντας το λαιµό του.

-Ναι, ναι. ∆εν είναι εύκολη υπόθεσις, αλλά...

Ο Παναγιώτης ξαναγύρισε προς το παράθυρο και στα χείλη του σχηµατίστηκε ένα

ειρωνικό χαµόγελο.

-Σιγά. ∆εν είπαµε να σε κάνουµε και Πρωθυπουργό. Στο ΄πα. ∆εν υπάρχει χρόνος.

-Θέλω να πω...

-Εντάξει. Εντάξει.

Ο Γιαννίδης αντέδρασε.

-Τι έγινε, δεν θα µας πείτε και εµάς να µάθουµε;

Ο Παναγιώτης δεν γύρισε ούτε να τον κοιτάξει και ο Παπαγιώργης ανέλαβε να

βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

-Ιδέα του Παναγιώτη. Θα κατεβάσουµε τον Ταξίαρχο για ∆ηµοτικό σύµβουλο, στο

Συµβούλιο του ενιαίου ∆ήµου της Αξιούπολης. Με τη βοήθεια του Θεού, θα τα

καταφέρουµε, πρόσθεσε και έκανε το σταυρό του για να ισχυροποιήσει το επιχείρηµα

του.

Το τραπέζι δέχτηκε την αντίδραση του Γιαννίδη και ο κρότος που έκανε το χτύπηµα

του χεριού του πάνω του, ανάγκασε τον Παναγιώτη να γυρίσει προς το µέρος του.

-Κι εµείς δηλαδή δεν µετράµε. ∆εν είµαστε τίποτα;

-Κάτσε κάτω.

-Ό,τι πει ο κ. Αργυρίου, χρόνια τώρα. Ό,τι πει, νόµος. Χτυπά ο γύφτος το ντέφι και

χόρευε εσύ αρκούδα.

Η συζήτηση για τον Παναγιώτη είχε λήξει και ξεκίνησε να φύγει. Αν έµενε, δε θα

συζητούσε πια. Είχε κι άλλο τρόπο να βάλει το Γιαννίδη στη θέση του. Απλώς δεν

ήθελε, γιατί το µυαλό του ήταν αλλού. Άνοιξε την πόρτα αλλά πριν βγει

κοντοστάθηκε.

-Αν δεν σ’ αρέσει µη χορεύεις.

Ο Γιαννίδης πήρε φόρα δείχνοντας πως είχε σκοπό να το τραβήξει στα άκρα.

-Όλα σίγουρα τα ΄χεις. Ας πούµε, ο γιος σου, θα µας ψηφίσει;

Μ’ ένα πήδηµα βρέθηκε απέναντι του και τον άρπαξε απ’ το γιακά. Η ανάσα του

µπλέχτηκε µε τη δική του.

-Λίγα λόγια Γιαννίδη. Στο σπίτι µου κάνω κουµάντο εγώ. Και στο γιο µου και στη

γυναίκα µου.

Ο Γιαννίδης πνίγηκε απ’ την ξένη ανάσα και το φόβο µήπως το χέρι έφευγε απ’ το

γιακά και προσγειωνόταν στο πρόσωπο του.

-Εντάξει, εντάξει. ∆εν είπαµε και τίποτα. Μια ερώτηση µόνο...

Ο Παναγιώτης άφησε το Γιαννίδη να σωριαστεί ξέπνοος σε µια καρέκλα και

έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του. Ο Μηλόπουλος που έσβηνε µε το χέρι όσους

αριθµούς είχε χαράξει µέχρι εκείνη την ώρα στο τραπεζοµάντιλο, βρήκε την

κατάλληλη στιγµή να καρφώσει τον ηττηµένο.

-Μια ζωή τα ίδια. Αφού δεν βαστάν τα κότσια σου, τι τα θέλεις;

Page 22: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

22

Ο Παναγιώτης άφησε πίσω του την ανοιχτή αυλόπορτα της εκκλησίας και στάθηκε

στο πεζοδρόµιο. Το βλέµµα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το σταθµευµένο

απέναντι αυτοκίνητο.

Η κυρά Ελένη βγαίνοντας απ’ το σπίτι της τον είδε αµέσως. Κατέβασε το κεφάλι

και τάχυνε το βήµα της. ∆εν είχε καµιά όρεξη ν΄ ανοίξει κουβέντα µαζί του, πρωί,

πρωί.

Ο Παναγιώτης µε δύο δρασκελιές της έκοψε το δρόµο.

-Καληµέρα κυρά Ελένη.

∆εν του χαµογέλασε. Μόνο µια κοφτή καληµέρα. ∆εν πτοήθηκε. Επέµεινε.

-Επισκέψεις έχεις;

∆εν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγει και στάθηκε για να τον αντιµετωπίσει.

-Ο γιος µου. Ησύχασες;

Άλλαξε ύφος, έγινε απολογητικός.

-Είδα το αυτοκίνητο και είπα... Καταλαβαίνεις...

-∆εν καταλαβαίνω.

-Για τα παιδιά λέω. Μέλι τα ταίζουµε και όλο πίκρες µας γυρνάνε.

-Κήρυγµα ήρθες να µου κάνεις πρωί, πρωί;

∆εν έµεινε άλλο. Ήταν ανώφελο. Έκανε λίγο δεξιά και τον άφησε πίσω της.

-∆εν κάνει καλά, φώναξε ο Παναγιώτης βλέποντας τις πλάτες της. Να κοιτάξει το

σπίτι του και να µην κοιτάει να ποτίσει τις ξένες αυλές.

Η κυρά Ελένη κάτι µουρµούρισε και επιτάχυνε το βήµα της, αφήνοντας τα

τελευταία λόγια του Παναγιώτη να τα καταπιεί η σκόνη που σήκωναν τα πόδια της.

Page 23: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

23

10

Το µισό φορτίο του φορτηγού το ΄χε κιόλας κατεβάσει, κι ας µην πέρασε πολύ ώρα

από τότε που άρχισε, αλλά συνέχιζε µε αµείωτο ρυθµό. Πελάτης δεν είχε φανεί

ακόµα για να τον καθυστερήσει.

Το αφεντικό, βγήκε απ’ το καµαράκι που χρησιµοποιούσε σαν γραφείο µ’ ένα

τεφτέρι στο χέρι, έριξε µια µατιά στα αραδιασµένα χαρτοκιβώτια και άρχισε να

σηµειώνει. Ο Βασίλης απέφυγε να τον κοιτάξει. Η κούραση έκανε τα µηνίγγια του

µετώπου του να χτυπούν δυνατά και ο σβέρκος του τον πέθαινε. Κουράγιο, λίγα

έµειναν ακόµα, αλλά να έκανε ένα διάλειµµα δεν θα έλεγε όχι.

Το αφεντικό τον έβγαλε απ΄ τη δύσκολη θέση. Πλησίασε και του πρόσφερε

τσιγάρο.

-Πάρε µια ανάσα. Καπνίζεις;

Ο Βασίλης παραπάτησε καθώς τον πλησίαζε και το απλωµένο του χέρι δεν

κατάφερε να µείνει σταθερό. Με τη δεύτερη προσπάθεια κι αφού θυµήθηκε πρώτα να

σκουπίσει τα χέρια απ΄ το παντελόνι του, έπιασε το τσιγάρο. Η ανάσα του που

έβγαινε ακανόνιστη δεν του επέτρεψε ν’ απαντήσει αµέσως.

-Κάπου, κάπου.

Το αφεντικό γέλασε.

-Άµαθος δείχνεις.

Του έδωσε φωτιά και πριν καλά, καλά ξεφυσήσει τον καπνό ο Βασίλης πήρε να τον

ευχαριστήσει.

-Ευχαριστώ. Ε;.. Τι εννοείτε;

-∆ε λέω για το τσιγάρο. Για τη δουλειά. Λυγάνε οι πλάτες σου εύκολα.

-Άµα υπάρχει ανάγκη ποίος τις λογαριάζει, βρήκε αµέσως τη δύναµη ν’ απαντήσει

και κρεµάστηκε απ’ τα χείλη του άλλου.

-Αύριο δεν έχει µεροκάµατο. Γυρνάει ο µόνιµος και δεν έχει και φούρια.

-∆εν πειράζει. Έστω και για σήµερα καλά είναι, πρόσθεσε και έσφιξε ανάµεσα στα

χείλη του το τσιγάρο καθώς το βλέµµα του µετρούσε το φορτίο που είχε αποµείνει

πάνω στην καρότσα.

∆εν πρόλαβε να καπνίσει το τσιγάρο µέχρι το τέλος. Ο πρώτος πελάτης έκανε την

εµφάνιση του. Ήταν ένας γέρος, µε ανάρριχτο στους ώµους το σακάκι και την

τριµµένη παλιοκαιρίτικη καρό του τραγιάσκα φορεµένη στραβά, που περπατούσε

σκυφτός. Ο Βασίλης έκανε να κινηθεί προς το µέρος του αλλά το αφεντικό τον

σταµάτησε δείχνοντας του πως θα τον εξυπηρετούσε εκείνος.

Λίγα µόνο κιβώτια απόµειναν στην καρότσα του φορτηγού και ο Βασίλης

κουρασµένος πήγαινε τώρα πιο αργά. Ο γερό περιπτεράς, ο Αλκης Σακάς, βγήκε απ’

την αποθήκη κρατώντας ένα χαρτοκιβώτιο µε ψιλοπράγµατα κάτω απ΄ τη µασχάλη

του. Είδε το Βασίλη και κοντοστάθηκε. Εκείνος δεν τον πρόσεξε. Πριν αποφασίσει ο

γέρος να του µιλήσει, έριξε µια µατιά πίσω του.

-Καινούργιος;

Σταµάτησε και σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπο του.

-Ναι.

-Έχω το περίπτερο στην πλατεία εδώ πιο κάτω. Αλλά πού να µε ξέρεις.

-Χαίρω πολύ.

∆εν του άπλωσε το χέρι, µόνο του έδειξε µ’ ένα νεύµα του κεφαλιού πίσω την

αποθήκη.

-Να µην του έχεις εµπιστοσύνη. ∆εν υπάρχει καλό αφεντικό. Το κεφάλαιο που λες...

Του ρθε να γελάσει και δεν κρατήθηκε.

-Ωραίος είσαι. Κατευθείαν στην καθοδήγηση.

Ο γέρος πήρε συνωµοτικό ύφος.

Page 24: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

24

-Απ’ τη Ρωσία, ε;

-Ναι.

Το πρόσωπο του γέρου µαλάκωσε.

- Μου το ΄πε µέσα. Κι αγαλλίασε η καρδιά µου. Ήταν να πάω και εγώ τότε.

Ξέµεινα και. Ολόκληρη ιστορία.

∆ε ήθελε να την ακούσει. Γύρισε για να συνεχίσει το ξεφόρτωµα.

-∆εν ήταν και ο Παράδεισος.

-Σουτ. Μην τους το λες. Χρόνια τώρα αυτό µας κοπανάνε. Και εδώ τι νοµίζεις,

εύκολα περάσαµε;

-Παλιές ιστορίες. Με συγχωρείς τώρα.

Ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού αλλά ο γέρος τον τράβηξε απ’ το µανίκι

αναγκάζοντας τον να σκύψει.

-Ταβέρνα του Μαστρανέστη. Θα τη βρεις εύκολα. Εκεί αράζω κάθε βράδυ. Έλα και

θα σου πω ιστορίες.

-Και γιατί να µ΄ ενδιαφέρουν;

Ο γέρος έδειξε να δυσανασχετεί.

-Καλά, άσε τις ιστορίες. Έλα να πιούµε ένα κρασάκι. Να πούµε τα δικά µας…

Του έκλεισε το µάτι και ξεµάκρυνε.

Γούστο είχε γέρος. Ακούς εκεί να πουν τα δικά τους. Από πού κι ως πού. Και τι

κοινό µπορούσε να συνδέει δύο ανθρώπους που και στην ηλικία διέφεραν αλλά και σ΄

όλους τόπους είχαν ζήσει. Ανασήκωσε τους ώµους του και συνέχισε τη δουλειά του.

Page 25: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

25

11

Τα αυγά ήταν σερβιρισµένα στο τραπέζι της κουζίνας. Η Αλέκα έβαλε δίπλα τους

ένα κοµµάτι τυρί, δύο φέτες ψωµί και άφησε τον καφέ να σιγοβράζει. Έριξε µια

µατιά απ’ το παράθυρο της κουζίνας και τράβηξε κατά το δωµάτιο του γιου της.

Κοιµόταν του καλού καιρού αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει άλλο. Λαχτάρησε ν’

ακούσει τη φωνή του και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του χαϊδεύοντας του

απαλά τα µαλλιά. Ο Αντώνης γουργούρισε στον ύπνο του ευχαριστηµένος και

άλλαξε πλευρό. Ήταν η ώρα ν’ αλλάξει κι εκείνη τακτική και τον σκούντηξε. Στην

αρχή απαλά κι ύστερα πιο δυνατά.

-Ξύπνα. Ξηµέρωσε για τα καλά.

Η γλυκιά φωνή της µάνας του τον νανούριζε. Το σκούντηµα όµως τώρα έγινε πιο

δυνατό.

-Σήκω. Θα σε βρει πάλι στο κρεβάτι και ποίος τον ακούει.

Η εξώπορτα άνοιξε και ο ήχος από τα βαρεία βήµατα έφτασε µέχρι τ’ αυτιά της.

Τρόµαξε περισσότερο ακούγοντας να την καλεί.

-Αλέκα.

Τον βρήκε καθισµένο στο τραπέζι να έχει σπάσει ήδη το ένα αυγό και να το

ξεφλουδίζει. Πάνω στο µάτι της ηλεκτρικής κουζίνας µερικές φουσκάλες καφέ

χαλούσαν τον κόσµο. Έτρεξε , το έκλεισε και προσπάθησε να καθαρίσει την καφέ

κηλίδα που απλώθηκε γύρω απ΄ το µάτι. Ξαναγέµισε το µπρίκι µε νερό, πρόσθεσε

γρήγορα καφέ και ζάχαρη και το ξανάβαλε στο µάτι. Ο Παναγιώτης έµοιαζε

αφοσιωµένος στο δεύτερο αυγό του.

-Σε λίγο θα είναι έτοιµος.

-Μεσηµέριασε.

-∆εν µας κυνηγάει κανείς.

Απέφευγε να τον κοιτάξει και η φωνή της µόλις που ακουγόταν.

Την κοιτούσε όµως εκείνος επίµονα.

-Ο κανακάρης σου ακόµα να σηκωθεί;

-Ας χορτάσει τον ύπνο του.

-Μην του χαλάσεις τη ζαχαρένια του.

∆εν του απάντησε. Είδε το ζωνάρι του απλωµένο για καυγά και απέφυγε και να το

πλησιάσει. Εκείνος όµως συνέχισε, πετώντας τις φράσεις αργά, αργά.

-Α, ήρθε και ο προκοµµένος της κυρά Ελένης. Παράτησε πάλι τη γυναίκα του. Τον

έδιωξε. Ξέρω γω τι σκατά έγινε πάλι...

Ο καφές φούσκωσε την κατάλληλη ώρα. Έστρεψε το βλέµµα της σ’ αυτόν κι είχε

µια καλή δικαιολογία για ν’ αποφύγει το βλέµµα του Παναγιώτη που πετούσε σπίθες.

∆ε χρειαζόταν να δει το βλέµµα του για να καταλάβει πότε ετοιµαζόταν να της

επιτεθεί. Ούτε και περίµενε απ΄ τον τόνο της φωνής του να υποψιαστεί πως

λογάριαζε να στήσει καυγά µαζί της. Και µόνο που στεκόταν απέναντι της, κάτι µέσα

της την προειδοποιούσε πως σε λίγο θα ήταν υποχρεωµένη ν΄ αµυνθεί. Είχε συνηθίσει

πια σ΄ αυτή την κατάσταση. ∆εν την πείραζε. Την ενοχλούσε µόνο που πάντα εκείνη

έπρεπε να κάνει πίσω. Να ρίξει νερό στη φωτιά, ακόµα και όταν θα προτιµούσε να

την περιχύσει µε λάδι και να τη δει να φουντώνει.

Όπως το περίµενε. Εκείνος δεν το ΄χε σκοπό να κλείσει εκεί το θέµα.

-∆εν απαντάς;

Ήξερε πως ήταν αδύνατον ν΄ αποφύγει την απάντηση. Θα ήταν χειρότερα.

-∆ικό του πρόβληµα.

-Μόνο δικό του;

Page 26: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

26

Πήρε το µπρίκι µε το δεξί της χέρι και το έσφιξε γερά. Ο καφές είχε φουσκώσει και

δεν είχε πια άλλοθι αλλά και ούτε το χρειαζόταν. Αφού έτσι ήθελε, θα παιρνε την

απάντηση που του έπρεπε, κι ας πλήρωνε το κόστος.

-Καν΄ το και δικό σου αν θες. Πάντως δικό µου δεν είναι.

Σέρβιρε τον καφέ σε δύο φλιτζάνια, προσπαθώντας να κρατήσει σταθερό το χέρι

της, και έσπρωξε το ένα µπροστά του. Αργούσε ν΄ απαντήσει και την έκανε να

σκεφτεί πως ίσως και να µην έδινε συνέχεια. ∆εν είχε µαντέψει σωστά.

-Όχι, λέω. Μήπως ήξερες τίποτα. Πώς και γιατί δηλαδή.

Ο ειρωνικός τόνος της φωνής του, τη χτυπούσε στα νεύρα, αλλά έκανε πως δεν τον

πρόσεξε. Κάθισε απέναντι του και άρχισε να ρουφά τον καφέ της.

-Θα καείς.

Ήταν ανώφελο πια να τον αφήσει να γυρνάει γύρω, γύρω για πολύ ακόµα.

Καλύτερα να τον οδηγούσε µόνη της στο στόχο.

-Λοιπόν για να τελειώνουµε. Για µένα δεν τρέχει τίποτα. Αν τρέχει για σένα ή για

οποιονδήποτε άλλο, πρόβληµα σας.

-Ζορίζεσαι όµως που τον σχολιάζω.

-Απορώ, απλώς απορώ. Πρωί, πρωί δεν έχουµε άλλη κουβέντα;

-Αν ξυπνάς πρωί, όλα καθαρά τα βλέπεις.

-Εκτός κι αν έχει οµίχλη.

∆εν µπορούσε να το παίζει άλλο ψύχραιµος. Πέρασε στη συνηθισµένη του στάση.

Πετάχτηκε όρθιος και έβαλε τις φωνές.

-Τι σου είναι; Γιατί τον υπερασπίζεσαι; Όχι, ήθελα να ξέρω το γιατί;

Ήξερε πως η ηρεµία της θα τον εκνεύριζε ακόµα περισσότερο αλλά και αν φώναζε,

πάλι χαµένη θα ΄βγαινε.

-Τίποτα. Και για σένα που τον πιάνεις στο στόµα σου και τον βρωµίζεις, πάλι τίποτα

είναι.

Ο Παναγιώτης ξεφύσηξε και ξανακάθισε.

-Τη γνώµη µου λέω. Αυτό έλειπε, να µην µπορούµε να πούµε και τη γνώµη µας.

Πριν αποσώσει την τελευταία του φράση χτύπησε µε δύναµη το χέρι του στο

τραπέζι. Το τρίτο αυγό κύλησε κάτω απ’ το πιάτο. Έκανε να το πιάσει µα πρόλαβε

εκείνη και το έκλεισε στη χούφτα της.

-Μαχαίρι µπήγετε. Αυτό κάνετε όλοι σας. Μ΄ ένα µαχαίρι στο χέρι κι όποιον πάρει

ο χάρος.

Άρπαξε το χέρι της που κρατούσε µέσα του το αυγό και άρχισε να το σφίγγει γερά

µες την παλάµη του.

-Πέσµε και φονιά τώρα.

Τα µάτια του, ίδια µε στιλέτα, καρφώθηκαν στα δικά της, σαν να προσπαθούσαν να

της τα βγάλουν.

Ο Αντώνης είχε ανοιχτά τα µάτια, αλλά δεν αποτολµούσε να σηκωθεί. Πήρε το

µαξιλάρι και σκέπασε το κεφάλι του. Νόµιζε πως ο καυγάς είχε στηθεί εκεί δίπλα του

κι όχι στην κουζίνα.

Ο Παναγιώτης έπιασε µε τα δύο του χέρια το κεφάλι του κοιτώντας προς το

νεροχύτη όπου στεκόταν η Αλέκα, προσπαθώντας να ξεπλύνει απ΄ την παλάµη της το

θρυµµατισµένο αυγό. Του ΄ρχοταν να την αρπάξει και να την πατήσει κάτω. Κάποια

στιγµή θα το ΄κανε κι αυτό, αλλά για την ώρα σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να µην

το τραβήξει άλλο. Πήρε το βλέµµα του από πάνω της και όταν ξαναµίλησε, άλλαξε

κουβέντα.

-Ορίστε. Μεσηµέριασε και δε λέει ακόµα να το κουνήσει. Ύπνος, ραχάτι και τρέχα

εσύ κοροΐδο για όλα. Αλλά θα µου πεις, γιατί να ενδιαφερθεί για τα δικά µου.

Μαζεύει δικά του τώρα ο γιόκας µας.

Page 27: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

27

Την τελευταία φράση την ξεστόµισε χρωµατίζοντας µ΄ έναν ειρωνικό τόνο της

φωνή του που τον πρόσεξε η Αλέκα αλλά προτίµησε να το προσπεράσει.

Σκούπισε πρώτα τα χέρια της και ύστερα του απάντησε, αποφεύγοντας ν’

ανταµώσει το βλέµµα του.

- Έχουµε... Κι ύστερα παιδί είναι ακόµα. Άλλες οι δικές του ανάγκες, άλλες οι

δικές µας.

Έκανε να πάει προς τις κρεβατοκάµαρες µα πετάχτηκε γρήγορα και της έκλεισε το

δρόµο.

-Τι να του κάνω που είναι ένας. Αλλιώς... Τον τακτοποιούσα καλά εγώ.

Έκανε ένα βήµα στο πλάι και ύστερα αµήχανη γύρισε πίσω.

-Εσύ όλα καλά τα τακτοποιείς. Και στο κάτω, κάτω, αυτόν µας έδωσε ο Θεός.

-Αυτόν µπόρεσες.

Χιλιοειπωµένη κουβέντα και η απάντηση της, µάλλον δεν είχε καµιά σηµασία. Ίσως

και να µην είχε ποτέ. ∆εν ήθελε όµως να τ’ αφήσει κι αυτό να πέσει κάτω.

-Αυτόν µας έδωσε ο Θεός.

-Έτσι σε συµφέρει να λες.

Ήταν έτοιµη να ξεσπάσει, να του πει χίλια. Να βγάλει από µέσα της ό,τι έκρυβε

αλλά ήξερε πως θα έβγαινε χαµένη. ∆εν θα του έλεγε, πάλι, αυτά που ήθελε. Είδε το

φλιτζάνι του πάνω στο τραπέζι και άπλωσε το χέρι για να το πάρει. Προσπαθούσε να

κερδίσει χρόνο, να πνίξει µέσα της το θυµό που φούντωσε για τα καλά κάνοντας τα

χείλη της να τρέµουν. Άνοιξε τη βρύση και άρχισε να ξεπλένει το φλιτζάνι.

-Γιατί, εσύ τι λες;

Όρθιος, έβαζε και έβγαζε συνέχεια τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού.

Κόντευε να τις σχίσει. Η απάντηση της τον έκανε να σηκώσει τα χέρια ψηλά,

σφίγγοντας τις γροθιές του.

-Μπροστά στους άλλους; Τι να πω; Η γυναίκα µου ένα και µε το ζόρι;

Άρχισε να ξεφυσάει.

- Και να πεις δεν είχαµε τον τρόπο µας. Εδώ άλλες γεννοβολάνε σαν τα κουνέλια

και ας µην έχουν στον ήλιο µοίρα.

Έτριβε µε προσοχή και αργές κινήσεις το φλιτζάνι. ∆ε βιαζόταν. Το νερό την

ηρεµούσε. Τη βοηθούσε να προετοιµάζει την κάθε της απάντηση. Να τη ζυγιάζει

καλά µέσα της, πριν την ξεστοµίσει.

-Ας έπαιρνες άλλη.

-Περσινά, ξινά σταφύλια.

Το φλιτζάνι γλίστρησε απ’ τα χέρια της, αλλά ο θόρυβος της πορσελάνης που έγινε

κοµµάτια µέσα στο νεροχύτη χάθηκε µέσα στις φωνές της.

-Πάψε. Βαρέθηκα. Αυτός είναι, αυτόν κοίτα. Τώρα πάει πια, τέλειωσε.

Τα ΄χασε. ∆εν περίµενε τέτοια αντίδραση. Τον αιφνιδίασε. Έκανε ένα βήµα πίσω

και την κοιτούσε µε γουρλωµένα µάτια.

Η Αλέκα στήριξε τα χέρια της στον νεροχύτη και κάρφωσε το βλέµµα πάνω του.

Της ήταν αδύνατον να κρύψει το µίσος που ένιωθε γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν πια,

έντονα χαραγµένο στο πρόσωπο της.

Το εισέπραξε κι αυτό τον εξαγρίωσε. Σαν το αγρίµι που αισθάνεται τον κίνδυνο να

πλησιάζει και προτάσσει τα νύχια του, της επιτέθηκε.

-Τέλειωσε για σένα. Για µένα όµως όχι.

Το χέρι του σηκώθηκε κατά πάνω της αλλά έµεινε µετέωρο. Το δυνατό της γέλιο, το

σταµάτησε στον αέρα. Γελούσε δυνατά. Τα στήθη της χοροπηδούσαν µπροστά του

προκλητικά αλλά αντί να τον ερεθίζουν όπως άλλοτε, τον εκνεύριζαν. Άλλοτε, όταν

τα έβλεπε να χοροπηδούν ασφυκτιώντας µέσα στη µπλούζα της, ορµούσε µε το

κεφάλι κατεβασµένο και το στόµα µισάνοιχτο µέχρι να αισθανθεί µια απ’ τις ρώγες

Page 28: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

28

της να σπαρταράει µέσα στα δόντια του. Εκείνη αντιστεκόταν για λίγο, αλλά

προδοµένη από το ξύπνηµα ενός άγριου και απροσκάλεστου από εκείνη ερωτικού

ενστίκτου, άρπαζε γερά µε τα δύο της χέρια το κεφάλι του και το πίεζε µ’ όλη τη

δύναµη πάνω της, λες και αποζητούσε τη µεγαλύτερη δυνατή ένταση του πόνου. Κι

ύστερα, διόρθωνε την άτσαλη κίνηση του να της αφαιρέσει το εσώρουχο και µαζί

κοµµάτι από τη σάρκα της, τραβώντας το γρήγορα και εύκολα η ίδια. Έκλεινε τα

µάτια της για να αισθάνεται µόνο αλλά να µη βλέπει.

Έκανε ένα βήµα προς το µέρος της αλλά σταµάτησε. Η Αλέκα είχε γυρίσει την

πλάτη και µε το χέρι της µάζευε απ’ τον πάτο του νεροχύτη τα κοµµάτια του

φλιτζανιού. ∆εν υποχώρησε όµως όπως άλλες φορές. Είχε αποφασίσει να δείξει κι

εκείνη τα δόντια της.

-Σπείρε και µερικά αδέσποτα να σου βρίσκονται. Αν δεν έσπειρες κιόλας.

Έµεινε για µερικά δευτερόλεπτα εµβρόντητος κι ύστερα το πιάτο πάνω στο τραπέζι

έγινε το εξιλαστήριο θύµα. Ακολούθησε µια καρέκλα και ο κρότος της γροθιάς του

πάνω στο τραπέζι που ήταν ο τελευταίος αυτής της µάχης. Ο Παναγιώτης όρµησε

στο διάδροµο.

Ο γιος τους είχε σηκωθεί από ώρα και βηµάτιζε νευρικά στο δωµάτιο του. Έκανε,

δύο τρεις φορές να βγει αλλά το µετάνιωσε. Μόνο λάδι στη φωτιά θα ΄ριχνε και αυτό

το ΄ξερε πολύ καλά. Άκουσε τα βαριά βήµατα του Παναγιώτη στο διάδροµο και

κοκάλωσε. ∆εν προλάβαινε ούτε καν να γυρίσει το κλειδί στην πόρτα. Η φωνή της

µάνας του που ερχόταν απ΄ την κουζίνα, προσπάθησε να τον προστατέψει.

-Πού πας; Άσε το παιδί ήσυχο.

-∆εν θα πειράξω τον κανακάρη σου. Θα στην τρίψω όµως στη µούρη.

-Όχι. Μη...

Ο Αντώνης δεν µπορούσε να κρύβεται άλλο. Όρµησε στο διάδροµο και είδε τον

πατέρα του να µπαίνει στην κρεβατοκάµαρα. Από πίσω του έσερνε τη µάνα του,

κρεµασµένη απ΄ τη µέση του. ∆ίστασε προς στιγµήν αλλά δεν µπορούσε να µείνει

άλλο έξω απ΄ το χορό.

Ο Παναγιώτης µε µια γρήγορα κίνηση απελευθερώθηκε απ’ το κράτηµα της Αλέκας

και έφτασε στο κοµοδίνο της. Άρπαξε την καφέ ξύλινη κορνίζα µε την ασπρόµαυρη

φωτογραφία και τη σήκωσε ψηλά, σαν να επιδείκνυε το τρόπαιο µιας µεγάλης του

νίκης. ∆εν είχε φωνή να του φωνάξει, µόνο τον κοιτούσε εκλιπαρώντας τον.

-Χρόνια την ανέχοµαι και αυτήν και τις κολοαναµνήσεις σου.

Νικήθηκε. Μόνο να τον παρακαλέσει µπορούσε πια.

-Όχι, µη. Μόνον αυτή µου απόµεινε.

-Φίδι στον κόρφο µου. Εδώ, κάθε µέρα να σε νιώθω ν’ ανασαίνεις και να περιµένω

πότε θα µε τσιµπήσεις. Σε µάζεψα, σ’ ανάθρεψα και συ το δικό σου χαβά.

Τα δάκρυα κυλούσαν στα µάτια της, µα δεν ήταν ικανά να µαλακώσουν τη

σκληράδα που ΄χε παραµορφώσει το πρόσωπο του.

-Σε τίµησα και µε το παραπάνω.

-Κι ακούω και το ευχαριστώ. Σ’ αυτήν βάζεις τον κανακάρη σου και προσεύχεται;

-Όχι. Μόνο όσα ξέρω του λέω.

- Μη χάσουµε το σόι. Ο παππούς, ο ήρωας. Ήρωας του κώλου. Ο επαναστάτης, ο

ιδεολόγος και εµείς τι; Τα σκουλήκια.

Έτρεξε καταπάνω της και έκανε να την κλωτσήσει αλλά το µετάνιωσε. Πέταξε κάτω

την κορνίζα, άρπαξε από τους ώµους την Αλέκα και άρχισε να την τραντάζει.

-Του πες ποτέ για το δικό µου πατέρα; Του ‘πες καµιά αλήθεια ή µόνο ό,τι γεννάει

το σκατοκέφαλο σου;

Page 29: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

29

∆εν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει αν την πονούσαν περισσότερα τα δάχτυλα του που

µπήγονταν όλο και πιο βαθιά στη σάρκα της, ή η εικόνα της κορνίζας που απ’ το

πάτωµα την κοιτούσε περίλυπη.

-Μόνο αυτήν έχω. ∆εν µου ‘µεινε και τίποτα άλλο. Τίποτα. Το ξέρεις πως µόνο

αυτήν έχω.

Την άφησε να πέσει κάτω και έψαξε για την κορνίζα. Την εντόπισε δίπλα στο δεξί

του πόδι και το σήκωσε απειλητικά από πάνω της.

-Να την κάνω χίλια κοµµάτια...

Με µια βουτιά σκέπασε την κορνίζα για να την προστατεύσει µε το κορµί της.

∆έχτηκε το πόδι του στην κοιλιά της αλλά δεν έβγαλε άχνα. Το ξανασήκωσε για να

την κλωτσήσει και πάλι. ∆εν πρόλαβε. Ο Αντώνης αποφάσισε πως ήταν ώρα να

πάψει να ναι θεατής. Έπεσε πάνω του και τον έβγαλε εκτός ισορροπίας. Πριν πέσει ο

Παναγιώτης πρόλαβε και τον συγκράτησε. Εκείνος τον χαστούκισε µε δύναµη

πετώντας τον πάνω στο κουβάρι που ΄χε γίνει η µάνα του. Το χτυπήµατα διαδέχονταν

το ένα το άλλο µα ο Αντώνης δεν τα λογάριαζε. Το µόνο που τον ένοιαζε ήταν να

σκεπάσει εκείνη. Ο Παναγιώτης προσπάθησε να τον αποσπάσει από πάνω της

τραβώντας τον και µε τα δύο του τα χέρια. ∆εν το κατάφερε και ξεστοµίζοντας

διάφορες βρισιές έφυγε παραπατώντας. Τ΄ αυτιά του Αντώνη βούιζαν απ΄ τα

χτυπήµατα. Σύρθηκε µε τα τέσσερα για λίγο στο διάδροµο για να σιγουρευτεί πως

είχε φύγει. Γύρισε δίπλα στη µάνα του που εξακολουθούσε να είναι ένα κουβάρι στο

πάτωµα. Την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του. Εκείνη, κρατώντας σφιχτά στο

στήθος της την κορνίζα µε το αριστερό της, τον έσφιξε δυνατά πάνω της µε το δεξί,

ώσπου δεν ξεχώριζε πια αν τα δάκρυα που έκαιγαν το πρόσωπο του ήταν δικά της ή

δικά του.

-Μην κλαις καλή µου. Μην κλαις. ∆εν µπορώ άλλο να σε βλέπω να κλαις. Μια ζωή

µε δάκρυα στα µάτια σε θυµάµαι… Φτάνει πια. Φτάνει.

Page 30: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

30

12

Η κυρά Ελένη επέστρεφε στο σπίτι όταν οι επίτροποι αποχωρούσαν απ΄ την

εκκλησία. Κακόκεφοι και σκεφτικοί. Ο Ταξίαρχος και ο Γιαννίδης τη χαιρέτησαν µ΄

ένα νεύµα του κεφαλιού αλλά ο Μηλόπουλος στάθηκε να της µιλήσει.

-Πάλι κατεβασµένο το κεφάλι Παρασκευά;

-Τελειώνουν ποτέ οι έγνοιες;

-Παρασκευά πότε θα βάλεις µυαλό; Να κοιτάξεις λίγο το σπίτι σου, τη φαµίλια σου;

Ο Μηλόπουλος αγρίεψε. Τα λόγια της τον πείραξαν.

-Αυτά να τα πεις και του γιου σου. Τι τον προκαλεί τον Αργυρίου αφού τελικά

τίποτα δεν θα κάνει; Μην κοιτάς µόνο εµένα να συνετίσεις…

Την άφησε σύξυλη στη µέση του δρόµου. Τα λόγια του την πόνεσαν µα ήξερε πως

δεν είχε άδικο. Τον συµπαθούσε τον Παρασκευά και δε διέκρινε κακία ή δόλο στα

λόγια του. Αυτό που πίστευε της είπε και θα το λάβαινε πολύ σοβαρά υπόψη της.

Μπήκε στο σπίτι και βρήκε το γιο της το Μανώλη στην κουζίνα να πίνει τον καφέ

του. Τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε απέναντι του.

-∆ε µιλάς;

-Τι να πω;

-Πες κάτι. Μια κουβέντα. Τι έγινε, τι έτρεξε πάλι.

Σηκώθηκε εκνευρισµένος ψάχνοντας το σακάκι του. Βρήκε τα τσιγάρα του και

ξαναγύρισε στη θέση του.

-Όρεξη έχεις πρωί, πρωί ρε µάνα; Τα γνωστά.

∆εν µασούσε τα λόγια της. Ποτέ δεν το ΄κανε απέναντι του. Ό, τι είχε να του πει θα

του το έλεγε έξω απ΄ τα δόντια.

-Αν το πήρες απόφαση, να ξεκαθαρίσεις τη θέση του. Ζωή είναι αυτή. Και δεν σε

πήραν και τα χρόνια.

Του άρεσαν οι κουβέντες της γριάς. Σταράτες, ξεκάθαρες. Κάτι που ο ίδιος δεν

έκανε. Ένα βήµα µπρος, δύο πίσω ήταν πάντα. Άπλωσε το χέρι για να χαϊδέψει το

δικό της.

-Μπράβο ρε µάνα. ∆εν σ’ αναγνωρίζω. Πώς άλλαξες έτσι;

Πήρε το χέρι του στο δικό της και άρχισε να του φιλάει την παλάµη.

-Παιδί µου είσαι. Σπλάχνο µου. Λες να µη θέλω το καλό σου;

Ο Μανώλης πρόλαβε και της έδωσε ένα φιλί στο µάγουλο πριν η µάνα του σηκωθεί

απ΄ τη θέση της. Εκείνη άνοιξε ένα ντουλάπι της κουζίνας και έβγαλε ένα σακουλάκι

ρύζι.

-Και να ξέρεις, εγώ τους χέζω. Όλους. Ό,τι και να λένε. Απ’ το ΄να αυτί µπαίνει και

απ’ τ’ άλλο βγαίνει.

Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.

-∆ηλαδή τι λένε; Τι έγινε πάλι ρε µάνα;

Γύρισε προς το µέρος του, σοβαρή.

-∆εν καταλαβαίνεις; Αρχίσαν. Κι εκείνος ο Παναγιώτης, πρώτος και καλύτερος.

Μακριά παιδάκι µου. Μακριά απ’ αυτόν.

Κόµπιασε λίγο πριν προσθέσει.

-Κι απ’ αυτήν...

Εκνευρίστηκε.

-Μ’ αρέσει που δε δίνεις σηµασία σε ό,τι και να λένε.

-Γιατί; Ψέµατα είναι; Γι΄ αυτήν δεν έρχεσαι; Εξ αιτίας της δε βρίσκεις ησυχία;

Άδικο έχω;

Άρπαξε το σακάκι του, πέταξε το τσιγάρο του στο νεροχύτη και άνοιξε την πόρτα

της κουζίνας.

-Πού πας;

Page 31: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

31

∆ε γύρισε να την κοιτάξει, µόνο της απάντησε φωναχτά.

-Ό,τι κάνω, το κάνω για µένα. Για κανέναν άλλο. Αυτό να το θυµάσαι.

Η κυρά Ελένη είδε το ρύζι σκορπισµένο στο πάτωµα, ολόγυρα απ΄ το σχισµένο

σακουλάκι. Έσκυψε να το µαζέψει. Σα να ΄βλεπε µπροστά της τα µυαλά του γιου της

σκορπισµένα, απ΄ αυτήν, την Αλέκα. Αυτήν που τον είχε ξεµυαλίσει κι εκείνος δεν

έβρισκε ησυχία και γαλήνη στο σπιτικό που ΄χε κτίσει και που τώρα πια κινδύνευε να

διαλυθεί, αν δεν είχε γίνει φύλλο και φτερό κιόλας. Αυτά πως θα του τα µαζέψει;

Τις κουβέντες του κόσµου και τις άκουγε και τις µετρούσε. Τον Παναγιώτη τον

φοβόταν γιατί γνώριζε πόσο αδίστακτος ήταν αλλά θα στεκόταν στο πλευρό του γιου

της µε κάθε τίµηµα. Αρκεί κι αυτός να έπαιρνε µιαν απόφαση. Προς τα πού θα

πήγαινε επιτέλους.

Page 32: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

32

13

Η Μυρτώ ξέπλυνε γρήγορα δύο τρία πιάτα που χε στο νεροχύτη και τράβηξε για την

εξώπορτα. ∆εν µπορούσε να περιµένει πότε τα σύννεφα θα την απάλλασσαν απ’ τον

κόπο να ποτίσει την αυλή. Είχε δεν είχε όρεξη, έπρεπε να το κάνει.

Άνοιξε την εξώπορτα αλλά δεν πρόσεξε το διπλωµένο κοµµάτι χαρτιού που η µια

του άκρη ήταν σφηνωµένη από κάτω της. Βγήκε στην αυλή σύνδεσε το λάστιχο και

άνοιξε τη βρύση.

Το πρόσωπο του Αβραάµ φωτίστηκε. Ώρα τώρα ξεσκόνιζε τον ίδιο πίνακα, δίπλα

απ’ το παράθυρο του καθιστικού, περιµένοντας να δει έστω και για λίγο τη µορφή

της. Οι αισθήσεις του ατόνησαν. Χαλάρωσε και δεν άκουσε το σύρσιµο του

καροτσιού πίσω του. Η τσιριχτή φωνή της Κούλας έκανε το πανί να φύγει απ’ το χέρι

του.

-Πάλι θέατρο έχουµε;

∆εν ήθελε ούτε καν να τη δει στα µάτια του, αλλά της µίλησε για να δικαιολογήσει

κάπως την αντίδραση του.

-Πότε ήρθες; ∆εν σ’ άκουσα.

-Ήσουνα αφοσιωµένος. Λαχταράει η καρδούλα σου, αλλά κάτι τέτοιες θέλουνε και

άντρες.

Έσκυψε µε κόπο και έπιασε το πανί. Ευχαρίστως θα της το έχωνε στο στόµα. Να

της το κλείσει, να µην ξαναβγεί από εκεί µέσα αυτή η φωνή που τον τάραζε.

Η Κούλα ξέσπασε σ’ ένα εκνευριστικό γέλιο και έσπρωξε το καρότσι της προς τα

πίσω.

-Μόνο αν την χρύσωνες είχες ελπίδα. Αλλά πού; Μια ζωή ξεβράκωτος κι άχρηστος.

Έσκυψε το κεφάλι. Ένιωθε νικηµένος, διαλυµένος. Τα 59 του χρόνια βάραιναν στις

πλάτες του σαν να ΄ταν διπλάσια. Μήπως είχε δίκιο τελικά η Κούλα; Τι γύρευε αυτός

απ΄ την 30χρονη Μυρτώ που όσο και αν η µελαγχολία και η θλίψη ξέραιναν τα νιάτα

της, πάλι αυτά κατάφερναν να λάµπουν.

Το νερό σχηµάτισε λιµνούλες γύρω απ’ τα λουλούδια. Η Μυρτώ τις είδε και έτρεξε

γρήγορα να κλείσει τη βρύση. Τα πόδια της γέµισαν καφέ πιτσιλιές ίσα µε τα γόνατα.

Μπήκε στο σπίτι και τράβηξε την εξώπορτα αλλά εκείνη αντιστεκόταν.

Ξαναπροσπάθησε αλλά το µόνο που κατάφερε ήταν να τη µετακινήσει για πολύ λίγο.

Κοίταξε από πίσω και το βλέµµα της εντόπισε το κοµµάτι του διπλωµένου χαρτιού

που ήταν σφηνωµένο από κάτω. Έσκυψε και το τράβηξε µ’ όλη της τη δύναµη. Με

την τρίτη προσπάθεια το ελευθέρωσε.

Έφερε το δεξί χέρι στο στόµα της και άρχισε να τρώει τα νύχια της. Το αριστερό

που κρατούσε το χαρτί, έτρεµε. Το ξεδίπλωσε µε βιαστικές κινήσεις. Μόλις διάβασε

τις λέξεις που ήταν γραµµένες, µε µαύρο µολύβι και κεφαλαία γράµµατα, σ’ αυτό δεν

είχε τη δύναµη να το κρατήσει άλλο. Άφησε το χαρτί πίσω της και το έβαλε στα

πόδια. Όσο και αν έτρεχε πάντα στο ίδιο σηµείο βρισκόταν. Ώσπου άρχισε να

γλιστράει, να βυθίζεται. Άπλωσε τα χέρια να γαντζωθεί από κάπου µα όσο βαθιά και

να µπήγονταν τα νύχια της στο χώµα δεν συγκρατούσαν το σώµα που κατέβαινε. Το

φως λιγόστευε. Έβαλε όλη τη δύναµη της να κρατηθεί από το δοκάρι που ξεχώρισε

δεξιά της αλλά δεν τα κατάφερε. Η γκαζόλαµπα που πλησίαζε προς το µέρος της

έδιωξε για λίγο το φόβο που της δηµιουργούσε το απόλυτο σκοτάδι, αλλά γεννούσε

άλλους φόβους µαζί µε τις σκιές που άπλωνε ολόγυρα της. Οι φωνές πλησίασαν. Τη

ζύγωσαν. Αν δεν κρυβόταν κάπου θα την έβλεπαν κι ίσως να µην λυπόταν το µικρό

της κορµί. Βρήκε στα τυφλά διέξοδο ανάµεσα σε δύο µεγάλα βαρέλια. Ο χώρος

στενός αλλά το κορµί της µικρής Μυρτώς χώραγε ίσα, ίσα. Οι ξύλινες βάσεις των

βαρελιών πλήγωναν τα πλευρά της και έσφιξε τα χειλάκια της για να µη βγάλουν

ούτε τον παραµικρό επιφώνηµα πόνου που θα την πρόδιδε. Έκλεισε τα µάτια της

Page 33: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

33

αλλά όχι για πολύ. Μπροστά, ένα βήµα απ΄ την κρυψώνα της, στέκονταν δύο νεαροί

που κρατούσαν σφιχτά την κοπέλα απ΄ τα χέρια και της τα τέντωναν λες και την

ετοίµαζαν για σταύρωση . Ο γέρος από πίσω της αδηµονούσε. Χτύπαγε τα πόδια του

στο χώµα. Μόλις χέρια της κοπέλας τεντώθηκαν καλά, έβγαλε τη βαριά δερµάτινη

ζωστήρα του και την κατέβασε αλύπητα στην πλάτη της. Εκείνη τινάχτηκε,

αντέδρασε στα χτυπήµατα µε το κορµί καθώς απ’ το στόµα της ξέφευγαν µόνον

µερικοί αναστεναγµοί. Η Μυρτώ θέλησε να φωνάξει αλλά καθώς άκουσε τη ζωστήρα

να σφυρίζει στον αέρα και να προσγειώνεται χαράζοντας το κορµί της κοπέλας ο

τρόµος την παρέλυσε.

Ο ένας απ΄ τους δύο νεαρούς δεν άντεχε το θέαµα. Γύρισε το κεφάλι απ’ την άλλη

πλευρά και άλλαζε συνεχώς χέρια σαν να ήθελε ν’ αφήσει την κοπέλα και να το

βάλει στα πόδια.

Ο άλλος έδειχνε να το ευχαριστιέται και τον ενθάρρυνε.

-Κράτα γερά ρε. Τι σόι άντρας είσαι εσύ.

Ο γέρος δεν έδινε σηµασία στους νεαρούς. Σήκωνε τη ζωστήρα και την κατέβαζε

ξανά και ξανά βρίζοντας την.

-Βρώµα. Μας ρεζίλεψες.

Η Μυρτώ έκλεισε τα µάτια και τα ξανάνοιξε. Βρισκόταν πεσµένη στο πάτωµα της

κουζίνα της αλλά το άπλετο φως δεν έδιωξε τους φόβους της. Της ήταν αδύνατον να

µείνει άλλο εκεί µέσα. Αλλόφρων, ξυπόλυτη πέρασε πάνω απ’ το πεταµένο χαρτί και

ξεχύθηκε στην αυλή. Έφτασε στην αυλόπορτα και κρατήθηκε για λίγο πάνω της.

Κοίταξε προς την πλευρά της εκκλησίας αλλά η θέα µερικών συγχωριανών της την

έκανε να στραφεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προς το σπίτι του Παναγιώτη.

Ο Αβραάµ την και είδε και άνοιξε αµέσως το παράθυρο. Θέλησε να της φωνάξει

αλλά το µόνο που κατάφερε ήταν να της κάνει νοήµατα. Η Μυρτώ δεν

ανταποκρίθηκε αλλά ούτε και έδινε σηµασία στα πετραδάκια του δρόµου που

πληγώναν τα πόδια της. Έτρεχε µ’ όλη της τη δύναµη προς την κατεύθυνση που

διάλεξε.

Έφτασε έξω απ΄ το σπίτι του Παναγιώτη. Έκανε ν’ ανέβει τη σκάλα που οδηγούσε

προς το δεύτερο όροφο του σπιτιού αλλά το µετάνιωσε. Γύρισε και κατευθύνθηκε

προς το καφενείο που βρισκόταν από κάτω. Έριξε µια µατιά γρήγορα προς τα µέσα

αλλά το βλέµµα της έπεσε στο φορτηγάκι που ήταν σταθµευµένο λίγο πιο πέρα.

Έκανε ένα βήµα µπροστά και ύστερα πισωπατώντας έφτασε µέχρι τη γωνία. Εκεί δεν

µπορούσαν να τη δουν. Κόλλησε στον τοίχο και προσπάθησε να πάρει µερικές

ανάσες. Έσκυψε µπροστά και έβγαλε το κεφάλι της απ΄ τη γωνία. Από εκεί έλεγχε το

σπίτι αλλά και το καφενείο, περιµένοντας µήπως δει κάποια κίνηση.

Ο Παναγιώτης καθόταν στην κουζίνα. Σαν να µη συνέβη τίποτα. Η Αλέκα έκρυψε

τα δάκρυα της και του ετοίµαζε στα γρήγορα έναν ακόµα καφέ. Του τον σερβίρησε

έχοντας γυρισµένο µόνο το πλευρό της προς το µέρος του.

∆οκίµασε λίγο απ’ τον καυτό καφέ.

-Το βράδυ µπορεί να έχουµε κόσµο.

Η Αλέκα δεν ρώτησε τίποτα αλλά εκείνος συνέχισε.

-∆εν χρειάζονται ιδιαίτερες ετοιµασίες. Ό,τι υπάρχει. Θάρθουν µερικοί να

µιλήσουµε.

Προσπάθησε να σπάσει τη σιωπή της.

-Έκανες όρκο σιωπής.

-Έξω είσαι πρώτος στα χωρατά και εδώ µας ποτίζεις φαρµάκι.

Γέλασε κάτω απ’ τα µουστάκια του και σηκώθηκε. Η µικρή επανάσταση της είχε

τελειώσει. Κρατούσε πάλι αυτός τον έλεγχο στα χέρια κι είχε κάθε λόγο να ΄ναι

ευχαριστηµένος.

Page 34: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

34

-Ο κόσµος µ’ αγαπάει. Με σέβεται.

Ήταν καλή η ευκαιρία να του ανταποδώσει έστω ένα χτύπηµα.

-Μπορεί και να σε φοβάται.

Αναποδογύρισε το φλιτζάνι γεµίζοντας καφέ λεκέδες το τραπεζοµάντιλο.

-Αϊ σιχτίρ ρουφιάνα.

∆εν είχε όρεξη να της επιτεθεί και πάλι. Ξεκίνησε να φύγει αλλά κάτι θυµήθηκε και

κοντοστάθηκε.

-Την παραγγελία που την έχεις;

Έπιασε ένα χαρτί που είχε στην τσέπη της ποδιάς της και του το έδωσε προσέχοντας

να µην αγγίξει το χέρι του. Το άρπαξε χωρίς να το κοιτάξει.

-Να κατέβεις κάτω. Και πες και του κανακάρη σου να ΄ρθει να βάλει ένα χεράκι,

πριν νιώσει για τα καλά το δικό µου πάνω του. Άντε και να ευχαριστάει που του τη

χάρισα νωρίτερα.

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και η Αλέκα σήκωσε και τα δύο της χέρια και τον

µούντζωσε. Η χειρονοµία αυτή δεν την έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Το αντίθετο.

Και που ξεκίνησε αυτή την κόντρα µαζί του, τι κέρδισε; Τίποτα. Πολύ γρήγορα

γύρισε στα ίδια. Οι λέξεις που θελε κανονικά να του πει, πνίγηκαν µέσα στο κλάµα

της. Οι σκέψεις, έµειναν για µια ακόµα φορά στο µυαλό της και η απέχθεια που της

δηµιουργούσε αυτός ο άνθρωπος ένα στιγµιαίο ξέσπασµα. ∆εν ήξερε αν την

πονούσαν περισσότερο οι µελανιές στο κορµί της ή η αδυναµία που είχε δείξει και

πάλι.

Ο Παναγιώτης κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες του σπιτιού και έφτασε στο

φορτηγάκι. Έβαλε µπροστά και αποµακρύνθηκε γρήγορα. Η Μυρτώ περίµενε να

διαλυθεί πρώτα η σκόνη που έχει αφήσει το φορτηγάκι πίσω του και βγήκε απ΄ την

κρυψώνα της. Ανέβηκε δύο, δύο τα σκαλιά. Σχεδόν έπεσε πάνω στην πόρτα και την

κτυπούσε και µε τα δύο της τα χέρια.

-Αλέκα. Αλέκα, άνοιξε µου σε παρακαλώ.

Η Αλέκα τροµαγµένη απ’ τα χτυπήµατα άνοιξε την πόρτα απορηµένη.

-Μυρτώ! Τι είναι τι έπαθες;

Η Μυρτώ παραπατώντας όρµησε στην κουζίνα. Τρίκλιζε και η Αλέκα πρόλαβε και

την πήρε στην αγκαλιά της πριν σωριαστεί. Της χάιδεψε τα µαλλιά και το βλέµµα της

στάθηκε στα πληγωµένα και λερωµένα της πόδια.

-Ησύχασε. Ησύχασε καλή µου. Ησύχασε και θα µου πεις...

Η Μυρτώ πνιγόταν. Τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά της Αλέκας για ν΄ ανασάνει και

κατάφερε να συλλαβίσει.

-Αλέκα µου. Γλυκιά µου Αλέκα...

-Τι είναι κορίτσι µου; Τι σου καναν πάλι;

Οι λυγµοί τράνταζαν το στήθος της και έπνιγαν τις λέξεις πριν ξεµυτίσουν απ΄ το

στόµα. Ήθελε να µιλήσει, να µοιραστεί την απελπισία της µε την Αλέκα. Της

άρπαξε τα χέρια σαν να προσπαθούσε να πάρει λίγη απ΄ τη δική της δύναµη.

Η Αλέκα την κοιτούσε ίσια στα µάτια δίνοντας της κουράγιο.

-Μίλα µου. Ακούµπα σε µένα.

-Θα µε κάψουν. Θα µε κάψουν.

Τα λόγια πετάχτηκαν σαν σπίθες από µέσα της. Η Αλέκα ασυναίσθητα άφησε τα

χέρια της Μυρτώς και έκανε ένα βήµα προς τα πίσω. Την κοιτούσε αµήχανη.

Ανήµπορη να πει και να κάνει οτιδήποτε. Ήθελε να την αγκαλιάσει µα δεν την

άκουγαν τα χέρια της. Κατάφερε µόνο να ψελλίσει.

-Τι είναι αυτά που λες;

Page 35: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

35

Τα δάκρυα της Μυρτώς µπερδεύτηκαν µαζί µε τα µαλλιά της ανάµεσα στα δόντια

της. Μασούσε τις τρίχες µα όχι και τα λόγια της που έβγαιναν τώρα πια µε µεγάλη

ένταση, αβίαστα.

-Θα µε κάψουν. Μου το γραψαν. Θα µε κάψουν.

Την τράβηξε στην αγκαλιά της και της χάιδεψε το πρόσωπο.

-Χαζό. Ανοησίες και εσύ κάθεσαι και τις πιστεύεις.

∆εν κρατιόταν. Τραβήχτηκε απ΄ την αγκαλιά της και άρπαξε µε δύναµη την Αλέκα

απ’ τους ώµους.

-Θα µε κάψουν. Πρέπει να µε βοηθήσεις.

-Ησύχασε. Εδώ είµαι εγώ...

Το βλέµµα της Μυρτώς σκοτείνιασε.

-∆εν µε πιστεύεις…

-Μα…

-Το βλέπω στο βλέµµα σου. Κι εσύ όπως κι οι άλλοι…

Το χέρι της Αλέκας κινήθηκε µε ταχύτητα και της άστραψε ένα χαστούκι. Σάστισαν

και οι δύο. Η Μυρτώ που δεν περίµενε τέτοια αντίδραση και η Αλέκα που δεν

µπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο την είχε χαστουκίσει. Για να ηρεµήσει, ή µήπως

επειδή την είχε βάλει µαζί µε τους άλλους. ∆εν πρόλαβε να της ζητήσει συγγνώµη και

ξανάπεσαν η µια στην αγκαλιά της άλλης.

-Αλέκα πρέπει να µε πιστέψεις.

-Σε πιστεύω.

-Αλέκα σε ξορκίζω. Μην πεις τίποτα στον Παναγιώτη.

-Γιατί; Τι σχέση έχει αυτός;

∆εν θέλησε ν΄ απαντήσει στο ερώτηµα της Αλέκας ούτε και να σβήσει την απορία

που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. Άρπαξε το πόµολο της πόρτας µε το δεξί της

χέρι.

-Όχι, όχι σ’ αυτόν. Μη µε ρωτάς τίποτα άλλο…

Άνοιξε την πόρτα και ξεχύθηκε στις σκάλες. Η Αλέκα την ακολούθησε µέχρι το

κεφαλόσκαλο.

-Μυρτώ. Στάσου.

Ένα πετραδάκι έσκισε βαθιά την δεξιά πατούσα της Μυρτώς. Παραπάτησε. Το αίµα

της λάσπωνε το χώµα. ∆ε σταµάτησε.

Άφησε πίσω της µια σκουροκόκκινη αχνή γραµµή και χάθηκε στο βάθος του

δρόµου.

Ο Αντώνης στάθηκε δίπλα στην µάνα του. Εκείνη τον κοίταξε και ανασήκωσε τους

ώµους της απορηµένη.

Η Μυρτώ έσκυψε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να σπρώξει το κορµί της

µπροστά και έτρεχε. Έτρεχε µε τα µαλλιά της να κολλούν στο ιδρωµένο της

πρόσωπο, να µπαίνουν στο στόµα της, επιβραδύνοντας ακόµα περισσότερο την

κουρασµένη της ανάσα.

Απείχε µόλις λίγα µέτρα απ’ την αυλόπορτα της όταν µια σκιά που ορθώθηκε

µπροστά τής της έκοψε το δρόµο.

-Πού πας έτσι πρωί, πρωί, αφορισµένη;

Η σκληρή φωνή του Παπαγιώργη της τρύπησε τ’ αυτιά ενώ τα µηνίγγια της

χτυπούσαν και η καρδιά κόντευε να πεταχτεί έξω απ’ τα στήθια της. Σήκωσε το

κεφάλι και το βλέµµα της έπεσε στις κεχριµπαριένες χάντρες του κοµπολογιού που

µετρούσε νευρικά µε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ο παπάς. Προσπάθησε να

τον κοιτάξει στα µάτια µα τα δικά της τα τύφλωνε ο ήλιος. Η ανάσα της άρχισε να

βρίσκει το δρόµο της και τον παραµέρισε.

-Άντε µη σε στείλω και σένα...

Page 36: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

36

Ο Παπαγιώργης δεν αιφνιδιάστηκε και καθώς η Μυρτώ τον προσπέρασε σήκωσε το

δεξί του χέρι.

-Σου αστράψω µια... Πουτανοκόριτσο.

Το µάτι του έπιασε στην άκρη του δρόµου µερικές γυναίκες που παρακολουθούσαν

τη σκηνή. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού σχηµάτισαν αµέσως το σηµείο του

σταυρού και άρχισε να την ευλογεί, ενώ το αριστερό χέρι έσφιγγε στη χούφτα του µε

δύναµη τις χάντρες του κοµπολογιού.

-Την ευλογία Του να ‘χεις.

Η Μυρτώ σταµάτησε και τον κοίταξε προκλητικά ενώ ένα σκαρκαστικό χαµόγελο

σχηµατίστηκε στα χείλη της. Ο Παπάς συνέχισε να την ευλογεί.

-Άλλη ευλογία χρειάζεσαι εσύ κανονικά. Αφορισµένη, µε κολάζεις πρωινιάτικα.

Με το δεξί της χέρι µέτρησε τα ανοιχτά κουµπιά της µπλούζας της και άνοιξε δύο

ακόµα. Το στήθος της έχασκε τώρα προκλητικό. Τον πλησίασε στο ένα µέτρο.

-∆έστο τραγόπαπα. Μόνο δέστο, ούτε εσύ ούτε κανείς σας άλλος θα το πάρει. Μόνο

θα το βλέπετε... Μέχρι να το κάψετε και να ησυχάσετε κι εσείς κι εγώ…

Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού σφίχτηκαν σε γροθιά ενώ σταγόνες ιδρώτα

κυλούσαν από το µέτωπο του.

-Άντε στο διάολο.

-Με την ευλογία σας Άγιε ∆έσποτα, υποκλίθηκε η Μυρτώ αφήνοντας να φανεί το

µεγαλύτερο µέρος του στήθους της. Κι ύστερα γύρισε απότοµα και αποµακρύνθηκε

αφήνοντας πίσω της τον Παπαγιώργη να ξεροκαταπίνει σκουπίζοντας νευρικά µε το

δεξί του χέρι το µέτωπο του.

Page 37: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

37

14

Ο Αβραάµ θεατής της συνάντησης της Μυρτώς µε τον παπά του ΄ταν δύσκολο να

καταλάβει τι ακριβώς διαµείφθηκε µεταξύ τους. Απ΄ τις αντιδράσεις τους

υποψιάστηκε πως η Μυρτώ δεχόταν µια ακόµα επίθεση. Έβραζε µέσα του. Ήθελε ν ΄

ανοίξει το παράθυρο και να πηδήξει. Η Κούλα κόλλησε πίσω του και τεντώθηκε στο

καρότσι της για να τον φτάσει. Τον άρπαξε µε το δεξί της χέρι απ’ το πουκάµισο και

τον ταρακουνούσε, µπήγοντας τα σκληρά της νύχια στη σάρκα του.

-Κατέβα κάτω.

Απελευθερώθηκε απ’ το κράτηµα της, την παραµέρισε και ξεκίνησε προς την

εξώπορτα.

-Πού πας;

Χτυπούσε µε δύναµη τα έπιπλα καθώς δυσκολευόταν να γυρίσει το καρότσι της.

-Όπου θέλω, ακούστηκε η φωνή του Αβραάµ απ’ το διάδροµο.

-Κάτσε στ’ αυγά σου. ∆εν είναι αυτά παιχνίδια για σένα, ούρλιαξε.

Μπήκε στην κουζίνα, χωρίς να ξέρει πραγµατικά κατά που ήθελε να πάει. Το

βλέµµα του έπεσε στο ηµερολόγιο που ΄ταν αναρτηµένο στον τοίχο, δίπλα στην

πόρτα. Έδειχνε 2 Οκτωβρίου. ∆εν είδε τη χρονολογία µα ήταν σίγουρος πως έγραφε

1943.

Βγήκε παραπατώντας στο διάδροµο. Έπιασε το πόµολο της εξώπορτας µα δεν το

γύρισε. Το χέρι του είχε παραλύσει. Ακούµπησε για λίγο το κεφάλι πάνω της και

ύστερα σωριάστηκε καταγής. Έκρυψε µέσα στα χέρια του το πρόσωπο του µα δεν

κατάφερε να διώξει τις γκρίζες εικόνες που είχαν αρχίσει να περνάν η µια µετά την

άλλη µπρος στα µάτια του. Το χέρι του αναζήτησε το κίτρινο άστρο που ραµµένο στο

στήθος. Το τράβηξε για να το ξεριζώσει. ∆εν έβγαινε λες και του το ΄χαν ράψει µ΄

ατσάλινη κλωστή που χωνόταν στο δέρµα των χεριών του µατώνοντας τα.

Άκουσε το σύρσιµο που έκαναν οι ρόδες του καροτσιού και µαζεύτηκε, ένα µικρό

κουβάρι. Ήταν ο ίδιος ήχος. Ο ήχος απ΄ τις ρόδες του στρατιωτικού καµιονιού πάνω

στο βρεγµένο πλακόστρωτο. Έρχονται, πάλι έρχονται. Κάποιον θα πάρουν. Μήπως

είναι αυτός; Μήπως ήρθε η σειρά του; ∆εν µπορεί να περιµένει άλλο, δεν αντέχει να

µετρά κάθε νύχτα δευτερόλεπτα αγωνίας, αναζητώντας µέσα στο σκοτάδι κάποιον

ύποπτο θόρυβο που σε λίγο θα γίνει κρότος στην πόρτα κι ύστερα κάποιο υγρό κελί

στα υπόγεια της Κοµαντατούρ.

-Το χειρότερο απ’ όλα είναι που σε πετάνε σαν ένα σακί, σ’ ένα σκοτεινό και

άγνωστο µέρος που περπατάς κάθε του σπιθαµή µε τις παλάµες των χεριών σου,

µέχρι να ξηµερώσει και να µάθεις, ποία θα ‘ναι η τύχη σου, του χε πει ο φίλος του

Ανδρέας. Αλλά ο Ανδρέας ήταν χριστιανός και µε λίγες χρυσές λίγες καθόρισε την

τύχη του. Τη δικιά του τύχη πως θα την καθόριζε αφού και λίρες δεν είχε και το

άστρο ήταν αδύνατον να το ξεκολλήσει από πάνω του λες κι είχε γίνει ένα µε τη

σάρκα;

Τ΄ αδέρφια του δεν ήθελαν ν΄ ακούσουν κουβέντα. «Πού να πάµε; ∆εν άκουσες;

Όποιος Εβραίος φύγει, θα σκοτώσουν και την οικογένεια του και άλλους πενήντα

ακόµα. Είσαι τρελός; Κάτσε ήσυχος». Ποια φωνή ήταν η λογική; Η δικιά τους ή η

δικιά του;

Το µυαλό του κόντευε να σαλέψει. Τους έβλεπε παντού, ένα µήνα περίπου τώρα που

΄χαν έρθει και του κοβόταν τα πόδια. ∆εν είχαν καµιά σχέση µε τους Ιταλούς που τα

µαζέψαν άρον, άρον και φύγαν απ΄ την Καστοριά στις αρχές του Σεπτέµβρη. Άλλος

λαός εκείνοι κι άλλος αυτοί. Τρόµαζες απ΄ τη στολή τους, απ΄ το περπάτηµα τους,

απ΄ το βλέµµα τους. Όλα επάνω τους τον τροµοκρατούσαν. Κι ύστερα ήταν κι οι

κουβέντες που ΄χε ακούσει στην αγορά για αυτά που κάναν στους Εβραίους της

Θεσσαλονίκης. Γιατί να µην κάνουν και σ΄ αυτούς τα ίδια;

Page 38: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

38

«Κανένας δε φεύγει. Θα µείνουµε όλοι µαζί. Ο Θεός θα µας σώσει». Σοφές

κουβέντες, µετρηµένες, απ΄ το µεγάλο του αδερφό, το Σολωµόν που έπαιζε το ρόλο

του εκλιπόντος εδώ και δέκα χρόνια πατέρα. Μα τι θέση είχε η σοφία και το µέτρο σε

µια εποχή που δεν ήξερες τι θα σου ξηµερώσει η επόµενη µέρα. Έπαψαν ν΄

ασχολούνται µαζί του και ο µεγάλος σοφός αδερφός και τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Του ζήτησαν να πάψει κι ο ίδιος να τους ενοχλεί.

Αναζήτησε συντρόφους ανάµεσα στους οµοθρήσκους του. ∆ε βρήκε. Ίσα, ίσα που

κάποιοι πείστηκαν για µια ακόµα φορά πως ο 18χρονος Αβραάµ ήταν δειλός.

Φοβόταν ακόµα και τον ίσκιο του.

∆ύο Οκτωβρίου του 1943. Σηµείωσε τη µέρα στο µυαλό του όταν γλίστρησε, αργά

το βράδυ στο υπνοδωµάτιο της γριάς κι άρρωστης µάνας του και της φίλησε το χέρι.

Ούτε που κατάλαβε ποιος απ΄ τα παιδιά της ήταν. Με φόβο ψυχής και χίλιες δύο

προφυλάξεις, έφτασε µέχρι το Μύλο. Η βάρκα ήταν εκεί δεµένη, όπως το ΄χε

υπολογίσει και τον περίµενε για να διασχίσει τη λίµνη της Καστοριάς. Τον έβγαλε

στην αντίπερα όχθη και όσο και αν τον τρόµαξε ο ήχος από τις καλαµιές που έσπαζαν

κάτω απ’ τα πόδια του, όσο και αν δυσκολεύτηκε να σύρει τα βήµατα του που

βούλιαζαν στ΄ απόνερα της λίµνης, ένιωθε να πατάει πια σε στέρεο έδαφος.

Ιδέα δεν είχε κατά πού να τραβήξει για να βρεθεί κοντά στους αντάρτες.

Περπατούσε στα χαµένα ελπίζοντας να φανεί τυχερός και να πέσει πάνω σε κάποια

αντάρτικη οµάδα που δεν θα ΄χε αντίρρηση να τον περιµαζέψει.

Περπάτησε µέχρι να γεµίσει καλά η µέρα και κρύφτηκε πίσω από κάποιους θάµνους

µέχρι να σουρουπώσει. Ήταν περασµένα µεσάνυχτα, της τρίτης µέρας, όταν άρχισε

να βαδίζει διστακτικά στον οικισµό της Φτέρας και ήταν το άγριο γαύγισµα ενός

σκυλιού που τον ανάγκασε να κολλήσει µε την πλάτη στον τοίχο του σπιτιού που

βρέθηκε κοντά του. Εκεί τον περιµάζεψε η Κούλα. Τον άρπαξε σαν το αγρίµι που

µόλις είδε να πλησιάζει το θήραµα τη φωλιά του, λούφαξε περιµένοντας την

κατάλληλη στιγµή για να το αιχµαλωτίσει µες τα νύχια του. Τα στρωσίδια που του

πρόσφερε και το ζεστό φαί τον έκαναν να τη δει, αυτή τη µεγαλόσωµη και άσχηµη

µεγαλοκοπέλα, σαν έναν Άγγελο και να τη λατρέψει σαν Θεό του. Κατάλαβε αµέσως

πως ήταν κυνηγηµένος και τον οδήγησε στο ασφαλές κρησφύγετο, στο υπόγειο του

σπιτιού, όπου είχε έτοιµο και στρωµένο ένα κρεβάτι.

Η Κούλα ρώτησε µόνο από πού είχε ξεκινήσει. Τίποτα άλλο. Για το Θεό του

κατάλαβε µόλις είδε την περιτοµή του, αλλά δεν έδειξε να την ενδιαφέρει. Το µόνο

που την ενδιέφερε ήταν να χιµάει πάνω του κάθε βράδυ και να ρουφάει άπληστα το

κορµί του µέχρι να ξηµερώσει.

Έχασε τις µέρες και κατάλαβε πως ο χρόνος είναι διαφορετικός όταν τον µετράς µε

τις νύχτες και έτσι την πρώτη φορά που ανέβηκε απ’ το υπόγειο µέρα, πίστευε πως

βρισκόταν εκεί µόνον λίγες ώρες.

Θέλησε να βγάλει το κεφάλι του λίγο παραέξω απ’ το σπίτι αλλά δεν τα κατάφερε

καθώς το χαλινάρι που του είχε περάσει η Κούλα του επέτρεπε να κινείται µέσα στα

όρια των τεσσάρων εξωτερικών ντουβαριών. ∆εν του το επέβαλε αλλά κατάβαλε πως

αν δεν έπιανε το ξεσκονόπανο και τη σκούπα δεν θα περνούσαν οι ατέλειωτες ώρες

της ηµέρας, µια και τις ώρες της νύχτας φρόντιζε η Κούλα να τις γεµίζει µε το κορµί

της.

∆ε διαµαρτυρόταν και ευχαριστούσε το Θεό του στις προσευχές του που είχε βρεθεί

στο δρόµο του, αν και κάποιες φορές θα ήθελε να τον παρακαλέσει αν γινόταν να

πάρει πίσω το δώρο που του είχε χαρίσει. ∆εν το έκανε όµως, για να µη θεωρηθεί

αχάριστος ή ακόµα και βλάσφηµος, καθώς ήξερε πολύ καλά πως ο Θεός του δε

συγχωρούσε τέτοιου είδους αµαρτήµατα και κράτησε για τις άλλες ώρες, που δεν

Page 39: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

39

προσευχόταν, τις σκέψεις πως θα ήθελε κάποια στιγµή ν’ απαλλαγεί απ’ την Κούλα

που από πολύ νωρίς είχε µετατραπεί σε δεσµοφύλακα του.

Όταν η αρρώστια της την καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι σκέφτηκε πως θα

µπορούσε να βγάλει το χαλινάρι από πάνω του χωρίς εκείνη να προλάβει να τον

σταµατήσει. Το έβγαλε αλλά το µόνο που κατάφερε ήταν να κάνει µερικά βήµατα

παραπάνω για τα χρειαζούµενα του σπιτιού και ν’ αρχίσει ν’ ανταλλάσσει µόνο

καληµέρα και καλησπέρα µε τις άλλες νοικοκυρές που περιεργάζονταν από πάνω

µέχρι κάτω µε αναίσχυντη περιέργεια τον οικόσιτο Οβραίο της Κούλας. Τον

ενοχλούσαν τα βλέµµατα τους, µα όχι γι΄ αυτά που σχολίαζαν για κείνον. Τον πείραζε

που αυτός µέχρι τότε θαρρούσε πως δεν υπήρχε για κανέναν άλλο, παρά µόνο για την

Κούλα. Πώς ήταν το µεγάλο της µυστικό και αν δεν το σεβόταν θα είχε κάνει ίσως

νωρίτερα την απόφαση να βγει προς τα έξω και να χαρεί ακόµα και αυτόν τον ήλιο

που τόσο του είχε λείψει.

Όταν άκουσε να σχολιάζουν «καλέ αυτός πρέπει να την έχει πολύ µεγάλη για να

χορταίνει τόσα χρόνια η Κούλα» έβαλε για πρώτη φορά τα χέρια του µπροστά στο

παντελόνι του και από τότε δεν τα ξανάβγαλε κάθε που έβγαινε απ’ το σπίτι. Ακόµα

και όταν κουβαλούσε τα ψώνια, µπροστά του τα κρατούσε και όταν άκουσε µια

παρέα αντρών να τον χλευάζει «την κρατάει γιατί φοβάται µην την πατήσει»,

σκόνταψε και γκρεµοτσακίστηκε. Τότε ήταν που η Μυρτώ τον βοήθησε να σηκωθεί

και απ’ τη λάµψη στα µάτια της ένιωσε σίγουρος πως σ΄ εκείνη βρήκε έναν άνθρωπο

που είχε κάθε λόγο για να τον συµπαθήσει. Εκείνη την πρώτη φορά που τα χέρια του

άγγιξαν τα δικά της, ξέχασε πως πρέπει να ντρέπεται ή να φοβάται.

Η µορφή της Μορφής αποτυπώθηκε πια στα µάτια του και το ζεστό άγγιγµα των

χεριών της ζέστανε µέχρι και την καρδιά του που την ένιωσε να χτυπά πιο γρήγορα.

Όπως ένιωσε να ξανανθίζει µέσα του η διάθεση του να ζήσει. Να ζήσει έστω και αν η

Κούλα ήταν η αλυσίδα που προσαρµοσµένη γερά στο πόδι του δεν θα τον άφηνε να

ξεµυτίσει περισσότερο από λίγα µέτρα. Του αρκούσαν, γιατί µόνον λίγα µέτρα απείχε

απ΄ τη Μυρτώ. Αλλά και αν ακόµα δεν κατάφερνε ποτέ του να την αγγίξει, η ευωδιά

του κορµιού της και το χαµόγελο της πάντοτε τον αντάµωναν, όσο κι αν απείχε, για

να ποτίσουν τη διάθεση για ζωή. ∆εν έκατσε ποτέ να υπολογίσει πόσα χρόνια πέρασε

κλεισµένος στο υπόγειο, ούτε πόσα συνολικά βρισκόταν στη Φτέρα. Αν το έκανε

ήταν σίγουρος πως θα τρελαθεί.

Το ότι τέλειωσε ο πόλεµος του το ανακοίνωσε η Κούλα το καλοκαίρι του ΄50, χωρίς

να του αναφέρει καµιά άλλη λεπτοµέρεια. Ούτε ο Αβραάµ ζήτησε να µάθει.

Προσθέτοντας πως έπρεπε να κρυφτεί για λίγο ακόµα µέχρι να ησυχάσουν εντελώς

τα πράγµατα και οµαλοποιηθεί η κατάσταση, έσκυψε το κεφάλι αδιαµαρτύρητα και

επέστρεψε στο υπόγειο του. Είχε γίνει πια ένα µε το υπόγειο και φοβόταν να το

αποχωριστεί.

Η Κούλα δεν του ανακοίνωσε πως οµαλοποιήθηκε η κατάσταση ακόµα και όταν την

άκουσε να βογκάει απ΄ τους πόνους εκλιπαρώντας τον να καλέσει το γιατρό. Τότε

βγήκε ξανά στο δρόµο που πότε τον είχε περπατήσει για πρώτη του φορά ούτε που το

θυµόταν. Ο Παπαγιώργης τον βρήκε να στέκει σα χαµένος στη µέση, µη ξέροντας αν

έπρεπε να πάει δεξιά ή αριστερά και τον καθησύχασε λέγοντας του πως θα φρόντιζε

εκείνος για το γιατρό.

Επιστρέφοντας στο σπίτι κοίταζε την Κούλα αµίλητος, χωρίς ν΄ ακούει τα βογκητά

της. Έσπαζε το κεφάλι του να θυµηθεί που τον είχε ξανασυναντήσει αυτό το

γκριζοµάλλη, που του έµοιαζε πολύ, που καθώς διέσχιζε το διάδροµο για να µπει

στην κρεβατοκάµαρα της, περνώντας δίπλα απ΄ το µεγάλο καθρέπτη τον είδε να

περπατά δίπλα του.

Page 40: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

40

Τα µάτια της Κούλας είχαν µικρύνει και το στόµα της είχε στραβώσει, όπως κάθε

φορά που ετοιµαζόταν να ξεστοµίσει κάποια βρισιά, ανακατεµένη µε το σάλιο της.

-Εδώ είσαι άχρηστε;

Πετάχτηκε όρθιος και γυρίζοντας το κεφάλι του απ΄ την άλλη µεριά την

προσπέρασε και χώθηκε στην κουζίνα, προσέχοντας, την ώρα που διέσχιζε το

διάδροµο να µην γυρίσει το βλέµµα του προς τον µεγάλο καθρέπτη.

Page 41: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

41

15

Ο Αντώνης έσφιξε δυνατά τη µάνα του πάνω του.

-Ανησυχώ για τη Μυρτώ…

-Γιατί;

-∆εν ξέρω. Κι είναι µόνο κι έρηµο…

Τραβήχτηκε από κοντά του και κατέβηκε το κεφαλόσκαλο. ∆εν έκανε όµως

δεύτερο βήµα. Έστρεψε το κεφάλι της στον Αντώνη.

-Ντύσου σε παρακαλώ και τράβα να τη βρεις.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Η µατιά που του ριξε η µάνα του τον προέτρεπε να κάνει

γρήγορα. Ντύθηκε και πριν ξεκινήσει τη ρώτησε.

-Θα µου πεις; Τι συµβαίνει;

Η Αλέκα µέτρησε τις λέξεις της.

-∆εν ξέρω αν πρέπει. ∆ικές µας αµαρτίες. Περασµένες. Εσύ τι φταις;

-Αµαρτίες...

Μετάνιωσε. Τι το ‘ θελε και τ’ άνοιγε τώρα αυτό το κεφάλαιο. Προσπάθησε να το

µπαλώσει.

-Αµαρτίες... Όλα, όλα εδώ µέσα. Και γύρω µας. Μια ζωή να σε κυκλώνουν σκιές.

Άστα όµως αγόρι µου. ∆εν είναι σηµερινά. Μη σκοτίζεσαι. Απλώς τρέχα να δεις τι

κάνει η Μυρτώ. Μονάχη ανάµεσα σε λιοντάρια είναι η έρηµη.

Ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα αλλά πριν βγει, γύρισε την κοίταξε και της είπε:

-Θα πάω, αλλά θα µου τα πεις. Πρέπει να ξέρω γαµώτο.

Η Αλέκα έσφιξε τα χείλη της. Τι να του πει; Μήπως κι η ίδια τα ΄χε ξεκαθαρίσει

ποτέ µέσα της. Για ποια να πρωτοµιλήσει; Για τους φόβους της Μυρτώς που την

έκαναν να ξεχύνεται αλαφιασµένη στους δρόµους ή για τους δικούς της. Τι να του

απαντήσει όταν τα δικά της αναπάντητα ερωτήµατα αδυνατούσε να τα βάλει σε µια

σειρά. Κάποιες φορές, και ας ντρεπόταν γι΄ αυτό µετά, είχε σκεφτεί πως κακώς έκανε

που άνοιγε την πόρτα στη Μυρτώ κι άφηνε τις στεναχώριες της να γίνονται και δικές

της. Μήπως δεν της αρκούσαν όσα η ίδια περνούσε; Και µε το παραπάνω. Αλλά και

τι να ΄κανε; Ν΄ απόδιωχνε τη µοναδική της φίλη. Τον έναν και µοναδικό άνθρωπο µε

τον οποίο µπορούσε ν΄ ανταλλάσσει δύο κουβέντες; Όχι, δεν ήταν εγωίστρια, ούτε

µονόχνοτος άνθρωπος. Το αντίθετο. Από πάντα της χαιρόταν να βρίσκεται ανάµεσα

σε κόσµο, αλλά όσα είχε ζήσει, είκοσι δύο χρόνια δίπλα σ΄ εκείνον, την έκαναν να

κλειστεί στο καβούκι της. Να κλείσει ακόµα και τ΄ αυτιά της για να την προσπερνούν

οι φήµες και οι ψίθυροι που ακολουθούσαν το σύζυγο της

Το γιο της προσπάθησε να τον κρατήσει, όσο ήταν κατορθωτό, µακριά απ΄ όλα

αυτά. Ακόµα και τα καθηµερινά ξεσπάσµατα του συζύγου της που κατέληγαν σε

ξυλοδαρµό της, πήγε να του τα περάσει σαν ένα παιχνίδι. Πώς όµως να κρυφτεί απ΄

το παιδί που αρνούνταν να την πιστέψει και όλο της χάιδευε το πρόσωπο,

παρακαλώντας τη:

-Μην κλαις µαµά. ∆ε θέλω να κλαις…

Και γιατί να την πιστέψει; Ένα παιδί νιώθει πολύ καλά τι του προσφέρει ο κάθε

γονιός του κι αυτό του επιστρέφει. Με την Αλέκα πονούσε που την έβλεπε να

υποφέρει, έστω και αν εκείνη προσπαθούσε να τον ξεγελάσει σκουπίζοντας βιαστικά

τα δάκρυα της και επιχειρώντας να τον γαργαλίσει για να γελάσει τουλάχιστον

εκείνος µήπως και κατάφερνε να παρασύρει και την ίδια. Με τον Παναγιώτη

κουµπώνονταν, έφευγε µακριά του.

-Μάνα, έτσι µου ΄ρχεται να τον αρπάξω στα χέρια µου και…, είχε εξωτερικεύσει

στη µάνα του την οργή που ΄νιωθε για το γονιό του ο Αντώνης λίγο καιρό προτού

φύγει για τις σπουδές του στην Αθήνα.

Τον χαστούκισε και τον άρπαξε αµέσως στην αγκαλιά της.

Page 42: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

42

-∆εν θα κάνεις τίποτα. Το µόνο που θέλω είναι εσύ να φύγεις…

-Μα…

-∆εν είναι δικά σου χρέη. Εσύ να κοιτάξεις µπροστά. Μόνο µπροστά…

Θυµήθηκε αυτές τις λέξεις και µετάνιωσε που του ΄χε ζητήσει να τρέξει στης

Μυρτώς. Τι τον έµπλεκε τώρα; Αλλά και τι να κάνει. Το νοιαζόταν κι εκείνο το

έρηµο κι αφού η ίδια δεν µπορούσε να τρέξει κοντά του, από ποιόν άλλο εκτός απ΄

τον Αντώνη να το ζητούσε;

∆εν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο. Ο Αντώνης πέρασε τρέχοντας από δίπλα

της.

-Πάω και σα γυρίσω θα µου πεις.

Άπλωσε το χέρι της για να τον κρατήσει µα είχε φτάσει κιόλας στο δρόµο.

-Να προσέχεις. Κοίτα µόνο να προσέχεις…

Page 43: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

43

16

Ο Παναγιώτης διέσχισε τη µικρή πλατεία και στάθµευσε το φορτηγάκι του δίπλα στο

περίπτερο. Κατέβηκε και πλησίασε µε αργά, βαριά βήµατα. Ο γέρο Σακάς µόλις τον

είδε λούφαξε.

Ο Παναγιώτης έβαλε το κεφάλι του στο άνοιγµα του τζαµιού.

-Ακόµα ζεις κολόγερε;

Ο γέρος έπιασε ένα πακέτο τσιγάρα µε το αριστερό του χέρι και του το πέταξε.

-Τέσσερα κατοστάρικα.

Ο Παναγιώτης πήρε το πακέτο και του κόλλησε στο πρόσωπο ένα πεντακοσάρικο.

-Πάρε πέντε ψωµόλυσσα.

Με µια αστραπιαία κίνηση ο γέρος έπιασε ένα κατοστάρικο και του το επέστρεψε.

-Κράτα το για τις αγαθοεργίες σου.

Ο Παναγιώτης πήρε το κατοστάρικο και αποχώρησε γελώντας δυνατά.

Ο Βασίλης έχει τελειώσει το ξεφόρτωµα του φορτηγού και καθισµένος σ’ ένα

κιβώτιο απολάµβανε ένα τσιγάρο. Ο Παναγιώτης µπήκε στο χώρο της αποθήκης

σταθµεύοντας το φορτηγάκι µπροστά στον Βασίλη. Εκείνος πέταξε το τσιγάρο και

πετάχτηκε σαν ελατήριο όρθιος. Τον προσπέρασε χωρίς να του ρίξει µατιά και

χώθηκε στο γραφείο.

Το αφεντικό άφησε τα χαρτιά που κοιτούσε και σηκώθηκε για να τον υποδεχτεί

απλώνοντας του το χέρι.

-Καλώς τον Παναγιώτη. Όλα καλά;

Του ανταπέδωσε τη χειραψία και κάθισε βαριά στην καρέκλα απέναντι του.

-Κι αν δεν είναι, τα κάνουµε.

Έβγαλε απ’ την τσέπη του πουκαµίσου του ένα χαρτί και το πέταξε πάνω στο

γραφείο.

-Αυτά για σήµερα.

Το αφεντικό το πήρε αµέσως και ετοιµάστηκε να βγει.

-Σε λίγα λεπτά είσαι έτοιµος.

-Καφέ δεν κερνάει το κατάστηµα;

-Έννοια σου. ‘Όλα θα γίνουν.

Το αφεντικό έδωσε στο Βασίλη το χαρτί ενώ ο Παναγιώτης ανασηκώθηκε στην

καρέκλα του για να µπορεί να τους βλέπει.

-Θα τα καταφέρεις;

-Ναι, ναι. Μείνετε ήσυχος.

-Άντε γιατί είναι καλός πελάτης.

Ο Βασίλης άρχισε να διαβάζει προσεκτικά το χαρτί και κατευθύνθηκε προς το

βάθος της αποθήκης.

Το αφεντικό κρατώντας δύο φλιτζάνια καφέ επέστρεψε στο γραφείο.

-Καινούργιος;

-Για κάνα δύο µέρες. Μέχρι να ξαναγυρίσει ο µόνιµος.

-Και από πού τον κονόµησες;

-Μόνος του ήρθε. Πρέπει να γύρισε απ’ το παραπέτασµα.

Ο Παναγιώτης έφτυσε τη γουλιά του καφέ που µόλις είχε βάλει στο στόµα του.

-Από πού είπες;

-Απ’ τη Ρωσία ντε. Κάηκες;

-Όχι, αλλά µου ρθε κάπως απότοµα. Μα αυτός είναι παιδαρέλι...

-Οι γονείς του είχαν φύγει. Ξέρω και γω... Κάτι τέτοιο. ∆ε ρώτησα και

λεπτοµέρειες.

Page 44: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

44

Ο Παναγιώτης ρούφηξε µια γουλιά καφέ και άρχισε να παρακολουθεί το Βασίλη

που εκτελούσε την παραγγελία µε µεγάλη γρηγοράδα. Κουβαλούσε κιβώτια αλλά τ’

άφηνε δίπλα στο φορτηγάκι.

Το αφεντικό απόρησε.

-Γιατί δεν τα φορτώνει ρε ο κόπανος;

-Α, έχει δίκιο. Εκείνη η ρηµάδα η πόρτα της καρότσας σκαλώνει. Θέλει το µάστορα

της.

Βγήκε να την ανοίξει. Ο Βασίλης στάθηκε δίπλα του παρακολουθώντας. Ο

Παναγιώτης προσπάθησε να ξεσκαλώσει την πόρτα αλλά καθώς την τράβηξε µε

δύναµη, βλαστηµώντας, το δαχτυλίδι στο δεξί του χέρι πιάστηκε και παραλίγο να του

κόψει απ΄ τη ρίζα το δάχτυλο.

-Γαµώ το κέρατο µου.

Ο Βασίλης πλησίασε περισσότερο και καθώς είδε τον Παναγιώτη να κουνάει πάνω

κάτω το χέρι του που έσταζε αίµα, έχασε το χρώµα του.

-Πανάθεµα σε κωλόπορτα. Λίγο ακόµα και θα µου το κοβε...

Ο Βασίλης έκανε ένα βήµα µπρος και δύο πίσω. Τα ΄χε χαµένα.

-Τι είναι ρε; Τόσο πολύ σε φοβίζει λίγο αίµα;

Ο Βασίλης ούτε που τον άκουγε. Το βλέµµα του δεν ξεκολλούσε απ’ το δαχτυλίδι

που λίγο έλειψε να κόψει το δάχτυλο του Παναγιώτη. Ήταν ένα µεγάλο χρυσό

δαχτυλίδι που στη µεγάλη µαύρη πέτρα του ήταν σκαλισµένα δύο κεφάλια φιδιών, µε

τα στόµατα ανοιχτά, το ένα αντίκρυ στ΄ άλλο.

Το αφεντικό έτρεξε µ’ ένα κοµµάτι βαµβάκι και λίγο οινόπνευµα.

-Χτύπησες πολύ;

-∆εν είναι τίποτα ρε. Κωλώνω εγώ από κάτι τέτοια;

Ο Παναγιώτης πήρε το βαµβάκι, έριξε λίγο οινόπνευµα πάνω και άρχισε να

καθαρίζει το χέρι του. Το αφεντικό τον προέτρεψε να γυρίσουν µέσα. Τον

ακολούθησε αλλά η προσοχή του ήταν στραµµένη προς τον Βασίλη που µε µηχανικές

κινήσεις άρχισε να τοποθετεί τα κιβώτια στο φορτηγάκι.

-Περίεργος τύπος. Πού τον κονόµησες αυτόν;

-Στο πα. Μόνος του ήρθε. Πάµε µέσα να πιεις τον καφέ σου.

Ξεκίνησαν µα ο Παναγιώτης δεν ησύχαζε. Γύρισε απότοµα και φώναξε στο Βασίλη.

-Τι έπαθες ρε συ; Λίγο αίµα και κιότεψες κοτζάµ άντρας;

Ο Βασίλης άφησε ένα κιβώτιο στην καρότσα και γύρισε προς το µέρος του. Το

πρόσωπο του δεν είχε στάλα αίµα.

-Με συγχωρείς, δεν ξέρω πως µου ‘ρθε...

-Καλά. Άντε τελείωνε.

Ο Παναγιώτης και τ’ αφεντικό επέστρεψαν στο γραφείο αλλά στα µάτια του Βασίλη

µόνο µια εικόνα υπήρχε. Το δαχτυλίδι. Ήταν δυνατόν; Μήπως δεν είχε δει καλά; Ή

µήπως η φαντασία του ήθελε να παίξει µαζί του; Όχι, τα µάτια του δεν τον γελούσαν

και αν η περιγραφή ήταν σωστή αυτό ήταν το δαχτυλίδι.

Page 45: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

45

17

Οι µνήµες απ’ την παιδική ηλικία ξεθωριάζουν αλλά δε χάνονται ποτέ. Αθόρυβα

περνούν απ’ το µυαλό στην καρδιά κάνοντας χώρο για τις καινούργιες που

συσσωρεύει καθηµερινά η ζωή. Κι εκεί που λες πως, πάει καταχωνιάστηκαν σε µια

αποµακρυσµένη και σκοτεινή γωνιά και δεν θα τις ξαναδείς ποτέ, εµφανίζονται

ξαφνικά, απρόσκλητες και χωρίς καµιά προειδοποίηση, µπροστά σου για να σε

γυρίσουν σε στιγµές, χρόνια πίσω, που δε θυµάσαι πια και που αµφιβάλλεις ακόµα αν

ήσουν εσύ που τις έζησες.

Μια τέτοια εικόνα, θαµπή και ξεθωριασµένη ερχόταν πολύ συχνά τώρα τελευταία

στο µυαλό της Αλέκας, που δεν µπορούσε να την ξεχωρίσει καλά µα ούτε και να την

ερµηνεύσει.

Ένα φτωχικό δωµάτιο, που το φωτίζει µια λάµπα πετρελαίου µε το φυτίλι της να

σιγοκαίει. Σ’ ένα στενό σιδερένιο κρεβάτι κοιµάται ένα κοριτσάκι που δεν θα ‘ναι

πάνω από τριών χρονών και καταγής στο πάτωµα, πλάι της, ένα λεπτό αγόρι ίσαµε µε

15.

Η πόρτα ανοίγει και µπαίνει ένας άντρας µε παχύ µουστάκι, αξύριστος, µε βαρύ

µάλλινο πανωφόρι και τραγιάσκα, που κρατάει στο ένα του χέρι ένα µικρό µπόγο. Το

αγόρι τινάζεται πάνω, λες και δεν κοιµόταν καθόλου αλλά έµενε εκεί κουρνιασµένο

περιµένοντας τον.

Φεύγεις, ρωτάει το αγόρι µε αγωνία και ο άντρας σκύβει από πάνω του, το χαϊδεύει

τρυφερά και προσπαθεί να το καθησυχάσει.

-Πρέπει. Να µου τους προσέχεις...

-Είσαι σίγουρος;

-Θα µε φυγαδεύσουν.

Το αγόρι δεν ησυχάζει και αρπάζει τον άντρα απ’ τα πέτα.

-Είσαι σίγουρος;

Του τραβάει τα χέρια. ∆εν έχει καιρό για χάσιµο.

-Ναι, σου είπα. Κι όπως είπαµε...

Ο άντρας ανασηκώνεται, σκύβει πάνω απ’ το κοριτσάκι και το φιλάει στο µάγουλο.

Εκείνο ανοίγει τα µατάκια του ενοχληµένο απ’ τα σκληρά γένια που της γρατζουνάνε

το πρόσωπο και τραβιέται άθελα της προς τα πίσω. Ο άντρας της χαµογελάει, της

αγγίζει απαλά το πρόσωπο µε το ροζιασµένο του χέρι και χάνεται.

Η µικρή αναζητεί το βλέµµα του αγοριού µα εκείνο ξαναπέφτει στα στρωσίδια του

και κάνει πως κοιµάται. Έρχεται µέχρι την άκρη του κρεβατιού απλώνει το χεράκι

της και τον σκουντάει.

-Κοιµήσου.

∆εν βγάζει άλλη λέξη απ’ το στόµα του αλλά η ανάσα του δείχνει πως δεν κοιµάται.

Η Αλέκα δεν είναι σίγουρη πως το πρόσωπο του άντρα σ’ αυτήν την ξεθωριασµένη

ανάµνηση της ταυτίζεται µε το πρόσωπο του πατέρα της στην παλιά ασπρόµαυρη

φωτογραφία που κρατάει τρυφερά στα χέρια της. Πρέπει να ρωτήσει το αγόρι, µα

προς το παρόν δεν µπορεί. Ο αδερφός της, χρόνια τώρα λείπει στην Αµερική κι οι

µνήµες στο µυαλό της άρχισαν να έρχονται µόλις τα τελευταία χρόνια, λες και κάτι ή

κάποιος είχε φροντίσει να τις βυθίσει σε µια µακροχρόνια νάρκη απ’ την οποία

άρχισαν να ξυπνάνε σιγά, σιγά, η µία µετά από την άλλη, αλλά χωρίς τη σωστή σειρά.

Ανακατεµένες, σαν να πήρε κάποιος µια σειρά από φωτογραφίες, τις πέταξε στον

αέρα και όταν αυτές έπεσαν καταγής, µπερδεύτηκαν κι είναι πια δύσκολο να τις

ξεχωρίσεις και να τις βάλεις στη σωστή σειρά.

Κρατάει γερά και προστατεύει τη φωτογραφία του πατέρα της, τη µοναδική που

έχει, που τη συνδέει όχι µόνο µε τον γονιό που έχασε πολύ νωρίς αλλά και µε µια

εποχή της ζωής της απ’ την οποία πολύ λίγα θυµάται και λιγότερα ξέρει. Αυτή τη

Page 46: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

46

φωτογραφία που κάνει τον άντρα της να βγαίνει έξω από τα ρούχα του και να

λυσσοµανάει κάθε που πέφτει η µατιά του πάνω της και απειλεί να την εξαφανίσει

µια και καλή. ∆εν της εξήγησε ποτέ το µένος του για τη φωτογραφία, ουσιαστικά για

το νεκρό πατέρα της, κι ούτε τον ρώτησε. Η εξήγηση που από µόνη της έδωσε και

στάθηκε σ΄ αυτή είχε να κάνει µε το δράση του πατέρα της στην κατοχή και τη

συµµετοχή του στην αντίσταση που τον έφερε µε την απελευθέρωση αντί για το σπίτι

και την οικογένεια του, πάλι πίσω στα βουνά να πολεµάει έναν άλλο πια εχθρό. Η

όνοµα του νεκρού κοµµουνιστή πατέρα ενοχλούσε τόσο πολύ τον εθνικόφρονα

Παναγιώτη που δεν ήθελε ποτέ ούτε λόγος να γίνεται γι΄ αυτόν µα ούτε και µπροστά

του να τη βλέπει την εικόνα του, έστω και αν τα χρόνια την είχαν κιτρινίσει και το

άσπρο και το µαύρο χρώµα που αποτύπωσαν πριν χρόνια τη µορφή του, αναµίχθηκαν

κι έγιναν σχεδόν ένα, έτσι που να µην διακρίνονται πια καθαρά τα χαρακτηριστικά

του προσώπου του.

Η Αλέκα ποτέ της δεν αγάπησε τα όνειρα. Την τρόµαζαν. Εκτός από ένα.

Καθισµένη στην όχθη του ποταµού, δίπλα στο γεφύρι, πετάει πετραδάκια στα νερά

του. ∆εν ακούει τα βήµατα του. Εκείνος την πλησιάζει και στέκεται µπροστά της.

Πριν σηκώσει το κεφάλι της και δει το πρόσωπο του, προσέχει τα υγρά ίχνη των

ποδιών του πάνω στο χώµα.

-Πέρασες το ποτάµι, ρωτάει και χαµογελάει στον πατέρα της που σκύβει και την

παίρνει στην αγκαλιά της.

-Γύρισα για σένα µικρή µου. Να σου φέρω τη χαρά που σου στέρησαν, τις ψιθυρίζει

στ΄ αυτί µα πριν προλάβει να του απαντήσει, το όνειρο σβήνει πάντα εκεί.

Πετάγεται, τον αναζητά. Βλέπει τον Παναγιώτη να ροχαλίζει δίπλα της και

εγκαταλείπει το κρεβάτι αναζητώντας καταφύγιο στην πιο σκοτεινή γωνιά του

σπιτιού. Κρύβεται και ελπίζει πως δεν θα την αντιληφθεί, πως δεν θα της κλέψει κι

αυτό το όνειρο.

Μ΄ αυτές τις µνήµες και αυτό το όνειρο, ξεγελιόταν η Αλέκα κι άντεχε µέσα σ΄ ένα

περιβάλλον που φάνταζε πάντα εχθρικό για κείνη. Μ΄ αυτές τις µνήµες πορευόταν

και την έγνοια να µην περάσει ούτε µια απ΄ τις δικές της πίκρες στον Αντώνη. Ήθελε

να τον κρατήσει µακριά. ∆εν τα κατάφερε. Όχι, τώρα. Από χρόνια κι ας µην το

παραδεχόταν. Κι ο Αντώνης κοµµάτι του κόσµου αυτού ήταν, του δικού τους

κόσµου. Κάποτε θα γινόταν κοινωνός των όσων έκρυβε αυτός ο κόσµος. Κάποτε θα

τα αντιµετώπιζε. Το αν θα τ΄ αντιµετώπιζε ή θα τα προσπερνούσε, τραβώντας γι΄

αλλού, ήταν τελικά δικό του θέµα. Μόνος θα έπαιρνε την απόφαση.

Όρθια, στο µπαλκόνι του σπιτιού της, τον είχε δει πριν από ώρα να ξεµακραίνει, να

χάνεται πίσω απ΄ τη γωνία και όσο και αν η καρδιά της είχε σφιχτεί, το ΄ξερε πως δεν

ήταν πια στο χέρι της να τον σταµατήσει. Μπορεί να µην τον λογάριαζε ακόµα άντρα,

µα έπρεπε να δεχτεί πως δεν ήταν πια και το παιδί που έκλεινε στην αγκαλιά της.

Page 47: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

47

18

Ο Αντώνης χτύπησε την πόρτα της Μυρτώς µε δύναµη. Ο κρότος της γροθιάς του

στο ξύλο την τρόµαξε. Η φωνή του ήχησε στ΄ αυτιά της άγνωστη, εχθρική.

Ξαναφώναξε προσθέτοντας και το όνοµα του. Έτρεξε να του ανοίξει. Στη θέα του και

µόνο τα γόνατα της λύγισαν όχι από φόβο µα από συγκίνηση και πριν προλάβει

εκείνος να κάνει την πρώτη κίνηση τον άρπαξε στην αγκαλιά της, τραβώντας τον

µέσα.

Η Κούλα από απέναντι σκύλιασε. ∆εν πίστευε στα µάτια της. ∆εν έχασε ούτε την

πιο µικρή λεπτοµέρεια απ΄ την σκηνή που παίχτηκε στο απέναντι σπίτι. Άνοιξε το

παράθυρο αναζητώντας κάποια γειτόνισσα. Θα έσκαγε. Ήθελε να το πει, να το

σχολιάσει. ∆εν υπήρχε κανείς όµως έξω. Γύρισε µε βιαστικές κινήσεις το καρότσι της

προς τα πίσω αλλά σκόνταψε στον Αβραάµ. Τα µάτια της κόντεψαν να πεταχτούν απ΄

τις κόγχες τους.

-Τα είδες; Είδες η ρουφιάνα ποιόν έµπασε;

Φυσικά και το ΄χε δει. Πάντα έβλεπε και την παραµικρή κίνηση έξω απ΄ το σπίτι της

Μυρτώς. Ο Αβραάµ κατάπιε το σάλιο του και µαζί την πίκρα που ΄νιωθε. Τα είχε δει

όλα κι η καρδιά του κόντευε να σπάσει αλλά δεν θα ΄δινε τη χαρά στην Κούλα να τον

δει να λυγίζει µπρος τα πόδια της. Πήρε µια βαθιά ανάσα αναζητώντας την

αυτοκυριαρχία του και ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο.

-Γιατί γελάς ρε άχρηστε; Γιατί γελάς;

Πίεζε το κορµί της για να τον φτάσει µε τα γαµψά της νύχια προτεταµένα.

Έκανε ένα βήµα πίσω για να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας και συνέχισε να

πυρπολεί την οργή που ξεχείλιζε µαζί µε το σάλιο απ΄ το στόµα της µε το γέλιο του.

-Γιατί γελάς;

Η απάντηση του την έκανε ν΄ αφρίσει.

-Όλα εδώ πληρώνονται. Όλα εδώ...

Η Μυρτώ σύρθηκε µέχρι το µικρό καναπέ του διαδρόµου και κάλεσε δίπλα της τον

Αντώνη. Κολληµένοι ο ένας πάνω στον άλλο, έµειναν αµίλητοι για ώρα.

Η Μυρτώ κρατούσε σφιχτά το χέρι του Αντώνη και ταλαντευόταν µπρος πίσω, ενώ

το δεξί της πόδι ανεβοκατέβαινε σαν έµβολο µηχανής που επιταχύνει.

Ο Αντώνης, αµήχανος, της έριχνε κλεφτές µατιές κι ύστερα πάσχιζε να βρει στο

µυαλό του ποιες ήταν οι κατάλληλες λέξεις για να ξεκινήσει την κουβέντα µαζί της.

∆εν τις βρήκε και κάπως άγαρµπα, αδέξια, πέρασε το ελεύθερο χέρι του πίσω από

τους ώµους της και την τράβηξε απαλά για ν’ ακουµπήσει το κεφάλι της στο στήθος

του.

Τα µαλλιά της, κολληµένα και µπλεγµένα µεταξύ τους, του ύγραιναν το στήθος

αλλά το άρωµα, ανακατεµένο µε τον ιδρώτα της, που έφτανε στα ρουθούνια του τον

ερέθιζε. Παρακολουθούσε το γόνατο της ν’ ανεβοκατεβαίνει και ήθελε να το σφίξει

τρυφερά µέσα στην παλάµη του, αναγκάζοντας το να σταµατήσει αυτή του την τρελή

πορεία και να νιώσει τη σάρκα της, έτσι όπως ήταν νοτισµένη απ’ τον ιδρώτα που

κυλούσε σ’ όλο της το κορµί. Προσπάθησε ν΄ αποτρέψει το βλέµµα του που χιµούσε

ξεδιάντροπο πάνω της, µα εκείνο δεν τον άκουσε. Οδηγηµένο απ΄ τον ερωτικό πόθο

που φούντωνε µέσα του, συνέχιζε να εξερευνά αυτό το όµορφο νεανικό γυναικείο

κορµί.

Η Μυρτώ ανασήκωσε το βλέµµα που έδειχνε τώρα πιο ήρεµο και του ψιθύρισε.

-Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες.

Αιφνιδιάστηκε και καθώς εκείνη άπλωσε τα χέρια της αγγίζοντας του το στήθος και

το γόνατο του, τα δικά του έµειναν µετέωρα, αναζητώντας κάπου ν΄ ακουµπήσουν.

Βρήκε το θάρρος να της χαϊδέψει το πρόσωπο και τα µαλλιά, χωρίς να συναντήσει

Page 48: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

48

καµιά αντίσταση. Αντιθέτως, η Μυρτώ αφέθηκε µ΄ ευχαρίστηση στα χάδια

αφήνοντας τον ερωτικό πόθο που κατάκαιγε το κορµί του Αντώνη να εκδηλωθεί.

Ένιωσε την ανάσα της πολύ κοντά. Τα χείλη της ήταν τόσο µεγάλος πειρασµός που

δεν είχε όµως ακόµα το κουράγιο να τον γευτεί..

-Ησύχασε. Ησύχασε, την προέτρεψε και η φωνή του βγήκε τρεµάµενη αλλά απαλή

και ήσυχη. Εκείνη µάζεψε τα πόδια της πάνω στον καναπέ και χώθηκε ακόµα

περισσότερο στην αγκαλιά του, αναγκάζοντας τον να καρφωθεί στην πλάτη του

καναπέ.

-Θα µείνεις; Σε παρακαλώ...

∆εν ήταν ανάγκη να τον ικετέψει. Και να ΄θελε, τα πόδια του δεν θα τον

ακολουθούσαν.

-Θα µείνω. Ησύχασε...

Η ανάσα της Μυρτώς έγινε και πάλι άτακτη. Ο Αντώνης πανικοβλήθηκε. Τι είναι

πάλι; Κάτι που ο ίδιος δεν άκουσε, κάτι που δεν είδε;

Ανασηκώθηκε κι η ανάσα της άγγιξε τη δική του. Πριν προλάβει ν΄ ανοίξει το

στόµα του η Μυρτώ ακούµπησε µε το δάχτυλο της τα χείλη του, τ΄ άφησε να

περπατήσει για λίγο επάνω τους και ύστερα, απότοµα, το τράβηξε και πετάχτηκε

όρθια, αφήνοντας τον εµβρόντητο στη θέση του.

-Γιατί είσαι εδώ;

Ανασήκωσε τους ώµους του. Πολλά θα µπορούσε να της πει µα αρκούσε ένα και

εκείνη την ώρα δεν ήταν σε θέση να το εκφράσει. Ξαναµίλησε εκείνη.

-Η µάνα σου σ΄ έστειλε;

-Ναι, σε νοιάζεται γι΄ αυτό.

Στάθηκε να τον κοιτάει αναποφάσιστη. Άνοιξε τα χέρια της λες και αναζητούσε

κάποιο στήριγµα. Ο Αντώνης επιχείρησε να τα πιάσει µα η Μυρτώ τραβήχτηκε.

-Όχι, όχι, δεν πρέπει. Εσύ δεν ανήκεις εδώ. Έφυγες, είσαι αλλού τώρα. Στις σπουδές

σου. Έχεις τα όνειρα σου... Εµείς, εµείς εδώ σαπίζουµε...

∆εν άντεχε άλλο αυτό το παιχνίδι µε τις λέξεις που δεν ήξερε τι έκρυβαν από κάτω.

Σηκώθηκε όρθιος, την άρπαξε απ’ τα µπράτσα και απαίτησε.

-Πρέπει να µάθω, πρέπει επιτέλους να µάθω. ∆εν είµαι µικρό παιδί πια…

Ο µορφασµός στο πρόσωπο της του έδειξε πως την πονά και την άφησε.

-Να µάθεις. Αφού έτσι θέλεις.

Έκανε δύο βήµατα, αργά, προς το πλάι και σταµάτησε δίπλα σ’ ένα διπλωµένο

κοµµάτι χαρτί. Το κλώτσησε προς το µέρος του. Ο Αντώνης της έριξε ένα βλέµµα και

έσκυψε και το πήρε.

-Αυτό είναι. Αυτό φταίει για όλα;

Του έγνεψε καταφατικά και εκείνος άρχισε να το ξετυλίγει γρήγορα, µε νευρικές

κινήσεις . Στο πρόσωπο του σχηµατίστηκε µια έκφραση αηδίας. Το πέταξε πάνω σ΄

ένα τραπεζάκι και άρχισε να σκουπίζει τα χέρια του. Η Μυρτώ περίµενε, ατάραχη.

Την αγκάλιασε, αλλά δεν την κράτησε πάνω από µερικά δευτερόλεπτα. Αδυνατώντας

να την κοιτάξει. Αισθανόταν αµήχανος.

-Βλέπεις…

∆εν της επέτρεψε να ολοκληρώσει τη φράση της. Την έκοψε οργισµένος.

-Μόνο κάποιος θρασύδειλος θα µπορούσε να το έχει γράψει. Κάποιος που…

Η Μυρτώ έσκυψε το κεφάλι και κινήθηκε προς τον καναπέ. Ο Αντώνης σαν να

κατάλαβε πως αυτά που άκουσε δεν ήταν ό,τι περίµενε, τη σταµάτησε πιάνοντας της

το χέρι.

- Μη φοβάσαι. Κάτι τέτοιοι είναι µόνο λόγια.

-Κι εσένα δε σε φοβίζουν;

Page 49: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

49

∆εν είχε εύκολη την απάντηση. Αν της έλεγε όχι, ίσως και να διάβαζε στα µάτια

του την αλήθεια. ∆ε µίλησε. Έσκυψε και άρχισε να τη φιλάει απαλά στο λαιµό.

-Θα µείνεις;

-Ναι. Μη δίνεις σηµασία, δεν αξίζει.

-∆εν είναι µόνο αυτό. ∆εν είναι µόνο ένα. Νόµιζα... Νόµιζα πως µε είχαν ξεχάσει.

-∆ηλαδή;

Τα µάτια της καρφώθηκαν στο πάτωµα.

-Είναι και άλλα. Πολλά... ∆εν είναι η πρώτη φορά.

-Σηµειώµατα;

-Σηµειώµατα. Χτυπήµατα στην πόρτα µέσα στη νύχτα. Πέτρες στα παράθυρα µου.

Βρισιές στο τηλέφωνο, πρόστυχα λόγια, απειλές...

-∆εν το πιστεύω...

Τον έσπρωξε µε δύναµη από κοντά της. Ήταν ένα αγρίµι που αισθανόταν να

κινδυνεύει και όπου να ‘ναι θα επιτίθονταν.

-Τα βλέπεις. ∆εν τα πιστεύεις, ούτε εσύ. Και γιατί να το πιστέψει και οποιοσδήποτε

άλλος. Ποίος τα λέει; Μια τρελή. Μια...

Γύρισε από την άλλη µεριά, µετανιωµένη για το ξέσπασµα της αυτό. ∆εν ήθελε ν’

αφήσει και αυτό το γυαλί να ραγίσει. Στο κάτω, κάτω ο Αντώνης δεν έφταιγε σε

τίποτα, αλλά µήπως έφταιγε κι εκείνη;

Ο Αντώνης τα ΄χε χαµένα. ∆εν είχε βάλει κάτι συγκεκριµένο από πριν στο µυαλό

του, µα η αλήθεια ήταν πως κι αυτά δεν ήταν σε θέση να τα κατανοήσει. Την αλήθεια

της είπε. Ναι, του φαινόταν απίστευτα. Παράλογα. Αλλά και τι λόγο θα ΄χε να του πει

ψέµατα; Γιατί να πλάσει τέτοιες ιστορίες;

Έµειναν µερικά λεπτά αναποφάσιστοι. Ήθελαν κι οι δύο να ζητήσουν συγγνώµη µα

κανείς δεν είχε το κουράγιο για να κάνει το πρώτο βήµα. Το βρήκε πρώτος ο

Αντώνης.

-Όχι, όχι δεν κατάλαβες. Θέλω να πω, δεν το χωράει ο νους µου. Ποίος και γιατί;

Με συγχωρείς…

Αναζήτησε τις λέξεις για να του πει πως τον συγχώρεσε για τη δυσπιστία του. Τις

κατάλληλες φράσεις να του εξηγήσει. Να τον βοηθήσει να καταλάβει. Μα όσο την

κοιτούσε στα µάτια, τις έχανε. Προτίµησε να κολλήσει το κεφάλι της πάνω στο

στήθος του.

-Ούτε ο δικός µου νους το χωράει. ∆εν ξέρω. Τι να πω δεν ξέρω. Όλα ξεκίνησαν

πέρσι. Πέρσι, ανήµερα των Φώτων, εδώ πιο κάτω. Ήταν σκοτάδι, δεν είδα.

Ολόκληρος κουβάς παγωµένο νερό. Όλος πάνω µου. Πάγωσα, µέχρι το κόκαλο. Και

µέσα η καρδιά, η ψυχή µου. Να τρέχω σαν τρελή και να λέω, πάει αυτό ήταν. Και

γιατί Θεέ µου, γιατί; Τι έκανα; Κι άλλα, κι άλλα...

Η γροθιά της τράνταξε το στήθος του, µα δεν την σταµάτησε. ∆εν µπορούσε να

ξεχωρίσει αν πονούσε περισσότερο απ’ το χέρι της ή απ’ αυτά που άκουσε. Πνιγόταν.

Την αποµάκρυνε από πάνω του και άρχισε να περιστρέφεται δεξιά κι αριστερά σαν

χαµένος, Με τις γροθιές του σφιγµένες, έτοιµος να χιµήξει σ’ όλους αυτούς που

κρύβονταν πίσω απ΄ τα σηµειώµατα και τις απειλές. ∆εν τους έβλεπε µα ένιωθε

παντού την παρουσία τους. Η γροθιά του ξέσπασε πάνω στο τραπεζάκι που βρήκε

µπροστά του. Ξανά και ξανά.

-Το Χριστό τους. Τα βροµόσκυλα.

Η Μυρτώ ήταν σε αδιέξοδο. ∆εν ήξερε αν έπρεπε να τον σταµατήσει. Ένιωθε όµως

και µια ευχαρίστηση που είχε κάποιον δίπλα της εκείνη την ώρα. Την ευχαριστούσε

ακόµα περισσότερο που έδειχνε να συµπάσχει µαζί της. Να αγανακτεί και εκείνος µ΄

όσα άδικα της συνέβαιναν. Να µοιράζονται τη δίκαιη αγανάκτηση. ∆εν ήθελε όµως ο

Page 50: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

50

Αντώνης να πάθει κακό. Θεωρούσε πως είχε µοιραστεί ήδη πολλά µαζί της και αυτό

της αρκούσε. Έφτανε. Ως εκεί.

-Σε παρακαλώ. ∆εν ωφελεί σε τίποτα.

Η φωνή της τον συνέφερε κάπως. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε

λυγµούς.

-Συγγνώµη, δεν ήξερα. ∆εν µπορούσα να φανταστώ. Τα βροµόσκυλα, παριστάνουν

και τους Αγίους.

-Σε παρακαλώ. Ξέχασε το. ∆εν αξίζει. ∆εν ξέρουµε και ποίοι είναι...

-Θα τους βρούµε, να σαι σίγουρη πως θα τους βρούµε και...

Μετάνιωσε που του τα είπε, άρχισε και να φοβάται πια γι’ αυτόν. Του έκλεισε το

στόµα µε το δικό της που είχε αλµυρίσει από τα δάκρυα της.

Page 51: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

51

19

Η Αλέκα κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες του σπιτιού µα πριν στρίψει προς το µαγαζί

το βλέµµα της εντόπισε στην απέναντι γωνία το Μανώλη που κοιτούσε προς το µέρος

της. Σταµάτησε, έστρεψε προς τα εκεί αλλά ο Μανώλης το έβαλε στα πόδια σαν

κυνηγηµένος. Η Αλέκα σήκωσε το χέρι της και πρόλαβε να χαιρετήσει µόνο την

πλάτη του πριν στρίψει και χαθεί απ’ τα µάτια της.

Έβγαλε τα κλειδιά απ’ την ποδιά της, αλλά ενώ ήξερε καλά ποιό είναι αυτό που

ανοίγει την πόρτα του µαγαζιού, τα δοκίµασε ένα, ένα µε τη σειρά, αδυνατώντας να

τα βάλει µε την πρώτη φορά στην κλειδαρότρυπα. Όταν βρήκε το σωστό, γύρισε πάλι

το κεφάλι προς την µεριά που είχε χαθεί πριν λίγο ο Μανώλης και ήταν σίγουρη πως

θα παραφύλαγε κρυµµένος πίσω απ΄ τη γωνία.

Ο Μανώλης είδε την Αλέκα να µπαίνει στο καφενείο και άφησε την κρυψώνα του,

βαδίζοντας προς τα εκεί. Πριν φτάσει κοντοστάθηκε εξερευνώντας το χώρο ολόγυρα

του για να σιγουρευτεί πως δεν φαινόταν πουθενά ο Παναγιώτης. Το ότι έλειπε το

φορτηγάκι του, απ΄ το χώρο όπου συνήθως το στάθµευε ήταν ένα καλό σηµάδι µα

έπρεπε να προσέχει. Ήταν έτοιµος να ξεκινήσει προς το καφενείο , αλλά η εµφάνιση

του Ταξίαρχου και του Μηλόπουλου τον σταµατάτησε. Κοιτάξανε προς το µέρος του

αλλά εκείνος έσκυψε το κεφάλι σαν να µην τους πρόσεξε και συνέχισε το δρόµο του.

Κατευθύνθηκε προς τα έξω, προς τα χωράφια.

Ο Ταξίαρχος και ο Μηλόπουλος µπήκαν στο καφενείο και επέλεξαν ένα τραπέζι

στη µέση του χώρου. ∆εν φαινόταν να είναι κανείς µέσα και ο Ταξίαρχος

ανασηκώθηκε για να διακρίνει τη σιλουέτα της Αλέκας πίσω απ’ το ψυγείο.

Ξερόβηξε και ξανακάθισε.

Η Αλέκα ανέκφραστη, µ’ ένα πανί στο χέρι βγήκε και έφτασε στο τραπέζι τους.

-Καληµέρα σας κ. Αλέκα, χαιρέτησε ευγενικά ο Ταξίαρχος και ο Μηλόπουλος

ξεδιπλώνοντας µια εφηµερίδα πέταξε µια καληµέρα που ίσα που ακούστηκε.

Η Αλέκα ανταπέδωσε ψυχρά και άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι τους. Τελείωσε και

στάθηκε απέναντι τους αµίλητη.

-Έναν σκέτο εµένα, παρήγγειλε ο Ταξίαρχος και ο Μηλόπουλος κουνώντας το

κεφάλι έκανε νόηµα για το ίδιο.

Η Αλέκα έκανε δύο βήµατα προς την ανοιχτή πόρτα, έριξε µια µατιά έξω για να δει

αν έρχεται κανείς και επέστρεψε πίσω απ΄ το ψυγείο.

Η Αλέκα αφού σερβίρισε τους καφέδες στον Ταξίαρχο και το Μηλόπουλο, γύρισε

πάλι πίσω απ’ το ψυγείο της και καταπιάστηκε να τρίβει µ’ ένα βρεγµένο πανί τον

πάγκο.

Ο Ταξίαρχος πήρε στο χέρι το φλιτζάνι του καφέ του και ήπιε µια γουλιά.

-∆ε µιλάς, ρώτησε το Μηλόπουλο που δεν είχε σκοπό να σηκώσει τα µούτρα του

απ’ την εφηµερίδα.

Ο Ταξίαρχος πήρε το ποτήρι µε το νερό και το ‘πιε µονορούφι.

-Έχω µια δίψα σήµερα...

Σηκώθηκε µε το άδειο ποτήρι στο χέρι τραβώντας κατά το ψυγείο. Ο Μηλόπουλος

δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον παρά γύρισε προσεκτικά µια σελίδα της εφηµερίδας

και τη δίπλωσε µε αργές κινήσεις ακριβώς πάνω στη ραφή της. Αν ήταν κάτι που τον

εκνεύριζε αφάνταστα ήταν οι κακοδιπλωµένες εφηµερίδες και ιδιαίτερα οι δικές του.

Γι’ αυτό έτρεµε το φυλλοκάρδι του µη του τη ζητήσουν και συνήθως όση ώρα έπινε

τον καφέ του την κρατούσε στο ΄να του χέρι, έτοιµος να συνεχίσει αυτό που είχε

αφήσει στη µέση.

-Πάω να το γεµίσω, επέµεινε ο Ταξίαρχος απ’ τη µέση τώρα του καφενείου. Μην

κουράζουµε και την κυρία Αλέκα για ένα ποτήρι νερό.

Page 52: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

52

-Ναι, ναι, γρύλισε ο Μηλόπουλος ενοχληµένος που ο άλλος δεν ήθελε να τον

αφήσει στην ησυχία του. Μα ήταν τόσο βλάκας, σκέφτηκε, ή περνούσε αυτόν για

κανένα ηλίθιο. Μπορεί να παρίστανε τον αφοσιωµένο στο περιεχόµενο της

εφηµερίδας, αλλά τι εντύπωση είχε; Κάθε φορά που καθόταν να πιουν παρέα,

υποτίθεται, έναν καφέ, πάντα η ίδια δουλειά. Οι ίδιες κινήσεις. Ο Ταξίαρχος να

προσπαθεί να καταλάβει αν ο Μηλόπουλος ήταν όντως απορροφηµένος απ’ αυτά που

διάβαζε και το ποτήρι µε το νερό µπαµ και κάτω για να χει το άλλοθι να σηκωθεί και

να ξεµοναχιάσει την κυρία Αλέκα. Και να κάνει τι δηλαδή; Να, αυτό που ετοιµαζόταν

να κάνει και τώρα.

Ο Ταξίαρχος έφτασε µπροστά στο ψυγείο και πριν πει οτιδήποτε έριξε µια µατιά

προς το Μηλόπουλο. Ύστερα αφού έβηξε για να καθαρίσει η φωνή του άπλωσε το

άδειο ποτήρι και είπε µε κάθε επισηµότητα.

-Ένα ποτηράκι νερό σας παρακαλώ. ∆ιψάω πολύ σήµερα και...

Η Αλέκα δεν ενδιαφερόταν ν’ ακούσει για τη δίψα του. Ανέκφραστη πήρε το ποτήρι

για να το ξαναγεµίσει. Ο Ταξίαρχος µε χέρια που έτρεµαν άρχισε να παλεύει µε τη

δεξιά τσέπη του σακακιού του µέχρι να βγάλει ένα κοµµάτι διπλωµένο χαρτί. Η

Αλέκα επέστρεψε µε το ποτήρι γεµάτο και του το πρότεινε ανέκφραστη. Το ίδιο

ανέκφραστη παρέµεινε καθώς ο Ταξίαρχος της πρότεινε το διπλωµένο χαρτάκι

λέγοντας της:

-Αυτό για σας. Με όλο το σεβασµό και την εκτίµηση που...

Το νερό κόντευε να χυθεί απ’ το ποτήρι αλλά κάνοντας µεταβολή προσπάθησε να

τιθασεύσει το ρίγος που διαπερνούσε όλο το κορµί του. Μέχρι να φτάσει στο τραπέζι

τους, κατάφερε να το ελέγξει.

Παραγγέλµατα δίνει και στο κορµί του και αυτό πειθαρχεί, σκεφτόταν ο

Μηλόπουλος και εδώ το είχε να τον ρωτήσει, «τι της γράφεις στα σηµειώµατα ρε

Ταξίαρχε;», αλλά δεν το έκανε. Ίσως να τον απωθούσε το σοβαρό ύφος του άλλου

που καθόταν απέναντι του τώρα εις στάσιν προσοχής σαν να περίµενε το παράγγελµα

ανωτέρου για να χαλαρώσει.

Η Αλέκα άνοιξε το σηµείωµα και διάβασε.

«Ωσάν µια ηλιαχτίδα

διώχνεις µακριά µου τα σκοτάδια.

Γεννάς µέσα µου νέα ελπίδα

γεµίζεις χαρά τα άδεια µου βράδια».

Ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα γέλια της και χάθηκε στο βάθος, καλυµµένη

πίσω απ’ το ψυγείο για να το ευχαριστηθεί.

-Μπα σε καλό σου Ταξίαρχε, µουρµούρισε, µου ‘φτιαξες πάλι το κέφι, και έχωσε το

σηµείωµα στην τσέπη της ποδιάς της, σηµειώνοντας στο µυαλό της πως έπρεπε να

θυµηθεί αργότερα να το πετάξει.

Ο Μηλόπουλος κατέβασε την εφηµερίδα και αποφάσισε να ασχοληθεί και λίγο µε

τον οµοτράπεζο του αλλά το καρφωµένο στην πόρτα βλέµµα του άλλου τον

ανάγκασε και αυτόν να γυρίσει προς τα εκεί.

Ο Μανώλης ένιωσε τα βλέµµατα καρφωµένα πάνω του, δείλιασε, αλλά τελικά

αποφάσισε να µπει και να καθίσει στο απέναντι απ’ τους άλλους τραπέζι.

Αντάλλαξαν καληµέρα και ο Μηλόπουλος σήκωσε την εφηµερίδα του και έχωσε

πάλι το κεφάλι του µέσα.

-Τι κάνεις Παρασκευά, τον ρώτησε φωναχτά ο Μανώλης και ο Μηλόπουλος ήταν

σίγουρος πως το έκανε περισσότερο για να δώσει σήµα στην Αλέκα πως βρίσκεται

εκεί.

Page 53: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

53

-Ας τα λέµε καλά, του απάντησε χωρίς να αλλάξει στάση και µε την άκρη των

µατιών µέτρησε τα βήµατα της Αλέκας που βγήκε µ’ ένα πανί στο χέρι και

κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του Μανώλη.

Η Αλέκα σκυµµένη άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι του Μανώλη και µετά την

καληµέρα που ακούστηκε καθαρά µέχρι τους άλλους, του ψιθύρισε:

- Πάλι εδώ;

-Καλώς σε βρήκα Αλέκα, της απάντησε φωναχτά.

-Καφέ;

-Μέτριο.

Η Αλέκα αποµακρύνθηκε και ο Μανώλης της φώναξε.

-Κάντον γλυκό καλύτερα.

Ο Μηλόπουλος κούνησε µε νόηµα το κεφάλι και έσκυψε προς τον Ταξίαρχο.

-Απ’ τον καφέ αρχίζει το σορόπιασµα. Τούρκος θα γίνει ο άλλος πάλι...

Ο Ταξίαρχος δεν έδωσε σηµασία στα λεγόµενα του οµοτράπεζου του, ούτε και στο

Μανώλη που δεν έκρυβε τον εκνευρισµό του. ∆εν τον απασχολούσαν τα σχόλια των

άλλων, µερικά εκ των οποίων ήταν απολύτως βέβαιος πως είχαν στόχο και τον ίδιο,

ούτε και η παρουσία του αντίζηλου για την καρδιά της ωραίας Αλέκας. Ήταν βαθιά

πεπεισµένος µέσα του πως εκείνη ως άλλη Πηνελόπη έµεινε απολύτως πιστή

αποκρούοντας αθόρυβα τα βέλη των υποψηφίων µνηστήρων της αποφεύγοντας να

τους εκθέσει και να εκτεθεί. Το µόνο που τον ένοιαζε και ήξερε πως έπαιρνε µεγάλο

ρίσκο γι΄ αυτό ήταν πως ο Οδυσσέας ήταν παρών και αν αποφάσιζε να πετάξει τους

µνηστήρες απ΄ το παλάτι δεν θα το έκανε µε τη διακριτικότητα της γυναίκας του.

Παρ΄ όλα αυτά, εξακολουθούσε να πολιορκεί διακριτικά την Αλέκα, ενοχλώντας την,

µε όση ενόχληση µπορούσαν να της προκαλέσουν οι στίχοι που σκάρωνε στα

χαρτάκια, που οι περισσότεροι ήταν κλεµµένοι απ΄ το ηµερολόγιο τοίχου του σπιτιού

του, µη ελπίζοντας ουσιαστικά σε τίποτα και προσπαθώντας απλώς να περνάει

απαρατήρητη αυτή του η πράξη. Αυτή του η συµπεριφορά ήταν σίγουρα έξω απ΄ τα

δικά του µέτρα και πολύ πιο πέρα απ΄ τα όρια του. Απ΄ τη στιγµή όµως που την

ξεκίνησε, έβρισκε πάντα το θάρρος και να τη συνεχίζει, γοητευµένος απ΄ την ιδέα

πως ίσως και να είχε το τέλος των µυθικών µνηστήρων της όταν ο Οδυσσέας θα

επέστρεφε και θα όπλιζε το τόξο του, αναζητώντας µε το βέλος του και το στήθος του

Ταξίαρχου. Ένα τέτοιο τέλος, θα ΄ταν αντάξιο για τον ίδιο κι αυτό, ενδεχοµένως, να

του προσέδιδε το σεβασµό που πίστευε ακράδαντα πως ποτέ δεν είχαν αποδώσει στο

πρόσωπο του, οι συγχωριανοί του. Ο τιµητικός θάνατος, σκεφτόταν κάθε φορά όπλιζε

το χέρι του µ΄ όλο του το κουράγιο για να µην τρέµει όταν παρέδιδε το ερωτικό του

ποίηµα στην Αλέκα, είναι το καλύτερο παράσηµο για έναν αξιωµατικό του ¨γλυκού

νερού¨ και η εξασφάλιση της υστεροφηµίας του, διώχνοντας ταυτόχρονα απ΄ το

µυαλό του την ιδέα πως η ιστορία αυτή ίσως και να είχε άλλη κατάληξη. Τον

εξευτελισµό, για παράδειγµα, που θα τσαλάκωνε το όποιο του κύρος, αν κάποια

στιγµή βρισκόταν µε τα µούτρα στο χώµα του δρόµου έξω απ΄ το καφενείο, όπου θα

τον πετούσε το βαρύ χέρι του Παναγιώτη. Την εκδοχή αυτή όµως ούτε που τη

λογάριαζε διασκεδάζοντας αυτό το φόβο µε την πεποίθηση πως η Αλέκα ποτέ δεν θα

τον µαρτυρούσε, γνωρίζοντας τόσο σε ποια κοινωνία ζούσαν όσο και το σύζυγο της.

Page 54: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

54

20

Το φορτίο του φορτηγού ήταν όλο τακτοποιηµένο στην αποθήκη και ο Βασίλης

ξεκουραζόταν ακουµπισµένος πάνω σε µια στοίβα κιβώτια. Μόλις είδε τον

Παναγιώτη να βγαίνει απ’ το γραφείο διπλώνοντας τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια

του, πετάχτηκε και µετά από ένα µικρό δισταγµό του έκλεισε το δρόµο.

-Έτοιµα.

Ο Παναγιώτης σταµάτησε δύο βήµατα πριν πέσει πάνω του.

-Είσαι και σβέλτος.

-Έκλεισα και την πόρτα. Το χέρι σας πώς είναι, ρώτησε µε ενδιαφέρον ο Βασίλης.

Ο άλλος παραξενεύτηκε και πιάνοντας το τραυµατισµένο του χέρι όχι τόσο γιατί

ήθελε πραγµατικά και ο ίδιος να διαπιστώσει σε τι κατάσταση ήταν όσο γιατί αυτό το

απρόσµενο ενδιαφέρον τον έφερνε σε αµηχανία.

-Μια χαρά. Πέρασε...

Ο Βασίλης έβαλε τα χέρια στη µέση του και άρχισε να τα σκουπίζει νευρικά απ’ το

πουκάµισο του. Έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να συνεχίσει την κουβέντα. ∆ε

βρήκε τίποτα καλύτερο και χτύπησε ίσια στο στόχο.

-Ωραίο δαχτυλίδι.

Το χαµόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Παναγιώτη έδειξε πως είχε

αρχίσει να χαλαρώνει.

-Σ’ αρέσουν τα καλά βλέπω.

-Όµορφο. Και η πέτρα...

Ο Παναγιώτης σήκωσε ψηλά το δεξί του χέρι και πρόταξε το δάχτυλο που στόλιζε

το δαχτυλίδι. Το γύριζε δεξιά κι αριστερά καµαρώνοντας το.

-Και η πέτρα, βέβαια. Η πέτρα στο δαχτυλίδι είναι η αξία του. Και στον άντρα

τούτα.

Έπιασε τα γεννητικά του όργανα και τα έδειξε µε καµάρι στο Βασίλη γελώντας

ξεδιάντροπα. Ο Βασίλης σάστισε.

-Ναι, ναι...

Ήταν το µόνο που κατάφερε να ψελλίσει και το χρώµα του προσώπου του είχε γίνει

σαν της ώχρας.

Ο Παναγιώτης συνέχισε να γελά, µ’ ένα τρανταχτό εκνευριστικό γέλιο, καθώς τον

σίµωνε. Του άρεσε η αδυναµία που έδειχνε ο άλλος µπροστά του. Τον έκανε εκείνον

να αισθάνεται βολικά.

-Ξέµπαρκος είσαι;

Του έγνεψε καταφατικά κάνοντας ασυναίσθητα ένα βήµα πίσω.

-Μη φοβάσαι ρε.

-∆ε φοβάµαι…

-Α, καλά. Εδώ πιο κάτω, στον Οικισµό της Φτέρας. Τον ξέρεις;

-Θα, θα τον βρω.

-΄Έχω µαγαζί, χωράφια, δόξα να ‘χει ο Θεός. Αν είσαι για µεροκάµατο και βαστάν

οι πλάτες σου, κόπιασε.

-Οικισµός της Φτέρας. Θα τον βρω.

-Μόλις περάσεις το παλιό πέτρινο γεφύρι, στρίβεις αριστερά και φτάνεις µπροστά

στο µαγαζί µου.

Στο άκουσµα των λέξεων «πέτρινο γεφύρι» ο Βασίλης έµεινε αποσβολωµένος. Τα

χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλαξαν, σκλήρυναν.

-Τι έπαθες ρε;

-Ε;.. Τίποτα, τίποτα, καλά είµαι.

-Τι καλά ρε; Μια πανιάζεις, µια µορφάζεις. Τι παθαίνεις ρε;

-Τίποτα, τίποτα. Καλά είµαι.

Page 55: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

55

-Είσαι λίγο περίεργος, αλλά σάµπως θα σε παντρευτώ... Τέλος πάντων. Το αφεντικό

σου µου είπε πως βαστάν τα κότσια σου, γι’ αυτό αν σε βολέψει έλα.

Έβαλε µπροστά το φορτηγάκι του και ξεκίνησε αφήνοντας πίσω το Βασίλη που

έµεινε ακίνητος να τον κοιτάει. Το αφεντικό στάθηκε από πίσω του και τον χτύπησε

στον ώµο.

-Μην έχεις πολλές παρτίδες µε τον Αργυρίου. Για µένα πελάτης είναι και καλός

µάλιστα, αλλά καλύτερα να ψάξεις αλλού για µεροκάµατο…

Page 56: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

56

21

H Μυρτώ είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του Αντώνη. Έδειχνε ήρεµη σαν να µην ήταν

δικές της οι προηγούµενες ώρες. Εκείνος της χάιδευε τα µαλλιά και της άγγιζε

τρυφερά το χέρι που είχε ακουµπισµένο στο στήθος του. ∆εν θα ΄θελε να φύγει από

κοντά της, µα στο µυαλό του εδώ και ώρα βρισκόταν η µάνα του.

-Πρέπει να φύγω Μυρτώ.

-Μείνε…

Η ηρεµία άρχισε να φεύγει απ’ το κορµί της. Το ένιωθε καθώς άρχισε να

στριφογυρνά ανήσυχη µέσα στην αγκαλιά του. Προσπάθησε να την καθησυχάσει.

-Θα ξανάρθω. Θα πεταχτώ µέχρι τη µάνα µου γιατί κι αυτήν θ’ ανησυχεί.

-Μου το υπόσχεσαι;

Πώς µπορούσε να µην το υποσχεθεί στα µάτια της που βούλιαζαν µες τα δικά του

σαν να προσπαθούσαν να διαβάσουν µέσα σ’ αυτά αν της έλεγε αλήθεια ή ψέµατα;

Έσκυψε προς το µέρος της και έπιασε µε τα δύο του χέρια του πρόσωπο της. Του

έκαιγε τις παλάµες. Ήθελε να το φιλήσει παντού, να αισθανθεί µε τα χείλη του το

απαλό της δέρµα.

-Ναι. Θα ΄µαι κοντά σου.

Τα χείλη της κολλήσαν µε δύναµη πάνω στα δικά του. Τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω

αλλά µετάνιωσε στη στιγµή και αναζήτησε πάλι το στόµα του.

Ο Αντώνης έφτασε τρέχοντας στο καφενείο. Η µάνα του τον άρπαξε απ’ τα µούτρα.

-Άργησες. Τι έτρεξε πάλι;

-Κάτσε να πάρω µια ανάσα. . Γύρισε;

-Όχι ακόµα. Λέγε.

-Την απείλησαν. Την απείλησαν ότι θα την κάψουν.

-Πώς; Με τι;

-Μ΄ ένα χαρτί, ένα σηµείωµα.

Η Αλέκα γύρισε απ΄ την άλλη πλευρά. Μια εικόνα περνούσε εκείνη την ώρα απ΄ το

µυαλό της και φοβήθηκε µήπως και τη δει και ο Αντώνης.

-∆ε µιλάς;

Έδειχνε να µην τον ακούει.

-Τι σκατά γίνεται εδώ πέρα; Θα µου πει και µένα κανείς; Μια χούφτα άνθρωποι και

κρύβεται ένα σωρό µυστικά…

Του ζήτησε να σωπάσει. Ένα αυτοκίνητο στάθµευσε έξω από το καφενείο. Η φωνή

του Παναγιώτη αντήχησε στη σάλα. Η Αλέκα ευχαρίστησε σιωπηρά το Θεό που ο

Μανώλης είχε φύγει πριν πέντε λεπτά, πριν αποσώσει καλά, καλά τον καφέ του.

-Τι έγινε Μηλόπουλε; Το ρίξαµε στους καφέδες τώρα;

Ο Μηλόπουλος δίπλωσε νευρικά την εφηµερίδα του. Ο Ταξίαρχος πετάχτηκε απ΄ τη

θέση του.

-Παναγιώτη, δεν ξέρω αν ευκαιρείς, αλλά θα ΄θελα λίγο να σου µιλήσω…

-Άλλη ώρα. ∆εν έχω καιρό τώρα.

-Θα ήθελα να µιλήσουµε για την πρόταση σου για τις εκλογές…

Ο Παναγιώτης, κάνοντας µια απαξιωτική χειρονοµία, τον άφησε σύξυλο στη σάλα

και πέρασε πίσω απ΄ το ψυγείο.

Ο Ταξίαρχος ετοιµάστηκε να φύγει, δείχνοντας τσαλακωµένος, σαν να ΄χε κυλιστεί

στο πάτωµα. Ο Μηλόπουλος δεν τ΄ αποφάσιζε.

-Θα µείνεις;

-Ναι, πήγαινε εσύ.

Ο Παναγιώτης µόλις πέρασε πίσω απ΄ το ψυγείο, πέταξε τη µεγάλη αρµαθιά µε τα

κλειδιά του πάνω στον πάγκο. Άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στην αποθήκη και

έριξε µια µατιά. Ύστερα γύρισε προς την Αλέκα και τον Αντώνη.

Page 57: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

57

-Το αµίλητο νερό ήπιατε, µάνα και γιος;

Ο Αντώνης ετοιµάστηκε να του απαντήσει µα η µάνα του µ΄ ένα της νόηµα του

ζήτησε να µην το επιχειρήσει.

-Νωρίς γύρισες.

-Νωρίς… Ο κανακάρης σου τι ώρα σηκώθηκε;

∆εν περίµενε την απάντηση. Απευθύνθηκε προς τον Αντώνη διατάζοντας τον.

- Σάλτα πάρε τα πράγµατα που ΄χω στο φορτηγάκι. Άντε κάνε και καµιά δουλειά εδώ

µέσα.

Η µάνα του δεν του έδωσε χρόνο ν΄ αντιδράσει, σπρώχνοντας τον προς τα έξω.

-Τι έγινε; Μπας κι έβαλε µε το νου του, να σηκώσει κεφάλι;

-Όχι, όχι. Παιδί είναι. Μην το συνερίζεσαι…

∆εν ήταν σίγουρη πως η απάντηση της τον έπεισε. Προσπαθούσε να το µαντέψει απ΄

τις κινήσεις του. Την απάντηση της την έδωσε µόνος του σε λίγο, πριν βγει στη σάλα

του καφενείου.

-Παιδί, γι΄ αυτό πρέπει να µάθει από τώρα που πρέπει να σηκώνει κεφάλι και που

όχι… Τ΄ άκουσες; Από τώρα, αν δεν είναι κι αργά…

Σφίχτηκε η καρδιά της. Ο Αντώνης που πέρασε από δίπλα της µεταφέροντας ένα

κιβώτιο στην αποθήκη φαίνεται πως το κατάλαβε και της ψιθύρισε:

-∆εν τον φοβάµαι.

Τον ακολούθησε.

-Άσε τις παλικαριές. Σήµερα, αύριο το πολύ, φεύγεις.

Ο Παναγιώτης ξαναβγήκε στη σάλα. Το µάτι του έπεσε στο Μηλόπουλο που

έδειχνε να κάθεται σ΄ αναµµένα κάρβουνα. Τράβηξε µια καρέκλα δίπλα του.

-Λέγε…

-Ξέρεις Παναγιώτη, έχω ανάγκη…

-Και πότε δεν έχεις, τον διέκοψε ξεφυσώντας τον καπνό απ΄ το τσιγάρο πάνω του.

Ο Μηλόπουλος σώπασε. Προσπαθούσε να βρει τις λέξεις για να συνεχίσει. Ο

Παναγιώτης τον έβγαλε απ΄ το αδιέξοδο.

-Πόσα;

-Καµιά, καµιά διακοσαριά χιλιάδες…

-Τρελός είσαι ρε;

Ο Μηλόπουλος δεν θα ονόµαζε έτσι τον εαυτό του. Απελπισµένο ίσως. Αλλά και τη

διαφορά έχει ένας τρελός απ΄ έναν απελπισµένο; Ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά

και προς τα πού να πήγαινε. Αισθανόταν σαν να ΄ναι στην άκρη του γκρεµού και

πίσω του να καίγεται ο τόπος. Ο γκρεµός, ο Παναγιώτης και ο τόπος που καίγεται, το

σπίτι του. Το ΄χε καλύτερα να γκρεµοτσακιστεί, για µια ακόµα φορά, παρά να γυρίσει

πίσω και ν΄ αισθανθεί τις φλόγες που θα ξερνάει το στόµα της Ελένης σαν

υποψιαζόταν πως βγήκε πάλι χαµένος απ΄ τη χθεσινή παρτίδα.

Όταν κέρδιζε στις χαρτοπαικτικές λέσχες που χωνόταν σχεδόν κάθε βράδυ, τις λίγες

έστω φορές, δεν του έλεγε κουβέντα. ∆εν κρατούσε µήτε τα προσχήµατα. Περίµενε

να βγάλει το παντελόνι του και χιµούσε σαν το πεινασµένο αρπακτικό στη λεία του.

∆εν τον ρωτούσε, ούτε που του έδινε σηµασία. Φορές, φορές, δεν του άφηνε µήτε για

τσιγάρα. «Για να πατσίσεις κάποια απ΄ αυτά που χρωστάς» γρύλιζε, µη χάνοντας για

µια ακόµα φορά την ευκαιρία να του θυµίσει πως η προίκα που του ΄δωσε, διόλου

ευκαταφρόνητη δεν ήταν και σ΄ αυτή χρωστούσε πολλά, αν όχι τα πάντα.

«Χρωστάω και στον Παναγιώτη», µπόρεσε και της είπε κάποιες φορές αλλά εκείνη

τον έκοψε. «Πάλι καλά που φροντίζω εγώ και τον τακτοποιώ και εκείνον». ∆ε

ρώτησε ποτέ πώς τον «τακτοποιούσε», ίσως γιατί προτιµούσε να µην ξέρει. Από

καιρό τώρα είχε πάψει να λογαριάζει αν αυτά τα λίγα έστω που κέρδιζε έφταναν για

να πατσίσει τα χρωστούµενα του Παναγιώτη. Απλώς του ζητούσε.

Page 58: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

58

-Θα µου τα δώσεις, παρακάλεσε.

-Αύριο. Τώρα δεν έχω, έκοψε την κουβέντα εκεί ο Παναγιώτης και πριν βγει έξω,

γύρισε και του φώναξε. Εκείνο που µ΄ αρέσει σε σένα είναι πως κάνεις συνέχεια

µνηµόσυνο µε ξένα κόλλυβα. Αι σιχτίρ σας βαρέθηκα όλους. Μια ζωή στην πλάτη

µου…

Ο Μηλόπουλος αναζήτησε το κουράγιο για να σηκωθεί και να φύγει. Μα πριν το

κάνει πρόσθεσε ακόµα µια κουβέντα.

-Μην τα φέρεις στο σπίτι. Η Ελένη δεν θα µου τα δώσει.

Ο Παναγιώτης µ΄ ένα σάλτο βρέθηκε µπροστά του και τον άρπαξε απ’ το γιακά.

-Τι θες να πεις ρε; Πότε ήρθα εγώ στο σπίτι σου;

Ο Μηλόπουλος έµεινε κρεµασµένος απ΄ το χέρι το Παναγιώτη. Το µόνο που

κατάφερε, ήταν να σηκώσει τα χέρια του ψηλά και να του πει: Ήµαρτον. Ήµαρτον…

Page 59: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

59

22

Η ταβέρνα του Μαστρανέστη ήταν η µόνη διασκέδαση για το Γέρο Σακκά εδώ και

χρόνια, από τότε που γύρισε στην µικρή του πόλη. Μόλις νύχτωνε για τα καλά και

ερήµωναν οι δρόµοι της Αξιούπολης, κατέβαζε τα ρολά του περιπτέρου, έβαζε στην

τσέπη την είσπραξη της ηµέρας και τραβούσε ίσια για του Μαστρανέστη.

Στο σπίτι δεν γυρνούσε παρά µόνο για ύπνο και αυτό αργά τη νύχτα, όταν απόµεινε

µόνος και δεν άντεχε να µιλάει άλλο µε τις σκέψεις του.

Πριν κατεβάσει τα ρολά του περιπτέρου, έπιανε ένα µπουκάλι µε νερό που είχε

ακουµπισµένο δίπλα απ’ το πορτάκι του, έριχνε δύο χούφτες στο πρόσωπο του, το

σκούπιζε µε την ξεφτισµένη πετσέτα, που ΄ταν πάντα κρεµασµένη πίσω απ΄ την

πόρτα, κι ύστερα έριχνε το σακάκι στους ώµους και βάδιζε σκυφτός. Το σακάκι δεν

το φόραγε ποτέ. Πάντα ανάρηχτο στους ώµους, συνήθεια που του ΄µεινε απ΄ το

αντάρτικο, όταν γύρναγε τα γύρω βουνά µε τους συντρόφους του µέσα στη νύχτα..

Σκυφτός περπατούσε κι οι άλλοι σχολίαζαν πως το ΄κανε γιατί ντρεπόταν για τα

χρόνια που χαλάλισε, τα καλύτερα του, στο «Σιδηρούν Παραπέτασµα». Όχι, δεν το

΄κανε γι’ αυτό. Για να µην κοιτάει στα µάτια όσους κάποτε ήθελε να φτύσει

κατάµουτρα, ναι. Αλλά πάλι δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος. ∆εν σήκωνε το κεφάλι

για να µην πέσει το βλέµµα του εκεί πάνω στα βουνά και πάρει κανένα βράδυ και

πάλι τον ίδιο δρόµο, αναζητώντας µέσα στα σκοτάδια τις σκιές των συντρόφων που

χάθηκαν και χρόνια τώρα δεν είχε νέα τους, µια είδηση για το τι απέκαναν. Τα

µονοπάτια ήταν σίγουρος πως τα θυµόταν, όπως και τις κραυγές, τα συνθήµατα µε τα

οποία έστελναν τα µηνύµατα τους ο ένας στον άλλο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν θα

µπορούσε ν΄ αντέξει τη φωνή του να φεύγει και να γυρίζει µονάχη, χωρίς απόκριση,

χωρίς µια άλλη γνωστή να τη συνοδεύει.

Η ταβέρνα του Μαστρανέστη ήταν µόλις λίγα βήµατα απ΄ το περίπτερο αλλά ακόµα

και αν ήταν µακρύτερα, κι αν µεσολαβούσε το σπίτι της Θοδώρας, το σπίτι στο

ισόγειο του οποίου ο ίδιος είχε κουρνιάσει, θα ΄κανε ολόκληρο γύρο για να το

αποφύγει. ∆εν ήθελε να η βλέπει, ούτε να τη µυρίζει κι ας έπλενε καθηµερινά το

σώµα της και το πασπάλιζε µε αρώµατα. Την ανεχόταν µόνο αργά το βράδυ, όταν µε

την ανάσα του µπορούσε να κάνει οποιαδήποτε φωτιά να φουντώσει µα δεν το άντεχε

µε τίποτα να τη συναντήσει νωρίτερα. Κι όµως παλιά, τέτοια ώρα ήταν που ΄στηνε

καρτέρι στη γωνιά του σπιτιού της, περιµένοντας να µαζευτεί µέσα ο πατέρας κι η

µάνα της για να σκάσει µύτη στο µπαλκόνι της, τάχα για να τινάξει κάποιο χαλί, ή για

ν΄ απλώσει ρούχα για στέγνωµα, και ν΄ ανταλλάξουν δύο κουβέντες. Την αγαπούσε

όµως τότε, κι ας µην ήξερε να της το πει, αλλά τώρα, πάνω από σαράντα χρόνια µετά,

µόνο σαν βάρος την έβλεπε και σαν αβάσταχτη υποχρέωση.

Πολλά πίστευε πως θα ΄χαν αλλάξει στην πατρίδα, µα για τη Θοδώρα είχε πάντα µια

ελπίδα µέσα του πως θα τον περίµενε. «Από πού κι ως πού» ήταν από τις πρώτες

λέξεις που του ΄χε πει εκείνη, όταν ξαναντάµωσαν στην Αξιούπολη και δεν της

γύρισε κουβέντα. Κοιτούσε µόνο το δέρµα της προσπαθώντας να µαντέψει αν θα είχε

κρατήσει κάτι απ΄ την απαλότητα του, που την είχε νιώσει τη µία και µοναδική φορά

που της είχε πιάσει το χέρι. Ίδιο του φάνηκε, ίσως γιατί έτσι ήθελε να του φανεί ή

επειδή και τα δικά του χέρια είχαν σκληρύνει απ΄ το φτυάρι και τον κασµά µε τα

οποία είχε σκάψει τόσους δρόµους στη Γερµανία, το δικό του, το πραγµατικό

«Σιδηρούν παραπέτασµα». Αυτός ο πρώτος έρωτας, ο ανεκπλήρωτος, για τη Θοδώρα,

κράτησε όλα τα χρόνια της ξενιτειάς του. Η εικόνα της πρώτης νιότης της

κυκλοφορούσε στο µυαλό του υφαίνοντας ένα και µοναδικό όνειρο που λαχταρούσε

να το δει να παίρνει σάρκα και οστά µε την επιστροφή του. Το µετέφερε καλά

φυλαγµένο µέσα του προστατεύοντας το αποτελεσµατικά απ΄ την ταλαιπωρία των

χιλιάδων χιλιοµέτρων που διέσχισε επιστρέφοντας και όταν άρχισε να το ξεδιπλώνει

Page 60: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

60

µπροστά στην αγαπηµένη του, το είδε, µέσα σε πολύ λίγες µέρες, να µαραζώνει και

να ξεραίνεται αυτό που ΄χε µείνει υγρό και ζωντανό τόσα χρόνια. Κατά βάθος, δεν

έριχνε βάρος σ΄ εκείνη. Το ΄ριχνε στη µοίρα του που απλόχερα του χάρισε τις πίκρες,

αλλά µε το σταγονόµετρο του µέτρησε τις χαρές.

Έκλεισε τα µάτια και βολεύτηκε δίπλα στα Θοδώρα που µε την επιστροφή του

συνάντησε έχοντας πάντα στο µυαλό του εκείνη που ΄χε αγαπήσει. ∆εν της µίλησε

ποτέ για τη διαφορά, όπως δε θέλησε να της κάνει κουβέντα και για το πού ακριβώς

περιπλανήθηκε όλα τα χρόνια της απουσίας του.

Ένα βράδυ όµως κόντεψε να της τα πει όλα, αλλά ευτυχώς κρατήθηκε. Και γι΄ αυτήν

το «Σιδηρούν Παραπέτασµα», ήταν κάτι απροσδιόριστο. Σίγουρα κακό και άσχηµο.

Το ίδιο κακό, αν όχι και χειρότερο, µε τη βαριά επιδηµία που είχε πέσει στα µέρη

τους, πολύ παλιότερα, στις αρχές του αιώνα. Χρόνια µετά, κανένας δε θυµόταν τι

ακριβώς είχε συµβεί και µάλλον, οι περισσότεροι δεν ήξεραν κιόλας. Μόνο έλεγαν

πως στα 1900 αν δεν ήταν ο Άγιος να βάλει το χέρι του, ακόµα θα πέθαινε ο κόσµος

στα καλντερίµια και τους δρόµους. Κι η Θοδώρα, αυτά τα πράγµατα τα πίστευε. ∆εν

αµφισβητούσε ποτέ τις διηγήσεις που ΄χε ακούσει από τους µεγαλύτερους. Ούτε την

επιδηµία, ούτε το «Παραπέτασµα», κι ας µην θυµόταν κανένας τους πότε είχε

ενσκήψει η πρώτη και ας µην είχε ζήσει κανένας τους στο δεύτερο. ∆εν ήθελε να

µάθει λεπτοµέρειες. Της αρκούσαν δύο τρία πράγµατα, ίσα για να µπορέσει να

καταλάβει τι στο διάολο έκανε τόσα χρόνια εκεί, αυτός που κάποτε έκανε όνειρα πως

θα γίνει άντρας της.

Ο Σακκάς της τα µπέρδεψε, της πέταξε και µερικές γερµανικές ονοµασίες για να

πειστεί η Θοδώρα πως πράγµατι ήταν στην κόλαση, άσχετα αν εκείνη έµενε µε την

εντύπωση πως τέτοια ήταν µόνο η Ανατολική Γερµανία, ενώ ο Σακκάς έτσι είχε

ονοµάσει τη ∆υτική, όπου η τύχη αλλά, κυρίως, ο φόβος του τον είχαν πάει.

Στη Θοδώρα δεν είπε ποτέ, αυτό που προσπαθούσε κι ο ίδιος να ξεχάσει. Κρύφτηκε

εκείνο το βράδυ που ΄µαθαν πως από την Αθήνα είχε έρθει η διαταγή να βγούνε και

πάλι στα βουνά για να πολεµήσουν το νέο κατακτητή, τους Εγγλέζους. Ήθελε να το

πει τουλάχιστον στον Ανδρέα, που ΄χαν ενώσει τόσες βραδιές τη ζεστασιά του

κορµιού τους για να προφυλαχτούν απ΄ το αγιάζι, µα δεν το µπόρεσε. Φοβόταν µην

τον τραβήξει µαζί του και δεν άντεχε να ξαναγυρίσει πίσω στα βουνά.

Κατάφερε µόνο, περπατώντας νύχτα να φτάσει ίσαµε την Αθήνα και να πείσει εκείνο

το µακρινό συγγενή του να τον κρύψει για λίγο µέχρι να κοπάσει το κακό.

Φυτοζωούσε µέχρι που τελείωσε ο Εµφύλιος και όταν ο συγγενής του βρήκε

άνθρωπο να του κάνει τα χαρτιά για τη Γερµανία που ζητούσε τότε πια εργάτες για να

ξαναστήσει απ΄ την αρχή ό,τι είχαν µετατρέψει σ΄ ερείπια οι βόµβες των νικητών, το

µόνο που παρακάλεσε ήταν να φύγει νύχτα.

Εκεί, έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε δυνατά στη χούφτα του τον κασµά για να

τελειώνει µια ώρα αρχύτερα και να γυρίσει πίσω, ελπίζοντας να βρει µια άκρη και να

ξαναπιάσει το νήµα της ζωής του απ΄ εκεί που το ΄χε αφήσει.

Τα πρώτα χρόνια, άλλο δρόµο απ’ αυτόν που οδηγούσε απ΄ το εργοτάξιο στο σπίτι

δεν ήξερε, µα ήρθε εκείνη η µέρα που συνάντησε τον Ανδρέα µε µια αποστολή της

Σοβιετικής ΄Ένωσης που είχε πάει να επισκεφτεί τη Γερµανία. Στην αρχή είπε να τον

αποφύγει, µα τα βήµατα του µόνα τον οδήγησαν να τον περιµένει έξω απ΄ το

ξενοδοχείο του και να πέσει στην αγκαλιά του. Ο Ανδρέας δεν είχε και πολλά να του

πει και τίποτα να του συγχωρήσει. «Σύντροφε, ο καθένας µας αναµετριέται πρώτα µε

τον εαυτό του», ήταν οι τελευταίες του λέξεις και άφησε το Σακκά να κλαιει µονάχος

στην πρώτη µπυραρία που βρήκε µπροστά του.

Page 61: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

61

Στις µπυραρίες και τα πορνεία ξόδεψε τα επόµενα χρόνια του στη Γερµανία ο Σακκάς

και όταν πεθύµησε να γεµίσουν τα πνευµόνια µε τον ιδρώτα καθαρής γυναίκας,

θυµήθηκε τη Θοδώρα.

Κάτι λίγα χρήµατα του µείναν για τις πρώτες µέρες, αλλά στάθηκε τυχερός. Η

Θοδώρα, χήρα «αναπήρου πολέµου» νοίκιασε ευχαρίστως το περίπτερο της στην

πρώτη της αγάπη και το ισόγειο του σπιτιού της στον άσωτο, αφού το δικό του

πατρικό το ΄χε πάρει µε συνοπτικές διαδικασίες ο Παναγιώτης Αργυρίου, για να

ξοφληθούν παλιά χρέη του πατέρα Σακκά που ο γιος δεν ήξερε. Αλλά και αν τα ΄ξερε,

δεν θα ΄ταν σε θέση να τα ξοφλήσει.

Την πρώτη βραδιά ο Σακκάς πήρε λίγα λουλούδια και ανέβηκε στο σπίτι της

Θοδώρας, αλλά τη δεύτερη κατάλαβε πως µόνο αν έπινε θα µπορούσε να µοιραστεί

µαζί της το ίδιο κρεβάτι. Το ποτό βοηθούσε να γυρνάει πολλά χρόνια πίσω και να

φαντάζεται πως δίπλα του ξάπλωνε το κορίτσι που τόσο είχε λαχταρίσει αλλά που θα

το γευόταν τότε µόνο όταν δεν θα το ήθελε. Της ζήτησε τη χάρη να κατεβάσει απ΄

τους τοίχους τις φωτογραφίες του «αναπήρου πολέµου» και το ΄κανε τελικά µόνη της

µετά από πολύ καιρό, όταν βαρέθηκε να σκουπίζει το σάλιο του από πάνω τους. «Τι

σου φταινε οι φωτογραφίες και φτύνεις», τον ρώτησε κι εκείνος της είπε κάτι για την

πατρίδα που αντάµειψε µόνον εκείνους που δεν πρόσφεραν παρά µόνο λίγες σταγόνες

αίµα, αφήνοντας απ΄ έξω εκείνους που χαράµισαν όλη τους τη ζωή. Η Θοδώρα δεν

συµφώνησε µ΄ αυτό, αλλά ούτε και ο Σακκάς µπήκε στον κόπο να της εξηγήσει πως

εννοούσε τον Ανδρέα, για τον οποίο είχε µάθει τώρα τελευταία πως γύρισε µε

προχωρηµένη Πάρκινσον και το κόµµα τον είχε ρίξει σ΄ έναν Οίκο Ευγηρίας. Την

άφησε απλώς να νοµίζει τα δικά της, όπως άφηνε και όλους τους άλλους που

εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως περπατούσε σκυφτός γιατί ντρεπόταν για τα

χρόνια του στο «Παραπέτασµα». Εξάλλου αυτό δεν τον απασχολούσε. Εκείνο που

έτρωγε σαν σαράκι τα µέσα του ήταν η φράση του Ανδρέα, που αντηχούσε συνέχεια

στ΄ αυτιά του, σαν να του την είπε µόλις χθες: «Σύντροφε, ο καθένας αναµετριέται

πρώτα µε τον εαυτό του».

Αυτό προσπαθούσε να κάνει. Ν΄ αναµετρηθεί πρώτα µε τον εαυτό του και αυτό

σκόπευε κάθε φορά, όπως καλή ώρα απόψε.

Άνοιξε την πόρτα της ταβέρνας. Μόνο δύο τραπέζια ήταν γεµάτα. Το τρίξιµο της

πόρτα έκανε τα κεφάλια να στραφούν προς το µέρος της. ∆εν του ΄πε κανείς

καλησπέρα. Κάθισε στο ίδιο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο και έριξε ένα βλέµµα κατά

την κουζίνα. Ο Μαστρανέστης που τον είχε δει να µπαίνει, ερχόταν κατά το µέρος

του µε το µισόκιλο το κρασί και ένα πιάτο µε δύο κεφτεδάκια και λίγο τυρί. Τα

ακούµπησε στο τραπέζι και τράβηξε µια καρέκλα.

-Να φέρεις κι άλλο ποτήρι, του ΄πε ο Σακκάς την ώρα που γέµιζε το ποτήρι του.

-Περιµένεις παρέα;

-Έναν δικό µας, που γύρισε απ΄ το «Παραπέτασµα».

Ο Μαστρανέστης, έριξε µια µατιά προς τ΄ άλλα τραπέζια και έσκυψε προς το µέρος

του.

-∆ε βαρέθηκες; Ποιος νοµίζεις πως ασχολείται ακόµα;

Ο Σακκάς έσπρωξε το πιάτο µε το µεζέ προς το µέρος του.

-Στο ΄χω πει. ∆εν τρώω. Τι διάολο µου τα κουβαλάς κάθε βράδυ.

Ο Μαστρανέστης σηκώθηκε αργά, αργά.

-Πάει µαζί µε το κρασί κι αν δε θες δεν το τρως. Αλλά να ξέρεις. Περσινά ξινά

σταφύλια. Άλλα είναι αυτά που τους απασχολούν τώρα. Μονάχος σου απόµεινες εσύ

και τα φαντάσµατα σου…

Ο Σακκάς δεν απάντησε. Μόνο έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο και άρχιζε να

παρακολουθεί το δρόµο. Το ποτήρι του άδειασε και το ξαναγέµισε. «Πόσα ποτήρια

Page 62: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

62

από δαύτο για να µπορέσω να ν΄ αναµετρηθώ µε τον εαυτό µου», συλλογίστηκε. Απ΄

το πρωί θα πρέπει να ήπιε σχεδόν ένα µπουκάλι τσίπουρο. Όσο είχε φυλαγµένο στο

περίπτερο, ακουµπισµένο δίπλα στην καρέκλα του. Ας όψεται, εκείνος ο ρουφιάνος ο

Παναγιώτης που τον τάραξε. Γιατί αλλιώς, µπορεί και τρεις, µπορεί και τέσσερις

µέρες να κρατούσε ένα µπουκάλι. Άλλες φορές και βδοµάδα ολόκληρη. Μα σήµερα

δεν µπορούσε να το χωνέψει αν δεν κατέβαζε κάθε λίγο και µια γουλιά.

«Ο Παναγιώτης. Πάντα αυτός µπροστά µου. Μήπως µ ΄αυτόν πρέπει κάποια στιγµή

ν΄ αναµετρηθώ; Αχ σύντροφε Ανδρέα. Πόσες Κυριακές δεν προσπάθησα ν΄ ανέβω

στο λεωφορείο και να ΄ρθω να σε δω. Πολλές κι όµως κάθε φορά που τ΄ άφηνα να

φύγει, έλεγα πως πάλι δεν πρόκανα, πως είχα λαθέψει την ώρα. Και τι να ΄ρθω να

κάνω; Περσινά ξινά σταφύλια, που λεει κι ο Μαστρανέστης και µονάχα εµείς τα

ορεγόµαστε».

Ο Βασίλης βρήκε εύκολα την ταβέρνα του Μαστρανέστη µα δεν µπήκε µε το

πρώτο. Έκανε µια φορά το γύρο του τετραγώνου. Και ήθελε και δεν ήθελε να µπει.

Κανονικά θα έπρεπε να είχε πάει να πέσει για ύπνο στο µικρό ξενοδοχείο της

Αξιούπολης που νοίκιαζε φτηνά δωµάτια, αφού όλα τα µέλη του σώµατος του τον

πονούσαν αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα ΄κλεινε µάτι.

Στην αποθήκη δεν σταµάτησε λεπτό όλη τη µέρα κι όχι γιατί είχε τόσο πολύ δουλειά.

Μα απ΄ την ώρα που πέρασε από κει ο Παναγιώτης δεν ησύχασε. Κάποια στιγµή

σκέφτηκε να πλησιάσει το Αφεντικό και να ανοίξει κουβέντα µαζί του, µπας και

µάθει κάτι περισσότερο. ∆εν το ΄κανε. Μόνο υποψίες θα γεννούσε και δεν είχε

κανένα λόγο να το πράξει.

Και µε το γέρο όµως, τι γύρευε τέτοια ώρα µαζί του και τι θα ΄χε να του προσφέρει;

Ας ήξερε πρώτα τι ζητούσε ο ίδιος και ύστερα ίσως µάθαινε τι είχε να του δώσει ο

γέρο Σακκάς.

Βρε φουρτούνα που βαλε στο κεφάλι του στα καλά καθούµενα; Χωρίς να ξέρει

καλά, καλά γιατί βρέθηκε σ΄ εκείνο το µέρος και ήταν έτοιµος να χωθεί ανάµεσα σ΄

ανθρώπους που δεν ήξερε τίποτα παραπάνω γι΄ αυτούς παρά µόνο τα µικρά ονόµατα

κάποιων. Του ήταν αδύνατον όµως και να κάνει πίσω. Ξαφνικά πολλά πράγµατα, που

άλλα ήταν θαµµένα στο µυαλό του και άλλα φυτεµένα στην καρδιά του, θαρρείς και

πεταχτήκαν µαζί προς τα πάνω , προσπαθώντας να σπάσουν µια πόρτα και να βγουν

προς τα έξω. Ανακατεύτηκαν όλα αναµεταξύ τους και γίναν ένα και τώρα καλούσαν

αυτόν να τα ξεδιαλύνει και να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Μόνο που εδώ δεν ήταν

ένα µόνο φίδι αλλά δύο και αυτά τα δύο φίδια ήταν που είχε συνεχώς µπρος στα

µάτια του όπως τα είδε µερικές ώρες νωρίτερα σκαλισµένα στην πέτρα του

δαχτυλιδιού του Παναγιώτη. Αυτά τα δύο φίδια τον είχαν πάρει στο κατόπι σαν να

περίµεναν πότε θα παραπατήσει και θα πέσει για να χιµήξουν κατά πάνω του και να

χώσουν τα δόντια τους στο λαιµό του.

Ο γύρος του τετραγώνου έκλεισε µπροστά στην πόρτα της Ταβέρνας και δεν το

σκέφτηκε άλλο. ∆εν εντόπισε το γέρο Σακκά, αλλά τον φώναξε εκείνος µόλις τον

είδε να ξεπροβάλει. Μέχρι να βολευτεί σε µια καρέκλα δίπλα του, ο Μαστρανέστης

του ΄φερε ένα καθαρό ποτήρι.

-Να φέρω κάτι για φαγητό;

-Θα τσιµπήσει από δω, τον έκοψε ο Σακκάς, δείχνοντας του πως έπρεπε να φύγει µια

ώρα αρχύτερα.

Ο Βασίλης σήκωσε το γεµάτο του ποτήρι και έκανε στην υγειά σου το γέρο. Εκείνος

έφερε το δικό του ίσαµε τα χείλη αλλά δεν ήπιε.

-Από πού ήρθες;

Ο Βασίλης άφησε µια γουλιά κρασί να βρέξει το λαρύγγι του πριν απαντήσει.

-Απ ΄τη Ρωσία. Τη Σοβιετική Ένωση.

Page 63: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

63

Ο Σακκάς σήκωσε το ποτήρι του θριαµβευτικά και περισσότερο για να τον ακούσουν

οι άλλοι έκανε µια πρόποση.

-Καλώς ήρθες σύντροφε στην πατρίδα.

Ο Βασίλης δεν σκόπευε να συνεχίσει για πολύ αυτή την παράσταση. Κατάλαβε πως

αν άφηνε το γέρο σε λίγο ίσως και να µη θυµόταν γιατί βρισκόταν εκεί.

-Θέλω κάτι να µου πεις.

Ο Σακκάς έσκυψε κοντά του για να του µιλάει χαµηλόφωνα.

-Λέγε, σ΄ ακούω.

-Τους ξέρεις όλους καλά εδώ πέρα;

-Τους περισσότερους. Αν και βλέπεις έγιναν πολλά τα χρόνια που έλειπα και ΄γω

αλλά ξέρω πράγµατα. Από παλιά…

-Πόσο παλιά;

-Πάνε πολλά χρόνια. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει;

-Έτσι. Πες πως απλώς θέλω να µάθω.

Ο Σακκάς ξαναγέµισε τα ποτήρια. Σήκωσε το δικό του, πήγε να το τσουγγρίσει µε

του Βασίλη αλλά έµεινε να το κρατάει αναποφάσιστος.

-Πώς είπαµε ότι σε λένε;

-Βασίλη.

-Άκουσε Βασίλη. ∆εν ξέρω τι σ΄ έφερε εδώ, αλλά να ξέρεις πως τίποτα δεν είναι

όπως φαίνεται.

-∆ηλαδή;

-Πολλά πράγµατα είναι καλύτερα να τ΄ αφήνεις θαµµένα.

-Θέλω να µάθω…

-Τι;

-Μήπως ξέρω και γω… Αν µε ρωτήσεις δεν µπορώ καλά, καλά να σου πω γιατί

βρέθηκα εδώ. Απλώς βρέθηκα.

-Εγώ σε κάλεσα γιατί σ΄ ένιωσα δικό µου άνθρωπο. Αν κρίνω απ΄ την ηλικία σου,

πρέπει να ΄σουνα µωρό όταν έγιναν τα γεγονότα.

-Πολύ µικρός…

-Οι γονείς σου;

-Η µάνα µου. Μες την αγκαλιά της έφυγα…

-Απ΄ εδώ ήταν;

-Απ΄ τη Θεσσαλονίκη…

-Και τι ψάχνεις εδώ;

-Σου είπα, δεν ξέρω. Απλώς βρέθηκα στα µέρη και σήµερα το πρωί συνάντησα έναν

που φόραγε ένα µεγάλο δαχτυλίδι. Να τόσο δα, µε δύο κεφάλια φιδιού σκαλισµένα

στην πέτρα του…

∆εν πρόλαβε ν΄ αποσώσει τη φράση του. Ο Σακκάς πετάχτηκε όρθιος, βγάζοντας

γρήγορα απ΄ την τσέπη του µερικά κέρµατα. Τα πέταξε πάνω στο τραπέζι,

καληνύχτισε µ΄ ένα νεύµα του χεριού του το Μαστρανέστη και βγήκε.

Ο Βασίλης έµεινε δύο, τρία λεπτά παγωµένος στη θέση του. Οι υπόλοιποι θαµώνες

της ταβέρνας είχαν καρφώσει τα βλέµµατα τους πάνω του. Ήθελε ν΄ ανοίξει η γη να

τον καταπιεί. Ο Μαστρανέστης προσπάθησε να τον βγάλει απ΄ το αδιέξοδο.

Πλησίασε και άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι.

-Μην τον ξεσυνερίζεσαι. Είναι γέρος και παράξενος…

Ο Βασίλης ψέλλισε κάτι απροσδιόριστο και ακουµπώντας τα δύο του χέρια στο

τραπέζι κατάφερε να σηκωθεί. Ο Μαστρανέστης ξεχώρισε κάτι σαν καληνύχτα

καθώς τον είδε να κουτουλάει πάνω στο κάσωµα της εξώπορτας και να χάνεται και

αυτός στη νύχτα.

Page 64: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

64

∆εν ήξερε την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Σακκάς. Περπάτησε γρήγορα για καµιά

εκατοστή µέτρα χωρίς να τον ανταµώσει. Σταµάτησε και πήρε την αντίθετη

κατεύθυνση τρέχοντας. Σε λίγα λεπτά είδε τη σκυφτή µορφή του γέρου να βαδίζει

µπροστά του. Τον πρόλαβε, αρπάζοντας τον απ΄ το µπράτσο.

-Τι έφυγες, τι µε παράτησες, του ΄πε λαχανιασµένα.

Ο Σακκάς απελευθέρωσε το µπράτσο του και συνέχισε το περπάτηµα του. Έκανε

τρία, τέσσερα βήµατα, στάθηκε και γύρισε προς το µέρος του.

-Μη µε µπλέκεις µε τέτοιους ανθρώπους. Κι αν θες µια συµβουλή, µη µπλέκεις κι

εσύ.

Σήκωσε το δεξί του χέρι, γνέφοντας του καληνύχτα και χάθηκε µέσα στη νύχτα,

αφήνοντας πίσω του ένα µουρµουρητό:

-Πώς ν΄ αναµετρηθείς µε τους άλλους, αν δεν κοτάς ν΄ αναµετρηθείς ούτε µε τον

εαυτό σου; Αυτό µπορείς να µου το ξεδιαλύνεις Ανδρέα; Μπορείς…

Page 65: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

65

23

Το σπίτι του Παναγιώτη αντηχούσε απ΄ τις φωνές των καλεσµένων. Ξεχώριζε όµως

περισσότερο απ΄ όλες του Παπαγιώργη. Του ΄χαν κάνει πολλές φορές παρατήρηση

και δικαιολογούσε πάντα την ένταση της λέγοντας πως του ΄µεινε το συνήθειο από

τις λειτουργίες της Κυριακής επειδή αναγκαζόταν να υψώνει τη φωνή του από τον

Άµβωνα για να τον ακούει καλά µέχρι και ο τελευταίος πιστός και ιδιαίτερα οι γριές

κι οι γέροι που βαριακούουν. Κανένας δεν τον πίστευε. Οι περισσότεροι ήξεραν καλά

πως έτσι φωνακλάς ήταν από µικρό παιδί. Οι φωνές του ξεσήκωναν τις γειτονιές της

Φτέρας στο πόδι. Και τα κατορθώµατα του όµως δεν πήγαιναν πίσω. Η σχωρεµένη η

µάνα του καηµό το ΄χε πως αν συνέχιζε έτσι κι όταν µεγάλωνε ο γιος της, τότε

σίγουρα το µέλλον του µόνο καλό δεν θα ήταν.

Ευτυχώς οι προσευχές της εισακούστηκαν και ο γιος της που παλιά µόνο για να

βάλει χέρι στο παγκάρι πατούσε στην εκκλησία, έγινε άνθρωπος της, µπήκε στον ίσιο

δρόµο και σώθηκε. Βοήθησε όµως και ο Παπακώστας, ο παλιός εφηµέριος του Αγίου

Νεκταρίου που έδειχνε µια ιδιαίτερη προτίµηση στο κρασί που είχε φυλαγµένο στο

υπόγειο της η µάνα του Παπαγιώργη και κοινωνούσε απ΄ αυτό καθηµερινά. Βέβαια οι

κακές γλώσσες έλεγαν πως δεν κοινωνούσε µόνο το κρασί αλλά και τα κάλη της

χήρας µάνας του Παπαγιώργη που έχασε πολύ νωρίς τον άντρα της και από τότε δεν

άφησε άλλο αρσενικό να περάσει την πόρτα της. Μόνο τον Παπακώστα και αυτόν

γιατί όπως έλεγε «µπορεί να το τσούζει λίγο παραπάνω, αλλά είναι Άγιος άνθρωπος».

Αυτός ο Άγιος άνθρωπος έκανε το θαύµα του και φρόντισε ο µονάκριβος γιος της να

µπει στο σωστό δρόµο τη µέρα που τον έπιασε επ΄ αυτοφόρω ν΄ αδειάζει το παγκάρι

του Αγίου Νεκταρίου. Τον σβέρκωσε µε τα µεγάλα σκληρά του χέρια και του

ξεκαθάρισε. Ή θα πήγαινε από την επόµενη δίπλα του, µέρα νύχτα κοντά του για να

φορέσει σαν ερχόταν η ώρα τα ράσα ή θα τον παρέδιδε στον χωροφύλακα του

χωριού.

Ο Γιώργης δεν το σκέφτηκε πολύ. Είχε δει πως δέρναν οι χωροφύλακες όσους

πιάναν στα χέρια τους και όσο και αν εκείνος δεν ήταν κοµµουνιστής φοβήθηκε µην

τύχει της ίδιας αντιµετώπισης.

Μπήκε λοιπόν στο δρόµο του Θεού κι ο Παπακώστας φρόντισε για όλα. Τον

πάντρεψε στην ώρα του γιατί διαφορετικά θα ΄πρεπε να τον κάνει Μητροπολίτη αλλά

ήταν βάσανο µεγάλο να µάθει κανείς περισσότερα γράµµατα απ΄ τα απαραίτητα µετά

τα είκοσι πέντε του και τον προετοίµασε για να τον διαδεχτεί. Μόλις ο Παπακώστας

σφάλισε τα µάτια του, ο Παπαγιώργης ήταν ήδη έτοιµος από καιρό να σταθεί επάξια

στο πόδι του και τους χωροφύλακες δεν τους φοβόταν πια, αφού έτσι κι αλλιώς είχε

αποκτήσει στενές σχέσεις µαζί τους. Η εξοµολόγηση είναι ιερό πράγµα αλλά

ιερότερο όλων ήταν η ασφάλεια της πατρίδας και ο Παπαγιώργης δεν άφηνε ευκαιρία

να πάει χαµένη. Όσοι ξεγελιόταν και του ξεφούρνιζαν πάνω στην απελπισία τους

µυστικά ή πράγµατα που δεν ήθελαν να µαθευτούν, φρόντιζε να φτάσουν στ΄ αυτιά

που έπρεπε. Γρήγορα βέβαια οι περισσότεροι κατάλαβαν το µάταιον της

εξοµολόγησης αλλά ο Παπαγιώργης είχε ήδη γίνει ένα σεβαστό µέλος της µικρής

τους κοινωνίας και κάθε φορά που κάποιος επίσηµος περνούσε από εκεί καθόταν εκ

δεξιών του για να ευλογήσει την επίσκεψη αλλά και τα όσα είχε να προσφέρει ή να

πάρει ο εκλεκτός επισκέπτης τους.

Χρόνο µε το χρόνο κατάφερε να βάλει τα πράγµατα σε µια τάξη που ο ίδιος έλεγχε

αν και πάνω απ΄ όλους και απ΄ όλα όριζε µονάχα τον Παναγιώτη. Τον Παναγιώτη τον

σέβονταν και τον εκτιµούσε και δεν τον φοβόταν όπως οι άλλοι έλεγαν πίσω από την

πλάτη του. Τον σεβόταν γιατί εκείνος ήξερε πολύ καλά πόσο συνεπής και ευσεβής

χριστιανός ήταν και επειδή στο κάτω, κάτω ο Παπαγιώργης πίστευε πως η κοσµική

µε τη θεϊκή εξουσία πρέπει να συνεργάζονται οµαλά, αφού όσους ο Θεός όρισε να

Page 66: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

66

διαφεντεύουν έναν τόπο, µε σοφία το έπραξε. Σ΄ όσους τολµούσαν να προβάλουν

αντίθετη γνώµη, σήκωνε ψηλά το χέρι του σαν να ετοιµαζόταν να κατεβάσει τους

κεραυνούς του ουρανού πάνω στα κεφάλια τους. Κεραυνούς δεν κατέβαζε αλλά ήταν

τόσο σκληρά τα λόγια και οι βωµολοχίες που ξεστόµιζε που άφηναν άναυδους όσους

τολµούσαν να πάνε κόντρα στον άνθρωπο που ο ίδιος και όλοι οι επιφανείς

αναγνώριζαν ως πρώτο και καλύτερο της δικής τους κοινωνίας.

Το ίδιο έκανε και απόψε µόλις είδε τον Ταξίαρχο να δείχνει σηµάδια

αµφισβήτησης των όσων ο Παναγιώτης του είχε πει.

-Να εισέλθω εις την πολιτική, αλλά όπως προσπαθώ να εξηγήσω τόση ώρα…

-Στρατηγέ δεν µπορώ να σε καταλάβω, τον έκοψε ο Παπαγιώργης. Εδώ σου

χαρίζεται γάιδαρος και συ τον κοιτάς στα δόντια; Έπειτα έχουµε ένα χρόνο ακόµα

µπροστά µας για τις δηµοτικές εκλογές και όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Μη

χολοσκάς…

-Πάτερ, δεν είναι ακριβώς αυτό το θέµα, πρόλαβε να πει ο Ταξίαρχος κόβοντας

την κουβέντα εκεί, αφού είδε να µπαίνει στο σαλόνι ο Παναγιώτης.

Όλοι σώπασαν µα και ο Παναγιώτης δεν έδειξε διάθεση να µπει στην κουβέντα.

Τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε σε µια γωνιά του µεγάλου τραπεζιού που υπήρχε

στο µέσον του δωµατίου. Κοιτάχτηκαν ανήσυχα µεταξύ τους. Η στάση αυτή του

Παναγιώτη δεν τους άρεσε. Ο Παπαγιώργης πήρε πρώτος το θάρρος.

-Παναγιώτη µου, εσύ τι λες; Εδώ προσπαθούµε να πείσουµε τον Ταξίαρχο να

δεχτεί την πρόταση σου…

Ο Παναγιώτης σήκωσε αργά το κεφάλι του προς τον παπά.

-Θα δεχτεί, είπε αποφασιστικά και σηκώθηκε για να βγει στο µπαλκόνι.

Η βραδιά ήταν δροσερή. Μπορεί να µην είχαν αρχίσει ακόµα οι βροχές του

Φθινοπώρου µα η θερµοκρασία είχε πέσει αρκετά και το αεράκι που φυσούσε σε

πάγωνε. Ο Παναγιώτης ακούµπησε στο κάγκελο του µπαλκονιού και άναψε τσιγάρο.

Το γράµµα που είχε φτάσει στα χέρια του πριν λίγη ώρα, όταν ετοιµαζόταν να κλείσει

το µαγαζί, τον είχε αναστατώσει. Έβαλε το δεξί του χέρι και σιγουρεύτηκε πως

εξακολουθούσε να βρίσκεται στην τσέπη του πουκαµίσου του. Κανονικά δεν θα

έπρεπε να βρίσκεται εκεί αλλά στα χέρια της Αλέκας. Να όµως που στάθηκε για µια

ακόµα φορά τυχερός και ο ταχυδρόµος αυτόν βρήκε µπροστά του και σ΄ αυτόν

παρέδωσε το γράµµα που είχε στείλει ο αδερφός της Αλέκας από την Αµερική και

που είχε σαν παραλήπτη εκείνη.

Όταν το πρωτοπήρε στα χέρια του δεν του ΄κανε καµιά εντύπωση. Μόλις όµως το

ξανακοίταξε, εκείνη η φράση «αυστηρώς προσωπικό» δεν του κατσε καλά. Έτσι πήρε

την απόφαση να κλειδώσει την πόρτα του µαγαζιού και να σχίσει το φάκελο. Καθώς

διάβαζε τα όσα έγραφε ο αδερφός της Αλέκας, αισθάνθηκε σαν να κρατούσε φωτιά

στα χέρια του. Στη φωτιά σκέφτηκε να παραδώσει και το γράµµα, µαζί µε το φάκελο,

αλλά το κράτησε. Να το δώσει στην Αλέκα, ούτε λόγος.

Έβαλε για µια ακόµα φορά το δεξί του χέρι στην τσέπη του πουκαµίσου του και

σιγουρεύτηκε πως το γράµµα εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί. Γύρισε προς το

µέρος του σαλονιού και είδε τους άλλους να µιλάνε χαµηλόφωνα.

Περπάτησε µέχρι την άκρη του µπαλκονιού και αφού έριξε ένα βλέµµα προς τα

πίσω έβγαλε το γράµµα από την τσέπη του και το δεξίπλωσε.

« Αλέκα.

Μόλις πάρεις αυτό το γράµµα, θα πρέπει να ξέρεις πως από µέρα σε µέρα θα έρθω.

Αποφάσισα να γυρίσω πίσω για να σου πω κάποια πράγµατα που έµαθα από έναν

πατριώτη µας εδώ στην Αµερική για το θάνατο του πατέρα µας. Πώς πραγµατικά

πέθανε.

Για το Θεό. Μην πεις τίποτα στον Παναγιώτη. ∆εν πρέπει να µάθει τίποτα αυτός.

Page 67: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

67

Μόλις φτάσω στην Ελλάδα θα σε ειδοποιήσω νάρθεις να µε βρεις εκεί που θα

είµαι. Όχι, στη Φτέρα.

Ο αδερφός σου».

∆ίπλωσε προσεκτικά το γράµµα και το ξανάβαλε στην τσέπη του. Μάλιστα.

Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη. Ένα χαµόγελο έσκασε

στα χείλη του. Το γράµµα είχε ηµεροµηνία πριν µια βδοµάδα, Σεπτέµβρη του 1985,

οπότε είχε όλο το χρόνο να ετοιµάσει την κατάλληλη υποδοχή στον κουνιάδο του.

Αρκεί να ήταν αυτός ο παραλήπτης και του µηνύµατος µόλις θα έφτανε στην Ελλάδα.

Αλλά θα φρόντιζε και γι΄ αυτό.

Έσβησε το τσιγάρο που κόντευε να του κάψει τα δάχτυλα και γύρισε στο σαλόνι

όπου οι άλλοι εξακολουθούσαν να µιλάνε χαµηλόφωνα.

Η Αλέκα αφού περιποιήθηκε τις κυρίες της συντροφιάς, φρόντιζε στη συνέχεια, µε

διάφορες αφορµές, να βρίσκεται όλο και περισσότερη ώρα µόνη στην κουζίνα της.

Όταν της ανακοίνωσε το µεσηµέρι ο Παναγιώτης πως το βράδυ θα είχαν κόσµο,

ήξερε πως και αν έφερνε αντίρρηση και αν φώναζε και χαλούσε τον κόσµο, πάλι το

δικό του θα γινόταν. Το ότι της ανακάτευαν τα συκώτια όλοι εκείνοι που ο

Παναγιώτης αποκαλούσε ο «κόσµος» µας, δεν του το ΄πε ποτέ και ούτε είχε σκοπό να

του το πει. Σε τι θα ωφελούσε αλήθεια; Πάντα το δικό του γινόταν και οι µάχες που

ήθελε να δίνει η Αλέκα πίστευε πως θα έπρεπε να δοθούν για άλλα σηµαντικότερα

πράγµατα. Ποια; Ούτε η ίδια δεν τα ΄χε ακόµα προσδιορίσει αλλά αν κάποια µέρα

έβρισκε την άκρη όσων την βασάνιζαν, σίγουρα θα είχε καταφέρει να προσδιορίσει

και το γιατί θα ξεκινούσε τον πόλεµο.

Καθώς ήταν σκυµµένη πάνω στο νεροχύτη της και ξέπλενε µερικά πιάτα, στάση

που εκνεύριζε τον Παναγιώτη κάνοντας τον να βρίζει, «τι σκατά ψάχνεις ρε γυναίκα

εκεί µέσα και όλο ανακατεύεις µε το δάχτυλο το νεροχύτη», ένιωσε κάποιον να

κολλά το σώµα του πίσω της. Έβαλε αµέσως όλη της την δύναµη και τον έσπρωξε

όσο πιο µακριά γινόταν. «Σίχαµα, σκέφτηκε. ∆εν είµαι υποχρεωµένη να ανέχοµαι τις

αηδίες σου για να πας µετά στους φίλους σου και να καυχιέσαι, «της έριξα ένα» και

ηρέµησα, και εκείνοι να καµαρώνουν για «τον πουτσαρά αρχηγό τους που µπορεί και

πηδάει ακόµα στα όρθια τη γυναίκα του».

Ο Αντώνης που είχε δεχτεί το σπρώξιµο της µάνας του, κρατήθηκε µε δυσκολία να

µην πέσει.

-Σιγά ρε µάνα. Τι σ΄ έπιασε;

Γύρισε έντροµη ακούγοντας τη φωνή του.

-Με συγχωρείς µανάρι µου. Ξέρεις νόµισα…

-Ξέρω τι νόµισες.

Ο Αντώνης πλησίασε και την αγκάλιασε ενώ η Αλέκα ακουµπούσε το κεφάλι της

στο στήθος του.

-Ξέρεις…

-Ναι, έτυχε κάποιες φορές και το είδα…

Έκοψε τη φράση του απότοµα. Λυπήθηκε που της αποκάλυψε πως είχε γίνει και ο

ίδιος κοινωνός, έστω και άθελα του, κάποιων εκ των επιδροµών του Παναγιώτη στο

κορµί της. Ίσως ήταν καλύτερα να παριστάνει πως δεν ήξερε, δεν είδε τίποτα ποτέ.

Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε απαλά, σαν να µάντεψε τις σκέψεις του.

-Όχι, είναι πατέρας σου. Μην µπαίνεις ανάµεσα. Αυτά είναι δικά µας.

Ο Αντώνης την έσφιξε µε δύναµη πάνω του. Πόσο δικά τους ήταν τώρα πια;

Ένιωθε πως τώρα που καταλάβαινε, που µπορούσε, ότι είχαν γίνει και δικά του. Και

δικιά του ευθύνη. Τα άφησε όµως στην άκρη. Άλλο ήθελε να της πει.

-Μάνα, λέω να φύγω.

-Για πού, σήκωσε το κεφάλι της τροµαγµένη.

Page 68: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

68

-Όχι για την Αθήνα. Για της Μυρτώς. Λέω να πάω να δω τι κάνει;

Αυτό φοβόταν. Αν της έλεγε για την Αθήνα, ακόµα και αν φοβόταν να ταξιδεύει

νύχτα, λιγότερο θα την πείραζε.

-Τέτοια ώρα;

-Τέτοια. Τώρα που νύχτωσε µάλλον φοβάται περισσότερο.

Τον άφησε και ξαναγύρισε στο νεροχύτη της.

-∆εν το βρίσκω καλή ιδέα. Θα σε ψάξει και τι θα του πω; Σου είπα να φύγεις. Γιατί

δε γυρνάς πίσω στις σπουδές σου;

Ο Αντώνης είχε φτάσει ήδη στην πόρτα.

-Τι να µε κάνει εµένα; Αυτός έχει στήσει ήδη πολιτική συζήτηση µέσα. Ούτε που

θα το καταλάβει. Άντε γεια.

Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στη νύχτα. Η Αλέκα προσπάθησε να του φωνάξει µα

δεν το ΄κανε. ∆ε θα γυρνούσε. Ήξερε πως δεν θα γυρνούσε. Θα τον ζητούσε.

Σίγουρα θα τον ζητούσε. Ε, και; Κάτι θα έβρισκε να τα µπαλώσει. Κι αν δεν τα

µπάλωνε, δεν πήγαινε στο διάολο. Ίσως να ΄ταν η αφορµή για να πολεµήσει µαζί

του. Αυτήν κι όχι ο Αντώνης.

Η κουβέντα στο σαλόνι είχε ανάψει για τα καλά. Ο Ταξίαρχος εξέφραζε τις

επιφυλάξεις του και ο Γιαννίδης εξακολουθούσε να θεωρεί άσχηµη την ιδέα. Ο

Μηλόπουλος βυθισµένος στον κόσµο του, έµοιαζε να µην έχει καµιά επαφή µε το

περιβάλλον. Ο Παναγιώτης αµίλητος σε µια γωνιά έδειχνε να τους παρακολουθεί µε

προσοχή, αλλά το µυαλό το αλλού ταξίδευε. «Τι τα θέλει και τα σκαλίζει τώρα,

συλλογιόταν, αυτός ο αναθεµατισµένος αδερφός της Αλέκας; Και ποιόν να βρήκε

εκεί στην Αµερική και τι να του είπε». ∆εν ήταν πολλοί αυτοί που φύγαν για την

Αµερική από τη Φτέρα, καθώς οι περισσότεροι προτίµησαν τη Γερµανία. Ο αδερφός

της Αλέκας για εκεί θα τραβούσε αν δεν υπήρχε ένας µακρινός θείος ν΄ απαντήσει

στο γράµµα του και να τον καλέσει στη Νέα Υόρκη. Και να πεις πως πέρασαν λίγα

χρόνια από τότε; Κοντά τριάντα. Τι τα θέλει τώρα και στα σκαλίζει και αυτός; Καλά

δεν ήταν βολεµένος εκεί, µε τις καρτούλες του κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα και τα

ψωροδολαριάκια για δωράκια του Αντώνη;

-Παναγιώτη, εσύ τι λες; ∆εν θ΄ ακούσουµε απόψε τη φωνή σου;

Ο Παπαγιώργης µιλώντας τώρα χαµηλόφωνα, όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε

να ζητήσει µια χάρη ή να καλοπιάσει κάποιον, και όπως συνήθιζε ν΄ απευθύνει το

λόγο στον Παναγιώτη, τον έβγαλε απ΄ τις σκέψεις του. Σηκώθηκε και στάθηκε στην

κεφαλή του µεγάλου τραπεζιού. Ακούµπησε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι και

άφησε το βλέµµα του να περάσει απ΄ όλους.

-Για ακούστε καλά. Τόση ώρα υποµένω τις βλακείες και τις ασυναρτησίες σας.

Και περισσότερο τις δικές σου.

Ο Ταξίαρχος που κατάλαβε ευθύς αµέσως πως γι΄ αυτόν χτυπούσε η καµπάνα,

καθώς το βλέµµα του Παναγιώτη καρφώθηκε πάνω του, ξεκίνησε κάτι να πεί, µα το

µετάνιωσε.

-Το θέµα είναι ένα, συνέχισε ο Παναγιώτης , και δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο

Σκαρβέλης, υποψήφιος ∆ήµαρχος στις δηµοτικές εκλογές στην Αξιούπολη, θέλει

έναν από τον οικισµό µας για να τον βάλει στο ψηφοδέλτιο του. Κι αν εκλεγεί, που

θα εκλεγεί, τότε θα ΄χουµε έναν δικό µας άνθρωπο στη ∆ηµαρχία για να περνάµε

αυτά που θέλουµε.

-Είναι ο Στρατηγός ο κατάλληλος, τον έκοψε ο Γιαννίδης.

Ο Παναγιώτης πήρε τα χέρια του απ΄ το τραπέζι και άρχιζε να τρίβει τις παλάµες του.

-Του λόγου σου πάντως δεν είσαι.

Ο Γιαννίδης λούφαξε. Ο τρόπος που του ΄χε µιλήσει ο Παναγιώτης δε σήκωνε

αντίρρηση. Εξάλλου ήξερε πως αν επιχειρούσε να του πάει κόντρα µπορεί και να του

Page 69: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

69

πετούσε ό,τι έβρισκε µπροστά του, σηµαδεύοντας το κεφάλι του. Γι΄ αυτό προτίµησε

να το σκύψει.

Ο Παναγιώτης δε σκόπευε να του χαριστεί κλείνοντας εκεί τη λογοµαχία τους. Τον

πλησίασε και του ΄πε:

-Έχεις κάτι εκκρεµότητες µε τα χτήµατα σου. Κάτι χαρτιά σου λείπουν απ΄ ό,τι ξέρω.

Πώς περιµένεις να τα τακτοποιήσεις;

Ο Γιαννίδης δε σήκωσε ούτε το κεφάλι. Μόνο ο Ταξίαρχος σήκωσε το χέρι του σαν

ν΄ απευθυνόταν στο δάσκαλο.

-∆εν θα ήταν καλύτερα να γνωρίζω εξ αρχής τι υποχρεώσεις και τι δεσµεύσεις θ΄

αναλάβω;

Ο Παναγιώτης δεν του απάντησε. Κούνησε µόνο το κεφάλι αρνητικά και

απευθύνθηκε προς τον Παπαγιώργη.

-Άντε παπά µου. Γέµισε µας τα ποτήρια να το γιορτάσουµε. Σε κανένα χρόνο θα

΄χουµε δικό µας άνθρωπο στα πράµατα.

-Και πότε δεν είχαµε;

Η κουβέντα που πέταξε ο Μηλόπουλος τους έκανε όλους ν΄ απορήσουν. ∆εν την

περίµεναν ειδικά απ’ αυτόν. ∆εν τους έδωσε το χρόνο να συνέλθουν. Σηκώθηκε, πήρε

το σακάκι του και τράβηξε για έξω.

-Μουρλάθηκε αυτός, σχολίασε ο Παπαγιώργης, την ώρα που η γυναίκα του

Μηλόπουλου έτρεχε ξοπίσω του, προσπαθώντας να καταλάβει τι µύγα τον τσίµπησε.

Για αρκετή ώρα, δε µίλησε κανείς. Μόνο ο θόρυβος που έκαναν τα ποτήρια καθώς τα

ακουµπούσαν στο τραπέζι ακουγόταν.

Page 70: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

70

24

Ο Αντώνης κοίταξε πολλές φορές πίσω του µέχρι να φτάσει στο σπίτι της Μυρτώς.

Όταν ζύγωσε, έκοψε το βήµα του µέχρι που σταµάτησε τελείως. Φυσούσε κρύος

αέρας και το λεπτό πουκάµισο του δεν τον προστάτευε. Τύλιξε µε τα χέρια του το

σώµα και προχώρησε. Πριν απλώσει το χέρι να σπρώξει την εξώπορτα της αυλής, µια

φωνή αντήχησε στ΄ αυτιά του.

-Αντώνη.

Ο Αβραάµ κρεµασµένος απ΄ το παράθυρο του καθιστικού του, τον κάλεσε κοντά του

µε το απλωµένο χέρι του. Τον πλησίασε αµήχανος.

Ο Αβραάµ του µίλησε σιγανά, ενώ οι λέξεις σκάλωναν στο στόµα του.

-Το σκέφτηκες καλά αυτό που πας να κάνεις;

-Τι θα κάνω δηλαδή, έκανε τον ανήξερο.

Ο Αβραάµ σύρθηκε λίγο ακόµα πιο έξω και τον άρπαξε απ’ τους ώµους.

-Αντώνη. Εγώ την Μυρτώ την αγαπάω και σένα σε συµπαθώ, αλλά τι θα γίνει αν

πάρει είδηση ο πατέρας σου;

Ένα ρίγος διαπέρασε το κορµί του Αντώνη. Τραβήχτηκε πίσω για ν΄ ελευθερωθεί απ’

τα χέρια του Αβραάµ.

-Κάνει κρύο απόψε, του είπε. Πήγαινε µέσα και όλα θα πάνε καλά.

Ο Αβραάµ δεν έδειξε να πείθεται µε όσα άκουσε. Επέµεινε.

-Θα είµαι εδώ και θα κοιτάω. Αν δω τίποτα ύποπτο, θα τρέξω να σας ειδοποιήσω. Ή

µάλλον, καλύτερα θα πετάξω µια πέτρα στο παντζούρι της κουζίνας.

Του Αντώνη του ήρθε να βάλει τα γέλια.

-Φανάρι κανονικό δηλαδή. Γιατί όλα αυτά Αβραάµ; Μπορείς να µου το εξηγήσεις;

-Θεριό ανήµερο είναι ο Παναγιώτης, ο πατέρας σου θέλω να πω. Και δεν είµαι

σίγουρος αν σταµατήσει ακόµα και µπροστά σε σένα.

-Κι αυτόν, κι αυτόν τι τον κόφτει…

-Σάµπως δεν ξέρεις ή…

Ο Αβραάµ έσκυψε το κεφάλι µετανιωµένος. Τι του ΄λεγε του παιδιού. Ντράπηκε. Τι

πήγαινε να τους φορτώσει νυχτιάτικα; Προσπάθησε να τα µπαλώσει.

-Συγχώρα µε. Γέρασα και δεν ξέρω τι λέω… Πήγαινε.

Ο Αντώνης πισωπάτησε. Το χαµόγελο έµεινε όπως είχε ξεκινήσει στα χείλη του.

«Έτσι που τα λες, τώρα δεν είµαι σίγουρος και γω» , θέλησε να πει στον Αβραάµ, µα

προτίµησε να χαθεί στο βάθος του δρόµου, τρέχοντας.

Η Μυρτώ, γαντζωµένη στο παράθυρο της κουζίνας της, παρακολούθησε όλη τη

σκηνή στο δρόµο, απ’ τη χαραµάδα που άφηναν τα δύο φύλλα του παντζουριού.

Μόλις είδε τον Αντώνη να χάνεται µέσα στη νύχτα, έφυγε απ’ το παρατηρητήριο της.

Θα ΄θελε να κλάψει, αλλά δεν έβρισκε το λόγο, ούτε τα δάκρυα. Τα δάκρυα της είχαν

στερέψει από καιρό. Το µόνο που της είχε αποµείνει ήταν το τρέµουλο στο σαγόνι.

Όταν της είχε έρθει η είδηση του θανάτου του άντρα της σε τροχαίο, βρισκόταν στην

αυλή της και πότιζε τα λουλούδια. ∆εν έκλεισε το λάστιχο ούτε άρχισε να τσιρίζει και

να χτυπιέται. Απλά συνέχισε το πότισµα. Αυτό έκανε τους περισσότερους να

πιστέψουν πως αν δεν είχε τρελαθεί τότε θα πρέπει να ήταν τρελή από καιρό.

Πότισε τα λουλούδια µέχρι που το χώµα άρχισε να ξεχειλίζει απ΄ τα παρτέρια και

ύστερα µάζεψε αργά, αργά το λάστιχο, µπήκε στο σπίτι και έκλεισε την εξώπορτα. Η

πόρτα που θα την οδηγούσε σ΄ έναν άλλο κόσµο, µακριά από εκείνον που γεννήθηκε

και µεγάλωσε, είχε κλείσει µαζί µε τα µάτια εκείνου, σε κάποιο σηµείο της

ασφάλτου.

Την άλλη µέρα αξηµέρωτα, κίνησε µε τα πόδια µέχρι την Αξιούπολη και από εκεί µε

το λεωφορείο για την γενέθλια πόλη του συζύγου της. Ο νεκρός την περίµενε στο

σπίτι που ετοίµαζαν καιρό τώρα. Έµεινε τρεις µέρες κοντά στη µάνα του και µόλις

Page 71: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

71

επέστρεψε κλείστηκε για βδοµάδες ολόκληρες µόνη στο µικρό της σπίτι. Όταν

αποφάσισε να βγει για µερικά ψώνια που της ήταν απαραίτητα, όσοι την είδαν είπαν

πως ήταν οµορφότερη από πρώτα. Κάποιοι µάλιστα εξήγησαν το άσπρο µαντήλι που

είχε περασµένο στο λαιµό, τη µοναδική αντίθεση στα κατάµαυρα ρούχα της, πως

αυτό ήταν, το είχε βγάλει το πένθος. Κάποιοι άλλοι έπαιρναν όρκο πως είδαν κάποιον

να τη συνοδεύει αµέσως µετά την επιστροφή της απ΄ την κηδεία. Σε λίγο οι

περισσότεροι, αν όχι όλοι, ήταν σίγουροι πως τα βράδια άκουγαν γέλια και φωνές απ΄

το σπίτι της.

Το ότι δε χτύπησε την πόρτα κανενός, το ότι δε ζητιάνεψε λίγη συµπόνια από κανένα,

ήταν µια ακόµα απόδειξη πως είχε φροντίσει να αντικαταστήσει τον µακαρίτη, πριν

καλά, καλά στεγνώσει το χώµα.

Κι όπως γίνεται πάντα σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, πολύ λίγη σηµασία έχει ποιος κάνει

την αρχή. Αρκεί να την κάνει κάποιος και να πει κάτι. Μια ιστορία κι ας είναι

ολάκερη βγαλµένη από τη φαντασία του. Κι ύστερα σαν κρίκος έρχεται η δεύτερη

και δένει στην πρώτη κι ακολουθεί η τρίτη κι η τέταρτη, µέχρι που σχηµατίζεται µια

µακριά αλυσίδα που την αρχή της και δε τη βλέπουν αλλά και δε θέλουν να τη

θυµούνται.

Η Μυρτώ πολύ θα ήθελε να σπάσει κάποτε αυτή την αλυσίδα που ένιωθε να

τυλίγεται όλο και πιο σφιχτά γύρω της, χαρακώνοντας την ίδια της την ψυχή. Τα

χέρια της όµως ήταν αδύναµα και ήξερε ότι θα µάτωναν χωρίς αποτέλεσµα.

Το είχε προσπαθήσει παλιά. Όταν µικρή ακόµα άφηνε πίσω της τις φωνές της µάνας

της και ξεχυνόταν στα χωράφια για να γίνει ένα µε τα χρώµατα και τις µυρωδιές της

φύσης που τόσο τη συγκινούσαν και να χωθεί, µόλις νύχτωνε στα κελάρια και τα

υπόγεια διαφόρων σπιτιών του χωριού, προσπαθώντας ν΄ ανακαλύψει τους

θησαυρούς που φανταζόταν πως υπήρχαν εκεί µέσα κρυµµένοι. Αντί για θησαυρούς

όµως, σ΄ ένα από αυτά ανακάλυψε τον τρόµο, αλλά δε µίλησε ποτέ και σε κανέναν γι΄

αυτό. Έκοψε µόνο τη συνήθεια να τρυπώνει, εκεί όπου δεν την έσπερναν όπως έλεγε

η µάνα της. ∆εν έκοψε όµως τη συνήθεια να περνάει τις περισσότερες ώρες της κοντά

στη φύση, ακόµα και όταν µεγάλωσε και έγινε µια πολύ όµορφη κοπέλα που όλοι την

ορέγονταν και οι περισσότεροι την κακολογούσαν, ακριβώς γι΄ αυτό. Έφευγε σαν τον

άνεµο από µπροστά τους και ξεγλιστρούσε απ΄ τα δίχτυα που έριχναν µπροστά στα

πόδια της.

Το «θα πάρω αυτόν που θ΄ αγαπήσω εγώ» ήταν µια κουβέντα που η µάνα της την

άκουγε συνέχεια απ΄ το στόµα της, αλλά σίγουρα δε συµφωνούσε µαζί της. Εκείνη

ήξερε πως το σπιτάκι που ήταν όλη τους η περιουσία και τα λίγα χρήµατα που

κέρδιζε καθαρίζοντας πότε το σχολείο και πότε την εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου

δεν ήταν και η καλύτερη προίκα που θα µπορούσε να βγάλει τη Μυρτώ στον κόσµο.

Αυτά όµως όπως και οι ορµήνιες της µάνας της, δεν ήταν τίποτα άλλο για τη Μυρτώ

παρά µόνο τα βαρίδια που δεν της επέτρεπαν να τρέξει προς τα εκεί όπου

λαχταρούσε η καρδιά της. Και τα βαρίδια αυτά ήθελε να τα πετάξει για να µπορέσει

µια µέρα να ξανοιχτεί µακρύτερα από την γραµµή που όριζε πως εκεί τελείωναν τα

χωράφια της Φτέρας.

Τον Αλέξη δεν τον είδε σαν µια καλή ευκαιρία. Τον αγάπησε πραγµατικά, από την

πρώτη στιγµή. Με το που σταµάτησε εκείνη τη µέρα στο δηµόσιο δρόµο για να τη

ρωτήσει ποιο δρόµο έπρεπε ν΄ ακολουθήσει για τη Θεσσαλονίκη, η Μυρτώ

αισθάνθηκε την καρδιά της να φτερουγίζει µέσα στο στήθος της. Ήταν η πρώτη φορά

που ένιωσε το φτερούγισµα. Ο Αλέξης δεν έµεινε αδιάφορος και θέλησε να την

ξαναδεί. ∆εν το άφησε στην τύχη. Της το ζήτησε και µέσα σε µια βδοµάδα η Μυρτώ

τον ξεναγούσε στα χωράφια που ήταν γι΄ αυτήν µέχρι τότε, το καλύτερο κοµµάτι του

κόσµου της.

Page 72: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

72

Το ότι όλο και κάποιο µάτι θα τους έβλεπε ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρο, αλλά

δεν το λογάριασε καθόλου. Μετά την πρώτη, ήρθε και η δεύτερη και η τρίτη φορά.

Κι αν όλοι έλεγαν πως θα πρέπει από πολύ καιρό τώρα να είχε χάσει ό,τι

πολυτιµότερο ανάµεσα στα στάχυα, τα καλαµπόκια, τ΄ αµπέλια και τα καπνά, η

αλήθεια ήταν πως η Μυρτώ έκανε το ταξίδι που θα την ολοκλήρωνε σαν γυναίκα,

µόνο τη δέκατη φορά που συνάντησε τον Αλέξη. Εκείνος, έχοντας αναγνωρίσει καλά

µέσα του τα πραγµατικά συναισθήµατα που τον κυρίευαν και µόνο σαν τη

σκεφτόταν, έτρεξε αµέσως να τη ζητήσει από τη µάνα της που δε λογάριασε πως κι

εκείνος δεν είχε τίποτα ακόµα στα χέρια του και εξαρτιόταν απ΄ τους γονείς του, αλλά

µόνο το βάρος που αισθανόταν πως της είχε φορτώσει η Μυρτώ στις πλάτες της µε τα

καµώµατα της.

Μέχρι να φτάσει η ώρα του γάµου χρειάστηκαν πέντε χρόνια και πολλές προσπάθειες

απ΄ τον Αλέξη για να δηµιουργήσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις και να χαρίσει στη

Μυρτώ ένα µέρος απ΄ αυτά που της υποσχέθηκε, άσχετα αν εκείνη ποτέ δεν του τα

θύµισε, αφού της αρκούσε που κοντά του αισθανόταν πως ακόµα και το λίγο γινόταν

το παν.

Για χάρη της µάνας της έπαιρνε λίγα από τον άντρα της που οι δουλειές του τον

κρατούσαν τον περισσότερο καιρό στη Θεσσαλονίκη, αφού θέλησε να µείνει κοντά

της µέχρι τα τελευταία της. Ο Αλέξης δεν έφερε αντίρρηση κι ας ήταν αναγκασµένος

να κάνει πρόσθετα χιλιόµετρα κάθε βδοµάδα για να βρεθεί κοντά της. Αντίρρηση

όµως είχαν οι άλλοι, οι απ΄ έξω που ερµήνευσαν το γεγονός ως µια καλή δικαιολογία

για να κάνει η «άτακτη» Μυρτώ τα δικά της αν και παντρεµένη.

Η µάνα της έσβησε πέντε χρόνια µετά το γάµο της και ενώ είχαν ξεκινήσει οι

προσπάθειες από την πλευρά του Αλέξη για να στήσουν το δικό τους σπιτικό στη

δική του πόλη. Σ΄ αυτό το σπιτικό όµως δεν έµελλε η Μυρτώ να µπει όπως το

ονειρευόταν, µε το χαµόγελο και τα χείλη της να τρυγάνε τον όµορφο λαιµό του

άντρα, αλλά µαυροφορεµένη για να θρηνήσει πάνω απ΄ το πανιασµένο πρόσωπο του

και να τον χαϊδέψει για τελευταία φορά.

Όταν οι δικοί του συµφώνησαν να πουληθεί το ανέτοιµο ακόµα σπιτικό τους, πήρε τα

χρήµατα που της έφερε ο µεσίτης και γύρισε εκεί όπου έβρισκε πάντα καταφύγιο. Στο

µικρό της σπίτι στη Φτέρα. Ήταν τόσες πολλές οι αναµνήσεις που είχαν συσσωρευτεί

µέσα της από τα χρόνια µε τον Αλέξη που πίστευε πως αρκούσαν για να περάσει µ΄

αυτές τα υπόλοιπα χρόνια της. Αυτές την ηρεµούσαν. Τα ανεκπλήρωτα τους όνειρα

έπρεπε να ξεχάσει, γιατί αυτά την πλήγωναν.

Το µόνο που ζητούσε πια, ήταν να κυλήσουν ήρεµα τα υπόλοιπα χρόνια της. ∆εν

αρκούσε όµως µόνο η δική της θέληση. Μπορεί να είχε γεννηθεί και µεγαλώσει σε

µια µικρή κοινωνία, αλλά δεν είχε καταλάβει, µάλλον, ποτέ της, πως δεν είναι και το

ευκολότερο πράγµα, όταν το δικό σου χνώτο βρίσκεται τόσο κοντά µε του διπλανού

σου.

Όσο περιορίζονταν µόνο στα λόγια δεν είχε κανένα λόγο ν΄ ασχοληθεί µαζί τους.

Τροµοκρατήθηκε όµως µόλις διαπίστωσε πως κάποιοι είχαν αρχίσει να περνάνε και

στις πράξεις. Τις πρώτες πέτρες που πλήγωσαν τα παντζούρια της µέσα στη νύχτα και

στοίχειωσαν τον ύπνο της, σκορπώντας το φόβο και την αγωνία στην σκοτεινή της

κρεβατοκάµαρα, τις απέδωσε στα παιδιά που οι µανάδες τους δεν είχαν φροντίσει να

συµµαζέψουν στα σπίτια µε την ώρα τους. Το ότι οι παιδικές φωνές είχαν σταµατήσει

από ώρα το είχε βέβαια προσέξει αλλά δεν θέλησε να το µετρήσει. Όταν έπεσε όµως

ο πρώτος µεθυσµένος, περασµένα µεσάνυχτα, µε λύσσα πάνω στα παντζούρια της,

ζητώντας απ’ αυτή «τη βρώµα» να του ανοίξει και εκείνου και να του προσφέρει όσα

«σ΄ αυτούς τους αληταράδες που κουβαλάει κάθε νύχτα από άλλα µέρη, πριν τις

Page 73: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

73

εννιά του µακαρίτη», κατάλαβε πως θα ΄ταν προτιµότερο να την πετροβολάνε κάθε

νύχτα.

Έκανε µέρες να ξεµυτίσει και όταν το αποφάσισε φόρεσε την πιο µακριά φούστα που

είχε, γιατί φαντάστηκε πως και το παραµικρό σχίσιµο µπορούσε να εκληφθεί από

τους µετρηµένους νοικοκυραίους της µέρας και τους αλόγιστους µεθύστακες της

νύχτας ως µια πρόκληση- πρόσκληση για νυχτερινά όργια, ανάλογα µ΄ αυτά που η

φαντασία τους της απέδιδε.

Το συντηρητικό ντύσιµο και το χαµηλωµένο βλέµµα αντί να ηρεµήσει τα πράγµατα

απλώς εξαγρίωσε ορισµένους που εξέλαβαν τη στάση της αυτή ως συλλήβδην

απόρριψη του ανδρικού πληθυσµού της Φτέρας, προς όφελος όλων εκείνων των

ξένων που νύχτα πατούσαν την κρεβατοκάµαρα της και χαίρονταν το κορµί της. Και

όπως ήταν αναµενόµενο, µεταξύ των απορριφθέντων αναπτύχθηκε µια ισχυρή

αλληλεγγύη µε στόχο να πληγεί και να τιµωρηθεί όπως της έπρεπε η «πόρνη».

Τα κουδούνια που κρέµασαν στην αυλόπορτα, τα σηµειώµατα κάτω από την πόρτα κι

οι καθηµερινές απειλές από αόρατους νυχτερινούς επισκέπτες, ξύπνησαν µέσα της το

ένστικτο της αυτοσυντήρησης που σιγά, σιγά την κυρίευσε ολόκληρη, εκτοπίζοντας

ακόµα και αυτές τις ευχάριστες αναµνήσεις από τη ζωή της µε τον Αλέξη.

Αισθάνθηκε σαν το κυνηγηµένο αγρίµι και ακόνισε τα νύχια της για ν΄ αµυνθεί, µόνο

που γρήγορα διαπίστωσε πως αυτά δεν αρκούσαν για ν΄ αναχαιτίσουν την

µανιασµένη αγέλη των λύκων που παραφυλούσε απ΄ έξω, κάνοντας την εµφάνιση της

µόνον εκ του ασφαλούς. Προφυλαγµένη από το σκοτάδι της νύχτας.

Ο Αβραάµ, ο γλυκός της γείτονας που έψησε πολλές φορές τον καφέ στη µάνα της

και ήταν απ΄ τους λίγους που πραγµατικά τη συµπαραστάθηκαν στις τελευταίες της

ώρες, άπλωσε το χέρι του και προς τη Μυρτώ. Μόνο που αυτό, το µοναδικό, χέρι,

ήταν τόσο αδύναµο που πολλές φορές η Μυρτώ αναρωτιόταν αν είχε το δικαίωµα ν΄

αρπαχτεί απ΄ αυτό, συµπαρασύροντας, έστω και άθελα της, τον Αβραάµ σε µια

περιπέτεια που πολύ φοβόταν ότι δεν θα είχε τις δυνάµεις ν΄ αντέξει.

Η Αλέκα ήταν το δεύτερο στήριγµα της, αλλά δεν ήθελε να της φορτώνεται και πολύ

ξέροντας πως οι ώµοι της ήταν ήδη βεβαρηµένοι από το φορτίο που αναγκαζόταν να

κουβαλάει όλα τα χρόνια από την αναγκαστική συµβίωση της µε τον Παναγιώτη.

Όταν εµφανίστηκε, σήµερα το πρωί, ο Αντώνης, πέρα από τις επιφυλάξεις που στην

αρχή προσπάθησε να δηµιουργήσει στον εαυτό της, γρήγορα ανοίχτηκε απέναντι του,

ίσως γιατί όσο και αν το πρόσωπο του είχε κάποια απ΄ τα χαρακτηριστικά του πατέρα

του, στο βλέµµα του είχε διακρίνει το βλέµµα της Αλέκας. Και για τη Μυρτώ, το

βλέµµα ήταν που µετέφερε όλη την αλήθεια.

Η ερωτική έλξη που της δηµιούργησε το άγγιγµα του Αντώνη δεν ήταν τόσο η

ανάγκη του κορµιού της να ξανανιώσει ζωντανό, όσο η θέληση της ψυχής της να βρει

µια καινούργια ελπίδα να γαντζωθεί. Μια ελπίδα που ίσως λειτουργούσε σαν την

µικρή και ασθενική αχτίδα που µπορεί να µην έδιωχνε εντελώς το σκοτάδι αλλά ίσως

της άνοιγε ένα µονοπάτι που αν το ακολουθούσε µπορεί να την οδηγούσε στην έξοδο

απ΄ όλα αυτά.

Απόψε, σαν είδε τον Αντώνη να χάνεται τρέχοντας στην άκρη του δρόµου, δεν ήθελε

να τον κατηγορήσει για τη δειλία που επεδείκνυε, ούτε να βάλει στο µυαλό της πως

απλώς είχε γίνει ένα παιχνιδάκι στα χέρια του, έστω και για λίγο. ∆εν ήταν όµως και

σε θέση εκείνη την ώρα να του συγχωρέσει πως αυτή την ελπίδα που ο ίδιος είχε

πλάσει µε τα χέρια του, προτού της δώσει λίγη απ΄ την ανάσα του για ν΄ ανασάνει και

να µπουσουλίσει, τη στραγγάλισε.

Page 74: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

74

25

Οι καλεσµένοι είχαν αποχωρήσει από ώρα, αλλά ο Παναγιώτης έµενε µόνος στο

σαλόνι και κάπνιζε σκεφτικός. Η Αλέκα µπήκε δύο φορές για να µαζέψει ποτήρια και

πιάτα και απέφυγε να του µιλήσει. Σε λίγο µπήκε αυτός στην κουζίνα και τη βρήκε

στη γνώριµη της θέση στο νεροχύτη.

-Θα βγω, της είπε και έψαξε να βρει το σακάκι του.

Σε λίγο φορώντας το στάθηκε δίπλα της.

-Γιατί δε ρωτάς ποτέ πού πάω;

-Θα µου έλεγες; του πέταξε εκείνη χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της προς το µέρος της.

Ο Παναγιώτης έβαλε τα χέρια στις τσέπες του σακακιού χωρίς να ξέρει κι εκείνος τι

ψάχνει.

-Ο γιος σου πού είναι;

Την ερώτηση τη φοβόταν από ώρα η Αλέκα αλλά δεν είχε βρει κάτι να του

απαντήσει.

-Πού είναι;- επέµενε εκείνος.

-Βγήκε, ήταν η µονολεκτική της απάντηση και έκλεισε τη βρύση βιαστικά.

Ο Παναγιώτης πλησίασε στο παράθυρο και ανασήκωσε την κουρτίνα.

-Το φορτηγάκι είναι εδώ, άρα δεν πήγε στην πόλη. Κάπου εδώ θα γυρνάει.

Η Αλέκα σκούπισε γρήγορα τα χέρια της και προσπάθησε να φύγει προς το διάδροµο.

∆εν πρόλαβε. Την άρπαξε µε το δεξί του χέρι από τον ώµο και την κόλλησε πάνω

του.

-Άκου δω. Εγώ τα µαθαίνω όλα. Αν πήγε σ΄ αυτή τη βρώµα, θα το φάτε το κεφάλι

σας. Κι εσύ κι αυτός.

Την άφησε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Η Αλέκα έµεινε για λίγο αναποφάσιστη στη

θέση της και ύστερα πήγε γρήγορα στην κρεβατοκάµαρα της. Έσκυψε κάτω από το

κοµοδίνο του Παναγιώτη και ξεκόλλησε την ασπρόµαυρη φωτογραφία. Την κράτησε

τρυφερά στα χέρια της.

-Μοιάζει ο Αντώνης του πατέρα µου. Του µοιάζει στο βλέµµα. Ευτυχώς Θε µου, του

΄δωσες το καθαρό βλέµµα εκείνου. Ευτυχώς…

Ο Βασίλης έφτασε µπροστά στο σπίτι του Παναγιώτη. Ήταν σίγουρος πως ήταν

αυτό αφού είδε σταθµευµένο µπροστά στο καφενείο το φορτηγάκι. Στο σπίτι υπήρχαν

πολλά φώτα αναµµένα κι οι φωνές ακουγόταν καθαρά µέχρι κάτω. Κάποια απ΄ αυτές

ήταν σίγουρος πως ήταν του Παναγιώτη. Την κατάλαβε αµέσως αφού δεν ήταν

αναγκασµένος να την ξεχωρίσει ανάµεσα σε άλλες. Μόλις ακουγόταν η φωνή του οι

άλλες σταµατούσαν.

Ο Βασίλης έκανε µερικά βήµατα πίσω και ύστερα πλησίασε το φορτηγάκι. Άρχισε να

περπατάει γύρω του και στάθηκε στην πόρτα της καρότσας. Στη µια πλευρά της

υπήρχαν ακόµα τα σηµάδια από το αίµα που είχε τρέξει από το πληγωµένο χέρι του

Παναγιώτη.

Οι φωνές σταµάτησαν. Έσκυψε ασυναίσθητα πίσω απ’ το φορτηγάκι ρίχνοντας

κλεφτές µατιές προς το σπίτι. Σε λίγο άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά οι

καλεσµένοι. Όταν έφυγε και ο τελευταίος τα φώτα άρχισαν να κλείνουν.

Σηκώθηκε και σκέφτηκε να κάνει µια βόλτα. ∆εν ήταν η πιο κατάλληλη ώρα για να

χτυπήσει στο σπίτι. Έκανε µερικά βήµατα αλλά µετάνιωσε. Μόλις γύρισε προς τα

πίσω είδε µια γνώριµη φιγούρα να κατεβαίνει τα σκαλιά.

Σκέφτηκε προς στιγµήν να γυρίσει και να φύγει αλλά δεν το βρήκε καλή ιδέα.

Στάθηκε απλώς ακίνητος.

Ο Παναγιώτης κατέβηκε µε το κεφάλι σκυµµένο. Ένιωσε πως κάποιος ήταν κοντά

του και το σήκωσε απότοµα. ∆ε χρειάστηκε πάνω από δύο τρία δευτερόλεπτα για ν΄

αναγνωρίσει το Βασίλη.

Page 75: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

75

-Α, εσύ είσαι; Πού ξεφύτρωσες µέσα στη νύχτα;

-Μου είπες να ΄ρθω και…

-Βρήκες την ώρα και συ… Τέλος πάντων. Ακολούθα µε.

Τον ακολούθησε αµίλητος. Ο Παναγιώτης έβγαλε τα κλειδιά του και άνοιξε το

καφενείο. ∆ε χρειάστηκε ν΄ ανάψει το φως αφού ο απέναντι στύλος έριχνε αρκετό

φως. Τον οδήγησε σε µια αποθήκη.

-Να εδώ µπορείς να µείνεις και το πρωί τα λέµε. Αν πεινάς έχει κάτι µπισκότα. Ρίξε

κάτι στο στόµα σου.

-Ευχαριστώ πολύ.

Ο Παναγιώτης ξεκίνησε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε.

-∆εν πιστεύω να έβαλες µε το νου σου, να σηκώσεις τίποτα πράµατα από εδώ µέσα;

Γιατί κι αν το έβαλες να το βγάλεις.

-Μα όχι. Εγώ για δουλειά ήρθα…

-Αν το τολµήσεις θα σε βρω. Και κάτω από τη γη να πας, θα σε βρω.

Ο Παναγιώτης κλείδωσε δύο φορές την πόρτα του καφενείου και έβγαλε τα κλειδιά

του αυτοκινήτου. Την ώρα που προσπαθούσε να βρει αυτό , που άνοιγε την πόρτα,

άκουσε µια φωνή.

-Παναγιώτη.

∆εν του θύµιζε κάτι και προσπάθησε να διακρίνει σε ποιόν ανήκε αυτή η σκιά στο

σκοτάδι που πλησίαζε προς το µέρος του, βάζοντας ένα από τα µεγαλύτερα κλειδιά

που κρατούσε στο χέρι του ανάµεσα στα δάχτυλα για να το χρησιµοποιήσει σαν

στιλέτο αν χρειαζόταν.

-Παναγιώτη, εγώ είµαι δε µε γνώρισες;

Η σκιά προχώρησε και άλλο και στάθηκε ακριβώς κάτω απ’ το φως της ηλεκτρικής

λάµπας.

-Εσύ…

Το πρόσωπο του Παναγιώτη άσπρισε, σαν πανί.

-Ναι εγώ. ∆εν µε περίµενες, ε;

-Όχι. Γιατί, γιατί γύρισες…

-∆εν άντεχα άλλο. Με κυνηγούσαν οι τύψεις και έκρινα πως ήρθε η ώρα να τα

ξεδιαλύνουµε όλα. Να µιλήσουµε για όλα τα περασµένα…

-Για όλα…

-Ναι. ∆εν µπορώ να κουβαλάω πάνω µου άλλο, όλα αυτά τα µυστικά.

-Και θυµήθηκες τώρα…

-Τώρα. ∆εν πάει άλλο σου λέω. Το πήρα απόφαση. Κοίτα να το πάρεις και συ.

Ο Παναγιώτης άρχισε να γυρνάει γύρω, γύρω απ΄ τον εαυτό του πιάνοντας το κεφάλι

του.

-∆εν µπορεί, όνειρο βλέπω. Εφιάλτη. ∆εν υπάρχεις γαµώτο, δεν υπάρχεις…

-Εδώ είµαι. Υπάρχω.

Ο Παναγιώτης παραπατώντας πλησίασε. Τον κοίταξε καλά, καλά και τον άρπαξε από

τους ώµους. Ήθελε να τον λιώσει, να τον εκµηδενίσει µα δεν µπορούσε. Οι δυνάµεις

του τον είχαν εγκαταλείψει και σιγά, σιγά σωριάστηκε στο χώµα. Ο άλλος,

τραβήχτηκε λίγο πίσω, του έριξε ένα βλέµµα και έφυγε αφήνοντας τον καταγής.

Page 76: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

76

26

Οι ώρες της νύχτας, όταν τις µετράς ξάγρυπνος, µοιάζουν ατέλειωτες. Ο

Παναγιώτης δεν περίµενε να τις µετρήσει µέχρι να φέξει. Αξηµέρωτα ξεκίνησε µε τα

ρούχα που φορούσε αποβραδίς, αφού δεν µπήκε καν στον κόπο να τα βγάλει.

Κατεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα του σπιτιού έσκυψε για να σκουπίσει απ΄ τα

γόνατα του τα σηµάδια απ΄ το χθεσινοβραδινό σύρσιµο στο χώµα.

Μόλις µπήκε στο φορτηγάκι και έβαλε µπροστά πάτησε µε δύναµη το γκάζι και

ξεκίνησε χωρίς ν΄ ανάψει τα φώτα. Τα µάτια του τον έτσουζαν από την αϋπνία, αφού

ήταν ίσως η µοναδική φορά στη ζωή του που ΄χε µείνει ξάγρυπνος. Ποτέ άλλοτε δε

θυµόταν τον εαυτό του να µετρά τα δευτερόλεπτα µέσα στη νύχτα και να του

φαίνονται σαν ώρες. Πάντοτε, µε το που έπεφτε στο κρεβάτι γυρνούσε στο δεξί

πλευρό και µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ροχάλιζε. Όνειρα δεν έβλεπε και αν έβλεπε

δεν τα θυµόταν ποτέ το πρωί. «Οι άνθρωποι που ΄χουν καθαρή τη συνείδηση τους,

κοιµούνται ήσυχα, χωρίς όνειρα και εφιάλτες», είπε κάποτε στην Αλέκα όταν αυτή

σχολίασε την ευκολία µε την οποία κοιµόταν. «Όσοι δεν έχουν συνείδηση, γιατί να

δουν όνειρα και εφιάλτες;» αναρωτήθηκε από µέσα της τότε η Αλέκα αλλά απέφυγε

να συνεχίσει την κουβέντα αυτή, σίγουρη πως δεν θα οδηγούσε πουθενά.

Εκείνο το βράδυ ο Παναγιώτης δεν κοιµήθηκε για δύο λόγους. Φοβήθηκε πως αν

κοιµόταν οι εφιάλτες που είχε δει στον ξύπνιο του θα ξαναρχόταν απειλητικοί και αν

τον έβρισκαν κοιµισµένο δεν θα ήταν σε θέση να τους ελέγξει, να τους

αντιµετωπίσει όπως εκείνος θα ήθελε. Πολλά βράδια είχε ξυπνήσει όταν η Αλέκα

χτυπιόταν δίπλα του λουσµένη στον ιδρώτα, περικυκλωµένη από απροσδιόριστους

εφιάλτες και ήταν εκείνες οι µοναδικές στιγµές που φαινόταν να χαλαρώνει και ν΄

αποζητά από µόνη της καταφύγιο στην αγκαλιά του. Η αδυναµία που έδειχνε η

γυναίκα του τον έκανε να τη λυπάται µα και να τη σιχαίνεται. Ποτέ δεν του άρεσαν

τα αδύναµα πλάσµατα αν και ήξερε πολύ καλά πως τα περισσότερα που τον

περιστοίχιζαν τέτοια ήταν. ∆εν θα επέτρεπε στον εαυτό του να ξεπέσει σε µια τέτοια

κατάσταση και να βρεθεί, άθελα του, ν΄ αναζητά καταφύγιο στην αγκαλιά της

Αλέκας, δείχνοντας της µια πλευρά του εαυτού του που αποκλείεται να φανταζόταν

πως είχε ο άντρας της.

Ο δεύτερος λόγος ήταν πως ήθελε, αυτές τις λίγες ώρες που απέµειναν µέχρι το

ξηµέρωµα, να καταστρώσει τα σχέδια του για ν΄ αντιµετωπίσει τον εφιάλτη που είχε

φτάσει έξω από την πόρτα του και τον άλλο που ερχόταν, τον αδερφό της Αλέκας.

Πριν λίγες ώρες είχε ν΄ αντιµετωπίσει µόνο το δεύτερο. Από τη στιγµή όµως που

άνοιξε και άλλο µέτωπο, θα πολεµούσε και στα δύο. Και στα δύο αλλά µε τον τρόπο

που αυτός ήξερε και µε τους δικούς του όρους.

Μέχρι να βγει απ΄ τη Φτέρα, το φορτηγάκι ανέπτυξε µεγάλη ταχύτητα. Λίγο πριν

το πέτρινο γεφύρι έπρεπε να στρίψει δεξιά και να πάρει το δηµόσιο δρόµο που θα τον

έβγαζε στη Θεσσαλονίκη. ∆εν υπολόγισε καλά τη στροφή, δεν µείωσε και την

ταχύτητα και µέσα σε κλάσµατα του δευτερολέπτου οι ρόδες του αυτοκινήτου

βούλιαζαν στο χώµα δίπλα στο γεφύρι. Ο Παναγιώτης γύρισε απεγνωσµένα το τιµόνι

για να επαναφέρει το αυτοκίνητο αλλά εκείνο, εκτός ελέγχου, σερνόταν

πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ το γεφύρι. Η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη και

ο Παναγιώτης άφησε το τιµόνι και σκέπασε µε τα χέρια το κεφάλι του.

Απλώθηκε ησυχία. Το σκοτάδι ήταν πυκνό ακόµα. Ο σύντροφος του κάλεσε τον

Παναγιώτη να φύγουν. Εκείνος δεν έδωσε σηµασία. Το βλέµµα του είχε µαγνητιστεί

απ΄ το δαχτυλίδι που κρατούσε στα χέρια του. Τα φίδια ποτέ δεν του άρεσαν, αλλά

αυτά πάνω στο δαχτυλίδι ήταν τόσο όµορφα! Τα ζήλεψε από την πρώτη στιγµή που

είδε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της κοπέλας. Πάντα ζήλευε µικρά αλλά όµορφα

Page 77: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

77

πράγµατα και σχεδόν πάντα τα έκανε δικά του. ∆εν το ΄χε δοκιµάσει ακόµα στο δικό

του δάχτυλο αλλά ήταν σίγουρος πως θα του έκανε. Εξάλλου φαινόταν πως ήταν

ανδρικό.

Ο σύντροφος του τον τράβηξε καλώντας τον να τον ακολουθήσει. Ο Παναγιώτης

έσφιξε γερά στη χούφτα του το δαχτυλίδι και άρχισε ν΄ ανεβαίνει την µικρή πλαγιά.

∆εν είχε ξεµακρύνει πολύ απ΄ το θολωτό του γεφυριού όταν του φάνηκε πως άκουσε

έναν αναστεναγµό. Γύρισε για να δει αλλά παραπάτησε και άρχισε να κατρακυλάει.

Αρπάχτηκε από κάποια χόρτα για να σταµατήσει το κατρακύληµα του. Μόλις το

κατάφερε ένιωσε τη χούφτα του άδεια. Όπως ήταν, στα τέσσερα άρχισε να ψάχνει

απεγνωσµένα για το δαχτυλίδι. ∆εν το έβρισκε πουθενά. Πανικοβλήθηκε και άρχισε

να τρέχει µε όλη του τη δύναµη πάνω στο γεφύρι. Μπροστά του έτρεχε εκείνη και τα

ξέπλεκα µαλλιά της έφταναν µέχρι τη µέση της. «Αν την αρπάξω απ΄ τα µαλλιά,

σκέφτηκε, θα τη σταµατήσω». Το δεξί του χέρι έπιασε τις άκρες των µαλλιών της.

Πριν τις σφίξει στη χούφτα του γλίστρησαν αφήνοντας τον µε την αίσθηση που

αφήνει ένα απαλό µεταξένιο ύφασµα. Άκουσε το θόρυβο που έκανε το κορµί της

καθώς έσκασε πάνω στα κρύα νερά του ποταµού. Έσκυψε και είδε το δαχτυλίδι να

είναι µπλεγµένο ανάµεσα σε κάποια χόρτα, ακριβώς από κάτω, στην πλαγιά.

Χαρούµενος κατέβηκε να το πάρει. Ο σύντροφος τού του ΄κοψε το δρόµο και του

΄δειξε προς την άλλη πλευρά του γεφυριού. Εκείνη, ξαπλωµένη είχε αφήσει τα νερά

του ποταµού µε τα ξέπλεκα µαλλιά της απλωµένα πίσω της, να την ταξιδεύουν.

Φαινόταν τόσο ήρεµη και έδειχνε να το απολαµβάνει. Ο Παναγιώτης

απελευθερώθηκε από το κράτηµα του συντρόφου του και έτρεξε να πάρει το

δαχτυλίδι. Έφτασε στο σηµείο που το είχε δει, αλλά το δαχτυλίδι δεν υπήρχε. Έπεσε

στα τέσσερα και άρχισε να το ψάχνει.

Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου έκαναν τα µάτια του να τσούξουν. Τα έτριψε µε τα

χέρια του. Το δαχτυλίδι τον γρατσούνισε λίγο κάτω απ΄ το αριστερό µάτι. Σήκωσε το

δεξί του χέρι ψηλά, να το καµαρώσει. Ήταν εκεί. Αστραποβολούσε πάντα, κάνοντας

νάζια στις αχτίδες του ήλιου που αντανακλούσαν πάνω του. Πόσο του άρεσε να το

βλέπει, να το καµαρώνει. ∆εν το είχε αποχωριστεί ποτέ. ∆εν το ξεχώριζε πια απ΄ το

δάχτυλο του. «Πρέπει να µου κόψουν το δάχτυλο για να το πάρουν», σκεφτόταν και

χαµογελούσε πιστεύοντας πως δεν υπήρχε άνθρωπος που θα το τολµούσε.

Ένιωσε να πονάει στο µέτωπο και ψηλαφίζοντας το εντόπισε ένα µικρό εξόγκωµα.

Ανασηκώθηκε στο κάθισµα για να δει καλύτερα το σηµάδι στο εσωτερικό

καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Μικρό το κακό. Απ΄ αυτά που ούτε καν τα λογάριαζε.

Κοίταξε έξω. Το φορτηγάκι είχε σταµατήσει λίγα εκατοστά από την πλαγιά. Λίγο

ακόµα και θα είχε πέσει στα λιγοστά νερά του ποταµού. Το γεφύρι στεκόταν αµίλητο

από πάνω του. Ο πόνος στο µέτωπο έγινε µια επίµονη σουβλιά αλλά δεν έδωσε

περισσότερη σηµασία. Γύρισε το κλειδί της µηχανής, ξανάβαλε µπροστά και

ξεκίνησε. Έπρεπε να τελειώνει µια ώρα αρχύτερα.

Page 78: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

78

27

Ο Βασίλης άκουσε τη µηχανή του αυτοκινήτου του Παναγιώτη στον ύπνο του και

πίστεψε πως σε λίγο θα νιώσει τις ρόδες πάνω του. Μαζεύτηκε σε µια γωνιά αµίλητος

περιµένοντας. Σε λίγο το αυτοκίνητο έπαψε ν΄ ακούγεται και χαλάρωσε. Τι γύρευε

αυτός εκεί µέσα; Ο άνθρωπος που του πρόσφερε αυτό το προσωρινό κατάλυµα τον

φόβιζε αλλά αντί να φύγει µακριά του, ν΄ ακολουθήσει τη συµβουλή του αφεντικού

που τον προέτρεψε να µη δεχτεί την προσφορά εργασίας του, έκανε το ακριβώς

αντίθετο. Ήταν αργά όµως για να φύγει. Είχε πια πάρει το ρίσκο και θα συνέχιζε

µέχρι το τέλος.

∆ε µέτρησε την ώρα αλλά θα πρέπει να ΄χε περάσει αρκετή όταν άκουσε θόρυβο

από κλειδιά και ύστερα ελαφριά βήµατα.

-Αντώνη. Αντώνη, είσαι εδώ;

Του άρεσε πολύ αυτή η γυναικεία φωνή και θέλησε να της απαντήσει.

Συγκρατήθηκε και αναζήτησε ένα κιβώτιο για να κρυφτεί πίσω του.

Η Αλέκα µπήκε σαν σίφουνας στην αποθήκη και έπεσε πάνω του. Ο Βασίλης το

µόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να σηκώσει τα χέρια του, δείχνοντας της πως δεν

επρόκειτο να της κάνει κακό.

Η Αλέκα πισωπάτησε κοιτάζοντας τον απορηµένη, µα όχι φοβισµένη.

-Ποιος είσαι εσύ;

-Ο κ. Παναγιώτης µ΄ έφερε εδώ χθες το βράδυ. Για δουλειά ήρθα και…

Τον κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω. ∆εν της γέµιζε το µάτι για εργάτης. Ή

τουλάχιστον δεν έµοιαζε µ΄ αυτούς που συνήθως κουβαλούσε ο άνδρας της.

-Και έµεινες εδώ όλη νύχτα;

Της έγνεψε καταφατικά.

-Μήπως είδες τον Αντώνη, το γιο µου;

-∆εν είδα κανένα.

Γύρισε να φύγει µονολογώντας.

-Πού πήγε αυτό το παιδί;

Ο Βασίλης δεν ήξερε αν έπρεπε να την ακολουθήσει. Προτίµησε να µείνει στη

θέση του.

Η Αλέκα σε δύο, τρία λεπτά ξαναγύρισε.

-Με συγχωρείς. Θα πεινάς σίγουρα. Έλα έξω να σου βάλω κάτι να φας.

Την ακολούθησε. ∆εν ήξερε πώς να της µιλήσει αλλά και πώς να ελέγξει το

βλέµµα του που την κοίταζε αχόρταγα. «Ωραία γυναίκα, σε κάνει να τη θέλεις από

την πρώτη στιγµή», σκέφτηκε αλλά έδιωξε αµέσως τη σκέψη αυτή. Προσπάθησε να

ελέγξει και το βλέµµα του για να µην εκτεθεί.

Page 79: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

79

28

Ο Παπαγιώργης ακολουθούσε το συνηθισµένο καθηµερινό του δροµολόγιο προς

την εκκλησία που περνούσε µπροστά απ΄ το σπίτι του Μηνά. Τα ανοιχτά παντζούρια

τράβηξαν την προσοχή του. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οι γειτόνισσες

τα έκλεισαν µια για πάντα. Απορηµένος, πλησίασε την αυλόπορτα και είδε έναν

ασπροµάλλη να προσπαθεί να ανοίξει τη βρύση της αυλής. Θέλησε να του µιλήσει µα

µετάνιωσε.

Γύρισε γρήγορα για να φύγει και έπεσε πάνω στο Μανώλη.

-Έλα εδώ εσύ, τον πρόσταξε µε τη βαριά του φωνή.

Ο Μανώλης πλησίασε βαριεστηµένα.

-Μήπως ξέρεις ποιος άνοιξε το σπίτι του Μηνά;

-Ο Μηνάς. Ποιος άλλος θα µπορούσε να το ανοίξει;

Ο Μανώλης αποµακρύνθηκε, αφήνοντας τον παπά απορηµένο στη µέση του δρόµου.

-Ο Μηνάς; Γιατί, αναστήθηκε;

Page 80: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

80

29

Ο Αβραάµ ζήτηµα να κοιµήθηκε µερικά λεπτά όλη τη νύχτα. Κάθε τρεις και λίγο

πεταγόταν και πήγαινε στο παράθυρο του καθιστικού που έβλεπε απέναντι, στης

Μυρτώς. Καµιά κίνηση.

Μόλις έφεξε για τα καλά και ετοίµασε το πρωινό της Κούλας, δεν κρατήθηκε άλλο.

Έτρεξε και χτύπησε το παραθυρόφυλλο της κουζίνας της. ∆εν πήρε απάντηση. Το

ξαναχτύπησε χωρίς πάλι κανένα αποτέλεσµα. Γύρισε τρέχοντας στο σπίτι. Η Κούλα

µόλις είχε γεµίσει τη φούστα της µε µαρµελάδα και ετοιµαζόταν να τον φωνάξει. Την

καθάρισε γρήγορα, γρήγορα, της σέρβιρε τον καφέ και ξαναβγήκε.

Χτύπησε πιο δυνατά τώρα το παραθυρόφυλλο της Μυρτώς. Ετοιµαζόταν να µπεί

στην αυλή της όταν άκουσε το τρίξιµο που έκαναν τα παραθυρόφυλλα που άνοιγαν.

Η Μυρτώ πρόβαλε αγουροξυπνηµένη στο παράθυρο.

-Αβραάµ. Εσύ είσαι γλυκέ µου;

Έτρεξε κοντά της. Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Να της

δείξει µε κάθε τρόπο τη χαρά του που την έβρισκε καλά.

Η Μυρτώ σα να ντράπηκε έσκυψε το κεφάλι της, χωρίς όµως να µπορεί να κρύψει

ένα αχνό χαµόγελο που ΄χε εµφανιστεί στα χείλη της.

-Έτσι µπράβο. Χαµογέλα. Χαµογέλα γιατί εγώ θέλω να ΄σαι καλά κορίτσι µου, της

είπε µη συγκρατώντας τον ενθουσιασµό του.

Την παρέσυρε κι εκείνη. Το χαµόγελο έγινε δροσερό γέλιο. Ξεχύθηκε αβίαστα απ΄ τα

στήθη της. Σήκωσε το κεφάλι κι οι δύο µικρές σταγονίτσες δάκρυ που κρεµόταν απ΄

τα µάτια της, δεν είχαν καµιά σχέση µε τα δάκρυα που είχε πολλές φορές δει να

αυλακώνουν το πρόσωπο της. Άρχισε να γελάει κι ο Αβραάµ.

-Έτσι µπράβο. Κοιµήθηκες καλά;

-Ναι. Η νύχτα ήταν ήσυχη και κοιµήθηκα µια χαρά.

Της πήρε τα χέρια ανάµεσα στα δικά του και τα φίλησε µε λαχτάρα. Η τσιριχτή φωνή

της Κούλας που έφτασε στ΄ αυτιά του, δεν τον ενόχλησε καθόλου.

-Πάντα καλά να είσαι καρδιά µου. Πάντα καλά.

Το τασάκι που εκσφενδόνισε µε όλη της τη δύναµη η Κούλα έσκασε ένα µέτρο πιο

πέρα από τον Αβραάµ. Ανασήκωσε τους ώµους του.

-Ήταν το µοναδικό τασάκι που µας είχε αποµείνει…

Άρχισε να πισωπατάει, µε απλωµένα χέρια, σαν να ΄θελε να της δείξει πως την

κρατούσε στην αγκαλιά του.

Οι κραυγές της Κούλας δυνάµωσαν. Του χτυπούσαν αλύπητα τ΄ αυτιά. Κατέβασε

το κεφάλι και είδε τα χέρια του αδειανά. Την αγκαλιά του έρηµη. Γύρισε απότοµα και

µε σταθερά βήµατα κατευθύνθηκε προς την Κούλα.

-Έρχοµαι ρουφιάνα. Έρχοµαι να σε κανονίσω.

Η Κούλα έµεινε για λίγο ακίνητη στη θέση της και αµέσως µετά ακούστηκε το

σύρσιµο από τις ρόδες του καροτσιού και ο θόρυβος που έκανε χτυπώντας µε δύναµη

τα έπιπλα.

Page 81: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

81

30

Ο Ταξίαρχος καληµέρισε και κάθισε σ΄ ένα τραπεζάκι του καφενείου. Η Αλέκα

σήκωσε το κεφάλι, του έριξε ένα βλέµµα και απέφυγε να τον καληµερίσει. Έσκυψε

µόνο και ρώτησε το Βασίλη αν ήθελε ένα αυγό ακόµα. Έγνεψε καταφατικά και

αφέθηκε να παρακολουθεί την Αλέκα µέχρι να χαθεί πίσω απ΄ το ψυγείο. Είχε φάει

ήδη τέσσερα αυγά αλλά δεν είχε χορτάσει. Θα έτρωγε και άλλα τόσα, αρκεί να την

έφερνε όλο και περισσότερο κοντά του. Πριν λίγο, καθώς έσκυψε να τον σερβίρει,

είδε για λίγο το στήθος της και το χέρι του άγγιξε κατά λάθος το πόδι της. ∆εν

αντέδρασε. Ίσως και να µην το αισθάνθηκε. Ο Βασίλης πάντως είχε αρχίσει να

τρέµει.

Η Αλέκα αισθάνθηκε το τυχαίο άγγιγµα του ποδιού της από το Βασίλη. Το

αισθάνθηκε και της άρεσε. Εκείνη τη στιγµή δεν ήταν δυνατόν να πει αλλά ούτε και

να σκεφτεί οτιδήποτε. Εξάλλου έπρεπε πρώτα να καταλάβει και η ίδια τι ήταν αυτό

που την έκανε να χαρεί αυτό το στιγµιαίο άγγιγµα ενός ανθρώπου που δεν ήξερε

παρά µόνο το όνοµα του. Κανονικά θα έπρεπε να τροµάξει αλλά αντιθέτως

αισθανόταν µια αγαλλίαση σ΄ όλο της το κορµί. Καθώς του ετοίµαζε και άλλα αυγά,

έβαλε ασυναίσθητα το χέρι της και άρχισε να χαϊδεύει το στήθος της. Οι ρώγες της

είχαν σηκωθεί και κάθε άγγιγµα τους της προκαλούσε έναν βαθύ αναστεναγµό.

Φαντάστηκε τα χείλη του Βασίλη να τις πιέζουν και λίγο έλειψε να της πέσει το

τηγάνι µε τα αυγά. Η φωνή του Ταξίαρχου από το βάθος την επανέφερε στην

πραγµατικότητα.

-Κυρία Αλέκα θα µου κάνετε και µένα σας παρακαλώ έναν καφέ;

Άρπαξε γρήγορα ένα µπρίκι και σε λίγα λεπτά του σερβίρισε τον καφέ. ∆εν γύρισε

καν να τον κοιτάξει αφού το βλέµµα της αναζητούσε το βλέµµα του Βασίλη.

Κι ο Ταξίαρχος όµως δεν είχε καµιά διάθεση ν΄ ανοίξει εκείνη την ώρα κουβέντα

µαζί της. Έµοιαζε απόλυτα απορροφηµένος από τις σκέψεις του.

Η χθεσινοβραδινή κουβέντα µε τους άλλους δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ΄ το µυαλό

του. ∆εν είχε καµιά αντίρρηση να εµπλακεί µε την πολιτική, το αντίθετο µάλιστα

αφού το έβρισκε σαν µια καλή ιδέα για να ξεφύγει από την καθηµερινή του ανία,

αλλά όχι µε αυτό τον τρόπο. ∆εν ήθελε σε καµιά περίπτωση να παίξει αυτός το ρόλο

του αχυράνθρωπου, εκτελώντας πειθήνια τις εντολές των άλλων.

Εξάλλου, εντολές των άλλων εκτελούσε πάντα. Εντολή του θείου του, του µεγάλου

αδερφού του πατέρα του που έκανε λαµπρή καριέρα, όπως όλοι έλεγαν, στο

στράτευµα , ήταν να δώσει στη σχολή Ευελπίδων και να γίνει επαγγελµατίας

στρατιωτικός κι ας είχε άλλα όνειρα. Απλώς τότε πίστευε πως κάνοντας τους το

χατίρι θα αποκτούσε αργά ή γρήγορα τη δυνατότητα να υλοποιήσει κάποια από τα

όνειρα του. ∆εν τα υλοποίησε ποτέ. Μπήκε στη σκιά του θείου του και παρέµεινε

εκεί µέχρι την τιµητική αποστρατεία του µε το βαθµό του Ταξιάρχου, αφού δεν είχε

τα πραγµατικά προσόντα για να γεµίσει µε αδαµάντινα άστρα τα πέτα του όπως ο

συγγενής του.

Περιπλανήθηκε από γραφείο σε γραφείο και από παροπλισµένες µονάδες σε Λέσχες

Αξιωµατικών και τη µοναδική φορά που προσπάθησε να κάνει τη δική του

επανάσταση, ζητώντας να τον µεταθέσουν σε µια στρατιωτική µπάντα γιατί του

άρεσε πολύ η µουσική, πρόλαβε ο θείος και αποσόβησε την ξεφτίλα όλης της

οικογένειας.

Έτσι έµεινε µε ένα και µοναδικό όνειρο, την επιστροφή στο πατρικό σπίτι της

Φτέρας, άµα τη αποστρατεία του, και την υλοποίηση κάποιων πρωτοποριακών

καλλιεργειών στα λίγα χωράφια των γονιών του. ∆ε χρειάστηκε να πείσει και τη

γυναίκα του γι΄ αυτό, αφού νικήθηκε ένα χρόνο πριν πάρει το βαθµό του ταξιάρχου

Page 82: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

82

και αποχωρήσει µε δόξα και τιµή, από τον καρκίνο που τη βασάνισε, ευτυχώς, µόνο

για έξι µήνες.

Φόρτωσε µόνος τα έπιπλα τους, που είχαν σαραβαλιαστεί από τις συνεχείς

µεταθέσεις και µέχρι να τα τακτοποιήσει στο πατρικό του σπίτι συνειδητοποίησε πως

ούτε τα τελευταία του όνειρα θα υλοποιούσε, αφού οι συγχωριανοί του, που αµέσως

άρχισαν να τον προσφωνούν αυτό, που προς µεγάλη απογοήτευση του θείου του δεν

έγινε ποτέ, -Στρατηγό-, του πρόσφεραν και µια περίοπτη θέση στη µικρή τους

κοινωνία. Κι ένας στρατηγός, δεν καλλιεργεί ποτέ τα χωράφια του, ακόµα και αν

πρόκειται να εφαρµόσει τις πλέον πρωτοποριακές καλλιέργειες. Έτσι ξεπούλησε, µε

τη θέληση του πια, το τελευταίο του όνειρο. Αυτό τον έκανε περισσότερο

δυστυχισµένο, γιατί αν για τα άλλα ανεκπλήρωτα όνειρα του είχε πάντα κάποιον

άλλο να κατηγορεί, για το τελευταίο αποκλειστικός υπεύθυνος ήταν ο εαυτός του.

Η θέση του επιτρόπου της εκκλησίας του Αγίου Νεκταρίου που τιµής ένεκεν έλαβε,

δεν ήταν απλώς τιµητική αλλά και ουσιαστική, αφού στην επιτροπή συµµετείχαν

µόνον οι εκλεκτοί του Παναγιώτη και του Παπαγιώργη, οι οποίοι καλούνταν να

επικυρώσουν τις αποφάσεις του πρώτου, ως επί το πλείστον, για σοβαρά θέµατα και

του δεύτερου, για θέµατα ήσσονος σηµασίας, χωρίς καν να τα συζητήσουν. Τα

θέµατα αυτά µόνον εκκλησιαστικά δεν ήταν. Η ζωή όλων των κατοίκων της Φτέρας

περνούσε απ΄ το µικροσκόπιο των καθηµερινών συνάξεων τους, αφού ο Παναγιώτης

ήθελε και να ξέρει αλλά και να ελέγχει. Ο Ταξίαρχος πολλές φορές αναρωτήθηκε τι

τους χρειαζόταν όλους τους υπόλοιπους µιας και ποτέ δε ζητούσε τη γνώµη τους για

οτιδήποτε και στην ουσία τις αποφάσεις του τους µετέφερε. ∆εν το συζήτησε όµως µε

τους άλλους ίσως γιατί κι εκείνοι δεν έδειχναν διάθεση ν΄ ανοίξουν τέτοια κουβέντα.

Το ότι ήταν ένα διακοσµητικό στοιχείο δεν τον ενοχλούσε. Περισσότερο τον πείραζε

που το ξεπέρασε εύκολα κι αυτό. Όπως και τόσα άλλα στη µέχρι τότε ζωή του.

Βέβαια στην προκειµένη περίπτωση είχε βρει µια καλή δικαιολογία. Τον έσπρωξε

εκεί ο έρωτας που αναγνώρισε πως δηµιουργήθηκε µέσα του για την Αλέκα, για τον

οποίο ποτέ δεν ήλπιζε πως θα βρει ανταπόκριση. Ήταν όµως για κείνον, χάρη και

στη δική της ανοχή, ένα γοητευτικό και επικίνδυνο παιχνίδι, που του έδινε την

ψευδαίσθηση πως ήταν ακόµα ζωντανός. Και για να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι

αυτό, έπρεπε να βρίσκεται πάντα µέσα στο χορό των εκλεκτών του Παναγιώτη.

Υπήρχε όµως κάτι που δεν κατάφερνε να χωνέψει. Την απόφαση να πολιτευτεί. Ίσως

γιατί του τέθηκε τόσο άγαρµπα, εν είδη διαταγής και όσο και αν ο Ταξίαρχος είχε

µάθει για 25 χρόνια περίπου όχι απλώς να υπακούει σε διαταγές αλλά και να µην τις

αµφισβητεί καν, δεν έδειχνε την ίδια διάθεση και τώρα.

Βέβαια δεν αρνήθηκε ξεκάθαρα. Πρόβαλε απλώς κάποιες ασθενικές αντιρρήσεις, και

είχε αφήσει εν τέλει τους άλλους να θεωρούν ως σίγουρη την αποδοχή του.

Περνώντας όµως οι ώρες φούντωνε όλο και περισσότερο µέσα του η διάθεση να τους

πετάξει την πρόταση στα µούτρα και να πάρει τα ηνία αυτός στα χέρια του,

δείχνοντας τους πως µπορεί να µην έγινε ποτέ Στρατηγός αλλά τουλάχιστον ήταν

ικανός σαν τέτοιος να φερθεί.

Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και έβγαλε απ΄ το εσωτερικό τσεπάκι

του σακακιού του µερικά κέρµατα. Μέτρησε το ακριβές αντίτιµο του καφέ, τα άφησε

στο τραπεζάκι και σηκώθηκε χωρίς ν΄ αναζητήσει µε το βλέµµα του την Αλέκα. Στην

εξώπορτα διασταυρώθηκε µε το Μανώλη. Ο τελευταίος του ΄πε βιαστικά µια

καληµέρα και µπήκε στο καφενείο. Ο Ταξίαρχος έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει

πίσω του.

Μόλις ο Μανώλης είδε στο βάθος του καφενείου την Αλέκα και το Βασίλη στο ίδιο

τραπέζι, του κόπηκε η φόρα. Κοντοστάθηκε µη αποφασίζοντας σε ποιο τραπέζι θα

καθίσει. Τελικά διάλεξε ένα στη µέση, περίπου, του χώρου.

Page 83: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

83

Η Αλέκα µάζεψε τα άδεια πιάτα απ΄ το τραπέζι του Βασίλη και µ΄ αυτά στα χέρια

πλησίασε το Μανώλη.

-Τι θα πιείς;

-Έναν καφέ, απάντησε εκείνος και βιάστηκε να σκύψει το κεφάλι για ν΄ ανάψει το

τσιγάρο του.

Η Αλέκα πέρασε πίσω απ΄ το ψυγείο και σε λίγο την ακολούθησε και ο Βασίλης. Η

σκηνή δεν άρεσε καθόλου στο Μανώλη και έκανε να σηκωθεί απ΄ τη θέση του, µα

γρήγορα το µετάνιωσε. Κι αν ερχόταν ο Παναγιώτης;

Ο Βασίλης προσπέρασε αµίλητος την Αλέκα και τράβηξε κατά την αποθήκη. Τον

σταµάτησε εκείνη.

-Πού πας;

-Στην αποθήκη. Λέω να καθαρίσω λίγο.

-∆εν σου είπε τι θα κάνεις;

-Όχι.

-Καλά, καθάρισε τώρα και άµα γυρίσει βλέπουµε.

Ο Μανώλης είχε ανάψει ήδη το δεύτερο τσιγάρο του, έχοντας σβήσει το πρώτο

σχεδόν ολόκληρο. Η Αλέκα του σέρβιρε τον καφέ και γύρισε να φύγει.

-∆εν θα µείνεις λίγο;

Γύρισε αργά προς το µέρος του και ακούµπησε τα χέρια της στην πλάτη της άδειας

καρέκλας, δίπλα του.

-Μανώλη. ∆εν είναι φρόνιµα πράγµατα αυτά.

Με µια αστραπιαία κίνηση του χεριού του, έπιασε το δικό της. Το τράβηξε

ενοχληµένη.

-Άλλοτε δεν το τραβούσες…

-Άλλοτε ήταν άλλοτε και τώρα είναι τώρα, του είπε θυµωµένη και ξεκίνησε να φύγει.

Την ενοχλούσε αφάνταστα ο Μανώλης τώρα. Αλλά είχε δίκιο. Αυτό δε συνέβαινε

παλιά. Κάποτε τον έβλεπε µε συµπάθεια και κάποιες φορές ίσως να ήταν εκείνη που

ενθάρρυνε τον έρωτα του. Αν τα πράγµατα είχαν έρθει αλλιώς µπορεί να ήταν

εκείνος σήµερα ο άντρας της, αφού τα δύο χρόνια διαφοράς τούς τους είχαν φέρει

κοντά από παιδιά. Ο Μανώλης πάντα της έδειχνε το ενδιαφέρον και την αγάπη του

και έκανε όνειρα πως κάποια µέρα θα την είχε στο πλευρό του. ∆εν πρόλαβε και

γυρνώντας στον οικισµό µε την πρώτη άδεια που πήρε απ΄ το στρατιωτικό έπεσε να

πεθάνει όταν η µάνα του, του ανακοίνωσε την είδηση του γάµου της Αλέκας µε τον

Παναγιώτη. Αν ήταν άλλος στη θέση του και όχι ο Παναγιώτης, θα του ζητούσε

σίγουρα το λόγο, θ΄ αναζητούσε αφορµή για να συµπλακεί µαζί του. Κατάπιε όµως

την πίκρα του και δεν κατηγόρησε ούτε την Αλέκα και ας είχε βρει πολλές ευκαιρίες

να την ξεµοναχιάσει. Μόνο τι ένιωθε γι΄ αυτήν της είπε λίγες φορές, απ΄ έξω, απ΄ έξω

και όταν του ζήτησε να φτιάξει τη ζωή του και να την ξεχάσει, αυτό ακριβώς έκανε.

Αλλά δεν την ξέχασε και ήταν πάντα σίγουρος πως κι εκείνη το ίδιο αισθανόταν, γι΄

αυτό ήθελε να ΄ναι όσο περισσότερο γινόταν κοντά της.

Η κουβέντα που ξεστόµισε πριν από λίγο τον χτύπησε άσχηµα. Μα πάλι δεν

µπορούσε να της πει κακή κουβέντα, ούτε και να τη βρίσει και ας ήξερε πως οι

βρισιές τώρα θα του έβγαιναν εύκολα. Προσπάθησε µόνο να την κρατήσει κι άλλο

κοντά του.

-Ήρθε ο Μηνάς. Το ξέρεις;

Σταµάτησε. Νόµισε πως παράκουσε και τον κοίταξε απορηµένη.

-Ποιος Μηνάς;

-Ο φίλος του άντρα σου απ΄ τα παλιά. Που µεγαλώσανε µαζί…

-Ο Μηνάς. Μα αυτός δεν ήταν πεθαµένος;

-Έτσι νοµίζαν όλοι αλλά να που ήρθε. Ζωντανός, ζωντανός…

Page 84: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

84

-Ο Μηνάς; Είσαι σίγουρος;

Page 85: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

85

31

Μόλις ξηµέρωσε, ο Μηνάς άνοιξε όλα τα παράθυρα του σπιτιού του για να φύγει η

µυρωδιά της κλεισούρας. Μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα. Με το που πήγαινε ν΄

αποκοιµηθεί του φαινόταν πως άκουγε το σύρσιµο απ΄ τις παντόφλες της µάνας του

και πεταγόταν όρθιος. Όχι πως φοβόταν µην τη δει µπροστά του. Ίσα, ίσα που το

΄θελε κιόλας, για να πέσει στα πόδια της και να της ζητήσει συγγνώµη που δεν

κατάφερε να ΄ρθει µήτε στην κηδεία της.

Κόντεψε να πάει ασυνόδευτη η κακοµοίρα η µάνα του κι ας αγαπούσε πάντα να

΄ναι γεµάτο κόσµο το σπίτι της και να προσφέρει ό,τι της βρισκόταν. Τη συνόδευσαν

λίγες γειτόνισσες, οι ίδιες που τη βρήκαν µετά από τρεις µέρες πεθαµένη, στο πάτωµα

του καθιστικού της, όπου τις οδήγησε η µυρωδιά που ΄χε αρχίσει ν΄ αναδύει το κορµί

της. Τις δύο πρώτες µέρες που δε φάνηκε στην αυλή της δεν το πρόσεξαν. Ήταν

Πάσχα και οι περισσότεροι είχαν φιλοξενούµενους στο σπίτι. Την τρίτη µέρα όµως,

κάποιες αναρωτήθηκαν πως και δε φάνηκε να τους πει ούτε τα χρόνια πολλά και

αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να µπουν. Πριν ακόµα περάσουν το κατώφλι

ξεχύθηκε η µυρωδιά της γριάς και µπήκαν µόνο οι πιο θαρραλέες, ενώ οι άλλες

έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον παπά και το νεκροθάφτη.

Το Μηνά δεν υπήρχε περίπτωση να σκεφτεί κανένας να τον ειδοποιήσει αφού τον

είχαν από χρόνια για πεθαµένο. Αλλά ούτε και εκείνος είχε φροντίσει να στείλει,

έστω, κάποια ειδοποίηση για το αντίθετο. Το άφησε έτσι, καλύτερα, αφού πίστευε

πως η µάνα του που είχε µάθει τα κατορθώµατα του στην Αθήνα, µάλλον τον

προτιµούσε πεθαµένο. Το πόσο λάθος έκανε, του το ΄πε εκείνο το ίδιο πρωινό της

επιστροφής του, η κυρά Λένη, η µάνα του Μανώλη, που ήταν η µόνη που πήρε το

θάρρος ν΄ ανοίξει την αυλόπορτα του και να τον καλωσορίσει.

-Σε περίµενε η µακαρίτισσα Μηνά. Μέχρι το τέλος σε περίµενε. Και τι ευχές δεν

έκανε για σένα κι όλο έλεγε, κι αν έµπλεξε το παιδάκι µου, ο Θεός είναι µεγάλος και

θα τον ξαναφέρει στον ίσιο δρόµο.

Ο Μηνάς δεν έκλαψε µπροστά της. Βούρκωσε µόνο σαν έκλεισε πίσω της η κυρά

Λένη την αυλόπορτα. Έκλαψε για τη µάνα του, µα περισσότερο για τον εαυτό του.

Έτσι είχε κλάψει και εκείνη την πρώτη φορά που οι τύψεις στοίχειωσαν τον ύπνο

του γιου της, καθώς τον έβλεπε να πετάγεται µούσκεµα στον ιδρώτα, αλαφιασµένος,

µη βρίσκοντας ησυχία και µέρος να σταθεί. Θεό τον έκανε η µάνα του να της πει

αλλά εκείνος µόνο στον Παναγιώτη µίλησε. ∆εν περίµενε να ταραχτεί µα ούτε και να

γελάσει όταν του είπε ο Μηνάς τι τον έτρωγε. Κι όµως γέλασε µε την ψυχή του και

«επειδή, του είπε, µ΄ αυτά τα µυαλά εσύ δεν πρόκειται να κάνεις ποτέ σου προκοπή»,

πήγε στο σπίτι του και σε λίγο γύρισε κρατώντας στο ένα χέρι ένα πάνινο σακουλάκι

µε χρυσές λίρες και στο άλλο ένα µάτσο χαρτονοµίσµατα, προτρέποντας τον να φύγει

και να κάνει επιτέλους εκείνα τα ταξίδια που πάντα µελετούσε.

Ο Μηνάς δεν το σκέφτηκε και πολύ. Ήξερε πως αν δεν έφευγε τα χρήµατα θα

επέστρεφαν στον ιδιοκτήτη τους και ο ίδιος σε κάποια ρεµατιά. Έφτιαξε έναν µπόγο

µε τα λίγα ρούχα του και άφησε ένα µέρος απ΄ τα χαρτονοµίσµατα στη µάνα του και

έφυγε νύχτα.

Όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στις αρχές του ΄60, τον κυρίευσε πανικός. Πώς θα τα

έφερνε βόλτα σε µια τόσο µεγάλη πόλη; Τα ΄φερε, ή µάλλον η πόλη τον έφερε βόλτα,

βάζοντας τον σ΄ ένα δρόµο που ποτέ δεν είχε φανταστεί.

Σαν µαραγκός που ήταν, στην αρχή βρήκε µερικά µεροκάµατα, αλλά δεν έµελλε

να είναι αυτός ο προορισµός του. Η πρώτη του επίσκεψη στα σπίτια της οδού Φυλής,

τον οδήγησε αλλού. Όταν ξεντύθηκε µπροστά στη γριά πουτάνα, τη Ρία, που τον

περίµενε βαριεστηµένη στο κρεβάτι της και είδε τα µάτια της να γουρλώνουν, νόµιζε

πως θα τον διώξει. Εκείνη όµως όχι µόνο δεν τον έδιωξε αλλά τον πήρε πέντε φορές

Page 86: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

86

και θα τον έπαιρνε και άλλες αν η τσατσά δεν χτυπούσε την πόρτα απ΄ έξω

φωνάζοντας της να κάνει γρήγορα γιατί περίµεναν µερικοί φαντάροι. Του ζήτησε

όµως να περιµένει και όταν σχόλασε του έκανε το τραπέζι και του ζήτησε να γίνει ο

αγαπητικός της και θα φρόντιζε εκείνη για όλα. Αρκεί να έµπαινε µέσα της κάθε

βράδυ.

Ντράπηκε να της ζητήσει χρήµατα για καινούργια ρούχα και ξόδεψε µερικές από

τις λίρες του Παναγιώτη που κρατούσε πάντα καλά φυλαγµένες, ελπίζοντας πως έτσι

θα µετρίαζε κάπως την ασχήµια του και θα φαινόταν πιο ωραίος στη Ρία. Μα εκείνη

µήτε που λογάριαζε την ασχήµια του αφού το µεγάλο του πέος είχε ανάγκη και αυτό

έτρεµε µη στερηθεί. Γι΄ αυτό καλόπιανε το Μηνά προσφέροντας του όλο και

περισσότερα, ελπίζοντας πως θα το εκτιµούσε δεόντως.

Ο Μηνάς όµως δεν το εκτίµησε και µόλις διαπίστωσε πως αυτό που του ΄χε

χαρίσει η φύση είχε µεγάλη πέραση και σ΄ άλλες ενοίκους της οδού Φυλής, παράτησε

τη Ρία στα κρύα του λουτρού και άρχισε να δέχεται προσφορές.

Σιγά, σιγά η φήµη του ξεπέρασε τα όρια της οδού Φυλής και ο Μηνάς δεν είπε

ποτέ όχι ακόµα και σ΄ εκείνους τους άντρες που έπεφταν στα πόδια του

προσφέροντας του µεγάλα ποσά για µια νύχτα µαζί του.

Έτσι γνώρισε σχεδόν όλα τ΄ απόµερα και κακόφηµα ξενοδοχεία της Αθήνας.

Το κακό έγινε ένα βράδυ σ΄ ένα απόµερο ξενοδοχείο όπου ο Μηνάς πήγε για να

συναντήσει έναν από τους εκλεκτότερους πελάτες του. Ανέβηκε στο δεύτερο όροφο

στο δωµάτιο, 24, όπως είχαν κανονίσει αλλά µόλις µπήκε µέσα τον βρήκε στη µέση

µιας λίµνης αίµατος µε το πρόσωπο του στραπατσαρισµένο. Ξεπέρασε γρήγορα το

αρχικό σοκ, αλλά καθώς προσπάθησε να φύγει απ΄ το παράθυρο, πηδώντας δύο

ορόφους, του έπεσε η ταυτότητα που είχε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του.

Κρύφτηκε για δέκα µέρες περίπου, γυρνώντας από δασάκι σε δασάκι και όταν

αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα της Ριας, που είχε αποσυρθεί πια σ΄ ένα σπιτάκι

στα Σεπόλια, εκείνη πριν του δείξει την πόρτα, του έδειξε και µια εφηµερίδα που

έγραφε πως βρέθηκε νεκρός σε εξοχικό ξενοδοχείο, ο Μηνάς Πατσατζόγλου, 38 ετών

κάτοικος Φτέρας. Τα αίτια του αποτρόπαιου εγκλήµατος , σύµφωνα πάντα µε την

εφηµερίδα, παρέµειναν ανεξιχνίαστα, αλλά η αστυνοµία υποψιαζόταν πως ο άτυχος

Πατσατζόγλου είχε πέσει θύµα κλοπής, πριν τον τραγικό θάνατο.

Από τότε ο Μηνάς έπαψε τυπικά να υπάρχει και το µαντάτο έφτασε και στ΄ αυτιά

της µάνας της που µη έχοντας τα απαραίτητα χρήµατα δεν µπόρεσε να επισκεφτεί

ούτε τον τάφο του γιου της, που της είπαν πως βρισκόταν σε κάποια γωνιά ενός

νεκροταφείου της Αθήνας. Στην αρχή σκέφτηκε να στήσει µια πλάκα, και να

σκαλίσει µε τα ίδια της τα χέρια το όνοµα του, στο δικό τους νεκροταφείο αλλά

γρήγορα το µετάνιωσε αφού κάτι µέσα της έλεγε πως ο γιος της ζούσε και αργά ή

γρήγορα θα γυρνούσε.

Ο Μηνάς, χωρίς όνοµα πλέον και διωγµένος απ΄ όλους, έπιασε ένα µικρό

διαµέρισµα στο Αιγάλεω και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού. Στην

παλιά του «τέχνη» ήταν αδύνατον να γυρίσει, γιατί µπορεί για το επίσηµο κράτος να

µην υπήρχε πια αλλά στην πιάτσα, στην οποία η Ρία φρόντισε να διαδώσει πως ήταν

ζωντανός, δεν είχε πια θέση.

Πολλές φορές σκέφτηκε να παντρευτεί αλλά πάντα η χαµένη του ταυτότητα

φάνταζε ως ανυπέρβλητο εµπόδιο.

Σιγά, σιγά συνήθισε να ζει µόνος και όταν ένιωσε πως τα χρόνια είχαν βαρύνει

αρκετά πάνω του, σκέφτηκε αποφάσισε να γυρίσει πίσω, µήπως και καταφέρει να

διώξει µερικές από τις τύψεις που χρόνια τώρα στριφογυρνούσαν στο µυαλό του και

έσφιγγαν την καρδιά του, για να ζήσει όσα χρόνια του έµεναν, ήρεµα.

Page 87: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

87

Πήρε µαζί του µόνο τα λίγα χρήµατα που χρόνια τώρα είχε µαζέψει και έµαθε

µερικά πράγµατα για τη Φτέρα από έναν συµπατριώτη του, εισπράκτορα του ΚΤΕΛ

που συνάντησε στον Κηφισό. Μέχρι να πάρει το πρώτο λεωφορείο έµαθε για το

θάνατο της µάνας του, για την κατάσταση των περισσότερων συγχωριανών του και

για τον Παναγιώτη που έγινε αυτό που περίµεναν όλοι. Ο πιο ισχυρός της Φτέρας µε

µεγάλη περιουσία και απέραντες εκτάσεις γης.

Καθώς το λεωφορείο πλησίαζε στον προορισµό του ο Μηνάς ένιωθε µέσα του

αγαλλίαση. Άλλοτε αν επρόκειτο να πάει να συναντήσει τον Παναγιώτη για τον λόγο

που σκόπευε να τον συναντήσει τώρα, µπορεί και να µετάνιωνε, να λιποψυχούσε και

να το έβαζε στα πόδια στα µισά του δρόµου. Αλλά ακόµα και αν κατάφερνε να

σταθεί απέναντι του ήταν εξαιρετικά αµφίβολο αν θα ξεστόµιζε τίποτα απ΄ όσα του

έτρωγαν το νου και την ψυχή του.

Από παιδιά ακόµα δεν είχε καταφέρει να του πει ποτέ όχι και εκτελούσε τις

επιθυµίες του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Παναγιώτης αποφάσιζε και ο Μηνάς απλώς

συµφωνούσε. Ο Παναγιώτης έκανε την αρχή και αυτός ακολουθούσε. Αυτά όµως

παλιά, πολλά χρόνια πριν. Γιατί τώρα, το µόνο που τον ένοιαζε το Μηνά ήταν να

εξιλεωθεί απ΄ όλες αυτές τις πράξεις που µπορεί να µην ήταν ο εµπνευστής και ο

πρωταγωνιστής τους, αλλά ήταν συµµέτοχος.

Στην αρχή, περισσότερο για ν΄ αποκοιµίσει κάπως τις τύψεις του, αφού να τις

διώξει εντελώς είχε καταλάβει πως του ήταν αδύνατον, έβαζε τον εαυτό του στο ρόλο

του θεατή. «Ναι, τα είδα όλα αυτά, ήµουνα µπροστά όταν συνέβησαν, αλλά δεν πήρα

µέρος. Απλώς παρακολουθούσα». Και πάλι όµως το αποτέλεσµα ήταν πρόσκαιρο.

Ήξερε καλά και ας µην έκοβε και τόσο πολύ το µυαλό του, πως ακόµα και σαν

θεατής, οι ευθύνες του ήταν µεγάλες.

Καθισµένος στην αυλή του σπιτιού του ο Μηνάς παρακολουθούσε τα θεριεµένα

κιτρινισµένα αγριόχορτα που ΄χαν κατακλύσει κάθε γωνιά της, να σκύβουν το κεφάλι

στον δυνατό φθινοπωρινό αέρα που ΄χε αρχίσει να φυσάει από ώρα. Έτσι φυσούσε

και εκείνο το βράδυ. Μόνο που ήταν Μάρτης. Μάρτης του ΄43.

Αν εκείνο το βράδυ, που ήταν η πρώτη φορά, δεν είχε σκύψει το κεφάλι στις

διαταγές του Παναγιώτη, ίσως να µην το είχε κάνει και τις άλλες που ακολούθησαν.

Ταράχτηκε. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει ανάµεσα στα αγριόχορτα

που έκαναν αρκετό θόρυβο λυγίζοντας κάτω από τα πόδια του. ∆εν έκαναν τον ίδιο

θόρυβο όµως τα χλωρά αγριόχορτα κάτω από το πέτρινο γεφύρι εκείνη τη βραδιά του

Μάρτη του ΄43, όταν ακολούθησε, για πρώτη φορά, σκυφτός και σιωπηλός τον

Παναγιώτη. Αν έκαναν, ίσως και να τους είχαν ακούσει και να προλάβαιναν να

προφυλαχτούν. Να το βάλουν στα πόδια και να χαθούν µέσα στο πυκνό σκοτάδι της

νύχτας.

Οι παλιές ξεθωριασµένες εικόνες άρχισαν να΄ ρχονται πολύ γρήγορα µπροστά στα

µάτια του, λες και κάποιος είχε βάλει µια κινηµατογραφική µηχανή να προβάλει

απέναντι του, χρησιµοποιώντας την πιο µεγάλη της ταχύτητα, µια ταινία που οι

σκηνές της είχαν µονταριστεί χωρίς µια συγκεκριµένη σειρά. Άλλοτε εµφανιζόταν

σκηνές της µέσης, άλλοτε του τέλους και άλλοτε της αρχής. Τα γόνατα του λύγισαν

και έπεσε µέσα στα χόρτα που κάλυψαν όλο του το σώµα. Το δεξί του χέρι έψαξε

στην τσέπη του παντελονιού του και βρήκε τον αναπτήρα του. Το σκοτάδι είχε

αρχίσει και πάλι να τον κυκλώνει και ο µόνος τρόπος για να το διώξει ήταν ν΄ ανάψει

ένα φως. Κι είχε µόνο τον αναπτήρα του. Τον έβγαλε και άρχισε να βάζει φωτιά στα

ξεραµένα χόρτα ολόγυρα του. Μόλις οι φλόγες τον περικύκλωσαν έβαλε τα χέρια του

στο κεφάλι και κόλλησε το πρόσωπο του στο χώµα, ξεσπώντας σ΄ ένα δυνατό γέλιο.

Χα, χα. Του την είχε φέρει. Τώρα δεν µπορούσε το σκοτάδι να τον κυκλώσει. Τώρα,

τον προφύλασσε το φως που δυνάµωνε ολόγυρα του…

Page 88: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

88

32

Ο Λεόν, που οι χριστιανοί φίλοι του τον φώναζαν Λεωνίδα, δεν υπήρξε ποτέ

φανατικός µε τη θρησκεία του. Το αντίθετο µάλιστα. Πολλές φορές, παρασυρόταν

όπως έλεγε, και έκανε το σταυρό του, προκαλώντας το γέλιο στους άλλους που τον

πείραζαν λέγοντας του πως µια από τις επόµενες Κυριακές θα φρόντιζαν να τον

βαφτίσουν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας.

Αυτή η στενή παρέα, από πολύ µικρή ηλικία, µε χριστιανούς συµπατριώτες του

της Θεσσαλονίκης τον βοήθησε να µιλά πολύ καλά τα ελληνικά, µε την απαραίτητη

µακεδονίτικη προφορά, αν και η µόρφωση που πήρε δεν ήταν παρά ελάχιστη, και να

µην προδίδει την εβραϊκή καταγωγή του. Παράλληλα τον είχε αποκόψει από την

εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης µε την οποία οι επαφές του περιοριζόταν σε

δύο, τρεις επισκέψεις το χρόνο στη συναγωγή του θείου του Αµον και ύστερα από

πολλές παροτρύνσεις και εκκλήσεις του τελευταίου, που αγωνιούσε για την άσωτη

ζωή του απολωλότος της οικογένειας.

Ο θείος Αµον ήταν για το Λεόν ο µοναδικός συνδετικός του κρίκος µε το

παρελθόν αλλά και µε την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Όταν πέθαναν και

οι δύο του γονείς στις αρχές της δεκαετίας του 1930, περιµάζεψε τον 12χρονο τότε

Λεόν στο µικρό σπίτι των δύο δωµατίων προσφέροντας του ό,τι καλύτερο µπορούσε

µε το µικρό µισθό που έπαιρνε από την βιοτεχνία µεταλλικών κρεβατιών στην οποία

εργαζόταν.

Ο Λεόν δεν αγάπησε τα γράµµατα κι ο θείος του που το διαπίστωσε αυτό πολύ

γρήγορα δεν τον πίεσε ποτέ. Αγωνιούσε όµως για την τύχη του ζωηρού ανιψιού που

από τα 16 του κιόλας άρχισε να ξοδεύει το µεροκάµατο, απ΄ τις διάφορες δουλειές

του ποδαριού, σε ασωτείες και διασκεδάσεις. Μια µέρα τον πήγε µε το ζόρι και στο

Ραβίνο της συναγωγής τους, ελπίζοντας να τον συνετίσει εκείνος, µα ο Λεόν δεν

έπαιρνε από λόγια.

Ο Αµόν, τον άφησε εντελώς ελεύθερο, παρακολουθώντας τον όσο πιο διακριτικά

γινόταν, λέγοντας πως αργά η γρήγορα «η ίδια η ζωή θ΄ αναλάµβανε να φέρει στον

ίσιο δρόµο τον άτακτο ανιψιό του».

Μέχρι τότε, ο Λεόν είχε γνωρίσει όλους τους δρόµους της πόλης που τους

περπατούσε το πρωί αναζητώντας κάποιο περιστασιακό µεροκάµατο και το βράδυ

γυρνώντας στα καµπαρέ και τα κέντρα διασκέδασης. Νύχτα γνώρισε και τους

περισσότερους χριστιανούς φίλους του, που τον δέχτηκαν εύκολα κοντά τους, καθώς

ήταν ανοιχτός και γλεντζές και η συντροφιά του ήταν ευχάριστη σε όλους.

Ο Λεόν δε γύριζε στο σπίτι ποτέ νωρίς. Ακόµα και αν δεν έβρισκε κάποια από τις

συνηθισµένες του παρέες, προτιµούσε να κάνει µια βόλτα στην παραλία, περνώντας

ανάµεσα από τα σπίτια των πλουσίων της πόλης που ήταν χτισµένα δίπλα στο κύµα,

απ΄ την Ευζώνων και πέρα και που πολλοί απ΄ αυτούς ήταν Εβραίοι, καταλήγοντας

στο περιβόητο «Λουξεµβούργο» που ποτέ δεν είχε επισκεφτεί. Μόνον απ΄ έξω είχε

ακούσει την µεγάλη του ορχήστρα να παίζει και τραγουδιστές, που έλεγαν πως ήταν

από τους καλύτερους στον κόσµο, να ερµηνεύουν πολύ όµορφα, γνωστά τραγούδια.

Πολύ θα ΄ θελε να βρεθεί εκεί µέσα ο Λεόν, ντυµένος µ΄ ένα όµορφο µαύρο

κοστούµι, µε γυαλιστερά πέτα, να συνοδεύει ένα όµορφο κορίτσι και να ξοδεύει τα

µεροκάµατα ενός µήνα για να παίζει η ορχήστρα µόνον γι΄ αυτούς. Προς το παρόν θα

έπρεπε να περιµένει, αφού και το κατάλληλο κορίτσι δεν είχε βρεθεί και τα

µεροκάµατα ήταν αδύνατον να τα έχει όλα στα χέρια του, αφού φρόντιζε τη σοδειά

κάθε µέρας να την σκορπίζει µέσα σε λίγες ώρες.

Το κατάλληλο κορίτσι βρέθηκε πολύ αργότερα, αλλά την εποχή εκείνη στο µυαλό

του Λεόν µόνον το «Λουξεµβούργο» δεν υπήρχε.

Page 89: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

89

Βρέθηκε από τους πρώτους στο Αλβανικό µέτωπο και όταν πήρε το δρόµο της

επιστροφής οι Γερµανοί βρισκόταν ήδη στην αγαπηµένη του Θεσσαλονίκη. Τότε

ένιωσε για πρώτη φορά πως το «Λεωνίδας» δεν ήταν αρκετό για τον ξεχωρίσει απ΄

τους οµόθρησκους του. Πήρε το δρόµο της επιστροφής απ΄ τα βουνά της Αλβανίας

µε τα πόδια και φρόντισε να παρακάµψει το δηµόσιο δρόµο για ν΄ αποφύγει τα

µπλόκα των Γερµανών πάνω στη γέφυρα του Αξιού και τα καταναγκαστικά έργα.

Βρήκε τη Θεσσαλονίκη εντελώς αλλαγµένη. Η ζωή της στο τέλος της Άνοιξης του

΄41, µε τους Γερµανούς να έχουν απλώσει παντού τη γκρίζα παρουσία τους είχε χάσει

κάθε ζωντάνια που τη διέκρινε πριν. Η κίνηση στην αγορά είχε περιοριστεί και οι

συνθήκες γινόταν καθηµερινά όλο και πιο δύσκολες.

Ο θείος του τον συµβούλεψε ν΄ αποφύγει τη ζωή που έκανε πριν κι όσο κι αν δεν το

΄θελε, αναγκάστηκε αφού η παλιά παρέα είχε σηµειώσει ήδη δύο σηµαντικές

απώλειες. Ο Μανώλης είχε πέσει «ηρωικά µαχόµενος» έξω από τους Άγιους Σαράντα

και ο Γιώργης µετακινούνταν πια µόνο µε αναπηρικό καροτσάκι. Τούς υπόλοιπους

τους απασχολούσε περισσότερο το πώς θα συνηθίσουν τη νέα κατάσταση που είχε

διαµορφώσει η γερµανική κατοχή. Περιορίστηκε στο να κάνει τις αγαπηµένες του

βόλτες στην παραλία, πότε µόνος και πότε σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι του

Γιώργη.

Ο πρώτος χειµώνας της κατοχής, ήρθε γρήγορα, φέρνοντας πολλά κρύα αλλά και

πείνα. Τα τρόφιµα λιγοστεύουν, γίνονται δυσεύρετα. Οι δρόµοι γεµίζουν

πεινασµένους και παγωµένους. Κάθε πρωί µαζεύουν νεκρούς. Η ανησυχία στις τάξεις

των Εβραίων µεγαλώνει. Τι θ΄ απογίνουµε; Ο Λεόν αποφεύγει τις πολλές συζητήσεις

µε οµοθρήσκους του φοβούµενος πως η ηττοπάθεια που φαίνεται να έχει καταλάβει

τους περισσότερους κάποια στιγµή θα επηρεάσει και τον ίδιο και δεν το θέλει.

Πιστεύει πως δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται που γεννήθηκε από Εβραίους και είναι

αποφασισµένος να ζήσει.

Η Άνοιξη του δίνει νέες ελπίδες. Ξεχύνεται στους αγαπηµένους του δρόµους

κλείνοντας πολλές φορές τα µάτια και τ΄ αυτιά στη θλίψη και τη δυστυχία που

απλώνεται γύρω του και αισιοδοξεί. Θεωρεί πως όλα θα πάνε καλύτερα. Πως η

ελπίδα είναι ακόµα ζωντανή. Σε µια από τις ατελείωτες βόλτες του στις αρχές της

Άνοιξης του ΄42, µε το αναπηρικό καροτσάκι, συνάντησαν την Αλίκη, µια γνωστή

του Γιώργη, που έδειξε συντετριµµένη βλέποντας ό,τι είχε αποµείνει απ΄ αυτόν.

Πήγαν µαζί το Γιώργη µέχρι το σπίτι του και ύστερα τη συνόδεψε µέχρι το δικό της

στην οδό Μπιζανίου. Το ότι εκεί κοντά, στην οδό Βελισσαρίου βρισκόταν το άντρο

των περιβόητων Ες- Ες, που απέφευγαν συστηµατικά όλοι οι οµόθρησκοι του,

καθόλου δεν απασχόλησε το Λεόν. Τον είχε συνεπάρει η παρουσία της Αλίκης τόσο

πολύ που έβλεπε τον κόσµο γύρω του σαν να ήταν ίδιος κι όµοιος όπως τον είχε

αφήσει όταν φόρεσε το χακί και ξεκίνησε για το Αλβανικό µέτωπο.

Σ΄ όλη τη διαδροµή της εξηγούσε πόσο γενναίος φάνηκε ο Γιώργης που

αντιµετώπιζε την τωρινή του κατάσταση µε κουράγιο αλλά και αισιοδοξία. Όταν την

άφησε, συνειδητοποίησε πως ήθελε να τη ρωτήσει πολλά πράγµατα για κείνη, όπως

ήθελε και να της πει πόσο πραγµατικά επιθυµούσε να ξαναβρεθούν αλλά δεν το

΄κανε. Πέρασε µπροστά απ΄ τα γραφεία των Ες- Ες χωρίς καν να προσέξει τους

βλοσυρούς σκοπούς µε τη µεταλλική πλάκα κρεµασµένη στο στήθος. Η σκέψη και

µόνο της όµορφης κοπέλας, µε τα λεπτά, σχεδόν εύθραυστα χαρακτηριστικά του

προσώπου, κυριαρχούσε στο µυαλό του.

Από τότε ο Λεόν κατέβαινε κάθε απόγευµα στην παραλία µε την ελπίδα να τη

συναντήσει αλλά την πέτυχε µόλις το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, στα µέσα του

Ιούνη, σ΄ ένα δροµάκι ανάµεσα στις βίλες της παραλίας. Στην αρχή η Αλίκη δεν τον

Page 90: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

90

γνώρισε και έπρεπε να τρέξει από πίσω της ο Λεόν και να τη σταµατήσει

ακουµπώντας τη απαλά στον ώµο.

Χάρηκε µε τον ενθουσιασµό που της έδειξε και µέχρι να φτάσουν στο σπίτι της,

φρόντισε να µάθει όλα όσα την αφορούσαν. Η Αλίκη είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη

δύο χρόνια πριν τον πόλεµο για να µάθει την τέχνη της µοδίστρας κοντά σε µια

µακρινή της θεία και να ελαφρώσει κάπως τον γεωργό πατέρα της που έχοντας να

θρέψει και άλλα δώδεκα στόµατα, τα ΄φερνε δύσκολα βόλτα. Από τότε έµεινε στη

Θεσσαλονίκη και µάθαινε τα νέα για τους δικούς της και το χωριό από κάποιους

πατριώτες της που ερχόταν αραιά και πού στη Θεσσαλονίκη για κάποια ψώνια.

Η θεία της είχε παραχωρήσει ένα δωµατιάκι στην οδό Μπιζανίου για να µένει και

τις περισσότερες ώρες της περνούσε στο µοδιστράδικο, έχοντας και την ευθύνη να

παραδίδει τα έτοιµα φορέµατα στις πελάτισσες. Πριν τον πόλεµο, οι δουλειές

πήγαιναν καλά και η Αλίκη βρισκόταν συνέχεια στους δρόµους, µα από τότε που η

ζωή της πόλης εξαρτιόταν από τις διαθέσεις των κατακτητών της, οι πελάτισσες είχαν

πλέον άλλες προτεραιότητες και ανάγκες.

Το µοδιστράδικο της θείας είχε αρχίσει να φθίνει και η Αλίκη δεν ήξερε άλλο

δρόµο για ν΄ ακολουθήσει και όλο σκεφτόταν, µε βαριά καρδιά, αλλά το σκεφτόταν,

πως ίσως θα έπρεπε να γυρίσει στο χωριό και τους δικούς της. Το απόγευµα που το

είπε αυτό στο Λεόν, αισθάνθηκε ένα µαχαίρι να του σχίζει την καρδιά. Θα ΄θελε

εκείνη την ώρα να της προσφέρει τα πάντα µα τα χέρια του ήταν άδεια. Το ίδιο βράδυ

µίλησε στο θείο του τον Αµόν που αφού τον άκουσε προσεκτικά, δεν του είπε πως

διαφωνούσε για τη διαφορά θρησκείας που υπήρχε ανάµεσα στους δύο νέους. Ήξερε

τόσο καλά τον ανιψιό του και ήταν σίγουρος πως το δικό του θα έκανε, όπως πάντα,

που προτίµησε να τον ευλογήσει παρά να διαφωνήσει µαζί του. Εξάλλου, ο Αµόν που

είχαν δει πολλά τα µάτια του και είχε ζήσει µέσα από πολλές δύσκολες καταστάσεις

όλα του τα χρόνια, καταλάβαινε, κι ας µην το µαρτυρούσε στον ανιψιό του, πως δεν

ήταν εποχή για να χάνει χρόνο κανείς, αλλά να ζήσει ό,τι καλό του παρουσιαζόταν,

χωρίς να κάνει όνειρα που απλώνονταν πέρα απ΄ τη µέρα που ζούσαν. Έβγαλε από το

δάχτυλο του το δαχτυλίδι που φορούσε- ένα όµορφο δαχτυλίδι µε µεγάλη µαύρη

πέτρα που είχε πάνω της σκαλισµένα δύο κεφάλια φιδιών- και του το πρόσφερε,

λέγοντας του:

-∆εν ξέρω από πότε ανήκει στην οικογένεια µας. Από πολύ παλιά ίσως. Τώρα

είναι δικό σου. Αν θες δώστο στο κορίτσι, αν θες πούλα το. Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο

Θεός. Άλλο δεν έχω τίποτα να σου δώσω.

Ο Λεόν πήρε το δαχτυλίδι και το έσφιγγε γερά στη δεξιά του χούφτα καθώς

πήγαινε να συναντήσει την Αλίκη. Όταν έφτασε κοντά της το είχε πάρει απόφαση.

Θα το κρατούσε για να της το χαρίσει ως δαχτυλίδι αρραβώνων και θα τη φρόντιζε

εκείνος όσο καλύτερα µπορούσε.

Της το είπε και η Αλίκη τον αντάµειψε µε το γλυκύτερο φιλί της, κρατώντας καλά

κρυµµένη µέσα της την πίκρα. Όσο σίγουρη πως ήταν ο Λεόν τα εννοούσε όλα όσα

της έλεγε, αλλά τόσο το ΄χε σίγουρο πως ήταν πολύ δύσκολο να τα πραγµατοποιήσει.

Κι οι δύο µαζί, δεν είχαν στον ήλιο µοίρα και τα µεροκάµατα απ΄ τα οποία σχεδίαζε ο

Λεόν να τους συντηρήσει ήταν δύσκολα και δυσεύρετα. ∆εν σκόπευε όµως να του

χαλάσει το όνειρο. Προτιµούσε να το µοιραστεί µαζί του, όσο κι αν κρατούσε. Στο

κάτω, κάτω αν γυρνούσε πίσω απ΄ εκεί που ξεκίνησε θα έβρισκε ένα πιάτο φαί και

ένα κρεβάτι άλλα δεν θα ήταν ικανά και αυτά και άλλα τόσα για ν΄ αντισταθµίσουν

όσα της χάριζε ο Λεόν και µόνο µε την παρουσία του.

Ο Λεόν έµαθε πως οι Γερµανοί καλούσαν για το Σάββατο 11 Ιουλίου του ΄42

όλους τους Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας αλλά δεν πήγε. Όχι από φόβο, αλλά

από ένστικτο. Αυτή η συγκέντρωση τόσων ανθρώπων µέσα σε µια πλατεία, µόνο κάτι

Page 91: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

91

καλό δεν του προµηνούσε. Κρύφτηκε στο σπίτι του Γιώργη, απ΄ το βράδυ της

Παρασκευής και ξεµύτισε το πρωί της Κυριακής, ελπίζοντας να είχε περάσει η

µπόρα. Βλέποντας τα τροµαγµένα πρόσωπα µερικών Εβραίων γνωστών του και

ακούγοντας τις περιγραφές τους για τα όσα έγιναν εκεί, πείστηκε πως είχε πράξει

πολύ καλά. Όσοι είχαν φροντίσει, φοβισµένοι, να πάνε από τους πρώτους και

βρέθηκαν µπροστά το κτίριο της Ιωνικής Τράπεζας υπέστησαν βασανιστήρια,

ξυλοκοπήθηκαν και αναγκάστηκαν να κάνουν ασκήσεις γυµναστικής. Πείστηκε

ακόµα πως οι µέρες τους στη Θεσσαλονίκη θα δυσκόλευαν όλο και περισσότερο και

έπρεπε το συντοµότερο δυνατόν να πάρει την απόφαση και να φύγει. Πώς όµως; Μια

κουβέντα ήταν. ∆εν υπήρχε άλλο µέρος που να τον περιµένει και όλη του τη ζωή

µέχρι τότε την είχε περάσει σ΄ αυτή την πόλη. Να φύγει και να τραβήξει για πού;

Εκείνες τις µέρες η Αλίκη πρόσεξε πως είχε χάσει το κέφι, που πάντα τον διέκρινε,

και θέλησε να µάθει τι του συµβαίνει. Τον πήρε στην αγκαλιά της και χαϊδεύοντας

του τα µαλλιά προσπάθησε να ελαφρώσει την ψυχή του απ΄ ό,τι τη βάραινε. Ο Λεόν

δεν της είπε και πολλά καθώς δεν ήθελε να την αναστατώσει. Ο ίδιος όµως ήταν πολύ

προβληµατισµένος αφού για πρώτη φορά είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως το να

αδιαφορείς απλώς για τη θρησκεία που σου κληροδότησαν οι γονείς σου, θεωρώντας

πως αυτό δεν µπορεί σε καµιά περίπτωση να σε κάνει να ξεχωρίζεις απ΄ τους άλλους,

ήταν απλώς µια δική του- ροµαντική µάλλον- άποψη που δεν θα έπαιζε κανέναν

απολύτως ρόλο. Το σίγουρο ήταν πως ο κλοιός έσφιγγε γύρω απ΄ όλους τους

Εβραίους και όσο και αν ο Λεόν είχε ζήσει σαν Λεωνίδας αυτό σε καµιά περίπτωση

δεν θα τον απάλλασσε απ΄ τη µοίρα στην οποία οδηγούσαν οι Γερµανοί τους

οµόθρησκους του. Αυτό του το είχε επισηµάνει και ένας παιδικός του φίλος, ο Αζρα

που έχοντας την εµπειρία της πλατείας Ελευθερίας του είχε πει:

-Λεόν, ήρθαν πολύ δύσκολες µέρες. Τώρα δεν µπορείς να γυρνάς µονάχος σου

έξω απ΄ το κοπάδι. Τώρα πρέπει να είµαστε όλοι µαζί. Μόνο ενωµένοι θα

µπορέσουµε να επιβιώσουµε. Οι χριστιανοί, µπορεί να είναι φίλοι µας, αλλά πλέον

είµαστε µόνοι µας κι έχουµε να παλέψουµε µε θεριά…

Αυτά τα περί κοπαδιού δεν άρεσαν καθόλου στο Λεόν. Όπως δεν του άρεσαν και

τα κίτρινα άστρα που έπρεπε να φοράνε όλοι όσοι ανήκαν σ΄ αυτό το κοπάδι και όλα

τα άλλα φυλετικά µέτρα που ανακοίνωσαν οι κατακτητές µέσω του Max Merten στις

8 Φλεβάρη του 1944. Τότε, ναι αισθάνθηκε, σαν να είναι ένα πρόβατο που κάποιοι

αποφάσισαν να το µαρκάρουν για να ξεχωρίζει από µακριά αν αποφάσιζε ν΄ αφήσει

το κοπάδι του.

Τα όρια πλέον στένευαν και οι κινήσεις του περιορίζονταν. Εκτός απ΄ το άστρο,

δεν είχε το δικαίωµα να χρησιµοποιεί οχήµατα, να φύγει από την πόλη, να

κυκλοφορεί µετά τις 5 το απόγευµα, να περνάει από κεντρικούς δρόµους και να

περιοριστεί σε γκέτο µαζί µε τους άλλους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Για το

τελευταίο µέτρο τους είχαν δώσει προθεσµία µέχρι τις 25 Φεβρουαρίου, άρα είχε όλο

τον καιρό να κάνει κάτι, ν΄ αντιδράσει.

Εκείνη την εποχή, συνάντησε για πρώτη φορά και τον Συνταγµατάρχη

Καλογήρου, υπό τις διαταγές του οποίου είχε πολεµήσει στο Αλβανικό µέτωπο. Ο

Καλογήρου πάντα τον συµπαθούσε και το ΄δειξε και πάλι.

-Να φύγεις Λεόν, όσο πιο γρήγορα µπορείς. Και να µην φορέσεις το άστρο δε

σηµαίνει τίποτα. Πρέπει να φύγεις το γρηγορότερο.

∆ε στάθηκε µόνο στις συµβουλές. Υποσχέθηκε να του βρει και λύση. Έδωσαν

ραντεβού, µετά από µερικές µέρες σ΄ ένα καφενείο κοντά στην παραλία. Ο

Συνταγµατάρχης κράτησε την υπόσχεση του.

-Σε τρεις µέρες, ένα καράβι θα φύγει για τη Ρόδο. Εκεί θα είσαι ασφαλής.

-Γιατί εκεί, ρώτησε ο Λεόν.

Page 92: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

92

-Θα είσαι ασφαλής όπου υπάρχουν Ιταλοί. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται για τους

Εβραίους. Συνήθως, δεν τους πειράζουν.

Ο Λεόν δεν είχε ξαναµπεί σε καράβι αλλά δεν ήταν αυτό που τον απασχολούσε.

-Μπορώ να πάρω κι άλλον µαζί µου;

-Μια θέση υπάρχει µόνο, του το ξέκοψε ο Καλογήρου.

Ο Λεόν του µίλησε για την Αλίκη, αλλά ο Καλογήρου δεν συµφώνησε µαζί του.

-Ζούµε δύσκολες ώρες Λεόν. ∆εν είναι τώρα για έρωτες. Είναι χριστιανή, δεν

διατρέχετε τον ίδιο κίνδυνο.

Υποσχέθηκε να του απαντήσει οριστικά την άλλη µέρα. Έµεινε ξάγρυπνος όλη τη

νύχτα. Μπήκε πολλές φορές στο δωµάτιο του θείου του µε σκοπό να τον ξυπνήσει

και να του ζητήσει να µιλήσουν. Ν΄ ακουµπήσει στην εµπειρία του, να του δώσει τη

συµβουλή του. Το πρωί, µόλις τον άκουσε να βήχει, ξαναµπήκε στο δωµάτιο του.

-Θέλεις να σου φέρω κάτι το βράδυ σαν θα γυρίσω; Ο βήχας σου χειροτέρεψε.

Ο Αµόν του έγνεψε όχι και ύστερα του έκανε νόηµα να πλησιάσει. Η φωνή του

είχε βραχνιάσει πολύ και µόλις και µετά βίας ακουγόταν.

-Λεόν, θέλω να ξέρεις πως αν φύγω, σου έχω αφήσει κάτι εδώ στο συρτάρι του

κοµοδίνου.

Του χάιδεψε το µέτωπο.

-∆εν έχεις να πας πουθενά. Θα γίνεις καλά.

Πριν συναντήσει την Αλίκη πέρασε από το καφενείο όπου τον περίµενε ο

Καλογήρου. Τον χαρακτήρισε τρελό και ο Λεόν τον ευχαρίστησε που τόσο πολύ

νοιάστηκε γι΄ αυτόν. Φεύγοντας ο Καλογήρου του έβαλε στο χέρι ένα χαρτάκι µε τη

διεύθυνση του σπιτιού του.

-Πάρτην µήπως και µπορέσω να κάνω κάτι για σένα. Τρελέ, ε, τρελέ.

Αγκαλιάστηκαν και ο Καλογήρου δεν συγκράτησε τα δάκρια του. Ο Λεόν ποτέ

δεν πίστευε πως αυτός ο άνθρωπος που έδειχνε τόσο σκληρός θα µπορούσε να

κλάψει.

Τα πράγµατα πήγαιναν απ΄ το κακό στο χειρότερο. Οι κατακτητές είχαν επιδοθεί

στη λεηλασία των µεγαλύτερων και πλουσιότερων καταστηµάτων των Εβραίων. Ο

Λεόν δε νοιαζόταν τόσο για τις περιουσίες που έβλεπε να χάνονται όσο για τις ζωές

που διαπίστωνε πως απαξιώνονταν µέρα µε τη µέρα όλο και περισσότερο. Απέφευγε

όµως να το θίξει το θέµα αυτό στον Αµόν, καθώς έβλεπε πως η υγεία του συνεχώς

επιδεινώνονταν. Ο γέρος όµως δεν είχε χάσει την επαφή µε την πραγµατικότητα. Το

έµπειρο µάτι του εισέπραττε τα µηνύµατα των καιρών.

«Τι γίνεται Λεόν; Ξεκληρίζουν τους δικούς µας;». Προσπάθησε ν΄ αποφύγει την

απάντηση µα ο γέρος επέµενε. «Να φύγεις. Οι καιροί θ΄ αγριέψουν κι άλλο». Κάτι

πήγε να του πει πως µαζί θα ξεκινούσαν αλλά ο γέρος πριν πνιγεί στο βήχα του του το

ξεκαθάρισε: «Όχι. Εγώ είµαι βάρος. Μόνος να φύγεις. Να σωθείς». ∆εν του ΄κανε

καρδιά, ούτε να το σκεφτεί. Ποιος θα νοιαζόταν για τον άµοιρο Αµόν, αν όχι ο ίδιος;

Το βράδυ της 22ης

του Φλεβάρη του ΄43 , ο Λεόν γυρίζοντας βράδυ στο σπίτι τους

είδε το δεξί χέρι του θείου του να κρέµεται άψυχο δίπλα απ΄ το κρεβάτι του. Ο Αµόν

είχε δείξει για µια ακόµα φορά πόσο τον αγαπούσε και τον νοιάζονταν. Έσκυψε, το

φίλησε και το ακούµπησε απαλά στο στήθος του. Έµεινε δίπλα του όλη τη νύχτα και

µόλις ξηµέρωσε σκούπισε τα δάκρυα του και έριξε µια µατιά να δει αν ήταν

τακτοποιηµένα τα καλά του ρούχα που του ΄χε φορέσει. Πριν βγει έξω θυµήθηκε το

συρτάρι του κοµοδίνου και το άνοιξε. Στην αρχή δεν βρήκε τίποτα αλλά βάζοντας το

χέρι του πιο µέσα έπιασε ένα ζευγάρι χιλιοµανταρισµένες κάλτσες που του φάνηκαν

βαρύτερες απ΄ τις άλλες. Τις ξεδίπλωσε και µέτρησε δέκα χρυσές λίγες. Αυτές και το

δαχτυλίδι ήταν ό,τι είχε µπορέσει να εξοικονοµήσει ο Αµόν για ν΄ αφήσει στον

αγαπηµένο και µονάκριβο ανιψιό του.

Page 93: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

93

Η πρωινή κίνηση στους δρόµους ήταν ελάχιστη. Ο Λεόν έψαξε αρκετή ώρα και

ξόδεψε µια από τις λίρες του για να βρει ένα ξύλινο καρότσι. Τοποθέτησε πάνω

προσεκτικά το άψυχο κορµί του Αµόν και το µετέφερε µέχρι το πρόχειρο Εβραϊκό

νεκροταφείο, στην περιοχή της 25ης

Μαρτίου αφού το κανονικό Εβραϊκό νεκροταφείο

το ΄χαν καταστρέψει στις αρχές του περασµένου ∆εκέµβρη. Οι Εβραίοι που εκείνη

την ώρα περπατούσαν αργά ανάµεσα στους φρέσκους τάφους, παραµέριζαν για να

περάσει ο Λεόν µε το καρότσι του και όλοι έστρεφαν το βλέµµα του προς αυτόν

χωρίς κανείς τους να γυρίσει να κοιτάξει το νεκρό που ήταν σφηνωµένος µέσα σ΄

αυτό, λες κι ήταν ένα τσουβάλι κάρβουνα. Μια λίρα ακόµα ήταν αρκετή για να δεχτεί

ένας νεαρός Ραβίνος που βρήκε στο δρόµο του να πει όσα έπρεπε για ν΄

αποχαιρετήσει ο Λεόν για πάντα το νεκρό θείο του. Όση ώρα ο Ραβίνος έψελνε ο

Λεόν δεν µπορούσε να πάρει τα µάτια του απ΄ τους Εβραίους που έβλεπε να γυρνάνε

ανάµεσα στα µνήµατα. Του φαινόταν σαν να ήταν οι κάτοικοι όλων αυτών των

µνηµάτων που είχαν βγει για τον πρωινό τους περίπατο. Μόλις τελείωσε ο Ραβίνος,

δε νοιάστηκε για το καρότσι αλλά µόνο πως θα έφευγε µια ώρα αρχύτερα απ΄ εκεί.

Λίγο πριν βγει απ΄ το νεκροταφείο έπεσε πάνω σ΄ ένα ξερακιανό γέρο Εβραίο που

είπε το όνοµα του.

-Λεόν.

Αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι του πως ήταν αυτός και άρχισε να τρέχει µ΄ όλη

τη δύναµη της ψυχής του, φωνάζοντας:

-∆ε µε λένε Λεόν. Λεωνίδας είναι το όνοµα µου. ∆ε µε λένε Λεόν…

∆εν µέτρησε την απόσταση που ΄χε τρέξει, όταν σταµάτησε ξέπνοος, αφού η

απόσταση που είχε ακόµα να διανύσει ήταν πολύ µεγάλη και έπρεπε να βρει µέσα του

το κουράγιο να την κάνει µέχρι τέλους.

Με τις 8 λίρες στην τσέπη και το χρυσό δαχτυλίδι, ο Λεόν αισθανόταν πως δεν

υπήρχε πλέον κανένας λόγος να περιµένει. Εξάλλου το να βρεθεί από τη µια στιγµή

στην άλλη στου Βαρώνου Χηρς, στριµωγµένος σε κάποιο άθλιο δωµατιάκι µαζί µε

άλλους άγνωστους του Εβραίους, ήταν πολύ πιθανό και δεν είχε κανένα απολύτως

λόγο να το ρισκάρει. Είχε ξεκόψει οριστικά πια απ΄ το κοπάδι και θα ΄ταν σκέτη

τρέλα να ξαναγυρίσει.

Έφτασε στην οδό Μπιζανίου και κτύπησε το παντζούρι του δωµατίου της Αλίκης.

Εκείνη έκλαψε για τον Αµόν και λυπήθηκε πολύ περισσότερο που τόσον καιρό δεν

τον είχε γνωρίσει. Άκουσε µε προσοχή όσα της είπε ο Λεόν και µόλις εκείνος της

πρότεινε να τη συνοδεύσει µέχρι το χωριό της και να συνεχίσει εκείνος µετά, του

έκλεισε το στόµα λέγοντας του:

-Σ΄ αγάπησα χωρίς ποτέ να νιώσω πως κάτι µας χωρίζει. Ας µην αφήσουµε και

τώρα τίποτα να µπει ανάµεσα µας. Πάµε µαζί κι όσο δύσκολο θα ΄ναι για τον ένα, ας

είναι και για τον άλλο.

Ο Λεόν έκλαψε πολύ ώρα στην αγκαλιά της. ∆εν ήξερε πώς να την ευχαριστήσει

γιατί κατά βάθος αυτό ήθελε και εκείνος. Να µη χωρίσουν ποτέ.

∆εν είχε που αλλού ν΄ απευθυνθεί. Μόνο στον Καλογήρου. Ο Συνταγµατάρχης

χαρακτήρισε την απόφαση τους σκέτη τρέλα.

-Αυτό όµως κάνει ο έρωτας. Τρελαίνει τους ανθρώπους.

Χαµογέλασε στο Λεόν και τον χτύπησε στην πλάτη.

-Θ΄ ακολουθήσεις αυτή τη διαδροµή, του είπε. Μέχρι να φτάσεις στη Θεσσαλία.

Εκεί κάνουν κουµάντο οι Ιταλοί.

-Είναι σίγουρο πως αυτοί δεν πειράζουν τους Εβραίους, ρώτησε ο Λεόν.

Ο Καλογήρου αναστέναξε.

-Τις µέρες που ζούµε, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Να ΄χεις το νου σου.

Page 94: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

94

Ξεκίνησαν πριν καλά, καλά ξηµερώσει η επόµενη µέρα, µε λίγα πράγµατα να

βαραίνουν τους ώµους τους, χωρίς ν΄ αφήσουν και πολλά πίσω τους. Απέφυγαν τη

δηµοσιά και προτίµησαν τα χωράφια. Η Αλίκη µαθηµένη απ΄ τα µικρά της χρόνια

περπατούσε πιο εύκολα. Ο Λεόν πολλές φορές χρειάστηκε να τρέξει για να την

προλάβει.

-Τι τρέχεις έτσι, της φώναζε. Εγώ είµαι ο κυνηγηµένος.

Εκείνη δεν του απαντούσε. Γελούσε και τον έπιανε δυνατά απ΄ το χέρι τραβώντας

τον πίσω της.

Περπατούσαν πάνω από έξη µέρες, µε πολλά διαλείµµατα ενδιάµεσα, παίρνοντας

κάθε δυνατή προφύλαξη. Απέφευγαν τα χωριά και κάθε κατοικηµένο µέρος, µη

έχοντας εµπιστοσύνη σε κανέναν. Έτσι τον είχε συµβουλέψει ο Καλογήρου και δεν

είχε κανένα λόγο να τον αµφισβητήσει. Όταν έφτασαν σ΄ ένα πέτρινο γεφύρι, είχε

αρχίσει να σουρουπώνει.

-Να µείνουµε εδώ τη νύχτα. Κάτω απ΄ το γεφύρι, κόβει τον αέρα και αν βρέξει δεν

θα ΄χουµε πρόβληµα.

Η Αλίκη συµφώνησε και άρχισε να µαζεύει χόρτα για να φτιάξει ένα στρώµα, σε

µια απ΄ τις µικρές του καµάρες, απ΄ όπου δεν περνούσε το νερό του ποταµού. Ο Λεόν

δεν την άφησε.

-Άσε µε να σε περιποιηθώ καρδιά µου.

Η Αλίκη πλησίασε το ποτάµι και έβαλε δειλά, δειλά τα πόδια της µέσα στο κρύο

νερό. Ο Λεόν ακούµπησε στην εσωτερική πλευρά της καµάρας του γεφυριού και

αφέθηκε να την παρακολουθεί έτσι όπως έριχνε µε τις χούφτες της νερό και έπλενε τα

πόδια της µέχρι πάνω. Το δέρµα της ήταν άσπρο και όσες φορές το είχε αγγίξει του

φάνηκε τόσο απαλό.

Η Αλίκη ξέπλεξε τα µαλλιά της και άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπο της. Το

φεγγάρι, σαν να θαµπώθηκε και αυτό απ΄ την οµορφιά της ήρθε και στάθηκε από

πάνω της, κάνοντας την να λαµποκοπάει. Ο Λεόν δεν κρατήθηκε άλλο και πήγε δίπλα

της. Πέρασε απαλά τα δάχτυλα του µέσα από τα ξέπλεκα µαλλιά της. Εκείνη έγειρε

το κεφάλι της προς τα πίσω και αφέθηκε στα χάδια του. Οι αχτίδες του φεγγαριού

έλουζαν τώρα τον κάτασπρο λαιµό της. Έσκυψε και άρχισε να της φιλά απαλά το

λαιµό. Τα χέρια του ξεκούµπωσαν το πρώτο κουµπί του φουστανιού της και άγγιξαν

το σφιχτό της στήθος.

-Αλίκη θέλω να γίνεις γυναίκα µου, της ψιθύρισε καθώς η γλώσσα του έπαιζε µε

το αυτί της.

-Και γω το θέλω, του είπε εκείνη και τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της.

Λύγισε λίγο τα γόνατα και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.

-Πάµε στο κρεβάτι µας, της είπε και κείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω απ΄ το λαιµό

του ακουµπώντας το κεφάλι της πάνω στο στήθος του.

Την άφησε απαλά στο χορταρένιο στρώµα και φιλώντας τη παντού άρχισε να της

ξεκουµπώνει και τα άλλα κουµπιά του φουστανιού της.

-Αλλιώς την περίµενα αυτή την ώρα, της είπε σιγανά αλλά εκείνη βγάζοντας έναν

αναστεναγµό ρούφηξε µε δύναµη τα χείλη του.

Το κρύο είχε δυναµώσει αλλά κανείς δεν το αισθάνονταν. Τα κορµιά τους έκαιγαν

και µόλις ο Λεόν µπήκε µέσα της η Αλίκη τον έσφιξε µ΄ όλη τη δύναµη πάνω της

πνίγοντας τον πόνο που ένιωσε µες τα φιλιά του. Έµειναν για πολύ ώρα ο ένας µέσα

στον άλλο και όταν ο Λεόν τραβήχτηκε σιγά, σιγά αναζήτησε το παντελόνι του. Το

βρήκε στην τσέπη του και της το πρόσφερε. Κοίταξε το δαχτυλίδι του Αµον

απορηµένη µα πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο Λεόν της έπιασε απαλά το αριστερό

χέρι και της το πέρασε στο δάχτυλο.

-Τώρα είσαι γυναίκα µου κι αυτό είναι το δαχτυλίδι τον αρραβώνων µας.

Page 95: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

95

Έγειρε στο πλευρό της, κρατώντας της πάντα σφιχτά το χέρι και σε λίγο, νικηµένοι

κι οι δύο από την κούραση βυθίστηκαν σ΄ έναν ήρεµο και γαλήνιο ύπνο.

Ο 18χρονος Παναγιώτης αδηµονούσε περιµένοντας δίπλα στα τελευταία σπίτια

της Φτέρας τον συνοµήλικο και φίλο του, το Μηνά. Έφτασε, ως συνήθως,

καθυστερηµένος αλλά και απορηµένος.

-Τι µε ξεσήκωσες νυχτιάτικα, ρώτησε αλλά ο Παναγιώτης του έγνεψε να τον

ακολουθήσει.

Λίγο πριν φτάσουν στο πέτρινο γεφύρι σταµάτησαν.

-Θα µου πεις πού πάµε µέσα στη νύχτα, επέµεινε ο Μηνάς.

Ο Παναγιώτης του έδειξε πως πρέπει να µιλάνε σιγά και άρχισε να του εξηγεί.

-Προχθές που βρέθηκα µε τον πατέρα µου σ΄ ένα καφενείο στην πόλη, άκουσα

κάποιους που λέγανε πως απ΄ τα µέρη µας περνάνε πολύ Οβραίοι της Σαλονίκης.

-Ε, και;

-Τι, ε, και ρε όρνιο, µάλωσε το Μηνά. ∆εν καταλαβαίνεις;

Ο Μήνας δεν καταλάβαινε παρά µόνο πως κρύωνε και δεν θεωρούσε πολύ καλή

την ιδέα να γυρνάει µέσα στη νύχτα στα χωράφια.

-Ε, και;

Ο Παναγιώτης σκέφτηκε να του εξηγήσει πρώτα πριν αρχίσει να βρίζει.

-Οι Οβραίοι θέλουν να περάσουν το ποτάµι για να γλιτώσουν απ΄ τους Γερµανούς.

Όλοι τους είναι φορτωµένοι χρυσάφι.

-Πώς το ξέρεις;

-Ένας στο καφενείο, που τα ΄χε κοπανήσει, κάθισε και µου ΄πε πολλές ιστορίες.

Μια µέρα, δεν πάει πολύς καιρός από τότε, καθόταν σ΄ ένα καφενείο, στην Αγιά

Μαρίνα, το χωριό που είναι πιο κάτω, µαζί µε κάποιους απ΄ το αντάρτικο. Τότε ήρθε

ένα ζευγάρι Οβραίων, απ΄ τη Σαλονίκη είπαν πως ήταν. Η γυναίκα σκόνταψε και

άνοιξε η βαλίτσα που κουβαλούσε. Όλοι έχασαν το φως τους.

-Γιατί;

-Απ΄ το πολύ χρυσάφι που κουβαλούσαν. Να απ΄ αυτό.

-Και τι απέγιναν;

-Τους πέρασαν το ποτάµι, γιατί δεν ξέρουν τα περάσµατα και οι Οβραίοι τους

αντάµειψαν. Με χρυσάφι.

Ο Μηνάς πάλι αδυνατούσε να καταλάβει που ήθελε να καταλήξει ο σύντροφος

του. Για να πάνε προς την Αγία Μαρίνα τέτοια ώρα και µε τα πόδια, ούτε που το

σκεφτόταν.

-Εγώ δεν πάω µέχρι την Αγία Μαρίνα. Κοµµένη.

Του Παναγιώτη του ανέβηκε το αίµα στο κεφάλι.

-∆εν θα µ΄ αφήσεις τώρα µονάχο µου. Μην είσαι βλάκας. Είναι ευκαιρία να

φτιάξουµε κάτι και µείς. Χωρίς προκοπή πώς θα ζήσουµε;

-Έχει ο πατέρας σου εσένα. Τι σε κόφτει;

-Θέλω δικά µου.

Ο Παναγιώτης άρχισε να περπατά κοιτώντας πίσω του για να σιγουρευτεί πως τον

ακολουθούσε ο Μηνάς. Εκείνος δίστασε για λίγο, έκανε να γυρίσει πίσω, αλλά τελικά

τον πήρε στο κατόπι.

΄Έφτασαν στο πέτρινο γεφύρι και σταµάτησαν. Ο Μηνάς πλησίασε τον

Παναγιώτη και εξέφρασε την απορία που γυρνούσε από ώρα στο µυαλό του.

-Γιατί δεν περνάνε απ΄ το γεφύρι και πληρώνουν να τους περνάνε άλλοι απ΄ το

ποτάµι.

-∆εν ξέρουν οι περισσότεροι πως υπάρχει, αλλά και να ήξεραν είναι επικίνδυνο.

Μπορεί να τους πάρει κανένα µάτι.

Page 96: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

96

Η επόµενη ερώτηση πνίγηκε στο στόµα του Μηνά καθώς ο Παναγιώτης του

΄κλεισε το στόµα απότοµα µε την παλάµη του.

-Κάποιοι είναι από κάτω, του ψιθύρισε.

Ο Μηνάς, αντιδρώντας ενστικτωδώς, πήγε να το βάλει στα πόδια αλλά τον

συγκράτησε προστάζοντας τον να τον ακολουθήσει. Είχε κιόλας αρχίσει να σέρνεται

κατεβαίνοντας την πλαγιά του γεφυριού.

Ο Μηνάς ακολούθησε σα χαµένος κατρακυλώντας στην πλαγιά και αν δεν τον είχε

αρπάξει απ΄ το χέρι ο Παναγιώτης θα έφτανε µέχρι το νερό. Σήκωσε το κεφάλι του

και το βλέµµα του ακολούθησε το δάχτυλο του Παναγιώτη που του έδειχνε δύο

άτοµα που κοιµόταν αγκαλιασµένα κάτω από τη γέφυρα.

-Οβραίοι, του ΄πε στ΄ αυτί ο Παναγιώτης.

-Πώς το ξέρεις, αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μηνάς κάνοντας τον άλλο να τον

χτυπήσει στα πλευρά.

-Σκάσε. Το ξέρω.

Ο Παναγιώτης καθισµένος στα τέσσερα ανίχνευσε το χώρο γύρω τους. ∆ε

φαινόταν ψυχή. Ο ήχος του νερού του ποταµού σκέπαζε κάθε άλλο ήχο της νύχτας.

-Θα τους αιφνιδιάσουµε. Εσύ τη γυναίκα εγώ τον άντρα.

Ο Μηνάς δεν πρόλαβε να σκεφτεί. Απλώς ακολούθησε. Σε λίγο ο Παναγιώτης,

κινούµενος αθόρυβα βρέθηκε πάνω απ΄ τον κοιµισµένο Λεόν που ένιωσε ξαφνικά

ένα δυνατό χέρι να του σφίγγει το λαιµό. ∆εν πρόλαβε ούτε να φωνάξει. Το χέρι του

Μηνά άρπαξε το πόδι της Αλίκης που πετάχτηκε αλαφιασµένη και προσπάθησε να

βοηθήσει το σύντροφο της.

Η µάχη κρίθηκε υπέρ του Μηνά, σχετικά εύκολα, αφού µέσα σε δευτερόλεπτα η

Αλίκη ακινητοποιήθηκε. Η αντίσταση που συνάντησε ο Παναγιώτης ήταν

µεγαλύτερη. Με το στοιχείο του αιφνιδιασµού µε το µέρος του, φαινόταν να έχει το

πάνω χέρι, αλλά και ο Λεόν επιστρατεύοντας την πρόσθετη δύναµη που του

πρόσφερε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κατάφερε ν΄ αποκαταστήσει κάπως τις

ισορροπίες. Όχι, όµως για πολύ. Το γλιστερό έδαφος δεν ευνοούσε κανέναν. Σε λίγο

βρέθηκαν να παλεύουν µες το ποτάµι. Εκεί ο νεώτερος και λιγότερο καταπονηµένος

Παναγιώτης απέκτησε εξ αρχής το πλεονέκτηµα. Ο Λεόν µε δυσκολία κατάφερνε να

σταθεί όρθιος µέσα στα παγωµένα νερά και ν΄ αποφεύγει τα χτυπήµατα του. Ο

Μηνάς κρατώντας πάντα σφιχτά τα χέρια της Αλίκης καρφωµένα στο χώµα,

παρακολουθούσε τους δύο άντρες που πάλευαν στο νερό, αγωνιώντας για την έκβαση

της µάχης. Αυτή δεν κράτησε για πολύ. Το χέρι του Παναγιώτη οπλίστηκε µε µια

αιχµηρή πέτρα καταφέρνοντας αλλεπάλληλα χτυπήµατα στο κεφάλι του Λεόν. Το

αίµα άρχισε να κυλάει στο αριστερό µάγουλο του άντρα που σε µερικά δευτερόλεπτα,

ζαλισµένος και εξασθενηµένος, λύγισε τα γόνατα, προσπαθώντας να πιάσει το κεφάλι

του αλλά δεν πρόλαβε. Το νερό που κατέβαινε ορµητικό τον παρέσυρε.

Ο Παναγιώτης παρακολούθησε για λίγο την πορεία του αντιπάλου σώµατος και

ύστερα ξέπλυνε τα µατωµένα χέρια του, ευχαριστηµένος που η µάχη είχε κριθεί

οριστικά υπέρ του. Βρεγµένος µέχρι το κόκαλο πλησίασε το Μηνά. Η δύναµη του

τελευταίου είχε παραλύσει και προσοχή του ατόνησε, δίνοντας έτσι το δικαίωµα στην

Αλίκη, που ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια, ν΄ απελευθερώσει τα χέρια

της και να τον πετάξει από πάνω της. Οδηγηµένη απ΄ τον πόνο και την απελπισία,

αφού µπροστά στα µάτια της εξελίχθηκε η ήττα του συντρόφου της, χύθηκε προς το

ποτάµι, φωνάζοντας το όνοµα του Λεόν. Τα γυµνά της πόδια γλίστρησαν στα

βρεγµένα αγριόχορτα και έπεσε µε τα µούτρα στο χώµα, χωρίς να προλάβει ν΄

αποµακρυνθεί.

-Άχρηστε, τα ΄βαλε µε το Μηνά ο Παναγιώτης και µ΄ ένα πήδηµα βρέθηκε να

ιππεύει τη γυναίκα που έσκαβε µε τα νύχια της το χώµα προσπαθώντας να

Page 97: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

97

ξανασηκωθεί. Ο Παναγιώτης την άρπαξε απ΄ τα ξέπλεκα µαλλιά και κοπάνησε µε

δύναµη το κεφάλι της στο χώµα, µέχρι που µια σκούρα κόκκινη κηλίδα σχηµατίστηκε

δίπλα απ΄ το στόµα της, που απορρόφησε την τελευταία ξέπνοη κραυγή που βγήκε

απ΄ τα χείλη της.

Ο Μηνάς, µουδιασµένος, δέχτηκε τη νέα προσταγή:

-Τι χαζεύεις. Έλα να βοηθήσεις.

Υπάκουσε και σύρθηκε µε δυσκολία κοντά του. Ο καβαλάρης της άµοιρης

γυναίκας την είχε γυρίσει κιόλας ανάσκελα και προσπαθούσε να της βγάλει την

κυλόττα. Η γυναίκα άνοιξε λίγο τα µάτια της κι η πρώτη της αντίδραση ήταν να

φωνάξει αλλά ο Παναγιώτης της έκλεισε µε το χέρι του το στόµα, αναγκάζοντας την

να καταπιεί το αίµα που έτρεχε από τα σπασµένα δόντια και τα σχισµένα της χείλη.

Τα πόδια της κλωτσούσαν µε µανία τον αέρα αλλά δεν κατάφερναν να πετύχουν

τον εισβολέα που µουγκρίζοντας απολάµβανε την πράξη του βιασµού της,

συνοδεύοντας την από άγριες κραυγές. Όσο τα δόντια της Αλίκης µπήγονταν στο χέρι

του δυναµώνοντας τον πόνο, τόσο περισσότερο σφυροκοπούσε τον τράχηλο της

µήτρας της, σαν να προσπαθούσε να της τον ανταποδώσει και µε το παραπάνω.

Ανήµπορος, αδυνατώντας να βγάλει και µια λέξη απ΄ το στόµα, ο Μηνάς

παρακολουθούσε µόνο, σαν χαµένος.

Όταν ο Παναγιώτης κατάφερε να ελευθερώσει το χέρι του απ΄ τα δόντια της

Αλίκης σηκώθηκε αφήνοντας την χωρίς ανάσα και µε µια σκούρα κόκκινη λίµνη

ανάµεσα στα πόδια της.

Σύρθηκε για λίγο µε τα τέσσερα και µετά σηκώθηκε κοιτώντας µε αηδία τα αίµατα

που ΄χαν λεκιάσει το παντελόνι του.

-Βρωµιάρες Οβραίες, άρχισε να βρίζει και να κλωτσάει σαν τρελός το κορµί της

Αλίκης. Κατέβηκε παραπατώντας την πλαγιά µέχρι το νερό και άρχισε να πλένεται

ρίχνοντας το νερό µε τις χούφτες πάνω του.

Μόλις επέστρεψε είδε το Μηνά ακουµπισµένο στην εσωτερική πλευρά της

καµάρας του γεφυριού µε το βλέµµα χαµένο.

-Τι κάνεις ρε ηλίθιε, του φώναξε. Έψαξες να βρεις το χρυσάφι;

Εκείνος πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο και χωρίς να του πει τίποτα άρχισε ν΄

ανεβαίνει την πλαγιά µε τα τέσσερα.

Ο Παναγιώτης δεν ασχολήθηκε άλλο µαζί του. Άρχισε να ψάχνει τα λιγοστά

πράγµατα της Αλίκης και του Λεόν και όσο δεν έβρισκε κάτι που να λάµπει, τόσο

εξαγριωνόταν πετώντας τα δεξιά κι αριστερά. Η έρευνα του απέβη άκαρπη και γύρισε

εξαγριωµένος προς την Αλίκη που παρέµενε ακίνητη στη θέση της και ετοιµαζόταν

να την ξανακλωτσήσει όταν είδε στο αριστερό της χέρι, το δαχτυλίδι των αρραβώνων

που της είχε περάσει πριν λίγες ώρες ο Λεόν. Έσκυψε, το τράβηξε µε δύναµη

σχίζοντας της το δάχτυλο και αµέσως το έβαλε στα πόδια για να προλάβει το Μηνά,

κρατώντας µέσα στη χούφτα του το χρυσό λάφυρο.

Page 98: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

98

33

Ο Παναγιώτης δε βρήκε τον άνθρωπο που έψαχνε στη Θεσσαλονίκη. Λείπει θα

γυρίσει, αργά το απόγευµα, του είπαν οι άνθρωποι του στο µαγαζί που ρώτησε. ∆εν

θα γύρναγε πίσω χωρίς να τελειώσει τη δουλειά που ήθελε. Κόντευε µεσηµέρι όταν

τηλεφώνησε στην Αλέκα.

-Είµαι στη Σαλονίκη, της είπε. Μπορεί να γυρίσω αύριο. Όλα καλά εκεί;

-Ναι, του απάντησε κοφτά.

-΄Έγινε τίποτα όσο έλειπα;

-Σαν τι να ΄γινε, ρώτησε η Αλέκα απορηµένη.

-Καλά, να προσέχεις το µαγαζί.

Η στάση του την παραξένεψε. ∆εν συνήθιζε να τηλεφωνεί ακόµα κι όταν έλειπε

µέρες ολόκληρες στη Θεσσαλονίκη για «δουλειές» και επέστρεφε µε τα πουκάµισα

του γεµάτα κοκκινάδια και τα εσώρουχα του ποτισµένα σε γυναικεία φτηνοαρώµατα.

Η Αλέκα τα πιανε µε αηδία, κρατώντας τα όσο πιο µακριά της µπορούσε µέχρι να τα

ρίξει στο πλυντήριο και να τα περάσει από δύο και τρεις πλύσεις µε καυτό νερό. ∆εν

την πείραζε που εξαφανιζόταν για µέρες. Το αντίθετο µάλιστα. Ηρεµούσε αφού ήξερε

πως ο άντρας είχε χορτάσει, έστω και προσωρινά την όρεξη του για έρωτα και θα

γλίτωνε εκείνη.

-∆ε τον σιχαίνεσαι όταν ξέρεις πως γύρισε από τις πουτάνες και ύστερα θέλει να

κανονίσει και σένα, τόλµησε να τη ρωτήσει κάποτε ο Μανώλης που φρόντιζε να της

µεταφέρει τα όσα διηγιόταν ο άντρας της στις αντροπαρέες της Φτέρας, εις επήκοον

όλων, για τα κατορθώµατα του στα σκυλάδικα της Θεσσαλονίκης και των άλλων

γειτονικών πόλεων που συχνά, πυκνά επισκεπτόταν. Η Αλέκα δεν του απάντησε. Όσο

την κολάκευε το ενδιαφέρον που της έδειχνε ο Μανώλης - αγάπη την ονόµαζε ο

ίδιος- άλλο τόσο την ενοχλούσε αυτός ο τρόπος που επέλεγε κάποιες φορές για να

την πλησιάσει. Γιατί το ΄χε ξανακάνει, µεταφέροντας της κατά καιρούς κάποιες απ΄

τις κουβέντες του Παναγιώτη. Τα χούγια και τις ιδιοτροπίες του άντρα που η ίδια

υπέµενε µια ζωή ολόκληρη δεν είχε ανάγκη κανένα Μανώλη για να της τα πει. Απ΄

το Μανώλη κάτι διαφορετικό θα περίµενε ν΄ ακούσει, κάτι που να της δείξει πως

υπάρχει και ένας άλλος κόσµος, αλλιώτικος απ΄ αυτόν που είχε κάθε µέρα µέσα στα

πόδια της. Ίσως έτσι, να έµπαινε στον πειρασµό να πάρει το ρίσκο για να τον

γνωρίσει, ελπίζοντας πως ανεξάρτητα απ΄ τις όποιες συνέπειες, θα κατάφερνε έστω

και για λίγο να ξεφύγει απ΄ αυτόν που τις περισσότερες ώρες δεν άντεχε.

Ο Μανώλης δεν καταλάβαινε. Θεωρούσε πως η Αλέκα αρνιόταν ν΄ ανταποκριθεί

στον έρωτα που της εκδήλωνε µε κάθε τρόπο, µόνο και µόνο επειδή φοβόταν τον

Παναγιώτη. Όταν της το είπε κάποτε, εκείνη του απάντησε πως «αν µια γυναίκα

πραγµατικά θέλει, βρίσκει τον τρόπο». Ο Μανώλης το πήρε σαν προσβολή. Πίστεψε

πως η Αλέκα αλλού έλεγε το ναι και εκείνον τον απέρριπτε για λόγους που δεν

καταλάβαινε. Πήγε να τρελαθεί. Για µια βδοµάδα δεν έπινε µήτε έτρωγε και έµεινε

άγρυπνος τα βράδια. Η µάνα του θέλησε να φωνάξουν ένα γιατρό αλλά η γυναίκα του

που αναγνώρισε το σαράκι που τον έτρωγε, της έκοψε τη φόρα. «∆εν ξέρεις για ποια

λιώνει και καίγεται ο κανακάρης σου;». Η µάνα του η κυρά Λένη, είχε καταλάβει

βέβαια, αλλά δεν ήθελε να δώσει «άσπρο δόντι», όπως συνήθιζε να λεει, στη νύφη

της, µα ούτε και σε κανέναν άλλο. Εξάλλου πολύ φοβόταν πως δεν ήταν οι µόνοι που

΄χαν διαπιστώσει το κόλληµα του γιου της µε την Αλέκα. Φυσικά περισσότερο απ΄

όλους έτρεµε τον Παναγιώτη. Χρόνια τώρα τον είχε κρατήσει στην απόσταση µιας

απλής καληµέρας και αυτήν και ο συγχωρεµένος ο άντρας της. ∆εν υπήρχε κανένας

λόγος ν΄ ανοίξουν τώρα λογαριασµούς µαζί του. Έπεσε δίπλα στο γιο της και πες,

πες, τον έπεισε να πάρει την οικογένεια του και να µετακοµίσουν στην πόλη.

Page 99: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

99

Πούλησε και δύο χωράφια καλά που είχε και του ΄δωσε τα χρήµατα για ν΄ αγοράσει

ένα σπίτι µε τρία δωµάτια, να ΄ναι άνετα µε τα δύο παιδιά τους.

Πριν έρθει το φορτηγό να φορτώσουν τα πράγµατα, ο Μανώλης δεν θα ησύχαζε

αν δεν έβλεπε για τελευταία φορά την Αλέκα. Τη βρήκε µόνη στο καφενείο και τη

ρώτησε αµέσως.

-Τι εννοούσες µ΄ αυτό που πες την άλλη φορά; Πώς εγώ δεν σου κάνω ενώ

άλλοι…

Η Αλέκα τον κοίταξε και το βλέµµα της περιείχε όλη την αποστροφή που της

δηµιούργησε εκείνη τη στιγµή, µε µια του φράση, ο άνθρωπος που χρόνια τώρα της

ορκιζόταν πως ήταν έτοιµος να κάνει τα πάντα για το χατίρι της.

-Αυτό κατάλαβες; αρκέστηκε µόνο να του πει και του ευχήθηκε να πάει στο καλό.

Ο Μανώλης δε χάρηκε το καινούργιο του σπίτι και η γυναίκα του πολύ γρήγορα

άρχισε ν΄ αδιαφορεί εντελώς. Κάποιες φορές µάλιστα που γυρνούσε µεθυσµένος και

έπεφτε στο κρεβάτι και ξεραινόταν δε δίστασε να του πει πως δεν θα είχε κανένα

απολύτως πρόβληµα να διακόψουν αυτή τους τη συγκατοίκηση, αρκεί βέβαια ν΄

αναλάµβανε εκείνος τις υποχρεώσεις του απέναντι σ΄ εκείνη και τα δύο τους παιδιά.

Ο Μανώλης δεν έδωσε καµιά απάντηση τότε µα ούτε και καµιά λύση µετά.

Άφησε τη ζωή τους να σέρνεται όπως σερνόταν κι εκείνος κάθε βράδυ από ταβέρνα

σε µπαρ, προσπαθώντας, υποτίθεται, να ξεχάσει. Κάθε τρεις και λίγο, νοσταλγούσε

τη µάνα του και τη Φτέρα και έπαιρνε το δρόµο προς τα εκεί για να φύγει µετά από

κανά δύο µέρες και πολλά παρακάλια της µάνας του.

Το ότι όλοι κουβέντιαζαν γι΄ αυτό που τον τραβούσε συνέχεια πίσω τον φόβιζε και

η ιδέα πως µπορεί να έβρισκε µπροστά του τον Παναγιώτη τον τροµοκρατούσε. Του

ήταν αδύνατον όµως να ελέγξει πάντα τις κινήσεις του. Κάποιες φορές το κατάφερνε.

Τις περισσότερες όχι.

Τούτη τη φορά, αποχαιρέτησε για πολλοστή φορά γυναίκα και παιδιά και

ξαναγύρισε στη Φτέρα, µήπως και η τύχη του χαµογελάσει.

«Ναι, πήγαινε. Σε περιµένει µε τα πόδια ανοιχτά», φώναξε η γυναίκα του πριν του

κλείσει µε δύναµη την πόρτα πίσω του και τα παιδιά του µπήξουν τα κλάµατα

ζητώντας απ΄ τον πατέρα τους να µην τα εγκαταλείψει.

Αυτή τη φορά όµως ο Μανώλης κι ας µην το ΄χε πει σε κανέναν, ήταν

αποφασισµένος να θέσει ένα τέρµα. ∆εν ήξερε ποιο, αλλά ένα τέρµα σίγουρα, γιατί

είχε πλέον καταλάβει πως δεν πήγαινε άλλο. Ο εγωισµός του είχε πληγωθεί πάρα

πολύ µα αυτό ήταν το λιγότερο. Το κυριότερο ήταν που ντρεπόταν γιατί είχε

πληγώσει και άλλους ανθρώπους που πραγµατικά αγαπούσε και νοιαζόταν γι΄

αυτούς. Γι΄ αυτό θα έβαζε σίγουρα ένα τέρµα.

Όταν δεν έβλεπε την Αλέκα µπροστά του, δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τα

αισθήµατα του γι΄ αυτήν. Την αγαπούσε πραγµατικά ή µήπως του ΄χε γίνει απλώς

έµµονη ιδέα; Ένα ανεκπλήρωτο όνειρο που ήθελε πάση θυσία να το δει να παίρνει

σάρκα και οστά; Και πόσες άλλες θυσίες έπρεπε να κάνει γι΄ αυτό το όνειρο; Είχε

ήδη θυσιάσει τα πάντα. Την οικογένεια του, τη δουλειά του που πήγαινε κατά

διαόλου και κυρίως και πάνω απ΄ όλα την ηρεµία και την αξιοπρέπεια του. Και τι είχε

κερδίσει; Τίποτα. Ένα χάδι της Αλέκας στο πρόσωπο κάποια φορά και δύο, τρία

χαµόγελα. Μικρή στ΄ αλήθεια συγκοµιδή σε σχέση µε την προσµονή τόσων χρόνων.

Όχι, δεν την αγαπώ στ΄ αλήθεια, έλεγε στον εαυτό του, αλλά µόλις την έβλεπε

µπροστά του, αναθεωρούσε αυτές τις σκέψεις, του κοβόταν τα γόνατα και έτρεµε η

φωνή του.

Κι εκείνη, τίποτα. Ας του ριχνε ένα βλέµµα σαν αυτό που την είδε να ρίχνει

εκείνο το πρωί σ΄ αυτόν τον ξένο και θα ΄λεγε πραγµατικά πως ναι, άξιζε τον κόπο

και που περίµενε και που υπέφερε. ∆εν τον κοίταξε όµως ποτέ έτσι. «Την πουτάνα,

Page 100: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

100

γαµώ το κεφάλι της» σκεφτόταν φεύγοντας απ΄ το καφενείο. «Αλλού ξέρει και

σπέρνει ελπίδες, ίσως και να τις ποτίζει κιόλας και εµένα µ΄ έχει για τα σκατά χρόνια

τώρα. Αλλά θα της δείξω εγώ ποιος είναι Μανώλης. Θα της δείξω… ».

Η Αλέκα έκλεισε το τηλέφωνο και µόνο η έγνοια του Μανώλη δεν την έτρωγε.

Πολλά τριγύρναγαν στο µυαλό της που αδυνατούσε να τα βάλει σε µια τάξη. Κάθισε

σε µια καρέκλα της άδειας σάλας, µόνη όπως της άρεσε πάντα να κάθεται, µε το ένα

χέρι ακουµπισµένο στο τραπέζι δίπλα της και τ΄ άλλο πάνω στο αριστερό της γόνατο.

Τη µοναξιά ποτέ δεν τη φοβήθηκε. Αντιθέτως την αποζητούσε, αλλά τούτη τη φορά

αισθάνθηκε να της πλακώνει τα στήθια. Ο δυνατός θόρυβος που έφτασε στ΄ αυτιά της

απ΄ την αποθήκη την έβγαλε απ΄ το αδιέξοδο. Λες κι ένα χέρι απλώθηκε απ΄ το

πουθενά και µια φωνή να της είπε, «να, ακούµπα εδώ». Προς στιγµήν είχε ξεχάσει

την ύπαρξη του Βασίλη όπως είχε ξεχάσει και να ρωτήσει τον Παναγιώτη αν υπήρχε

κάποια εντολή του για να εκτελέσει ο ξένος . Ίσως αυτός ο θόρυβος, να ΄ταν ένα

µήνυµα, ένα κάλεσµα. Μπορεί εκεί µέσα να βρισκόταν το χέρι που θα ΄θελε ν΄

ακουµπήσει. Πετάχτηκε απ΄ τη θέση της, ετοίµασε έναν καφέ και µπήκε στην

αποθήκη.

Ο Βασίλης αιφνιδιάστηκε µόλις την είδε και αναζήτησε το πουκάµισο του για να

κρύψει το γυµνό του στήθος. Η Αλέκα χωρίς να µιλήσει άφησε το δισκάκι µε τον

καφέ και το νερό σ΄ ένα κιβώτιο και κάθισε σ΄ ένα άλλο απέναντι του, µη δίνοντας

σηµασία στα κιβώτια που ήταν σκορπισµένα στο πάτωµα. Όση ώρα ο Βασίλης

προσπαθούσε να κουµπώσει το πουκάµισο του δεν πήρε το βλέµµα της από πάνω

του. Το σώµα του δεν έδειχνε γυµνασµένο και οι περισσότερες από τις λίγες τρίχες

του στέρνου του είχαν ασπρίσει. Ποτέ της δε συµπάθησε τους τριχωτούς άντρες,

άσχετα αν ήταν αναγκασµένη να κοιµάται για πάνω από είκοσι χρόνια, µ΄ έναν άντρα

που το κορµί του ήταν κατάφυτο από πυκνό τρίχωµα. Ο Βασίλης όµως ήταν φανερό

πως δεν ανήκε σ΄ αυτή την κατηγορία και η Αλέκα συνειδητοποίησε πως αυτός ήταν

ένας ακόµα λόγος για να της τραβήξει την προσοχή.

Ο Βασίλης αν και ντυµένος πια, εξακολουθούσε να αισθάνεται το ίδιο άβολα και

οι κινήσεις του ήταν πολύ σφιγµένες. Ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ πολύ» για τον καφέ

και έβγαλε τσιγάρο, προσφέροντας ένα και στην Αλέκα. Εκείνη το πήρε λέγοντας

πως δεν το συνηθίζει αλλά κάπου, κάπου δε λέει όχι σ΄ ένα τσιγάρο και όταν πήγε να

της ανάψει, πρόσεξε πως το χέρι του έτρεµε ελαφριά.

Το χέρι του έτρεµε λιγότερο όταν πήρε το φλιτζάνι για να πιει την πρώτη γουλιά

του καφέ και χρειάστηκε να επαναλάβει η Αλέκα και δεύτερη φορά τη φράση της για

να καταλάβει ότι του είπε, «∆εν ξέρω αν τον πέτυχα».

Της είπε πως ήταν όπως ακριβώς τον πίνει και ήξερε πως αν του µιλούσε και πάλι

δεν θα την άκουγε αφού το ν΄ αντισταθεί στον πειρασµό και να µην τη φάει µε τα

µάτια του, ήταν µάλλον πέρα από τις δυνάµεις του.

Η Αλέκα, παρά τα σαράντα και χρόνια της, κρατιόταν πολύ καλά και ήταν από

εκείνες τις γυναίκες που δεν υπήρχε περίπτωση να µην γυρίσει να την κοιτάξει

οποιοσδήποτε άντρας. Τα ξανθά σπαστά της µαλλιά έφταναν λίγο πιο κάτω από τους

ώµους και τα µεγάλα µαύρα της µάτια φεγγοβολούσαν κάνοντας και όλο το πρόσωπο

της να λάµπει. Όταν στεκόταν αµίλητη, άνοιγε ελαφριά το στόµα, σαν να

ετοιµαζόταν να χαµογελάσει και ανάµεσα από τα µεγάλα της χείλη φαινόταν µια

σειρά αραιά κάτασπρα δόντια. Ακουµπισµένη στο κιβώτιο και µε το τελευταίο

κουµπί του φουστανιού της ανοιχτό, αποκαλυπτόταν σχεδόν µέχρι επάνω το δεξί της

πόδι και ο Βασίλης πίστεψε πως λίγο ακόµα και θα του ήταν αδύνατον να

συγκρατήσει το χέρι του, που ήθελε τόσο πολύ να το χαϊδέψει.

Η Αλέκα έσβησε µισό το τσιγάρο της και αποφάσισε να φύγει, ίσως γιατί και η

ίδια είχε αρχίσει να φοβάται τον εαυτό της.

Page 101: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

101

-Θα φας µαζί µας το µεσηµέρι, φαντάζοµαι. ∆εν ξέρω ακόµα τι θα µαγειρέψω,

ελπίζω να σ΄ αρέσει, του είπε φεύγοντας και ο Βασίλης απόλαυσε µέχρι να χαθεί

πίσω από την πόρτα τις σφιχτές της γάµπες που έδειχναν να πατάν γερά στο έδαφος.

Από την πρώτη στιγµή που τη συνάντησε ήθελε τόσα πολλά να τη ρωτήσει µα δεν

είχε καταφέρει να µάθει ούτε το όνοµα της. Ήπιε τον καφέ µέχρι το τέλος και

σκέφτηκε πως µέσα σε πολύ λίγο χρονικό διάστηµα είχε αφεθεί να ξεστρατίσει, αν

και ο σκοπός της εκεί παρουσίας του ήταν άλλος. Ήταν όµως πέρα από τις δυνάµεις

του. Η παρουσία της γυναίκας αυτής είχε σηµάνει συναγερµό σ΄ όλες του τις

αισθήσεις και τον οδηγούσε σ΄ ένα δρόµο µε άγνωστη κατεύθυνση που ήθελε όµως

πάση θυσία να τον ακολουθήσει.

Επιστρέφοντας η Αλέκα από την αποθήκη βρήκε τον Αντώνη να την περιµένει στο

καφενείο. Έτρεξε ανήσυχη κοντά του και αφού πρώτα τον αγκάλιασε ύστερα τον

κατσάδιασε.

-Πού ήσουνα; Πέθανα όλη νύχτα.

Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι και η µάνα του πρόσεξε τα κατακόκκινα µάτια του

και τα λαδωµένα του µαλλιά.

-Γύρναγα…

-Πού;

-Τι σηµασία έχει…

-∆εν κοιµήθηκες καθόλου;

-∆εν είναι µόνο απ΄ αυτό. Μητέρα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι.

-Τι είναι;

-Θέλω να πάω κοντά της, µα δειλιάζω. Σκέφτοµαι τα λόγια των άλλων που θα µε

δουν και ύστερα σιχαίνοµαι τον εαυτό µου. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά της και στο

µυαλό µου έρχονται όλοι οι άλλοι από γύρω να µε κοιτάν και να µε δείχνουν µε το

δάχτυλο. Τι να κάνω; Πέσµου…

Τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της.

-∆ική σου απόφαση είναι. Εκείνο που ξέρω γω είναι πως οι πληγές που ανοίγουν

µέσα µας, όταν είµαστε νέοι, δύσκολα κλείνουν. ∆ική σου απόφαση…

Ο Αντώνης τη φίλησε απαλά στο µάγουλο και σηκώθηκε.

-Σ΄ ευχαριστώ. Ξέρω τι θα κάνω.

Έφυγε τρέχοντας και η Αλέκα δεν ήταν σίγουρη αν είχε κάνει το σωστό ή αν

έπρεπε να προσπαθήσει, µε κάθε τρόπο να τον σταµατήσει. Η απελπισία κύκλωσε το

µυαλό της. «Θε µου, πού τον στέλνω; Γιατί δεν τον σταµάτησα;». Άρχισε να κοιτάει

δεξιά κι αριστερά σαν χαµένη, ώσπου είδε το Βασίλη που στεκόταν λίγα βήµατα πιο

πίσω. Ήθελε από κάπου να κρατηθεί και ήταν ο µόνος που υπήρχε κοντά της. Η

παρουσία του όµως τη βοηθούσε να καλµάρει την ανησυχία της για το γιο της. Η

µορφή του τη γαλήνευε.

-Έλα κάτσε, του είπε.

Κάθισε απέναντι της και άπλωσε το χέρι του προς το µέρος της. Η Αλέκα δίστασε

για λίγο ώσπου άφησε απαλά µέσα στη χούφτα του το δικό της

-Μήπως δεν έκανα καλά; Μήπως έπρεπε να τον εµποδίσω να φύγει;

Ο Βασίλης ανασήκωσε τους ώµους του.

-Τι να µου πεις κι εσύ τώρα και πώς να σου εξηγήσω… Μια µάνα πρώτα για το

δικό της βλαστάρι νοιάζεται κι ύστερα για τους άλλους. Μα πώς να τον σταµατήσω…

-∆εν το µπορείς. Τα παιδιά, αργά ή γρήγορα τραβούν το δικό τους δρόµο.

-Έχεις παιδιά.

Όχι, της έγνεψε ο Βασίλης και έσκυψε το κεφάλι µη ξέροντας τι άλλο να πει.

Η Αλέκα άπλωσε και τ΄ άλλο της χέρι και άρχισε να χαϊδεύει την πάνω πλευρά

του χεριού του Βασίλη.

Page 102: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

102

-Πριν αρκετά χρόνια, όταν ο Αντώνης µου ήταν µικρός και χωρούσε µέσα στην

αγκαλιά µου, έµενα ξάγρυπνη µερικές νύχτες και έλεγα πως µέχρι το πρωί θα ΄χω

φύγει.

Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω στον αδερφό µου στην Αµερική να µε πάρει

µαζί του. Μου το χρωστούσε. Γιατί να πληρώσω εγώ µόνο τα χρωστούµενα στον

Παναγιώτη;..

Το βλέµµα της αναζήτησε το δικό του κι όταν το συνάντησε την ενθάρρυνε να

συνεχίσει. Άφησε το κουβάρι των αναµνήσεων της να ξετυλιχτεί µπροστά του. Ποτέ

της δεν είχε κάνει λόγο για κείνα τα χρόνια σε κανένα. Κι ας το ΄χε ανάγκη. Κι ας

ήθελε να περιγράψει τα γεγονότα όπως καταγράφηκαν µέσα απ΄ τα δικά της µάτια.

∆εν το ΄κανε. Ίσως επειδή ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ασφαλής όσο ένιωθε τώρα

ακουµπώντας στο χέρι του Βασίλη. Η ζεστασιά του χεριού του είχε αρχίσει να περνά

και στην καρδιά της λιώνοντας σιγά, σιγά τους πάγους που φώλιαζαν εκεί, αφήνοντας

να κυλήσουν σαν νεράκι όσα τη βάραιναν.

Η Αλέκα µόλις είχε πατήσει τα 18 όταν ο Παναγιώτης χτύπησε µαζί µε τη Μηνά

ένα βράδυ την πόρτα του σπιτιού της. Τους πρόσφερε ποτό, έβαλε και µερικούς

µεζέδες κι ύστερα τραβήχτηκε στην κουζίνα για να µιλήσουν οι άντρες.

Όταν έφυγαν µετά από µια ώρα, ο αδερφός της µπήκε σκεφτικός στην κουζίνα και

της ζήτησε να καθίσουν στο τραπέζι και να µιλήσουν. Η Αλέκα κατάλαβε απ΄ το

ύφος του Αργύρη πως κάτι σοβαρό συνέβαινε και µάζεψε όλο της το θάρρος για να

ακούσει τα καινούργια άσχηµα νέα.

-Ξέρεις Αλέκα, ο Παναγιώτης σε ζήτησε για γυναίκα του, µάσησε τα λόγια του µε

σκυµµένο κεφάλι ο Αργύρης, ίσως για ν΄ αποφύγει το βλέµµα της.

Το ήξερε, ή µάλλον το ΄χε καταλάβει από τον τρόπο που την κοιτούσε κάθε φορά

που διασταυρώνονταν στο δρόµο. Σταµατούσε και όλο ετοιµαζόταν κάτι να της πει,

αλλά η Αλέκα δεν του έδινε το χρόνο. Το βαζε στα πόδια και χανόταν από µπροστά

του σαν το ελάφι που βλέπει το όπλο του κυνηγού να το σηµαδεύει.

Εκείνη την ώρα όµως δεν µπορούσε να το βάλει στα πόδια. Σηκώθηκε απ΄ τη θέση

της και άφησε τον Αργύρη να της πει και τις λεπτοµέρειες της συζήτησης που είχε

προηγηθεί, ακουµπισµένη δίπλα στο παράθυρο.

-Από τότε που χάσαµε τον πατέρα, ξέρεις η µάνα για να τα φέρει πέρα, χρεώθηκε

και ό,τι έχουµε και δεν έχουµε σήµερα στον Παναγιώτη το χρωστάµε. Και το σπίτι

δηλαδή και όλα.

-Και µε µένα πατσίζουµε το χρέος, τον έκοψε.

-Πατσίζουµε.

∆εν θέλησε να συνεχίσει την κουβέντα αφού ήξερε πως το αποτέλεσµα ήταν

προδιαγεγραµµένο. Την ενόχλησε όµως που ο Αργύρης έδωσε αµέσως την απάντηση,

χωρίς κανένα δισταγµό. Χωρίς καν να την αφήσει να περιµένει έστω για µερικά

δευτερόλεπτα. Να της δηµιουργήσει την ψευδαίσθηση πως ίσως σκεφτόταν να βρει

κάποια άλλη λύση. Κάποιο άλλο τρόπο.

Τι τον κατηγορούσε άδικα; Αφού και η ίδια το ήξερε καλά πως λύση δεν υπήρχε

και άλλος τρόπος δε φαινόταν στον ορίζοντα. Ήταν καταδικασµένη να πάρει τον

Παναγιώτη που ΄χε τα διπλάσια χρόνια, µα αυτό ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο ήταν

πως από τότε που θυµόταν τον εαυτό της ούτε να του χαµογελάσει δεν κατάφερνε,

πόσο µάλλον ν΄ αναγκαστεί και να τον αγκαλιάσει.

Εκείνο το βράδυ µούσκεψε ώρες πολλές το µαξιλάρι της και µέχρι το πρωί δεν

κρατούσε κακία σε κανέναν. Πολύ περισσότερο στον αδερφό της που όσο να ΄ναι,

αυτές τις δυνάµεις είχε, αυτά µπορούσε να κάνει. ∆εν του κράτησε κακία ούτε όταν

έµαθε, αργότερα, πως τα ναύλα του για την Αµερική και αυτά ο Παναγιώτης του τα

΄χε εξασφαλίσει, καθώς ήταν ένα κοµµάτι της προγαµιαίας συµφωνίας.

Page 103: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

103

Όχι δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει κακία στον Αργύρη, όπως και να τον πικράνει

όταν του απαντούσε στα γράµµατα που της έστελνε από την Αµερική, στα οποία τη

ρωτούσε τρεις και τέσσερις φορές αν περνάει καλά ή αν θέλει να ΄ρθει να την πάρει

µαζί του. Του έγραφε για µια ζωή όπως θα ήθελε πραγµατικά να είναι και όχι όπως

στ΄ αλήθεια ήταν. Ο Αργύρης δεν πείστηκε ποτέ. Ίσως από τύψεις, ίσως ακόµα

επειδή ήξερε τόσο την αδερφή του όσο και τον Παναγιώτη. Μα δεν µπορούσε να

κάνει και τίποτα. Χωµένος στη λάντζα και γυρνώντας από εστιατόριο σ΄ εστιατόριο

για να µαζέψει δολάρια και να ζήσει σαν άνθρωπος, αισθανόταν αδύναµος να

προστατέψει έστω και εκ των υστέρων την αδερφή του. Αρκούνταν να της εκφράζει

µόνο, µέσα απ΄ τις επιστολές του, κουτσά στραβά, µε τα λίγα γράµµατα που ήξερε

πόσο τη νοιαζόταν και πόσο παρακαλούσε το Θεό να του δώσει δύναµη να της

ξεπληρώσει µια µέρα όσα η ζωή της αρνήθηκε.

Η Αλέκα του ΄χε γράψει πολλές φορές να µην σκάζει γιατί πραγµατικά το ΄λεγε

και το εννοούσε πως µόνο ο Αργύρης δεν είχε ευθύνη για όλα όσα τους είχαν συµβεί.

Ο πατέρας τους, όταν εκείνος ήταν 15 χρονών και η Αλέκα µόλις τριών,

προσπαθώντας να ξεφύγει από τα δεινά του εµφύλιου πολέµου της χώρας, πριν

προλάβει καλά, καλά να χορτάσει γυναίκα και παιδιά µετά από δύο χρόνια στο

αντάρτικο, ξανάπαιρνε και πάλι το δρόµο για τα βουνά µέσα στη νύχτα. Μόνο που

αυτή τη φορά δεν πρόλαβε καν να βγει στο δρόµο. Τον βρήκαν σκοτωµένο το

επόµενο πρωί κοντά στο πέτρινο γεφύρι, χωρίς να ξέρει κανείς, ή να θέλει να πει, αν

τον πρόδωσαν αυτοί που είχαν αναλάβει να τον φυγαδεύσουν ή για κακή του µοίρα

τον βρήκαν έτσι εύκολα και γρήγορα οι αντίπαλοι του.

Αρκετά χρόνια µετά, ο Παναγιώτης έδειξε στον Αργύρη χαρτιά που ΄χε υπογράψει

ο πατέρας τους στο δικό του πατέρα, παίρνοντας ως αντάλλαγµα χρυσές λίρες µε τις

οποίες σκόπευε να εξαγοράσει τη διαφυγή του. «Θα τα έφερνε ο γέρος πιο νωρίς,

αλλά τον συγκράτησα», είπε τότε στον Αργύρη, που βρέθηκε σε απόγνωση, ο

Παναγιώτης. Η µάνα τους, που ακόµα ζούσε, δεν το σκέφτηκε πολύ. Είπε στον

Αργύρη να ζητήσει κι άλλα, ελπίζοντας πως η σοδειά εκείνης της χρονιάς θα ήταν

καλή και θα έφτανε για να ξεπληρώσουν µέρος απ΄ το χρέος. Η φύση όµως δε

λογαριάζει ποτέ τα χρέη των ανθρώπων κι ούτε κάνει εξαιρέσεις στις σοδειές αυτών

που έχουν λίγα. Το χρέος αντί να µειωθεί µεγάλωσε και σε λίγα χρόνια ό,τι είχαν

πέρασε µε τα χρεόγραφα στα χέρια του Παναγιώτη που όποτε ήθελε τους πετούσε

στο δρόµο. Η µάνα τους, τσακισµένη από τη δουλειά τόσων χρόνων στα χωράφια, µα

περισσότερο καταρρακωµένη από τις αναποδιές που τους βρήκαν, έσβησε

αφήνοντας µόνους τους να βγάλουν τα κάστανα απ΄ τη φωτιά. Την Αλέκα στα 16 και

τον Αργύρη στα 28.

Αµέσως µετά το γάµο, ο Αργύρης σαλπάρισε για να γίνει δούλος στην άλλη άκρη

της γης, αφού δεν ήθελε σε καµιά περίπτωση να γίνει δούλος στα χωράφια που πριν

λίγα χρόνια ανήκαν στην οικογένεια του. Έτσι έµεινε η Αλέκα «κυρά και

αρχόντισσα» στα χωράφια και το βιος που κάποτε της ανήκαν αλλά σήµερα ανήκαν

στο σύζυγο της, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να της το χτυπάει. Και δε σταµατούσε

ποτέ, ζητώντας πάντοτε απ΄ αυτή, την ξεβράκωτη, να δηλώνει µε κάθε ευκαιρία

πλήρη υποταγή στη µεγαλειότητα του και να ικανοποιεί κάθε επιθυµία του

αγόγγυστα.

-∆εν τα ΄χω πει ποτέ σε άνθρωπο όλα αυτά. Τώρα θα µου πεις, και γιατί να τα πω,

αφού εδώ τα ξέρουν όλοι. Ναι, άλλα άλλο είναι τα βγάζεις από µέσα σου…

Ξαλαφρώνεις. ∆εν ξέρω γιατί στα ΄πα… ∆εν ξέρω…

Ο Βασίλης την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Αλέκα

έριξε µια µατιά στην ανοιχτή πόρτα του καφενείου και για λίγο της πέρασε απ΄ το

µυαλό πως ήταν µεγάλη αποκοπιά που τον άφησε να το κάνει. Ήταν όµως πολύ

Page 104: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

104

µεγαλύτερη η ανάγκη της να δεχτεί τη θαλπωρή µιας ζεστής αγκαλιάς. Έδιωξε τη

σκέψη αµέσως και αναζήτησε τα χείλη του. Εκείνη την ώρα δεν είχαν θέση τα πρέπει.

Οι αναστολές της περνούσαν σε δεύτερη µοίρα. Άφησε την πληµµυρισµένη µε

αισθήµατα καρδιά της να οδηγήσει τα βήµατα της, χωρίς να λογαριάσει αν αργότερα

θα πλήρωνε γι΄ αυτό κάποιο τίµηµα.

Page 105: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

105

34

Ο Αντώνης έβγαλε από πάνω του τα σηµάδια της προηγούµενης νύχτας και

λουσµένος, λάµποντας µέσα στο άσπρο του πουκάµισο ξεκίνησε. Βρήκε τη Μυρτώ

στην αυλή της, καθισµένη στο µεγάλο σκαλί µπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού

της. Άνοιξε την αυλόπορτα και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του µπήκε µε

σταθερά βήµατα.

Μόλις την είδε η καρδιά του άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελή στα στήθια του

αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος πως δεν ήταν από το τρέξιµο, µήτε απ΄ το φόβο µήπως

τον είχε πάρει κανένα µάτι.

Στάθηκε µπροστά της κι οι λέξεις ήταν αδύνατον να βγουν απ΄ το στόµα του. Για

πρώτη φορά ίσως, από τότε που την ήξερε, την έβλεπε τόσο όµορφη και τόσο νέα.

Γνώριζε πως η Μυρτώ είχε περάσει τα 30, αλλά η γυναίκα που καθόταν απέναντι του

και τον κοίταζε ήρεµη, µε τη γαλήνη απλωµένη στο πρόσωπο της, έδειχνε σαν ένα

κοριτσάκι που καµιά σκοτούρα δεν είχε καταφέρει ακόµα ν΄ αφήσει αχνάρι πάνω της.

Η Μυρτώ βλέποντας την αµηχανία του, παραµέρισε και του ΄κανε χώρο να καθίσει

στο σκαλί, σκουπίζοντας το µε την παλάµη της.

-Πέρασα ήσυχη νύχτα χθες. Μετά από πολύ καιρό. Και το πιο ευχάριστο ήταν πως

δεν είδα και κανέναν από τους συνηθισµένους µου εφιάλτες. Λες να µε βαρέθηκαν κι

αυτοί και να ΄φυγαν;

Γέλασε µε την ψυχή της.

Σε λίγο παρέσυρε και τον Αντώνη που άρχισε να γελάει µέχρι που τα µάτια του

άρχισαν να τρέχουν. Τα σκούπισε και γύρισε προς το µέρος της.

-Μυρτώ µου είσαι τόσο όµορφη. Τόσο όµορφη…

-Στα δικά σου µάτια…

-Στα δικά µου…

Η Μυρτώ του είχε κάνει εντύπωση από τότε που θυµόταν πως την είχε δει για

πρώτη φορά στην κουζίνα της µάνας του. Είχε γυρίσει από κάποιο παιχνίδι του και

βιαζόταν να του δώσει κάτι να βάλει στο στόµα του για να πάει να συνεχίσει. Η

Αλέκα του ζήτησε να περιµένει και ο Αντώνης δυσανασχέτησε. Η Μυρτώ τον

τράβηξε απαλά κοντά της και άρχισε να του κάνει διάφορες ερωτήσεις, για να τον

ξεγελάσει µέχρι να του ετοιµάσει η µάνα του το κολατσιό του. Ο µικρός Αντώνης

ξέχασε το θυµό του και αφέθηκε στην αγκαλιά της Μυρτώς που συνέχισε να του µιλά

και να του χαϊδεύει τα ιδρωµένα του µαλλιά. Τότε δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει αν

η φωνή της τον είχε ηρεµήσει ή το άρωµα της που αναδυόταν απ΄ το κορµί αλλά και

τα µαλλιά της. Αργότερα, φοιτητής πια στην Αθήνα, ερωτεύτηκε µια συµφοιτήτρια

του, µόνο και µόνο επειδή φορούσε το ίδιο άρωµα µε τη Μυρτώ. ∆εν κράτησε πολύ η

σχέση τους και όχι επειδή έφταιγε εκείνη. Η φωνή της από ένα σηµείο και έπειτα τον

εκνεύριζε.

Πάντοτε έψαχνε να βρει µια αφορµή για να βρεθεί κοντά στη Μυρτώ. Κι αυτή την

αφορµή του την έδινε η µάνα του που την καλούσε τακτικά στο σπίτι τους για καφέ.

Η Μυρτώ αποδεχόταν την πρόσκληση µόνον αν ο Παναγιώτης απουσίαζε και δεν

υπήρχε ούτε η παραµικρή περίπτωση για µια, έστω, τυχαία συνάντηση τους. Ο

Αντώνης το πρόσεξε όπως πρόσεξε επίσης πως τη µία και µοναδική φορά που

αντάµωσαν στο σπίτι τους, το χέρι της Μυρτώς άρχισε να τρέµει και είδε και έπαθε

µέχρι να βρει την πόρτα και να φύγει, παρά τις νουθεσίες της Αλέκας πως δεν θα

πρέπει να τον φοβάται και ότι σε λίγο θα γύριζε στη δουλειά του. Αυτός ήταν ένας

ακόµα λόγος, που µπορεί να µην ήταν από τους βασικούς αλλά ήταν σίγουρα

σοβαρός, που ο Αντώνης εναντιωνόταν στον πατέρα του.

Όταν έµαθε τα άσχηµα νέα για τον άντρα της Μυρτώς, ντράπηκε που δε λυπήθηκε

πάρα πολύ, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Λυπήθηκε όµως πάρα πολύ για τη Μυρτώ και

Page 106: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

106

τον πόνο που της είχε προκαλέσει το γεγονός αλλά κάπου βαθιά µέσα του, χωρίς ούτε

και ο ίδιος να θέλει να το παραδεχτεί, είχε φυτρώσει η ελπίδα πως θα ήταν εκείνος

που θα κατάφερνε να την κάνει να ξεχάσει και να της ξαναδώσει πίσω τη χαρά.

Κράτησε αυτό το όνειρο καλά φυλαγµένο µέσα του και το είδε να ΄ρχεται, ξανά και

ξανά τα βράδια στον ύπνο του. Πίστεψε όµως πως δεν θα πραγµατοποιούνταν ποτέ

αφού δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να υπερπηδήσει τα εµπόδια που η µικρή

τους κοινωνία όρθωνε ανάµεσα τους, κρατώντας τους στην απόσταση ενός ονείρου.

Η Μυρτώ κάτι είχε καταλάβει από τη συµπεριφορά του Αντώνη αλλά δεν ήθελε

και η ίδια να το πιστέψει. Ποτέ της δεν θα έκανε ένα τέτοιο βήµα κι ας µην της ήταν

ο νεαρός εντελώς αδιάφορος. Ποτέ πριν, αλλά όχι και τώρα. Τώρα αισθανόταν

ελεύθερη ν΄ απλώσει το χέρι της και ν΄ αγγίξει κάποιες απ΄ τις χαρές της ζωής για να

αντισταθµίσει τις πίκρες που είχαν συσσωρευτεί µέσα της. Κι ο Αντώνης της

πρόσφερε απλόχερα τη χαρά όσο αδέξιος, άµαθος και φοβισµένος κι αν ήταν.

Το χέρι της χάιδευε απαλά τα µαλλιά του όταν εκείνος µίλησε.

-Ξέρεις Μυρτώ. Ίσως θα πρέπει να µου πεις κάποια πράγµατα. Να µου ανοίξεις

την καρδιά σου. Εγώ…

∆εν τον άφησε να ολοκληρώσει τη φράση του. Του έκλεισε µε το δάχτυλο της το

στόµα.

-Σώπα. Υπάρχουν µερικά πράγµατα που οι πλάτες σου δεν µπορούν να σηκώσουν

ακόµα.

Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και του άπλωσε το χέρι.

Ο Αντώνης την ακολούθησε.

Ο Αβραάµ κολληµένος στο τζάµι του παραθύρου του καθιστικού τους

παρακολουθούσε και πολύ θα ΄θελε να µαντέψει τι λένε. Μόλις είδε το χέρι της

Μυρτώς ν΄ απλώνεται και τον Αντώνη ν΄ ακολουθεί, ένα δάκρυ κύλησε απ΄ τα µάτια

του. ∆εν ήταν όµως από φθόνο. Από ζήλια, ίσως. Θα ΄θελε πολύ να ΄ναι αυτός στη

θέση του νεαρού.

Ξεκόλλησε απ΄ το τζάµι και βούλιαξε στην πολυθρόνα. Έβαλε το πρόσωπο του

ανάµεσα στα χέρια του και ξέσπασε σ΄ ένα βουβό κλάµα. Μέσα του συγκρούονταν

αισθήµατα χαράς και λύπης. Χαράς για τη Μυρτώ που άπλωσε και πάλι το όµορφο

λεπτό της χέρι στη ζωή και λύπης για τον εαυτό του που φάνηκε τόσο δειλός και

κλείστηκε τόσα χρόνια µέσα σ΄ εκείνο το σπίτι. Κι αν τώρα τελευταία, είχε καταφέρει

να παραµερίσει τη δειλία του και ήταν έτοιµος να βγει, τα γέρικα πόδια του δεν του

πρόσφεραν καµιά εγγύηση πως θα τον οδηγούσαν µέχρι το τέλος.

Σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να σκουπίζει µε την ανάστροφη του χεριού του

τα δάκρυα του. Τα θαµπωµένα του µάτια διέκριναν απέναντι του τη φιγούρα της

Κούλας που ετοιµαζόταν να γελάσει. Τα ΄τριψε για να καθαρίσουν ελπίζοντας έτσι να

διώξει και την εικόνα της. Τα µάτια καθάρισαν αλλά η εικόνα της ήταν µπροστά του

ολοζώντανη. Άσχηµη όσο ποτέ.

Το εκνευριστικό γέλιο της τρύπησε τα αυτιά του και η τσιριχτή φωνή της άρχισε

να σφυροκοπάει το µυαλό του.

-Άχρηστε. Στο ΄πα πως δεν είναι για τα µούτρα σου. Αυτήν θέλει άντρα, να

στενάζει το κρεβάτι και όχι µόνο να της το στρώνει. Κακοµοίρη, µόνο για µάτι είσαι

ικανός για τίποτα άλλο.

∆ε θυµόταν αν της πέταξε πρώτα το βάζο που βρισκόταν στο τραπεζάκι µπροστά

του ή κλώτσησε µε όλη τη δύναµη του ποδιού του το καρότσι της. Η Κούλα πάντως

βρέθηκε στο πάτωµα µε το µέτωπο της να αιµορραγεί και τα κοµµάτια του

κρυστάλλινου βάζου σκορπισµένα παντού.

Μόλις ξεπέρασε την αρχική σαστιµάρα άρχισε να τον εκλιπαρεί.

-Αβραάµ σε ικετεύω. Μη µου κάνεις κακό.

Page 107: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

107

Συνέχισε να τον εκλιπαρεί καθώς κοπάνησε την εξώπορτα πίσω του και άρχισε να

τρέχει µ΄ όλη του τη δύναµη.

Page 108: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

108

35

Λίγοι ήξεραν πως το κανονικό του όνοµα ήταν Νίκος Μπουρέκας. Οι πιο πολλοί

τον φώναζαν «Γεωργούλα» και στ΄ όνοµα αυτό απαντούσε. Του ΄µεινε από τότε που

΄χε οργανώσει καµιά δεκαριά χωριανούς του για να φυλάνε το βράδυ το χωριό του,

µην και ζυγώσουν αντάρτες. Τα όπλα που κρατούσαν στα χέρια τους δεν ήταν

γερµανικά, µα όλοι ήξεραν πως τους τα ΄χαν δώσει οι Γερµανοί. Μόνος του πήγε µια

µέρα ο Γεωργούλας και τα παρέλαβε απ΄ τη Γερµανική διοίκηση και τα µοίρασε µε

καµάρι στην πλατεία του χωριού σ΄ όσους δέχτηκαν να µπουν στην οµάδα του. Το

παρατσούκλι δεν του το έδωσε κανείς. Μόνος το διάλεξε, καθώς θυµόταν απ΄ τις

διηγήσεις της γιαγιάς του έναν Γεωργούλα που έδρασε τα χρόνια του Μακεδονικού

αγώνα πετσοκόβοντας τους Βουλγάρους, στην ίδια περιοχή, σ΄ ένα χωριό των

Σερρών. Το ίδιο ήθελε να κάνει κι αυτός, να πετσοκόψει τους Εαµοβούλγαρους και

δεν µπορούσε να διαλέξει πιο ταιριαστό όνοµα από εκείνο. Πετσόκοψε πολλούς,

σύµφωνα µε τις δικές του διηγήσεις, µα σαν ησύχασαν τα πράγµατα, προτίµησε να

µετακοµίσει στη Θεσσαλονίκη, εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, όπου αισθανόταν πιο

ασφαλής. Μα και ασφαλής να αισθανόταν στο χωριό του δεν υπήρχε κανένας λόγος

να µείνει. Για άλλα πράγµατα ήταν φτιαγµένος και µόνο µια µεγαλούπολη θα σήκωνε

τις νέες δραστηριότητες του.

Στη Θεσσαλονίκη βρήκε γρήγορα το δρόµο του, βοήθησαν και κάποιες γνωριµίες

της κατοχής, και έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς της νύχτας, έχοντας στον έλεγχο

του πάνω από πέντε µαγαζιά και καµιά τριανταριά γυναίκες που φρόντιζε να τις

ανανεώνει συχνά προτού προλάβει η σταθερή του πελατεία να τις βαρεθεί. Γιατί ο

«Γεωργούλας» πάνω απ΄ όλα ήταν ένας σωστός επαγγελµατίας που φρόντιζε να έχει

µόνον ευχαριστηµένους πελάτες.

Ένας απ΄ αυτούς ήταν και ο Παναγιώτης, χρόνια πελάτης του, και τον

εµπιστευόταν µε κλειστά µάτια.

Το «στρατηγείο» του ήταν σ΄ ένα καφενείο στο Κορδελιό. Εκεί τον έβρισκες απ΄

το πρωί µέχρι το απόγευµα, πριν την πέσει στον ύπνο για δύο, τρεις ωρίτσες, για να

΄ναι φρέσκος για τις βραδινές του περιπολίες. «Θέλει κόπο και µεγάλα αρχίδια για να

τα κρατήσεις αυτά τα µαγαζιά» συνήθιζε να λέει στους υποτακτικούς του, θυµίζοντας

συχνά, πυκνά ποιος είναι το πραγµατικό αφεντικό και τι θα πάθαινε όποιος τολµούσε

να τον αµφισβητήσει.

Σ΄ αυτό το καφενείο- «στρατηγείο» τον αναζήτησε και ο Παναγιώτης µόλις

έφτασε στη Θεσσαλονίκη αλλά του είπαν πως θα γύριζε το απόγευµα.

Σκότωσε τις ώρες του γυρνώντας άσκοπα µέσα στην πόλη και κατά τις έξη βρήκε

το Γεωργούλα απλωµένο σε τρεις καρέκλες να πίνει τον καφέ του. Χάρηκε που τον

είδε και σφύριξε στην Πέρσα να τσακιστεί να τον εξυπηρετήσει.

Η Πέρσα έφερε τον καφέ στον Παναγιώτη και εκείνος αφέθηκε να τη χαζεύει

καθώς αποµακρυνόταν.

-Κρατάει ακόµα, ε;- σχολίασε ο Γεωργούλας και πρόσθεσε: Είκοσι χρόνια την έχω

κοντά µου αλλά την απέσυρα γιατί πάτησε τα 35. ∆εν τραβούσε άλλο. Η πιάτσα θέλει

συνέχεια φρέσκο πράµα. Με πιάνεις; Τώρα, κάπου, κάπου, την τακτοποιώ εγώ. Ψυχή

έχει κι αυτήν.

Ο Παναγιώτης ρουφούσε τον καφέ του σκεφτικός. Μόνο τα ψυχικά του

Γεωργούλα δεν είχε εκείνη την ώρα στο µυαλό του.

-Σε γύρεψα το πρωί.

-Μου το ΄παν. Είχα πάει µέχρι Βέροια να παραλάβω τρία καινούργια κοµµάτια. Το

ένα, ένα ξανθό, είναι κόλαση. Άντε πάλι σου ΄ κατσε, θα πάρεις πρώτος αντίδωρο.

Βλέποντας πως ο Παναγιώτης παρέµενε ανέκφραστος ο Γεωργούλας ψυλλιάστηκε

πως για άλλο λόγο είχε έρθει.

Page 109: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

109

-Τι τρέχει; Κάτι σκεφτικό σε βλέπω.

Ο Παναγιώτης µπήκε στο θέµα.

-Θα χρειαστώ κάποια παιδιά για µια δουλειά, ή µάλλον για δύο. Αλλά θέλω

καθαρές δουλειές.

-Κανένα πρόβληµα. Κανονικά παίρνω µια διακοσάρα το κεφάλι. Για δύο είπες;

-Ναι.

-Επειδή είσαι φίλος και χρόνια πελάτης, µε µια τριακοσάρα δεν θα πάρουν τα

πόδια τους και οι δύο για κάνα µήνα.

-Θέλω να µην τα ξαναπάρουν ποτέ.

Πρόφερε τις τελευταίες λέξεις αργά, δίνοντας τες το απαραίτητο βάρος. Ο

Γεωργούλας σοβάρεψε και άρχισε να γυρίζει δεξιά κι αριστερά το φλιτζάνι του

ανακατεύοντας το κατακάθι του.

-Το πας για χοντρό παιχνίδι. Να τους χαλάσουµε δηλαδή;

-Ναι.

-∆ύσκολα. Πάνε χρόνια από τότε που χαλάσαµε τον τελευταίο. Σφίξαν τα

πράγµατα ξέρεις και…

Ο Παναγιώτης έσκυψε κοντά του και δεν του άφησε περιθώρια.

-Μπορείς για δεν µπορείς; Αλλιώς να κοιτάξω αλλού.

-Για βάστα ρε µεγάλε. ∆εν είπα κάτι τέτοιο. Για δώσε περισσότερο φως. Να το

κουβεντιάσουµε το πράγµα.

-Τον έναν εδώ, στη Σαλονίκη. Τον άλλον θα σας τον βγάλω εγώ έξω απ΄ τη

Φτέρα.

Ο Γεωργούλας άναψε τσιγάρο, αναζητώντας λίγο χρόνο για να εκτιµήσει

καλύτερα την πρόταση.

-Μακριά ο ένας από τον άλλο. Καλό αυτό, δεν θα µπορέσουν να τα συνδέσουν.

Έχουν καµιά σχέση µεταξύ τους;

-Καµιά. Άσε που τον έναν οι περισσότεροι τον έχουν για πεθαµένο χρόνια.

Ο Γεωργούλας έσβησε το τσιγάρο του σχεδόν ολόκληρο.

-Εντάξει, αλλά θα σου στοιχίσει δύο.

-Εκατοµµύρια;

-Ναι.

-Θα ΄χεις αύριο το ένα και το άλλο µόλις κλείσει η δουλειά.

Ήπιε µια γουλιά απ΄ τον καφέ του, σηκώθηκε και ετοιµάστηκε να φύγει αλλά

κοντοστάθηκε.

-Καλό το ξανθό;

-Κόλαση!

-Εντάξει. Στις εννιά να το στείλεις στο ξενοδοχείο Ανατόλια. Εκεί θα ΄χω πιάσει

δωµάτιο.

Page 110: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

110

36

Μέχρι αργά το απόγευµα πάλευαν οι άντρες ενός πυροσβεστικού οχήµατος να

σβήσουν τη φωτιά. ∆εν απόµειναν παρά µόνο µερικά κοµµάτια του σκελετού του

σπιτιού του Μηνά, θλιβερά µαυρισµένα υπολείµµατα, που αν και µουσκεµένα στο

νερό εξακολουθούσαν ακόµα να καπνίζουν.

-∆εν έχει φόβο να ξανανάψει, ρώτησε ο Παπαγιώργης έναν πυροσβέστη.

-Τι φόβο, να ΄χει, απάντησε εκείνος βιαστικά µαζεύοντας ένα από τα λάστιχα που

΄χαν χρησιµοποιήσει στην κατάσβεση.

Όσοι είχαν µαζευτεί βλέποντας τον καπνό, καθόταν τώρα και σχολίαζαν το

θλιβερό θέαµα. «Ευτυχώς, έλεγαν, ήταν αποµονωµένο και δεν κινδύνεψαν κι άλλα

σπίτια».

Η κυρά Λένη ήταν η µόνη που αναρωτήθηκε που να ΄ναι ο Μηνάς. Ήταν η πρώτη

που είδε τη φωτιά στην αυλή να την παρασέρνει ο άνεµος µε δύναµη, εκεί κατά το

µεσηµέρι, και σε λίγο οι φλόγες να τυλίγουν το παλιό σπίτι. Στην αρχή σκέφτηκε να

αρπάξει έναν κουβά και να προσπαθήσει να τιθασεύσει τις φλόγες, µα ο Ταξίαρχος

που έφτασε µετά από λίγο της είπε να µην επιχειρήσει οτιδήποτε αφού ο ίδιος

βλέποντας τον καπνό, είχε φροντίσει να ειδοποιήσει την πυροσβεστική.

Το όχηµα της πυροσβεστικής βρήκε το σπίτι εγκλωβισµένο µέσα σε µια µεγάλη

πύρινη αγκαλιά και πάρα πολλούς κάτοικους µαζεµένους γύρω, γύρω να το

παρακολουθούν να γίνεται στάχτη. Κανένας όµως δεν αναρωτήθηκε πού είναι ο

Μηνάς. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τον ερχοµό του.

Μόνο ο Παπαγιώργης βλέποντας την κυρά Λένη να τριγυρνά γύρω, γύρω

ανήσυχη, την πλησίασε και της είπε:

-Τι ψάχνεις; Είσαι σίγουρη πως ήταν αυτός ή µήπως ήταν κανένα ίσκιωµα;

-Ελόγου σου τα παραδέχεται αυτά, τον ρώτησε εκείνη.

-Ξέρω και γω. Μπορεί. Πάντως δεν είµαστε και σίγουροι.

Σαν ίσκιωµα γλίστρησε ο Μηνάς και βγήκε από τις φλόγες. Καθώς ήταν πεσµένος

ανάµεσα στα αναµµένα χόρτα, όσο φούντωναν οι φλόγες τόσο περισσότερο

αισθανόταν τον καπνό να γεµίζει τα πνευµόνια του. Έκανε µια προσπάθεια να

σηκωθεί µα οι δυνάµεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Κι εκεί που είχε σκύψει το

κεφάλι περιµένοντας από λεπτό σε λεπτό οι φλόγες να τυλίξουν και το κορµί του,

άλλαξε ο αέρας και άρχισε να φυσάει κατά το σπίτι. Έκανε µια ακόµα προσπάθεια

και κατάφερε τελικά να σηκωθεί. Το θέαµα που αντίκρισε τον έκανε να

πανικοβληθεί. Μπροστά του είχε απλωθεί µια πύρινη θάλασσα που τα κύµατα της

ορµούσαν µε µανία προς το παλιό πέτρινο σπίτι. Σε λίγο η ξύλινη πόρτα του υπογείου

και οι ξύλινες ενώσεις του, είχαν παραδοθεί αµαχητί στις φλόγες.

Έριξε µια µατιά γύρω του και είδε έναν παλιό σκουριασµένο κουβά δίπλα στην

βρύση της αυλής. Περπάτησε παραπατώντας µέχρι εκεί και άνοιξε τη βρύση, αφού

χρειάστηκε πρώτα να βάλει όλη του τη δύναµη. Περίµενε µερικά δευτερόλεπτα αλλά

δεν έπεσε ούτε σταγόνα. Άρπαξε τον κουβά αλλόφρων και τον πέταξε προς το σπίτι.

Οι φλόγες είχαν αρχίσει ν΄ ανεβαίνουν προς τα πάνω. Κοίταξε προς την πλευρά του

δρόµου και είδε κάποιον από µακριά να πλησιάζει. ∆εν το σκέφτηκε περισσότερο.

Ακολούθησε ένα µικρό µονοπάτι που είχαν αφήσει οι φλόγες δίπλα στον

µαντρότοιχο, εκεί που δεν είχαν φυτρώσει αγριόχορτα και βρέθηκε στην πίσω πλευρά

που έβλεπε προς τα χωράφια. Σκαρφάλωσε µε τη δεύτερη τον τοίχο και πήδηξε έξω.

Όταν ακούστηκε η σειρήνα της πυροσβεστικής, ο Μηνάς είχε κιόλας ξεµακρύνει

πολύ.

Μόλις οι πυροσβέστες µάζεψαν τα λάστιχα τους, ο Παπαγιώργης πλησίασε τον

επικεφαλής και ζήτησε να µάθει για τα αίτια της πυρκαγιάς.

Page 111: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

111

-Εµπρησµός από αµέλεια, του απάντησε εκείνος. Εκτός και αν εσείς έχετε κάποιο

λόγο να πιστεύετε πως κάποιος έβαλε επίτηδες τη φωτιά γιατί είχε από κάτι να

ωφεληθεί.

Ο Παπαγιώργης έριξε ένα βλέµµα προς την κυρά Λένη που στεκόταν µόνη της

µακριά και διαβεβαίωσε τον επικεφαλής πως δεν υπήρχε ούτε καν υποψία για κάτι

τέτοιο.

-Εξάλλου το σπίτι αυτό ήταν έρηµο εδώ και χρόνια και ο ιδιοκτήτης του, µάθαµε

πως είχε πεθάνει εδώ και χρόνια στην Αθήνα κύριε Πυροσβέστα.

Ο επικεφαλής τον χαιρέτησε ακουµπώντας µε το δεξί του χέρι το κράνος του και

σήµανε αποχώρηση. Το ίδιο έκαναν και οι τελευταίοι απ΄ τους κατοίκους που ΄χαν

αποµείνει στο χώρο. Μαζί τους κι η κυρά Λένη.

«Ίσως θα ΄πρεπε να της πω δύο λόγια αυτηνής», σκέφτηκε ο Παπαγιώργης, αν και

κατά βάθος πίστευε, πως απ΄ όσο την ήξερε δεν ήταν απ΄ τους ανθρώπους που θα

έδινε συνέχεια στο θέµα. Το ίδιο πίστευε και ο Παναγιώτης. Του ανέφερε την

πυρκαγιά που βρισκόταν ακόµα σ΄ εξέλιξη, αργά το µεσηµέρι όταν του τηλεφώνησε

από τη Θεσσαλονίκη. «Έχε το νου σου να µην το κουβεντιάσουν και πολύ το θέµα

της επιστροφής του Μηνά στη Φτέρα», του είπε κοφτά και ο Παπαγιώργης δεν

επεκτάθηκε περισσότερο. Πρόσθεσε µόνο πως εκείνοι που σίγουρα τον είχαν δει ήταν

ο ίδιος κι η κυρά Λένη. «Καλά, αυτήν δε µιλάει ούτε και πολυασχολείται µε θέµατα

των άλλων», σχολίασε ο Παναγιώτης και έκλεισε το τηλέφωνο σίγουρος πως ο παπάς

θα έκανε ό,τι έπρεπε.

Ο Παπαγιώργης δεν ήθελε να ρωτήσει τίποτα παραπάνω αλλά ούτε και ν΄

ανακατευτεί στις δικές τους παρτίδες. Γνώριζε τη σχέση που ΄χαν ο Παναγιώτης και ο

Μηνάς από παιδιά και ακόµα πως δεν ανακάτευαν και τρίτο στις δουλειές τους.

Εξάλλου αν τον ήθελαν θα τον είχαν φωνάξει αυτοί. ∆εν τον φώναξαν όµως ποτέ, κι

όχι επειδή ήταν κάτι χρόνια µικρότερος τους. Κανέναν δε φώναζαν. Οι δύο τους

πάντα. Τους έβλεπε που µαζί κινούσαν και πάλι µαζί επέστρεφαν. Ώσπου µια µέρα ο

Μηνάς χάθηκε και δεν ξαναφάνηκε µέχρι τότε. Πού είχε πάει, τι του είχε συµβεί, ιδέα

δεν είχε ο Παπαγιώργης. Βέβαια παλιότερα είχε ακούσει διάφορες περίεργες ιστορίες

που λέγαν για τους δύο τους, και κυρίως για τον Παναγιώτη, αλλά δεν το ΄ψαξε

παραπάνω. Ήθελε να ξέρει µόνα όσα έβλεπαν τα µάτια του και άκουγαν τα αυτιά του.

Ο κόσµος είναι κακός και λέει πολλά είχε πει σ΄ όσους χωριανούς του

αναρωτήθηκαν για το πώς ξαφνικά ο Παναγιώτης και µόλις ησύχασαν τα πράγµατα

µετά την κατοχή και τον εµφύλιο εµφάνισε περιουσία που δεν είχε και περιουσία που

πριν ανήκε σε άλλους. «Άξιος άνθρωπος είναι, δούλεψε και ο Θεός τον αντάµειψε.

Ας φρόντιζαν να δούλευαν κι οι άλλοι, για να κρατούσαν την περιουσία τους », τους

αποστόµωνε ο Παπαγιώργης αλλά δεν έπειθε µήτε τον εαυτό του. Το πότε δούλεψε

και αν δούλεψε ο Παναγιώτης το ΄ξεραν όλοι και ο ίδιος καλύτερα απ΄ τον καθένα

αφού και ο πατέρας του είχε περάσει ένα φεγγάρι από τη δούλεψη της φαµίλιας του

Αργυρίου. Για ένα ξεροκόµµατο πήγαιναν όλοι και «αν ήθελαν» όπως έλεγε ο

σχωρεµένος ο γερό Αργυρίου. Εκείνος, καθισµένος µονίµως σ΄ ένα σκοροφαγωµένο

τραπέζι του καφενείου του, έπαιζε στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού το βαρύ

κεχριµπαρένιο κοµπολόι του και στο δεξί κρατούσε σφιχτά ένα τριµµένο

κιτρινισµένο τεφτέρι που το κουνούσε στα µούτρα όποιου τολµούσε να του γυρίσει

κουβέντα. «Εδώ σ΄ έχω. Και κοίτα να τακτοποιήσεις ό,τι χρωστάς στην ώρα σου,

αλλιώς να φωνάξω τον κυρ Ανέστη για τις υπογραφές». Ο κυρ Ανέστης, αν κι ήταν

ένα ανθρωπάκι του Θεού που δε σήκωνε ποτέ το βλέµµα απ΄ τα λιωµένα του

παπούτσια, είχε γίνει ο εφιάλτης όλων, αφού όσοι δανείζονταν απ΄ τον Αργυρίου

αργά ή γρήγορα στο µικρό συµβολαιογραφείο του κατέληγαν για να υπογράψουν την

εκχώρηση της όποιας περιουσίας τους. Ο γέρο Αργυρίου δεν έδινε ποτέ δεύτερη

Page 112: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

112

ευκαιρία. Μόλις ξηµέρωνε η προκαθορισµένη ηµεροµηνία, χτυπούσε την πόρτα του

οφειλέτη, του κολλούσε το τεφτέρι στα µούτρα και ξεκινούσε για το

συµβολαιογραφείο. Πολλοί σκέφτηκαν να σφίξουν τα χέρια τους γύρω απ΄ το λαιµό

του µα κανένας δεν το έκανε. Τα ΄βαζαν µόνο µε τη µοίρα τους που τους είχε

οδηγήσει στην ανάγκη του και µε χέρι τρεµάµενο έβαζαν την υπογραφή στο χαρτί

που θα τους αφαιρούσε ένα ακόµα κοµµάτι απ΄ τη µικρή τους περιουσία για να

µεγαλώσει κι άλλο την περιουσία του Αργυρίου. Κανονικά στην κηδεία του δεν θα

έπρεπε να πατήσει άνθρωπος, έλεγαν µόλις πέθανε οι περισσότεροι, οι ίδιοι τελικά

που πήγαν για το κατευόδιο αφού δεν µπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά. Γιατί

µπορεί ο γέρος να έφυγε συνοδευόµενος απ΄ τις κατάρες τους, αλλά τα χαρτιά, που

διατηρούσαν την ισχύ τους, τα είχε αφήσει πίσω του και σε καλά χέρια.

Τη θέση του γέρου εδώ και αρκετό καιρό είχε πάρει ο Παναγιώτης που

ξεπερνούσε τον πατέρα του σε πολλά πράγµατα και ήξερε να «πείθει» έτσι ώστε τα

στόµατα να µένουν κλειστά µπροστά του και αν µιλούσαν να το έκαναν µόνο

χαµηλόφωνα και εν τη απουσία του. Ο µαθητής ήταν πιο σκληρός απ΄ το δάσκαλο

και αν εκείνος απειλούσε µόνο µε το τεφτέρι του, ο Παναγιώτης δεν είχε κανένα

δισταγµό να χρησιµοποιήσει και τα δυνατά του χέρια.

Ο Παπαγιώργης ήταν απ΄ αυτούς που δε µιλούσαν. Όσο ατίθασος ήταν από µικρός

άλλο τόσο πειθήνιος και υπάκουος έγινε σαν µεγάλωσε. Ειδικά από τότε που ανέλαβε

τα καθήκοντα του ως εφηµέριος, συνειδητοποίησε πως το συµφέρον της εκκλησίας

και το δικό του βεβαίως, ήταν να τα ΄χει καλά µε τους ισχυρούς, για να µπορεί έτσι

να βοηθάει, άµα και εφ΄ όσον µπορούσε και τους πένητες. Και ο ισχυρός στη Φτέρα

ήταν ο Παναγιώτης. Κι όχι µόνο επειδή φυσούσε τον παρά, ή επειδή είχε πολλούς

τυλιγµένους σε µια κόλλα χαρτί. Τον υπολόγιζαν και οι άλλοι, οι απ΄ έξω, οι ισχυροί.

Πολιτικές κουβέντες δεν ήξερε να κάνει ο Παναγιώτης αλλά το σπίτι του ήταν στέκι

κάθε πολιτικού της περιοχής που ήθελε να εξασφαλίσει το σύνολο των ψήφων της

Φτέρας. Αυτήν η ¨εξασφάλιση¨ είχε και τα ανταποδοτικά της οφέλη που προσέδιδαν

στον Παναγιώτη ένα πρόσθετο κύρος και τον καθιστούσαν ως ένα από τα επίλεκτα

στελέχη της ευρύτερης περιοχής. Οι πόρτες των πολιτικών γραφείων στη

Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αθήνα, άνοιγαν αµέσως και τα αιτήµατα του έβρισκαν

οπωσδήποτε ανταπόκριση. ∆ικά του αιτήµατα σπάνια είχε, αλλά φρόντιζε να προωθεί

αιτήµατα άλλων που φυσικά µόνο αγνώµονες δεν ήταν δυνατόν να είναι ύστερα και

µάλλον για πάντα, απέναντι του.

Γι΄ αυτό δεν είχε και πολύ σηµασία τι έλεγαν τελικά για τον Παναγιώτη και τι

ιστορίες ακουγόταν γι΄ αυτόν. Ακόµα και τα µισά να ήταν αλήθεια, ήταν πολλά.

Ποιος µετρούσε όµως; Ποιος ήθελε να σκαλίσει παλιές ιστορίες που οι περισσότεροι

δεν τις θυµόταν καν ή φρόντιζαν να τις ξεχάσουν ανάλογα µε το ποια

µικροσυµφέροντα τους ήθελαν να εξυπηρετήσουν;

Συνήθως οι άνθρωποι προτιµούν να λύνουν τα σηµερινά τους προβλήµατα, να

βολεύονται στην καθηµερινότητα τους, απ΄ το ν΄ ανοίγουν πληγές που µπορεί να µην

επουλώθηκαν ποτέ αλλά δεν τους ενοχλούν πια. Έπαψαν ν΄ αναρωτιούνται για το τι

έκανε ο γέρος Αργυρίου και πώς ο Παναγιώτης µεγάλωσε την ήδη µεγάλη περιουσία

που κληρονόµησε και αρκέστηκαν στο ότι αυτός ο άνθρωπος εξακολουθούσε να τους

είναι χρήσιµος, αφού φυσικά του κατέβαλαν το αντίτιµο που ο ίδιος θεωρούσε δίκαιο

και απαραίτητο.

Ο Παπαγιώργης ήταν ένας απ΄ αυτούς που εφάρµοζαν µε θρησκευτική ευλάβεια

αυτή την τακτική. Ένα και ένα κάνουν δύο ήταν η λογική του και ο Παναγιώτης του

΄δινε ευχαρίστως µε το πρώτο τέσσερα. Τόσα δεν ήταν σε θέση να του γυρίσει πίσω,

αλλά µπορούσε, τουλάχιστον, να βρίσκεται κοντά του όποτε και άµα εκείνος το

ζητούσε. Να είναι ένα από τα στηρίγµατα του. Και τώρα, µπορεί να µην το ΄πε

Page 113: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

113

καθαρά µα καταλάβαινε πως τον χρειαζόταν. Κι αυτό θα έκανε. Θα στεκόταν στο

πλευρό του, θα γινόταν το στασίδι για ν΄ ακουµπήσει ο Παναγιώτης.

Page 114: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

114

37

Η Αλέκα άκουσε για την πυρκαγιά και άφησε στο πόδι της το Βασίλη, λέγοντας

του µόνο µη σηκώσει το τηλέφωνο, όσο κι αν χτυπούσε.

Έτρεξε µέχρι το σπίτι που καιγόταν, όχι επειδή νοιαζόταν πραγµατικά, ούτε γιατί

της κίνησε τόσο πολύ την περιέργεια. Μα από την ώρα που είχε φύγει ο Αντώνης

καθόταν σ΄ αναµµένα κάρβουνα κι όλο στο κακό πήγαινε ο νους της.

Να τον αποτρέψει δεν είχε καµιά πιθανότητα, να συµφωνήσει πάλι µαζί του της

ήταν δύσκολο. Τη Μυρτώ τη συµπαθούσε και από τότε µάλιστα που έγινε ο στόχος

όλων την πόνεσε. Μα τώρα φοβόταν πως το ίδιο στόχος θα γινόταν και ο κανακάρης

της και ήταν σίγουρη πως οι νεανικές του πλάτες θα λύγιζαν σ΄ ένα τέτοιο βάρος.

Έφτασε στο χώρο της πυρκαγιάς και κοίταξε καλά τα πρόσωπα όλων όσων ήταν

εκεί συγκεντρωµένοι. ∆εν είδε τον Αντώνη ανάµεσα τους αλλά δεν ανακουφίστηκε.

Βρήκε όµως πως ήταν µια καλή ευκαιρία και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στο σπίτι της

Μυρτώς. Μπήκε γρήγορα στην αυλή και χτύπησε την πόρτα.

Η Μυρτώ άνοιξε το παραθυρόφυλλο της πόρτας και µόλις την είδε έσκυψε το

κεφάλι.

-Όλα καλά, τη ρώτησε η Αλέκα και έκανε ν΄ ανασηκωθεί στις µύτες, µα το

µετάνιωσε .

Της έγνεψε καταφατικά και η Αλέκα γύρισε και έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ήταν

σίγουρη πως σε λίγο θα ερχόταν να τη βρει ο Αντώνης.

Ο Αντώνης εµφανίστηκε ένα τέταρτο αργότερα. Μόλις µπήκε στο καφενείο,

αγκάλιασε τη µάνα του που διέκρινε αµέσως µια λάµψη στο πρόσωπο του. Τον

έσφιξε στην αγκαλιά της κι άρχισε να τον φυλάει µε λαχτάρα στο πρόσωπο.

-Θέλω να προσέχεις Αντώνη µου. Να προσέχεις.

Την ένιωσε διαφορετική. Σαν να τον αποχαιρετούσε για ταξίδι µακρινό.

-Τι έπαθες; Τι σ΄ απασχολεί;

∆εν απάντησε κι ας άκουσε καλά την ερώτηση του. Τι να του πει; ∆εν έβρισκε τις

λέξεις αλλά και ήταν σίγουρη πως δεν θα συµφωνούσε µαζί της. Οι αγωνίες κι οι

φόβοι των γονιών φαντάζουν τις περισσότερες φορές παράλογοι στα παιδιά.

-Αυτό που σου είπα.

Τραβήχτηκε απ΄ την αγκαλιά του Αντώνη και χάθηκε πίσω απ΄ το ψυγείο,

αφήνοντας τον µε τα χέρια ανοιχτά, σαν να περίµενε πως κάτι θα έχει να του δώσει.

Page 115: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

115

38

Το κουδούνι του τηλεφώνου ήχησε δυνατά στο άδειο καφενείο. Ο Βασίλης στο

πρώτο του άκουσµα τρόµαξε. Πετάχτηκε απ΄ τη θέση του αλλά δεν έκανε καµιά

κίνηση να πιάσει τ΄ ακουστικό. Το κουδούνισµα του τρυπούσε τ΄ αυτιά. Τον

εκνεύριζε. Τα σκέπασε µε τα χέρια του µα πάλι ο ήχος τα διαπερνούσε. Κλείστηκε

στην αποθήκη µα ο χώρος τον έπνιγε. Καθώς περνούσαν οι ώρες ένιωθε πως βάδιζε

στα χαµένα, χωρίς κάποιο σχέδιο. ∆ίχως να ξέρει ποιο θα ΄ταν το επόµενο βήµα του.

Το τηλέφωνο σταµάτησε αλλά η ησυχία που απλώθηκε δεν του άρεσε καθόλου.

Τη φοβόταν. Κάτι έκρυβε από πίσω της και για την ώρα δεν ήταν σε θέση να το δει

µα ούτε και να το µαντέψει.

Άναψε τσιγάρο µα δεν το ευχαριστήθηκε. Η πίκρα του τον έκανε να το πετάξει

αµέσως. Η µόνη εικόνα που εκείνη την ώρα θα τον ευχαριστούσε ήταν της Αλέκας.

Μα κι εκείνη δε φαινόταν. Άρχισε ν΄ αναπολεί τις πρώτες τους στιγµές. Χαλάρωσε.

Στα χέρια του ήταν απλωµένο ακόµα το άρωµα που ανέδυαν τα δικά της. Άρχισε να

ρουφάει µε τη µύτη και το στόµα του ό,τι είχε αποµείνει στις παλάµες του κι ήταν

σαν να ΄νιωθε τα χέρια της να του χαϊδεύουν το πρόσωπο.

Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά και ξανά µα ο ήχος του κουδουνιού του δεν τον

έφτανε πια. Η φαντασία του που αναπαριστούσε, λεπτό προς λεπτό το πρώτο

άγγιγµα, το παρθενικό τους φιλί, είχε ορθώσει ολόγυρα του τείχη που δεν επέτρεπαν

να περάσει τίποτα. Ούτε ο πιο οξύς ήχος.

Ο Αργύρης σχηµάτισε το νούµερο της αδερφής του για δέκατη φορά την ώρα που ο

οδηγός του λεωφορείου έβαζε µπροστά και ο εισπράκτορας καλούσε τους

αργοπορηµένους να σπεύσουν. Έκλεισε το τηλέφωνο µε την απογοήτευση

ζωγραφισµένη στο πρόσωπο του και πήδηξε στο λεωφορείο. Θα έφταναν βράδυ στη

Θεσσαλονίκη, µπορεί και ξηµερώµατα και δεν θα µπορούσε να της τηλεφωνήσει

εκείνη την ώρα. Έπρεπε να περιµένει µέχρι αύριο το πρωί.

Πάντως κάτι δεν του καθόταν καλά µέσα του. Ήταν ανήσυχος, χωρίς να µπορεί να

το ερµηνεύσει. Το απέδωσε σ΄ εκείνη την καταραµένη συνάντηση που είχε φέρει τα

πάνω κάτω στη ζωή του, αλλά πάλι δεν ησύχασε. Και πώς να ησυχάσει. Όλα ήταν

τόσο µπερδεµένα στο µυαλό µα και την καρδιά του που αλλού πατούσε και αλλού

βρισκόταν µουρµουρίζοντας συνεχώς την ίδια φράση: «Πρέπει να τα πω. Πρέπει να

µάθει κι η Αλέκα την αλήθεια». . «∆εν θα βγάλεις τίποτα», του ΄χε πει ο φίλος του, ο

µοναδικός µάρτυρας της τυχαίας εκείνης συνάντησης, σ΄ ένα ελληνικό εστιατόριο της

Νέας Υόρκης, που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του Αργύρη, καθώς

παρακολουθούσε, σκυµµένος από πάνω του, το παραλήρηµα του και τα ποτήρια µε

το ουίσκι ν΄ αδειάζουν το ένα πίσω απ΄ το άλλο. «Τίποτα. Τι θαρρείς πως θα

προσπαθήσω να βγάλω; Βγαίνει ποτέ απ΄ τη ζηµιά κέρδος; Βγαίνει;», οι φράσεις

βγήκαν όµοια µ΄ ουρλιαχτό απ΄ το στόµα του Αργύρη που πετάχτηκε πάνω

αρπάζοντας το φίλο του απ΄ το γιακά. Η οργή του δεν κράτησε παρά µόνο λίγα

δευτερόλεπτα και ύστερα κούρνιαξε σαν το µικρό παιδί στην αγκαλιά του

µουσκεύοντας µε τα δάκρια του τη µόνη λέξη που έβγαινε απ΄ το στόµα του. «Γιατί»;

Ο φίλος του δεν έβρισκε απάντηση σ΄ αυτό το «γιατί» αλλά κι ήταν ένα βάρος που

δεν είχε κανένα λόγο να σηκώσει. Πίστευε όµως πως το καλύτερο απ΄ όλα θα ήταν ν΄

αφήσει ο Αργύρης τα πράγµατα να µείνουν όπως είχαν, γιατί πολύ φοβόταν πως αν

άνοιγε την πόρτα σ΄ αυτά που έκρυβαν τα χρόνια που πέρασαν ο ανεµοστρόβιλος που

θα ορµούσε µέσα θα ΄παιρνε τις ζωές όλων και θα τις συνέτριβε στο πρώτο ντουβάρι

που θα ΄βρισκε µπροστά του.

«Εύκολο το ΄χεις», αρνήθηκε ν΄ ακούσει τη συµβουλή του ο Αργύρης και δεν

µπήκε στον κόπο να του εξηγήσει πως έτσι κι αλλιώς η δικιά του ζωή είχε συντριβεί

Page 116: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

116

κάτω απ΄ το βάρος των όσων του είχε αποκαλύψει εκείνο το βράδυ στην Αστόρια ο

παλιός σύντροφος του πατέρα του, ο Καφίρης.

Ο Αργύρης χρόνια είχε να περάσει απ΄ την Αστόρια, από τις πρώτες κιόλας µέρες

του στην Αµερική. Αλλά το τηλεφώνηµα ενός παλιού φίλου που τον καλούσε για ένα

κρασάκι στο εστιατόριο ενός Έλληνα δεν µπορούσε να το αγνοήσει. Λίγες ήταν οι

φορές που συναντούσε κάποιο φίλο και όσο και αν τον κούραζε η αναπόληση των

παλιών, δύσκολων, αλλά καλών ηµερών στην πατρίδα στην οποία µοιραία

κατέληγαν, ήθελε να δει και έναν δικό του άνθρωπο, ν΄ ανταλλάξει δύο κουβέντες

µαζί του. Στη δουλειά, µέσα σ΄ ένα ολόκληρο οκτάωρο, ζήτηµα κι αν άλλαζε πέντε

έξη λέξεις µε τους διπλανούς του κι όχι γιατί τα αγγλικά τα δικά του αλλά και τα δικά

τους ήταν ελάχιστα. Κατά βάθος δεν είχαν τι να πουν, εκτός από κάποια τυπικά

πράγµατα. Το µόνο που τους ένοιαζε ήταν να τελειώνουν και να γυρίσει ο καθένας

µια ώρα αρχύτερα στο σπίτι του.

Οκτώ ήταν το ραντεβού µε το φίλο, οκτώ παρά τέταρτο είχε φτάσει κιόλας.

Παρήγγειλε κάτι, µέχρι να ΄ρθει και τότε είδε να περνάει από δίπλα του ένα γεροντάκι

που στάθηκε και τον κοίταζε από πάνω µέχρι κάτω για αρκετή ώρα.

«Λοξός είναι, σκέφτηκε ο Αργύρης, ή θα µου ζητήσει κανένα ψιλό» και έστρεψε

το κεφάλι του από την άλλη µεριά. Το γεροντάκι δεν έφυγε. Τον πλησίασε και τον

κτύπησε στον ώµο αναγκάζοντας τον να γυρίσει προς το µέρος του. Ο Αργύρης δεν

πρόλαβε να τον βρίσει ή να τον διώξει.

-Αργύρη. Εσύ δεν είσαι ρε Αργύρη;

Τα επόµενα λεπτά τα πέρασαν αγκαλιασµένοι βουτηγµένοι κι οι δύο στο κλάµα.

Και πώς να µην κλάψει ο Αργύρης βλέποντας τον Καφίρη, αγαπηµένο σύντροφο και

φίλο του πατέρα του που είχαν χάσει τα ίχνη του λίγο µετά το θάνατο του.

Το γεροντάκι για ώρα δεν έλεγε να συνέλθει. Εκεί που πήγαινε να µιλήσει, εκεί

τον έπαιρναν τα κλάµατα και δεν στέγνωναν τα µάτια του µε τίποτα. Ήρθε και ο

φίλος του Αργύρη και κάθισαν κι οι τρεις να πίνουν και να κλαίνε.

Όταν κάποτε τα δάκρυα τους άρχισαν να στερεύουν ο Καφίρης είπε µε λίγα λόγια

τη δικιά του περιπλάνηση στην Αµερική και άρχισε να ρωτά για το πώς τα βολεύει ο

Αργύρης. Ύστερα θυµήθηκε τη µάνα του Αργύρη και βρήκε µερικά δάκρυα ακόµα να

χύσει, λέγοντας τι άξια γυναίκα ήταν και πόσο στάθηκε στο ύψος της και στο πλευρό

του άντρα της τις δύσκολες εκείνες εποχές, κάνοντας µια σύγκριση µε τις σηµερινές,

για τις οποίες ήταν απόλυτα σίγουρος πως δεν θα µπορούσαν ν΄ αντέξουν µε τίποτα

τις κακουχίες που περνούσαν οι παλιές.

Ο Αργύρης τότε έκλαψε περισσότερο. «Άξια, µα και άτυχη η γριά», ψιθύρισε και

η εικόνα της σκεβρωµένης του µάνας ζωντάνεψε πάλι στο µυαλό του όπως

ζωντάνευε κάθε βράδυ από τότε που βρέθηκε στην Αµερική. Όταν διέσχιζε µε το

καράβι τη θάλασσα πίστευε πως µόνο τη µορφή της Αλέκας θα κουβαλούσε µαζί του

πάντα, µα η µορφή της µάνας ήταν που δεν έφυγε στιγµή µπροστά απ΄ τα µάτια του.

Τα βράδια τον συντρόφευε στο µικρό καµαράκι που είχε νοικιάσει κι ήταν η µόνη

του παρέα. Τον πατέρα του δεν κατάφερε ποτέ να τον καλέσει, λες κι η µνήµη του δε

χωρούσε τη µορφή του.

-Πώς ήταν ρε µάνα; ∆εν µπορώ να τον θυµηθώ, της είχε πει ένα βράδυ κι εκείνη

κουνώντας το κεφάλι της µουρµούρισε:

-Σάµπως τον θυµάµαι κι εγώ. Ήσουνα κούτσικο όταν έφυγε πρώτη φορά κι αυτό

θυµάµαι. Πάντα να φεύγει… Μια τον καλούσε ο αγώνας, µια η ανάγκη… Πάντα

κάτι τον καλούσε µακριά µας…

Τα µπουκάλια το κρασί πήγαιναν και ερχόταν και είχαν ζαλιστεί για τα καλά όταν

ο Καφίρης ρώτησε:

-Είχες και µια µικρούλα αδερφή, αν θυµάµαι καλά. Τι απέγινε εκείνη Αργύρη;

Page 117: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

117

Ο Αργύρης ήθελε να πει την αλήθεια αλλά δεν άντεχε και άλλες συγκινήσεις

εκείνο το βράδυ και είπε απλώς:

-Καλά είναι. Παντρεύτηκε στη Φτέρα και έκανε και ένα παιδί.

Ο Καφίρης χάρηκε.

-Μπράβο, καλά είναι να µένουν και κάποιοι στον τόπο µας. Παιδί απ΄ τα µέρη µας

πήρε;

-Ναι, τον Παναγιώτη τον Αργυρίου.

Ο Καφίρης ένιωσε σαν να του χωσαν ένα µαχαίρι στην καρδιά. Τα µάτια του

κόντεψαν να βγουν απ΄ τις κόγχες τους. Έµεινε αποσβολωµένος να κοιτά τον

Αργύρη.

Ο Αργύρης έριξε µια µατιά στο φίλο του. Έδειχνε κι εκείνος ανήσυχος. Ώρα ήταν

τώρα να του ΄ρθει κόλπος του γέρου και να τον κουβαλάνε.

Ο Καφίρης πήρε µια βαθιά ανάσα και µίλησε.

-Σοβαρά µιλάς ρε Αργύρη; Και πώς έγινε αυτό;

-Ε, έγινε. Πάνε χρόνια τώρα, απάντησε εκείνος ενώ αισθανόταν το στοµάχι του να

σφίγγεται.

Ο γέρος κούνησε δύο, τρεις φορές το κεφάλι του λέγοντας κάποιες ακατάληπτες

λέξεις και σηκώθηκε να φύγει. Ο Αργύρης τα ΄χασε προς στιγµήν και µετά έτρεξε και

του ΄κλεισε το δρόµο.

-Τι έπαθες; Πού πας;

Ο γέρος έµεινε ακίνητος, µε το κεφάλι κατεβασµένο.

-∆εν είναι σωστά πράγµατα αυτά ρε Αργύρη. ∆εν είναι. Ο µακαρίτης ο πατέρας

σου πώς να ησυχάσει στον τάφο του;

Τον Αργύρη τον έζωσαν τα φίδια.

-Μίλα καλά γέρο. Μίλα. Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες;

Ο Καφίρης σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα µάτια.

-Την αλήθεια Αργύρη λέω, την αλήθεια. Πώς είναι δυνατόν να άφησες την αδερφή

σου να παντρευτεί το φονιά του πατέρα σου;

Page 118: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

118

39

Το Ανατόλια είχε το χάλι του. Παντού φαινόταν η ηλικία του. Στις ξεφτισµένες

ταπετσαρίες, στα σκοροφαγωµένα και ετοιµόρροπα έπιπλα του, στη µούχλα που σ΄

έπνιγε µόλις άνοιγες τη βαριά σιδερένια πόρτα της εισόδου.

Ο Παναγιώτης σπάνια πήγαινε τελευταία εκεί. Παλιά ήταν το στέκι του, αφού µε

τον ιδιοκτήτη του είχαν γνωριστεί σ΄ ένα ξενυχτάδικο τη δεκαετία του ΄50 και

πέρασαν πολλές βραδιές µαζί µεθοκοπώντας δεξιά κι αριστερά. Η κατάληξη ήταν

πάντα ίδια. Ο Παναγιώτης µε τη γυναικεία συντροφιά της µιας βραδιάς κατέληγε

πάντα στο Ανατόλια που µπορεί τότε να ήταν ξενοδοχείο περιωπής, αλλά για τους

φίλους του ο ιδιοκτήτης έκανε τα στραβά µάτια.

Τα τελευταία χρόνια, εκτός από τις µόνιµες πελάτισσες του, κάποιες γερασµένες

πουτάνες που δυσκολεύονταν να βρουν µεροκάµατο και τους βόλευε το φτηνό νοίκι

µε το οποίο τους παραχωρούνταν τα δωµάτια, όλο και κάποιος άβγαλτος επαρχιώτης

το επισκέπτονταν για να περάσει το πολύ µια νύχτα πριν επιστρέψει στο χωριό του.

Ο Παναγιώτης είχε το λόγο του που το διάλεξε. Σ΄ αυτό το ξενοδοχείο είχε φέρει

τον άµαθο από µεγάλη πόλη Αργύρη για να περάσει µια νύχτα πριν πάρει την άλλη

µέρα το πρωί το λεωφορείο για την Αθήνα και από εκεί στον Πειραιά όπου θα

επιβιβαζόταν στο καράβι για την Αµερική. Αυτό το ξενοδοχείο ήταν σίγουρος πως θ΄

αναζητούσε ο Αργύρης µόλις επέστρεφε αφού και κοντά στο ΚΤΕΛ Αθηνών ήταν

και απ΄ όσο τον ήξερε δεν ήταν από τους ανθρώπους που ξανοίγονται εύκολα, αλλά

από εκείνους που προτιµούν να βαδίζουν στα σίγουρα και τα γνωστά.

Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, αρκετά γερασµένος, µε το πρόσωπο του σκαµµένο

και αλλοιωµένο απ΄ τις ρυτίδες, ακουµπούσε βαριεστηµένα στον πάγκο της ρεσεψιόν.

Βλέποντας τον Παναγιώτη δεν έδειξε να χαίρεται ιδιαίτερα. Σχολίασε µόνο πόσο

καλά εξακολουθούσε να διατηρείται. Μπροστά του ο Παναγιώτης φαινόταν

τουλάχιστον δέκα χρόνια µικρότερος και ας είχαν, πάνω κάτω, την ίδια ηλικία.

Ο Παναγιώτης έριξε µια µατιά στο σκαµµένο πρόσωπο του ξενοδόχου χωρίς να

κάνει το παραµικρό σχόλιο. Μόνο του ζήτησε ένα δωµάτιο της προκοπής, αν υπήρχε

κάτι τέτοιο, κι ύστερα έσκυψε κοντά του σπρώχνοντας προς το µέρος του ένα

χαρτάκι.

-Όταν έρθει αυτός που γράφει στο χαρτί, θέλω να µου τηλεφωνήσεις στο νούµερο

που είναι γραµµένο κάτω, κάτω.

Ο ιδιοκτήτης ανασηκώθηκε, φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά υπερµετρωπίας και πήρε

το χαρτάκι στο χέρι του. Κοίταξε καλά, καλά το όνοµα, το συλλάβισε µια φορά και

ύστερα σήκωσε τα µάτια του πάνω απ΄ τα κρύσταλλα των γυαλιών του.

-Πώς είσαι σίγουρος ότι θα ΄ρθει. ∆εν το έχω δει ποτέ ξανά αυτό το όνοµα.

Ο Παναγιώτης έβγαλε από την τσέπη του είκοσι χιλιάδες, σε χαρτονοµίσµατα των

χιλίων, τ΄ ακούµπησε στον πάγκο και τα έσπρωξε προς το µέρος του.

-Μένω ήσυχος. Κι αν πάρεις και το σηκώσει άλλος το τηλέφωνο, θα το κλείσεις.

Μόνο αν είµαι εγώ θα µιλήσεις.

Ο ξενοδόχος έπιασε ένα κλειδί από τα ραφάκια πίσω του και του το πρόσφερε.

-Το 12. Καθαρό και µε πολύ φως. Αυτό χρησιµοποιώ πολλές φορές και εγώ.

Ο Παναγιώτης πήρε το κλειδί και πριν αρχίσει ν΄ ανεβαίνει τα σκαλιά, γύρισε και

του είπε.

-Κατά τις εννιά, θα ΄ρθει ένα ξανθό, του Γεωργούλα. Στείλτο επάνω.

Page 119: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

119

40

Ο Αβραάµ είχε ακουµπήσει την πλάτη του στο εσωτερικό µέρος της πρώτης

καµάρας , απ΄ τις τρεις που στήριζαν το γεφύρι και χάζευε το νερό του ποταµού που

κυλούσε µέσα απ΄ τη µεσαία καµάρα. Τα µυτερά κεφάλια απ΄ τις µεγάλες

γκριζόασπρες πέτρες που ΄ταν διάσπαρτες σ΄ όλο το µήκος του, καρφωµένες βαθιά

στην κοίτη του, εξείχαν σχηµατίζοντας ένα µονοπάτι που οδηγούσε απ΄ τη µια όχθη

στην άλλη. Αν κατάφερνε να το διασχίσει όλο, πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, ο

δρόµος του πια θα ΄ταν ανοιχτός. Το επιχείρησε χωρίς το ποθητό αποτέλεσµα. Τα

ρούχα του έσταζαν ακόµα και ο πόνος στον καρπό του δεξιού του χεριού δυνάµωνε

ολοένα και πιο πολύ. Σ΄ αυτό είχε ρίξει όλο του το βάρος, όταν έχασε την ισορροπία

του στη δεύτερη πέτρα και έπεσε άγαρµπα µέσα στο νερό. «Αχ καηµένε. Κόντεψες

να πνιγείς σε µια κουταλιά νερό», οίκτιρε τον εαυτό του µη ξέροντας αν έπρεπε να

χαίρεται ή να λυπάται για τη διάσωση του. Το µόνο σίγουρο ήταν πως πέφτοντας,

κατάπιε τόσο νερό που σχεδόν γέµισαν τα πνευµόνια του και έχασε τον κόσµο από

µπροστά του. Τον ξαναβρήκε µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα που όµως του φάνηκαν

ώρες. Πεσµένος ανάσκελα, µε τα πόδια και τα χέρια βουτηγµένα στο νερό, ξέρασε το

παγωµένο ποταµίσιο νερό που είχε πληµµυρίσει τα πνευµόνια του και σύρθηκε µε τα

τέσσερα ίσα µε την όχθη.

«Πάει γέρασες, Αβραάµ, πάρτο απόφαση. Ούτε το ποτάµι θα διασχίσεις ποτέ,

ούτε στην άλλη όχθη θα περάσεις», ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε µόλις ένιωσε τη

σιγουριά της όχθης. Κι όµως. Ο νεαρός που ΄χε συναντήσει πριν ώρα, σαν πουλάκι

πέρασε πάνω απ΄ τις πέτρες, σχεδόν πετώντας και έφτασε απέναντι χωρίς να βρέξει

καν τις σόλες των παπουτσιών του. Αυτόν προσπάθησε να µιµηθεί ή τον εαυτό του να

πείσει πως κρατούσαν ακόµα τα κότσια του; ∆εν είχε απάντηση. Τη µόνη απάντηση

που είχε ήταν πως δεν ήθελε να περάσει πάνω απ΄ το γεφύρι. Παρά ήταν εύκολο

ακόµα και για τη δικιά του αδυναµία. Κι ο Αβραάµ ήθελε να νιώσει έστω και για µια

φορά δυνατός. Ικανός να περάσει πάνω απ΄ τα εµπόδια που του έκοβαν το δρόµο.

Σουρούπωνε. Ο ήλιος χανόταν απέναντι του κοκκινίζοντας τα λιγοστά σύννεφα

που σεργιάνιζαν στον ουρανό. Αυτή την ώρα όλοι γυρίζουν στο σπίτι τους αλλά ο

Αβραάµ δεν σκόπευε να γυρίσει. Άλλοτε δεν θα σκεφτόταν καν να λείπει τέτοια ώρα,

αφού η Κούλα θα έπρεπε ήδη να είχε πιει τον απογευµατινό της καφέ και να βάλει

κάτι στο στόµα της. Τώρα όµως ούτε που τον ένοιαζε. Όπως δεν τον ένοιαζε και αν

ακόµα κείτονταν αιµόφυρτη στο πάτωµα του σπιτιού. Φεύγοντας απ΄ το σπίτι, ήταν

αλήθεια πως, θέλησε να γυρίσει κάποια στιγµή και να δει αν πραγµατικά της είχε

κάνει κακό ή αν τα τραύµατα της ήταν επιπόλαια. ∆εν επέτρεψε στον εαυτό του να

λιποψυχήσει και αυτή κατάλαβε πως ήταν πραγµατικά η πρώτη φορά που χάρηκε τον

εαυτό του, µετά από πάρα πολλά χρόνια. Αν γυρνούσε, όχι µετανιωµένος αλλά

δείχνοντας συµπόνια ήταν σίγουρος πως δεν θ΄ έσκαβε απλώς το λάκκο του αλλά θα

τραβούσε µόνος του και την ταφόπλακα από πάνω.

Υπήρχε όµως και ένας άλλος, ο σοβαρότερος ίσως, λόγος. ∆εν ήθελε να γυρίσει.

∆εν τον τραβούσε τίποτα πίσω. Ούτε το σπίτι, ούτε η ίδια η Κούλα. ∆εν αισθανόταν

ούτε τύψεις, ούτε ενοχές για κείνη και την άσχηµη κατάσταση στην οποία ίσως να

βρισκόταν τώρα. Αισθανόταν ελεύθερος, πραγµατικά ελεύθερος και ξαλαφρωµένος

αφού είχε καταφέρει, έτσι σε µια στιγµή, να βγάλει από πάνω του ένα βάρος που

χρόνια κουβαλούσε. Αν τα πόδια του άντεχαν όσο ήταν νέος, τώρα που τα χρόνια τα

΄χαν αδυνατίσει, του ήταν δύσκολο να σέρνεται έχοντας αυτό το βάρος πάνω του.

Μέτρησε µε το βλέµµα του τις πέτρες. Οκτώ µέχρι απέναντι. ∆εν ήταν πολλές µα

ούτε και λίγες. Στο µυαλό του ξανάρθε η εικόνα της προηγούµενης πτώσης του µα

αυτή τη φορά το αντιµετώπισε καλύτερα. Αν δεν του το υπενθύµιζε ο πόνος στον

καρπό του δεξιού χεριού θα το ΄σβηνε εντελώς απ΄ το µυαλό του, όπως είχε

Page 120: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

120

καταφέρει να σβήσει τόσες άλλες άσχηµες στιγµές της ζωής του. ∆εν είχε και άλλη

επιλογή. «Για ν΄ αντέξεις, πρέπει να τα προσπερνάς» έλεγε στον εαυτό του και τον

έπειθε ν΄ αφήνει πίσω του ό,τι τον πλήγωνε. Ό,τι τον έκανε να αισθάνεται µικρός και

ανήµπορος.

Υπήρχε όµως κάτι που δεν ήταν σε θέση να προσπεράσει. Που δεν ήθελε ν΄

αφήσει πίσω του. Η Μυρτώ. Τι να είχε απογίνει εκείνη; Μήπως τελικά κάποιοι

ξεσπούσαν πάνω της για να εκδικηθούν εκείνον; Γι΄ αυτό και µόνο ήθελε να γυρίσει.

Το πρόσταζε η καρδιά του. Η λογική του συµφωνούσε. Αλλά όχι τώρα. Με το πρώτο

σκοτάδι θα έπαιρνε το δρόµο της επιστροφής.

Έγειρε το κεφάλι του στην πέτρινη καµάρα και έκλεισε τα µάτια. Τι όµορφο ήταν

να µένει έτσι, ακίνητος, χωρίς να έχει τίποτα να κάνει και, κυρίως, να µην είναι

υποχρεωµένος. Έτσι γερµένος, ήρεµος και µε τη γαλήνη να βασιλεύει γύρω του,

µπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε, να θυµηθεί ό,τι ήθελε. ∆ε θυµήθηκε όµως τίποτα.

Ένα κενό. Θαρρείς και όλα αυτά τα χρόνια του εγκλεισµού του στο «κολαστήριο

του», το σπίτι της Κούλας , είχαν προσθέσει στο βιβλίο της ζωής του µόνο λευκές

σελίδες. Τίποτα άλλο, αφού στην ουσία αυτό ήταν η ζωή του. Γεµάτη λευκές σελίδες.

Όταν έπεφτε να κοιµηθεί, εκείνες τις ώρες που ξαναγυρνάνε στο µυαλό οι εικόνες της

περασµένης µέρας ζητώντας να ξεδιαλέξει ποιες θέλει να διώξει και ποιες ν΄

αποθηκεύσει στη µνήµη, ο Αβραάµ φρόντιζε να τις πνίγει όλες στο τσίπουρο που ΄χε

κρυµµένο κάτω απ΄ το κρεβάτι του. Με δύο, τρεις γερές γουλιές, το µυαλό ζαλιζόταν,

ξεστράτιζε και µέχρι να ξαναβρεί το δρόµο του ερχόταν ο ύπνος.

Έµεινε για αρκετή ώρα µε κλειστά τα µάτια ο Αβραάµ και θα τον έπαιρνε ο ύπνος

αν δεν άκουγε ένα θόρυβο κοντά του που τον έκανε να πεταχτεί όρθιος. Κόλλησε

στην πέτρινη πλάτη της καµάρας και άνοιξε διάπλατα τα µάτια του προσπαθώντας να

διακρίνει τι ήταν αυτό που είχε το σχήµα ανθρώπου αλλά ήταν κατάµαυρο και

τσαλαβουτούσε στο νερό του ποταµού, εκεί, λίγα µόλις µέτρα µακριά του.

Ο Μηνάς, µαυρισµένος και µε καψαλισµένα τα ρούχα, έφτασε σχεδόν σερνόµενος

µέχρι το ποτάµι. Το λίγο νερό, ίσα που έφτανε µέχρι τον αστράγαλο του, αλλά µόλις

µπήκε ένιωσε τα πόδια του να µουδιάζουν από το κρύο. Έσκυψε να ξεπλύνει λίγο τα

χέρια του αλλά έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε να τσαλαβουτάει στο παγωµένο

νερό που του ΄κοβε την ανάσα.

Ο Αβραάµ δεν έµεινε για πολύ απαθής. Κατάλαβε πως ο άλλος είχε πρόβληµα και

όρµησε στο νερό. Τον έπιασε απ΄ τα χέρια και άρχισε µε όλη του τη δύναµη να τον

τραβάει προς τα έξω. Μέχρι να τον φέρει στην όχθη πίστεψε πως δεν θα τα

κατάφερνε και σε λίγο θα τους παράσερνε και τους δύο το ρεύµα. Όταν τον

ακούµπησε και σιγουρεύτηκε πως δεν κινδύνευε να ξαναπέσει µέσα, κοίταξε καλά το

πρόσωπο του.

Το Μηνά δεν τον γνώριζε, αφού όσο ήταν στη Φτέρα, ο Αβραάµ σπάνια

ξεµυτούσε από τη σπίτι της Κούλας. Είχε ακούσει µόνο πως πέθανε και διάφορες

άλλες ιστορίες για τις ασωτείες του και πως παράτησε τη µάνα του στο έλεος του

Θεού, που πέθανε µόνη και αβοήθητη αφού ούτως ή άλλως κανένας άνθρωπος στη

Φτέρα δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ σοβαρά γι΄ αυτήν.

Έτσι όπως ήταν τώρα ο Μηνάς, µαυρισµένος απ΄ τη φωτιά και γερασµένος ούτε

που πήγε το µυαλό του σ΄ αυτόν. Κάποιος ξένος θα είναι, σκέφτηκε ο Αβραάµ, που

µόνο από καλό δεν βρέθηκε εκείνη την ώρα εκεί.

Το ένστικτο αυτοσυντήρησης του Αβραάµ µπήκε σε λειτουργία και άρχισε σιγά,

σιγά να σέρνεται προς τα πίσω για να ξεµακρύνει αθόρυβα απ΄ τον ξένο. ∆εν είχε

συρθεί ούτε δύο µέτρα όταν ο Μηνάς σήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε µε τα µικρά

καστανά του µάτια και του είπε:

Page 121: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

121

-∆εν ξέρω αν πρέπει να σ΄ ευχαριστήσω Αβραάµ, αλλά πάντως εσύ το καλό το

΄κανες.

Ο Αβραάµ έµεινε ασάλευτος στο θέση του. Ποιος ήταν αυτός που ΄ξερε και το

όνοµα του; Θα ρωτούσε αν δεν τον προλάβαινε ο άλλος.

-Ο Μηνάς είµαι. Ο πεθαµένος.

Ο χαρακτηρισµός πεθαµένος δεν του φάνηκε άστοχος. Έτσι όπως ήταν ο Μηνάς

περισσότερο για πλάσµα άλλου κόσµου έδειχνε. Επειδή όµως δεν πίστευε σε

φαντάσµατα και είχε καταλάβει πως οι ζωντανοί είναι περισσότερο επικίνδυνοι,

προσπάθησε να ξεδιαλύνει τα πράγµατα.

-Ποιος Μηνάς;

Ο άλλος γέλασε και γύρισε προς το µέρος του.

-Ο Μηνάς που είχε φύγει χρόνια τώρα και όλοι µε είχανε για πεθαµένο.

Κανονικά ο Αβραάµ θ΄ απέφευγε ν΄ ανάψει φωτιά για να µην τραβήξει κάποια

περίεργα βλέµµατα στην κρυψώνα του, αλλά δεν του ΄κανε καρδιά ν΄ αφήσει το

Μηνά να πουντιάσει. Το φθινοπωρινό βραδάκι που πλησίαζε έφερνε µαζί του κι

αρκετή ψύχρα. Μάζεψε µερικά ξύλα και άναψε φωτιά κάτω από την καµάρα του

γεφυριού. Βοήθησε τον Μηνά να συρθεί µέχρι εκεί και τον ρώτησε:

-Από πού µε ξέρεις;

-Λίγες φορές σε είχα δει παλιά, αλλά άκουσα για σένα. Ο Οβραίος της Κούλας.

Πάνε όµως πολλά χρόνια. Για να σου πω την αλήθεια, σ΄ είχα για φευγάτο ή

πεθαµένο.

-Προτίµησα να θαφτώ εδώ.

Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να µιλήσει κανένας. Ο Αβραάµ έσπασε πρώτος τη σιωπή.

-Γιατί γύρισες;

-Παλιά χρέη.

-Χρέη…

-Ναι. Ξέρεις τόση ώρα που κοιτάζω αυτό το γεφύρι, σκέφτοµαι πως καλά κάναν

και δε το γκρέµισαν.

-Γιατί;

-Για να µη σβήσουν και τις µνήµες. Να, αν ανέβουµε επάνω, είµαι σίγουρος πως η

πέτρα θα λείπει ακόµα απ΄ το τοιχάκι, από εκεί που γκρεµίστηκε η Ειρήνη.

-Η Ειρήνη;..

-Η αδερφή του Παναγιώτη. Ωραία κοπέλα, όλο ζωή και νιάτα. Να την έβλεπες

µόνο πως την πήραν τα νερά στην αγκαλιά τους…

-Αν δεν κάνω λάθος κι αν θυµάµαι καλά, ήταν ατύχηµα, ρώτησε µουδιασµένος ο

Αβραάµ σαν να φοβόταν την απάντηση.

Ο Μηνάς γύρισε τον κοίταξε και χαµογέλασε πικρά.

-Έτσι είπαν. Κανείς όµως δεν είπε, κι ας ήταν πολλοί αυτοί που ήξεραν, πως όταν

πάτησε στη πέτρα και έφυγε µε το κεφάλι κάτω, από πίσω της, µια ανάσα µόλις, ήταν

ο αδερφός της, ο Παναγιώτης.

Page 122: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

122

41

Η Κούλα έβαλε όση δύναµη είχε στα χέρια και µε τη δεύτερη φορά κατάφερε ν΄

ανέβει σε µια πολυθρόνα. Ζαλιζόταν αλλά τουλάχιστον είχε σταµατήσει να τρέχει

αίµα από το µέτωπο της.

«Σκατοβραίε, γρύλισε. Θα µου το πληρώσεις ακριβά αυτό».

Έµεινε για λίγο ακίνητη µέχρι να ανακτήσει κάπως τις δυνάµεις της κι ύστερα

άπλωσε το χέρι της και έπιασε το πεσµένο καρότσι. Το γύρισε για να σταθεί στις

ρόδες του και το τράβηξε κοντά της. Ζύγιασε καλά το κορµί της και βάζοντας δύναµη

στα χέρια της, κάθισε µ΄ ένα γδούπο πάνω του. Οι ρόδες του έτριξαν και η Κούλα

πήρα σβάρνα όσα έπιπλα βρήκε στο δρόµο της, µέχρι να φτάσει στο παράθυρο του

καθιστικού. Το άνοιξε, ανασηκώθηκε βγάζοντας το κεφάλι της έξω και άρχισε να

καλεί σε βοήθεια.

Ο µόνος που την άκουσε, καθώς ήταν και ο µοναδικός διαβάτης του δρόµου, ήταν

ο Γιαννίδης. Στην αρχή έκανε να αγνοήσει τις φωνές της, ελπίζοντας πως κάποιος

άλλος θα βρισκόταν ν΄ ανταποκριθεί. Μα καθώς δεν υπήρχε ψυχή γύρω του, γύρισε

αποφασισµένος να τελειώνει γρήγορα µαζί της.

Μόλις έφτασε δίπλα της η Κούλα κρεµάστηκε απ΄ το παράθυρο τόσο που

φοβήθηκε ότι θα πέσει. Θα τη σιχτίριζε ευχαρίστως θεωρώντας πως ήταν µια από τις

συνηθισµένες υστερίες της αλλά είδε το κόκκινο σηµάδι στο µέτωπο της και της

άρπαξε τα χέρια.

-Τι έπαθες ρε Κούλα;

-Σίµο µου, Σίµο µου σώσε µε. Αυτός ο καταραµένος ο Οβραίος πήγε να µε

σκοτώσει. Σώσε µε.

Ο Γιαννίδης ανασηκώθηκε στις µύτες και έριξε ένα βλέµµα µέσα.

-∆εν είναι εδώ, έφυγε. Πήγε να κρυφτεί το τοµάρι. Φώναξε την αστυνοµία, θα µε

σκοτώσει.

Ο Γιαννίδης θα ΄θελε πολύ να της κλείσει το στόµα αλλά προτίµησε να την

καθησυχάσει λέγοντας της.

-Μη φοβάσαι. Αν έφυγε αποκλείεται να γυρίσει. Κάτσε εδώ και εγώ πάω να φέρω

βοήθεια.

Η Κούλα τον άρπαξε από τους ώµους και γαντζώθηκε πάνω του.

-Μη φεύγεις. Να εκεί απέναντι, στο σπίτι αυτής της βρώµας κρύβεται.

Ο Γιαννίδης κοίταξε απορηµένος προς το σπίτι της Μυρτώς. «Λες;», σκέφτηκε

αλλά και έτσι να ήταν δεν ήθελε να µείνει περισσότερο.

Έσπρωξε προς τα πίσω την Κούλα για ν΄ απελευθερωθεί απ΄ το κράτηµα της και

άρχισε ν΄ αποµακρύνεται µε µεγάλα βήµατα.

-Πού πας, άκουσε πίσω του τη φωνή της Κούλας αλλά χωρίς να γυρίσει της

φώναξε.

-Κάτσε εκεί που είσαι. Θα σου στείλω βοήθεια.

Τάχυνε το βήµα του. Τον Παπαγιώργη αποκλείεται να τον έβρισκε στην εκκλησία

του τέτοια ώρα και γι΄ αυτό τράβηξε κατά το σπίτι του. Ας αναλάµβανε αυτός να

περιθάλψει την Κούλα.

Οι κραυγές της Κούλας τρόµαξαν τη Μυρτώ. Αν και είχε συνηθίσει να την ακούει

να χαλάει τον κόσµο για ψύλλου πήδηµα, τούτη τη φορά της φάνηκε πως ήταν

διαφορετικές. Ζύγωσε στο παράθυρο της και τράβηξε λίγο την κουρτίνα για να µην

µπορούν να την δουν οι απ΄ έξω. Εκείνη την ώρα ο Γιαννίδης κρατούσε ακόµα τα

χέρια της Κούλας και προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί.

Αφού έφυγε ο Γιαννίδης η Μυρτώ πρόσεξε το σηµάδι στο µέτωπο της Κούλας. Ο

Αβραάµ όµως δε φαινόταν πουθενά. Τι να του είχε συµβεί άραγε; Την έπνιγε η

αγωνία αλλά δεν µπορούσε να βγει και να ρωτήσει. Κάθισε στο πάτωµα

Page 123: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

123

δαγκώνοντας τα δάχτυλα της για να µην ανοίξει το παράθυρο και φωνάξει: Πού είσαι

Αβραάµ; Τι σου κάναν; Πόσο ακόµα Θεέ µου αυτή η σκρόφα θα βασανίζει το

αδύναµο κορµί και την ψυχή σου;

Εκείνη την ώρα θα ΄θελε πραγµατικά να ΄χε τη δύναµη, να πεταχτεί έξω και να

σπάσει στο ξύλο την Κούλα, όχι για όσα το βρωµόστοµα της έλεγε εις βάρος της, µα

για όσα είχε υποφέρει εξ αιτίας της ο Αβραάµ. Μα δεν την είχε και έτσι έµεινε

καθισµένη στο πάτωµα περιµένοντας και ευχόµενη πως αυτή τη φορά η µόνη που θα

υπέφερε θα ήταν η Κούλα.

Από τότε που θυµόταν τον εαυτό της η Μυρτώ είχαν να το λένε όλοι για τις

ιδιοτροπίες και τις παραξενιές της Κούλας. Γι΄ αυτό και απόµεινε στο ράφι και αν δε

βρισκόταν στο δρόµο της αυτός ο απελπισµένος Εβραίος ήταν µάλλον απίθανο να

στεριώσει άλλος άντρας δίπλα της. Γιατί για να την πλησιάσει, την πλησίαζε. Όταν

ήταν νέα κάποιοι βρέθηκαν που τη ζήτησαν, αλλά εκεινής άλλος της µύριζε και

άλλος της βρωµούσε. Μια φορά το αποφάσισε ν΄ αρραβωνιαστεί αλλά ο έρµος ο

αρραβωνιαστικός της νύχτα έφυγε χωρίς να ξαναδώσει σηµεία ζωής.

Μεγαλοκοπέλα και µόνη τη βρήκε ο Αβραάµ στο δρόµο του, τότε που η ασχήµια

της δεν κρυβόταν πια µε τίποτα, και αποτέλεσε για κείνη, το ιδανικό πρότυπο του

άντρα. Υπάκουος, χωρίς στον ήλιο µοίρα, να κρέµεται κατ΄ ανάγκην απ΄ τα

φουστάνια της και να σκύβει το κεφάλι σε κάθε της προσταγή.

Παλιότερα η Μυρτώ πίστευε πως ο Αβραάµ έτσι ήταν φτιαγµένος. Να υπηρετεί

κάποιον. Κατάλαβε όµως πολύ καλά ότι έκανε λάθος µόλις του έδειξε η ίδια λίγο

ενδιαφέρον και τρυφερότητα. Αυτός ο άνθρωπος έκρυβε τόσα πολλά µέσα του, αλλά

µη έχοντας πού να τα εκδηλώσει τα ΄χε καταχωνιάσει σε κάποια αποµακρυσµένη

γωνιά της ψυχής του, τόσο βαθιά που µάλλον και ο ίδιος είχε ξεχάσει όχι απλώς που

βρισκόταν αλλά και αν ακόµα υπήρχαν. Σκυµµένος ώρες ολόκληρες πάνω απ΄ τη

σκούπα του σου έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε αργά και υποµονετικά να

ξύσει όλο το χώµα που βρισκόταν πάνω και να χωθεί βαθιά µέσα στη γη. Όταν του το

΄πε κάποια µέρα η Μυρτώ, ο Αβραάµ γέλασε µε την ψυχή του και ύστερα πιάνοντας

της τρυφερά το χέρι της εξήγησε:

-Ξέρεις καρδιά µου, από µικρός ήθελα να ΄χω µπροστά µου δρόµους µεγάλους να

τους περπατήσω µέχρι το τέλος. Όταν κρύφτηκα πρώτη φορά στο υπόγειο στην

Καστοριά αυτό ήταν το πρώτο και ίσως το µοναδικό που µου ΄λειπε. Οι δρόµοι.

Βγήκα νύχτα χωρίς να βλέπω τη µύτη µου απ΄ το σκοτάδι αλλά πραγµατικά δε

φοβόµουνα. Ήξερα πως είχα µπει σε κάποιο δρόµο. Μόνο που η τύχη έκανε το δρόµο

µου να τελειώνει εδώ.

-Ο Θεός ίσως, είχε προσθέσει η Μυρτώ, µα ο Αβραάµ δε συµφώνησε.

-Τον πίστευα τον Θεό κάποτε και όλο στο στόµα µου τον είχα. Μα µε ξέχασε.

Ίσως και να ΄θελε να µε τιµωρήσει για κάποια κρίµατα που ακόµα δεν µπόρεσα να

βρω ποια ήταν. Τι σηµασία έχει; Χρόνια τώρα παλεύω να τα βγάλω πέρα µε τους

ανθρώπους κι αυτούς µόνο φοβάµαι.

Ξέρεις γιατί σκουπίζω µε τις ώρες; Γιατί εκείνη την ώρα µε το µυαλό µου είναι

σαν να χαράζω τους δικούς µου δρόµους. Μόνος µου τους χαράζω και ύστερα σιγά,

σιγά τους περπατώ. Τους δρόµους που δε γνώρισα στ΄ αλήθεια, µόνος µου τους

φτιάχνω.

-Μα ακόµα µπορείς να φύγεις, προσπάθησε να τον ενθαρρύνει η Μυρτώ.

-Και να πάω πού; Τώρα πια είναι αργά για µένα. Τους πραγµατικούς δρόµους µε

τα χέρια σου τους ανοίγεις και τα δικά µου έχουν αρχίσει και τρέµουν. Με τα πόδια

τους διαβαίνεις και τα δικά µου δεν µπορούν να µε κρατήσουν πιότερο από λίγα

µέτρα…

Page 124: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

124

Ο Παπαγιώργης κατέφτασε κάθιδρος, ασθµαίνοντας. Το ράσο είχε σκονιστεί µέχρι

τα γόνατα. Η µορφή του σκληρή, δεν είχε καµιά γλυκύτητα πάνω της.

Η ειδοποίηση του Γιαννίδη τον είχε πραγµατικά ανησυχήσει. «Τι είναι αυτά που

µας βρήκαν µαζωµένα», µουρµούριζε στη διαδροµή και άφριζε µουσκεύοντας τα

αραιά του γένια.

Η Κούλα τον εντόπισε από µακριά κι άρχισε να χειρονοµεί καλώντας τον να

τρέξει κοντά της.

-Τι είναι Κούλα µου, φώναξε ο παπάς και χώθηκε µέσα στο σπίτι.

Η Μυρτώ ανασηκώθηκε αλλά δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Η Κούλα είχε τραβηχτεί

και αυτή µέσα στο σπίτι. Χωρίς να ξέρει το γιατί ήταν σίγουρη πως ο Αβραάµ είχε

φύγει. Για πού, ούτε καν της περνούσε απ΄ το µυαλό. Ευχήθηκε µόνο να είχε ανοίξει

πραγµατικά έναν από τους δρόµους που ονειρευόταν, και αυτός να ΄ταν µακρύς και

ευκολοδιάβατος.

Page 125: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

125

42

Ο Μηλόπουλος είχε αποσώσει από ώρα την τρίτη µπύρα του αλλά δεν σκόπευε να

το κουνήσει απ΄ το καφενείο. Η Αλέκα που µετρούσε από ώρα τις γουλιές του άρχισε

να εκνευρίζεται και αν δεν έφευγε τα επόµενα πέντε λεπτά θα πήγαινε εκείνη να του

πει πως θέλει να κλείσει. ∆εν έβλεπε την ώρα να µείνει µόνη µε το Βασίλη. Της

φαινόταν παράξενο που ενώ γνώριζε τόσο λίγο αυτό τον άνθρωπο, αποζητούσε µε

λαχτάρα τη συντροφιά του. ∆ε τη φόβιζε. Αυτό ήταν σίγουρο, όµως δεν ήξερε και τι

ήταν αυτό που την τραβούσε κοντά του. Το ότι ήταν τόσο διαφορετικός απ΄ όσους

είχε συναντήσει µέχρι τότε; Το ότι ξυπνούσε µέσα της τη γυναίκα; Μπορεί. Προς το

παρόν λίγη σηµασία είχε για κείνη να µάθει τον πραγµατικό λόγο αφού πάνω απ΄ όλα

ήθελε να αισθανθεί τη ζεστασιά των χεριών του ν΄ απλώνεται στα δικά της.

Ο Μηλόπουλος παρέµενε στην καρέκλα που φαινόταν να µην τον χωράει. Το

κεφάλι του στριφογυρνούσε αδιάκοπα κοιτάζοντας µια προς τα µέσα και µια προς τα

έξω. Κάθε που άκουγε θόρυβο αυτοκινήτου σηκωνόταν λίγο απ΄ την καρέκλα του και

αµέσως µετά ξανακαθόταν περισσότερο απογοητευµένος.

Η Αλέκα τον πλησίασε αποφασισµένη να του πει πως είναι ώρα να φύγει, αλλά

µόλις έφτασε κοντά του αντικρύζοντας το περίλυπο ύφος του, µαλάκωσε. Τράβηξε

µια καρέκλα και κάθισε κοντά του.

-Τι είναι Παρασκευά; Κάτι σεκλετισµένο σε βλέπω απόψε.

Κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω και την κοίταξε χωρίς να µιλήσει.

-Να φέρω µια µπύρα ακόµα;

Πριν της απαντήσει ναι, ήθελε πρώτα κάτι να τη ρωτήσει.

-Ρε Αλέκα, θ΄ αργήσει ο Παναγιώτης;

Από το ύφος του και µόνο κατάλαβε το µέγεθος της απελπισίας του. Πώς να του

πει πως δεν επρόκειτο να ΄ρθει εκείνη τη νύχτα.

-Κάτσε να σου φέρω τη µπύρα και τα λέµε.

Έφερε και δικό της ποτήρι και τα γέµισε και τα δύο µέχρι επάνω. Ο Μηλόπουλος

ήπιε το δικό του µονορούφι.

-Χρωστάς πολλά αυτή τη φορά, προσπάθησε ν΄ ανοίξει την κουβέντα η Αλέκα.

Ήταν η πρώτη φορά που του άνοιγε τέτοια κουβέντα αλλά δεν έδειξε να

παραξενεύεται λες και περίµενε αυτή την ερώτηση. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι

του και ξαναγέµισε το ποτήρι.

-Αλέκα, να σε ρωτήσω κάτι;

-Αν µπορώ ν΄ απαντήσω…

Του ήταν δύσκολο να προχωρήσει, µα είχε κάνει την αρχή. Συνέχισε.

-Τι παρτίδες έχει η γυναίκα µου µε τον άντρα σου;

Η Αλέκα τον λυπήθηκε όσο ποτέ άλλοτε.

-Εµένα ρωτάς, γυναίκα πράµα ρε Παρασκευά. Εσύ που ΄σαι άντρας, θα ΄πρεπε να

ξέρεις. Αλλά και αν ακόµα υποψίες έχεις, τι σκατά πέφτεις πάντα στα πόδια του και

τον προσκυνάς για να καλύπτει τα χρέη σου στα χαρτιά.

-∆εν ξέρω τίποτα και δεν έχω καµιά υποψία.

Τέντωσε το κορµί του, προφέροντας την τελευταία φράση, σαν να προσπαθούσε

να περισώσει κάτι απ΄ την πληγωµένη του αξιοπρέπεια. Εγκατέλειψε την προσπάθεια

στη µέση και άφησε το κεφάλι του να κρεµαστεί και πάλι απ΄ τους ώµους.

-Έτσι ρώτησα. Λες να πήγε τα χρήµατα απ΄ το σπίτι και να µην µου το είπε αυτή;

-Είναι στη Σαλονίκη, απ΄ το πρωί λείπει. Αύριο θα γυρίσει.

Του κόπηκαν τα πόδια. ∆εν είχε κουράγιο να πει ούτε µια λέξη. Η Αλέκα

σηκώθηκε, µάζεψε ποτήρια και µπουκάλια και έφυγε προς τα µέσα.

-Άντε τράβα σπίτι σου. Αυτά είναι κερασµένα από µένα.

Page 126: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

126

Ο Μηλόπουλος σηκώθηκε µε τα χίλια ζόρια και αν και έπεσε πάνω στον Αντώνη

που ερχόταν φουριόζος εκείνη την ώρα, ούτε που το πρόσεξε.

-Τι έπαθε αυτός, ρώτησε ο Αντώνης τη µάνα του, χωρίς να πολυενδιαφέρεται για

την απάντηση.

∆εν του απάντησε αλλά πρόσεξε µόνο πως ο γιος της ήταν έτοιµος για έξοδο.

-Πού θα πας;

-Θα βγω και ίσως, στο λέω για να µην ανησυχήσεις, το βράδυ να µην γυρίσω.

-Να προσέχεις µόνο, πήγε να του πει µα θυµήθηκε πως του το ΄χε πει τόσες φορές

απ΄ το πρωί που ήταν ανώφελο να το επαναλάβει. Το µυαλό του Αντώνη ήταν πια

αλλού και όσες συµβουλές κι αν του έδινε η µάνα του ήταν αδύνατον να σταθεί και

να τις ακούσει.

Ο Αντώνης τη φίλησε στο µάγουλο και αναζήτησε τα κλειδιά του επιβατικού

αυτοκινήτου τους σ΄ ένα συρτάρι. Η Αλέκα πρόσεξε την κίνηση του και έκανε να τον

σταµατήσει. Άπλωσε το χέρι της µα πριν πιάσει του Αντώνη, έµεινε µετέωρο.

-Θέλεις κάτι µάνα;

-Τίποτα. Τίποτα. Να περνάς καλά µονάχα…

Μα είχε τρελαθεί; Αν µάθαινε ο Παναγιώτης πως ο γιος του νταλαβεριζόταν µε τη

Μυρτώ θα τον εξαγρίωνε, το να τον δει να οδηγεί και το καλό του αυτοκίνητο µέσα

στη νύχτα, θα τον έβγαζε εκτός εαυτού. Τα αντικείµενα που κατείχε ο Παναγιώτης

ήταν ιερά γι΄ αυτόν. Κανείς δεν τα πείραζε παρά µόνο αν είχε την άδεια του, αν και

αυτό ήταν δύσκολο έως αδύνατο. Ό,τι κάτεχε, το κρατούσε για τον εαυτό του. ∆ε

θυµόταν ποτέ της να τον είδε κάτι να µοιράζεται. Το επιβατικό αυτό αυτοκίνητο δεν

το ΄χε πάνω από έξη µήνες και ζήτηµα ήταν να ΄χε γράψει µερικές δεκάδες

χιλιόµετρα. Ήταν σίγουρη πως ήξερε ακριβώς τα χιλιόµετρα που ήταν γραµµένα στο

κοντέρ του και άλλο τόσο σίγουρη πως θα καταλάβαινε µε την πρώτη µατιά πως

κάποιος το είχε µετακινήσει. Κι αυτό δεν θα του άρεζε καθόλου. Ε, και; Μέχρι πότε

θα γινόταν το δικό του; Μέχρι πότε θα έτρεµαν ακόµα και τον ίσκιο του;

Όταν άκουσε το θόρυβο της µηχανής του αυτοκινήτου η Αλέκα ξέσπασε σε

τρανταχτά γέλια.

-Α, ρε Παναγιώτη και να ΄ξερες ποιον θα κουβαλήσει σήµερα το αυτοκίνητο που

ούτε στον ήλιο δεν το βγάζεις, µην καεί το χρώµα του…

Συνέχισε να γελάει µέχρι που τα µάτια της γέµισαν δάκρυα. Το χέρι που ένιωσε να

την αγγίζει στον δεξί ώµο την τρόµαξε µα η ανάσα του Βασίλη που της χάιδεψε το

λαιµό την ηρέµησε αµέσως. Έγειρε το κεφάλι της αργά προς τα δεξιά και του φίλησε

απαλά το χέρι.

-Κάτσε δύο λεπτά να κλείσω, του είπε και έτρεξε προς την πόρτα. Την έκλεισε

χωρίς να ρίξει µια µατιά έξω. ∆εν την ενδιέφερε ακόµα και αν έξω απ΄ την πόρτα της

σεργιάνιζε όλο το χωριό. Έξω ήταν και δεν θα του επέτρεπε να περάσει απόψε το

κατώφλι της.

Επιστρέφοντας προς τα µέσα, µε µια της κίνηση έλυσε τα µαλλιά της που τα ΄χε

πιασµένα πίσω µ΄ ένα λαστιχάκι. Χύθηκαν στο λαιµό της . Προχώρησε µε αργά

βήµατα και µόλις πλησίασε το Βασίλη του άπλωσε το χέρι της.

-Πάµε.

Ο Βασίλης έµεινε αποσβολωµένος για µερικά δευτερόλεπτα να την κοιτάει από

πάνω µέχρι κάτω. Το λιγωµένο βλέµµα του δεν την ενοχλούσε µα την ερέθιζε. Οι

ρώγες τεντώθηκαν στα στήθια της που ασφυκτιούσαν µες το φουστάνι της. Άρπαξε

το χέρι του και τον τράβηξε µαζί της.

Τα δάχτυλα του ήταν µακριά και όµορφα. Και τόσο µαλακά. Σχεδόν αδούλευτα. Η

Αλέκα κρατούσε µε το ένα της χέρι το αριστερό του Βασίλη και µε τ΄ άλλο άγγιζε

απαλά τις γραµµές της παλάµης του. Το δεξί του χέρι είχε χωθεί στα µαλλιά της και

Page 127: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

127

καθώς κινούνταν σιγά, σιγά ανάµεσα στις ρίζες τους άπλωνε ένα γλυκό ρίγος σ΄ όλο

της το κορµί. Καθισµένοι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο µε τα πόδια διπλωµένα, σε µια

σειρά χαρτοκιβώτια που ΄χαν στρώσει στο δάπεδο της αποθήκης, άδειασαν δύο

µπουκάλια κρασί βουτηγµένοι στη σιωπή και στον πόθο που έλαµπε στα µάτια και

των δύο. Στην Αλέκα αρκούσε να τον αγγίζει και στο Βασίλη να τον αγκαλιάζει το

άρωµα που ανέδυε το σώµα της. Η ώρα χάθηκε µες τη σιωπή.

Ο Βασίλης πήρε το χέρι απ΄ τα µαλλιά της και το άφησε να κατέβει περνώντας

πρώτα απ΄ το πρόσωπο της, ύστερα απ΄ το λαιµό της που τεντώθηκε καθώς έγειρε το

κεφάλι της προς τα πίσω. Όταν έφτασε στο στήθος της, είχε αρχίσει να τρέµει και ο

ιδρώτας να κυλάει ζεστός µέσα στη χούφτα του. Έσκυψε µπροστά προτείνοντας το

στήθος της και ζήτησε ν΄ ακουµπήσει την ιδρωµένη του παλάµη πάνω στη ζεστή της

ρώγα. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορµί του Βασίλη που το ΄νιωσε αµέσως να διαπερνά

και το κορµί της Αλέκας. Το ίδιος ρίγος, µε τον ίδιο παλµό. Άρχισε να ξεκουµπώνει

τα κουµπιά του φουστανιού της και δυσκολεύτηκε να φτάσει µέχρι το τελευταίο,

καθώς τα χέρια της είχαν γίνει τόσο αδέξια.

Ένιωθε και ήταν τόσο υγρή αλλά δεν ήθελε ακόµα να µπει µέσα της. Ήθελε πρώτα

να την αγγίξει παντού.

Έγειρε πίσω και ξάπλωσε τραβώντας µαζί και το χέρι του που εξακολουθούσε να

είναι γαντζωµένο στο στήθος της. Απλώθηκε ολόκληρη στο δάπεδο, άνοιξε τα χέρια

της και έκλεισε τα µάτια της που τρεµόπαιζαν. Της φαινόταν πως ζούσε ένα υπέροχο

και σπάνιο όνειρο και µπορούσε να µείνει εκεί, µε τα µάτια κλειστά, ακίνητη, για

πάντα. Για να µην το χάσει ποτέ.

-Είσαι όνειρο, ψέλλισε και ο Βασίλης πλησίασε στο στόµα της ζητώντας της να

επαναλάβει. Η ανάσα του δεν έκαψε µόνο το πρόσωπο της, µα έσπειρε αµέσως

φλόγες σ΄ όλο της το κορµί που ζητούσε τώρα τη λύτρωση και τη δροσιά που

µπορούσε να της χαρίσει το σώµα του. Ανασηκώθηκε ελαφριά, ίσα για να φτάσουν

τα χείλη της το αυτί του και φιλώντας το, του ψιθύρισε:

-Είσαι όνειρο;

∆εν της απάντησε. Τα χείλη του ήταν πια απασχοληµένα µε το να εξερευνούν

κάθε σπιθαµή του κορµιού της. ∆εν τη χρειαζόταν την απάντηση. Την έπαιρνε µε

κάθε του άγγιγµα. Έµεινε εκεί ασάλευτη, ξεχασµένη, φευγάτη. Από κάτω δεν υπήρχε

χαρτόνι µα ένα άρµα στρωµένο µε βελούδο που την ταξίδευε µέσα από ήχους και

χρώµατα. Ολόγυρα της δεν ήταν στιβαγµένα τα κιβώτια µα µια θάλασσα από ρόδα,

που ευωδίαζαν απλώνοντας απλόχερα το ξεχωριστό τους άρωµα. Την πέρασε

ανάµεσα τους µε τέτοια µαεστρία, χωρίς να την πληγώσει µα ούτε καν να τη

γρατσουνίσει ένα απ΄ τα αγκάθια τους.

Όταν έπεσε πάνω στον ώµο της αποκαµωµένος, µ΄ ένα πλατύ γλυκό χαµόγελο

ζωγραφισµένο στο πρόσωπο του, τον ρώτησε καθώς γέµιζε τη χούφτα της µε τις

σταγόνες απ΄ τα ιδρωµένα του µαλλιά:

-Θα µου µαζέψεις µερικά τριαντάφυλλα;

Ο Βασίλης σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε απορηµένος. Είδε την αθωότητα

που ΄χε καλύψει το όµορφο πρόσωπο της και ξέσπασε σε γέλια.

-Ό,τι θέλεις οµορφιά µου. Ό,τι θέλεις…

-Κίτρινα. Μ΄ αρέσουν να ΄ναι κίτρινα.

∆ε µέτρησαν τις ώρες αλλά έµειναν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου µέχρι το

ξηµέρωµα. Η Αλέκα αποκοιµήθηκε και ο Βασίλης τη σκέπασε µε το πουκάµισο του.

Είχε ξεστρατίσει. Το ήξερε, µα δεν ένιωθε τύψεις γι΄ αυτό. Εξάλλου από τότε που

πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα διαρκώς δρόµους άλλαζε. Αυτός

ήταν ο οµορφότερος. Ήταν χαρούµενος. ∆ε λυπόταν για τίποτα. Λυπόταν µόνο που

δεν ήξερε που φυτρώνουν σ΄ εκείνο το µέρος τριαντάφυλλα, κίτρινα, για να της τα

Page 128: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

128

µαζέψει. ∆ροσερά όπως θα ήταν, τρυφερά µε την πρωινή πάχνη απλωµένη στα

πέταλα τους για να τ΄ απλώσει ολόγυρα της. Ν΄ ανοίξει τα µάτια της και να βρεθεί

µέσα σε µια κίτρινη τριανταφυλλένια θάλασσα.

Ξεστράτισε. Μα όχι για πολύ. Το µυαλό του ξαναγύρισε στις γνώριµες του

εικόνες. Ταξίδεψε πάλι πίσω.

Όταν µάζεψε τα λίγα πράγµατα που είχε και άφησε πίσω του τη Σοβιετική

΄Ένωση, πίστευε πως τα πτυχία και τα τιµητικά διπλώµατα που κουβαλούσε µαζί του,

θα του επέτρεπαν να συνεχίσει την καριέρα του σαν πιανίστας και στη χώρα των

γονιών του. Θα το έκανε αν αποδεχόταν όχι απλώς µια παρέκκλιση αλλά µια µεγάλη

στροφή στην καριέρα του, αφού οι δουλειές που του προσφέρθηκαν στην Αθήνα τον

έβαζαν σ΄ έναν άλλο χώρο της µουσικής, απ΄ αυτόν που µέχρι τότε είχε σπουδάσει

και γνωρίσει παίζοντας σε συναυλίες µε µεγάλες ορχήστρες.

Όταν του πρότειναν δουλειά σε κέντρο διασκέδασης, φαντάστηκε πως θα ήταν

κάτι ανάλογο µε τα µεγάλα ξενοδοχείο της Μόσχας όπου είχε παίξει πολλές φορές

διασκεδάζοντας ξένους τουρίστες. ∆ε βρήκε καµιά οµοιότητα. Απ΄ όσες νότες είχε

διδαχθεί, στην καινούργια του δουλειά ήταν ζήτηµα αν χρησιµοποιούσε δύο το πολύ

και τα τραγούδια που έπρεπε να µάθει να παίζει για να συνοδεύει το µπουζούκι,

δυσκολευόταν να τα καταλάβει.

«∆εν ξέρεις καλά τη γλώσσα, γι΄ αυτό δεν καταλαβαίνεις το βαθύτερο νόηµα

αυτών των τραγουδιών» του είχε πει ένας συνάδελφος και ο Βασίλης συµφώνησε,

σκεφτόµενος πως το βαθύτερο νόηµα γι΄ αυτόν ήταν η επιβίωση του µέσα από το

καθηµερινό µεροκάµατο, έστω κι αν αυτό έβγαινε παίζοντας τον ίδιο σκοπό στο

πιάνο µε όποιο τραγούδι και αν έπιανε η ορχήστρα.

Πάντως τα ελληνικά του δεν ήταν απλώς καλά, αλλά καλύτερα από πολλούς που

ζούσαν περισσότερα χρόνια από τα πέντε- τα πρώτα της ζωής του- που είχε ζήσει

αυτός στην Ελλάδα αφού δεν είχε περιοριστεί µόνο σ΄ αυτά που πολύ λίγο θυµόταν

και σ΄ όσα του έµαθε η µάνα του στο σπίτι αλλά φρόντισε να τα µάθει καλύτερα και

στο Πανεπιστήµιο.

Το να σπουδάσει και ελληνική φιλολογία, παράλληλα µε τη µουσική, ήταν η µόνη

παραχώρηση που του έκανε η µάνα του, -πίστευε πάντα πως όσα του έµαθε εκείνη

ήταν αρκετά για να µην ξεκόψει ο γιος της εντελώς απ΄ τις ρίζες του αλλά να κρατά

µια χαλαρή επαφή µαζί τους-, η οποία όσο ζούσε ούτε που ήθελε ν΄ ακούσει για την

πατρίδα. Την αγαπούσε, ναι, τη νοσταλγούσε οπωσδήποτε, αλλά δεν ήθελε ν΄

ακούσει µε τίποτα για δική της επιστροφή ούτε φυσικά και για ερχοµό του Βασίλη

που πολύ θα ήθελε να επισκεφτεί κάποια µέρα την Ελλάδα.

Όταν διαισθάνθηκε το τέλος της, άρχισε να ρωτά επίµονα το γιο της αν µετά το

θάνατο της σκόπευε να επισκεφτεί την πατρίδα της- «πατρίδα της» την ονόµαζε και

όχι «πατρίδα µας». Εκείνος στην αρχή, προσπάθησε ν΄ αποφύγει την απάντηση µα

δεν µπορούσε να της πει και ψέµατα. Εξάλλου δεν της είχε πει ποτέ. Οι δύο τους

είχαν µοιραστεί τα πάντα και ο Βασίλης υποψιαζόταν πως για χάρη του έµεινε η µάνα

του µόνη, για να µη βάλει άλλο άντρα στο σπίτι. Εκείνη το είχε αρνηθεί πολλές φορές

και εξηγούσε, χωρίς πολλά λόγια, πως σ΄ εκείνη πραγµατικά δεν της πήγαινε η

καρδιά να βρεθεί µε άλλο άντρα εκτός απ΄ τον πατέρα του, που τον έχασε µέσα απ΄

τα χέρια της πριν προλάβει καλά, καλά να τον χαρεί.

Της είπε πως αργά ή γρήγορα θα πήγαινε. Προσπάθησε να τον µεταπείσει

λέγοντας του πως δεν υπήρχε κανείς πίσω για εκείνον, ούτε ένας συγγενής ν΄

ακουµπήσει τις πρώτες δύσκολες µέρες και του τόνισε πόσο σηµαντικό ήταν να

µείνει εκεί όπου είχε µια σίγουρη δουλειά που του εξασφάλιζε αν όχι µια άνετη,

τουλάχιστον ,µια υποφερτή ζωή.

Page 129: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

129

Ο Βασίλης δεν της έφερε αντίρρηση παρά µόνο έσκυψε το κεφάλι. Κατάλαβε πως

δεν τον είχε πείσει. Τότε ήταν που η Αλίκη, η µάνα του, αποκάλυψε στο γιο της τις

συνθήκες που την οδήγησαν αυτή µόνη, µ΄ ένα µικρό παιδί σ΄ αυτή τη µεγάλη και

άγνωστη της εντελώς χώρα, όπου, στην αρχή και για να ζητήσει ένα ποτήρι νερό,

έπρεπε να το κάνει µε νοήµατα.

Ίσως θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα. Ίσως, µα υπάρχουν κάποια πράγµατα

που δύσκολα τα ξεστοµίζει κανείς, ειδικά όταν προσπαθεί να τα σβήσει εντελώς απ΄

τη µνήµη του. Αν το ΄κανε, θα έλυνε και τις απορίες του Βασίλη γιατί πεταγόταν τα

βράδια στον ύπνο της, µουσκεµένη στον ιδρώτα και ανακαθόταν στο κρεβάτι της

ώρες ολάκερες µε τα αυτιά της τεντωµένα προσπαθώντας να διακρίνει τι ήταν ο κάθε

ήχος που ακουγόταν µέσα στο σκοτάδι. Ακόµα γιατί ξάπλωνε έχοντας πάντοτε δίπλα

της ένα φαναράκι αναµµένο και γιατί δεν ανεχόταν οποιονδήποτε άντρα να κάτσει

δίπλα της, ούτε ακόµα και στο λεωφορείο που χρησιµοποιούσε για 35 ολόκληρα

χρόνια για να πάει και να ΄ρχεται απ΄ το εργοστάσιο όπου εργαζόταν.

∆εν µπορούσε όµως να κάνει και διαφορετικά. Ο χρόνος της τελείωνε και έκρινε

πως δεν έπρεπε να φύγει, χωρίς το σπλάχνο της να µάθει µερικά πράγµατα.

Ένα βράδυ περίµενε το Βασίλη να γυρίσει απ΄ ένα ξενοδοχείο όπου έπαιζε τότε

µέχρι αργά. Τον έβαλε να καθίσει απέναντι του και άρχισε να του εξιστορεί τα

γεγονότα ξεκινώντας από την πρώτη φορά που συνάντησε τον άντρα της ζωής της

και πατέρα του, όταν εκείνος συνόδευε τον σακατεµένο από την Αλβανία φίλο του το

Γιώργη σε µια βόλτα τους στην παραλία.

«Αφήσαµε το Γιώργη σπίτι του και συνεχίσαµε µε το Λεόν µέχρι το σπίτι µου.

Μου ΄χε κάνει καλή εντύπωση από την αρχή αλλά δεν µπορούσα να κάνω εγώ το

πρώτο βήµα. Περίµενα να το κάνει εκείνος, αλλά δεν το τόλµησε. Ευτυχώς, µετά από

αρκετό καιρό τον ξαναείδα µια µέρα µπροστά µου και κάτι µου έλεγε µέσα µου πως

θα κάναµε πολύ δρόµο µαζί. ∆υστυχώς, ο δρόµος µας ήταν µικρός».

Συνέχισε περιγράφοντας τις πρώτες τους στιγµές, το πώς άρχισε ν΄ ωριµάζει ο

έρωτας τους µέχρι που έφτασε στην ηµέρα που ετοιµαζόταν για τη φυγή τους απ΄ τη

Θεσσαλονίκη. Μέχρι τότε, το πρόσωπο της λαµποκοπούσε κι έδειχνε σαν να ΄χε

ξαναγίνει είκοσι χρονών και ετοιµαζόταν και πάλι να ζήσει τις ίδιες στιγµές µε τον

αγαπηµένο της. Μα σαν άρχισε η περιγραφή της φυγής και η περιπλάνηση τους σε

χωράφια, βουνά και κακοτράχαλους δρόµους, το πρόσωπο της έχανε σιγά, σιγά την

αρχική του λάµψη και η φωνή της έσβηνε.

Όταν έφτασε στα γεγονότα του γεφυριού η φωνή της ίσα που ακουγόταν και ο

Βασίλης την πήρε στην αγκαλιά του για να της δώσει κουράγιο να συνεχίσει.

Η Αλίκη δε θυµόταν και πολλά πράγµατα όταν συνήλθε αρκετή ώρα µετά αφού

είχαν εξαφανιστεί οι δύο νυχτερινοί επιδροµείς που τους είχαν επιτεθεί

εκµεταλλευόµενοι το σκοτάδι και τα µειωµένα αντανακλαστικά τους µιας και τους

είχαν πετύχει στον πρώτο, το γλυκό ύπνο.

Μόλις όµως συνήλθε, της φάνηκε σαν να είχε δει κάποιο κακό όνειρο και

αναζήτησε το χέρι του Λεόν. ∆εν το βρήκε και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί πως

ίσως και όλα αυτά να τα είχε ζήσει στ΄ αλήθεια. Πετάχτηκε όρθια και άρχισε να

φωνάζει τ΄ όνοµα του µες το σκοτάδι χωρίς να πάρει απάντηση καµιά. Ανέβηκε πάνω

στο γεφύρι, κυλίστηκε στις πλαγιές δίπλα απ΄ το ποτάµι και µόνο όταν πήδηξε µέσα

σ΄ αυτό ήταν πια σίγουρη πως ο εφιάλτης ήταν ζωντανός. Το πρώτο φως της ηµέρας

δεν έδιωξε τον εφιάλτη. Απλώς τον επιβεβαίωσε. Είδε το νερό του ποταµού που

περνούσε ανάµεσα από τα πόδια της να βάφεται κόκκινο µπροστά της και άρχισαν

σιγά, σιγά να έρχονται στο µυαλό της οι εικόνες της φρίκης που είχε ζήσει.

Αλλοπαρµένη άρχιζε να γεµίζει τις χούφτες της νερό και να το ρίχνει µε δύναµη προς

Page 130: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

130

τη µήτρα της, θέλοντας να ξεπλύνει όχι µόνο το σπέρµα µα και την αηδία που είχε

αφήσει µέσα της ο άγνωστος εισβολέας.

Πέρασε ώρα πολύ και αφού τα πόδια της είχαν µουδιάσει απ΄ το παγωµένο νερό,

βγήκε µε κόπο στην όχθη, αν και κάποια στιγµή είχε σκεφτεί ν΄ αφεθεί να την πάρει

το ρεύµα. Τουρτουρίζοντας απ΄ το κρύο στάθηκε στην όχθη κοιτώντας απ΄ άκρη σ΄

άκρη µήπως και διακρίνει πουθενά το Λεόν. Τα πόδια της λύγισαν και σύρθηκε κάτω

απ΄ την καµάρα αναζητώντας κάποια προφύλαξη απ΄ την παγωνιά που της περόνιαζε

το κορµί. Εκεί πρόσεξε πως απ΄ το δάχτυλο της έλειπε το δαχτυλίδι των αρραβώνων

που δεν ήταν γραφτό της να το χαρεί παρά µόνο λίγα λεπτά της ώρας και ξέσπασε σε

λυγµούς.

Η σκέψη του Λεόν της ξανάρθε στο µυαλό και άρχισε να τα βάζει µε τον εαυτό

της που έχασε πολύτιµη ώρα µυξοκλαίγοντας για κάτι που τελικά δεν είχε και καµιά

αξία. Αν ζούσε; Αν βρισκόταν κάπου εκεί και περίµενε υποφέροντας ένα χέρι, το δικό

της, να τον βοηθήσει; Η ελπίδα δυνάµωσε το κορµί της και έβαλε φτερά στα πόδια

της. Ξέχασε και το δαχτυλίδι και τον πόνο στην κοιλιά που, όσο περνούσε η ώρα,

δυνάµωνε όλο και περισσότερο. Άρχισε να τρέχει ακολουθώντας απ΄ την όχθη το

ρεύµα του ποταµού. Τα πόδια της γέµισαν πληγές απ΄ τ΄ αγκάθια και τις πέτρες µα δε

σταµατούσε ώσπου τον βρήκε, σε µια στροφή του ποταµού, µπλεγµένο ανάµεσα σε

µερικές καλαµιές. Βούτηξε µε τη λαχτάρα να ξανανιώσει την ανάσα του στο

πρόσωπο της αλλά µόλις άγγιξε το δικό του, η παγωνιά πληµµύρισε την καρδιά της.

Τον τράβηξε απαλά, σαν να φοβόταν µην τον πληγώσουν κι άλλο οι καλαµιές, µέχρι

έξω και εκεί κάθισε και τον έκλαψε για ώρες πολλές. Όταν τα µάτια της στέρεψαν και

στάθηκε να κοιτάξει το πρόσωπο του συντρόφου της ήταν σίγουρη πως είχαν αλλάξει

τα χαρακτηριστικά του. Τα χείλη του δεν είχαν πια εκείνο το γνώριµο σχήµα του

χαµόγελου του µα µια έκφραση πόνου και οργής. Έσκυψε να τα φιλήσει, να τα

γλυκάνει κάπως και της φάνηκε σαν να της ψιθύρισε, γιατί. Είχε κάνει λάθος, η

φαντασία της την είχε παραπλανήσει. Τα µελανιασµένα χείλη του Λεόν δε σάλευαν

µα και ούτε µπορούσαν να ζεστάνουν τα δικά της που είχαν πάρει το ίδιο χρώµα.

Ήταν ανώφελο να µένει άλλο. Πριν σηκωθεί, έκλεισε τα µάτια της και µπροστά της

ξανάρθε η γνώριµη εικόνα του Λεόν, η εικόνα που εκείνη αγάπησε και που πάντα θα

κρατούσε βαθιά χαραγµένη στην ψυχή της. Μ΄ αυτή την εικόνα µάζεψε όσο κουράγιο

και δύναµη της είχε αποµείνει και στάθηκε στα πόδια της.

Βρήκε µια µυτερή πέτρα και έσκαψε τον τάφο του, δίπλα στο ποτάµι. Όταν τον

σκέπασε θυµήθηκε πως δεν ήξερε τίποτα από εβραϊκή κηδεία για να του πει και είπε

µια χριστιανική προσευχή. Τι σηµασία είχε πια; Έτσι κι αλλιώς για κείνη ο ίδιος Θεός

ήταν, σκληρός και άδικος τόσο για τους Εβραίους όσο και για τους χριστιανούς.

Τουλάχιστον ας φρόντιζε καλύτερα τον Λεόν τώρα που τον είχε πάρει κοντά του.

Μάζεψε µερικά καλάµια και σχηµάτισε µ΄ αυτά τ΄ όνοµα του πάνω στον τάφο. ∆εν

ήθελε να βάλει ούτε το άστρο, ούτε το σταυρό. Εξάλλου ο Λεόν όσο ζούσε δεν είχε

τίποτα άλλο. Μόνο το όνοµα του.

Είχε νυχτώσει πια όταν τον άφησε µόνο του στο µνήµα. Κι όµως δεν το ΄θελε. Θα

έδινε τα πάντα για να τον πάρει µαζί της, να τον έχει συνέχεια στο πλευρό της, µα δεν

είχε τίποτα να δώσει. Όλα είχαν χαθεί µαζί του. Όλα θάφτηκαν κάτω απ΄ το µαλακό

χώµα που σκέπαζε τώρα το κορµί του.

Περιπλανήθηκε µέρες πολλές σαν αγρίµι, τρώγοντας αγριόχορτα και ό,τι άλλο

µπορούσε να την κρατήσει. Τρεις φορές τη µέρα βουτούσε στο ποτάµι και καθόταν

µέσα στο νερό µέχρι που δεν αισθανόταν τα πόδια της και το δέρµα της µελάνιαζε.

∆εν κατάφερε τίποτα. Το σπέρµα είχε γαντζωθεί για τα καλά απ΄ τη µήτρα της, είχε

καρπίσει και δεν άφησε το ρεύµα του ποταµού να το παρασύρει.

Page 131: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

131

Η κοιλιά της είχε αρχίσει να δείχνει όταν το πήρε πια απόφαση. «Το παιδί είναι

του Λεόν. ∆ε θέλησε να µ΄ αφήσει µοναχή. Θα µεγαλώσω το παιδί για να ξαναζήσει

µέσα απ΄ αυτό».

Βρήκε το δρόµο για το χωριό της µα οι δικοί τής της έκλεισαν την πόρτα. Ίσως και

να µην ήταν τόσο σκληροί, όσο τους λογάριασε τότε, αλλά ανήµποροι να θρέψουν

δύο στόµατα ακόµα και ν΄ αντιµετωπίσουν την κατακραυγή του κόσµου.

Ένα τµήµα του ΕΛΑΣ την περιµάζεψε σε άθλια κατάσταση έξω απ΄ το χωριό της.

Ανάµεσα τους ήταν και µια παιδική της φίλη, η Πηνελόπη. Της στάθηκε και µε το

παραπάνω και ήταν αυτή που κράτησε πρώτη το νεογέννητο στα χέρια της αλλά και η

νονά του αφού του έδωσε το όνοµα του αγαπηµένου της που είχε χάσει πριν λίγο

καιρό σε µια ενέδρα των Γερµανών. Βασίλης.

Φόρεσε τη στολή της αντάρτισσας, έµαθε να κρατά το τουφέκι αλλά δε

χρειάστηκε ποτέ να πολεµήσει. Όλοι ζητούσαν να µένει πίσω µε το παιδί της και να

φροντίζει µόνο τους λαβωµένους. Περπάτησε πολλά βουνά και όταν οι Εγγλέζοι τους

πήραν το κατόπι ήταν από τους πρώτους που έφυγε για έξω, µε άγνωστο προορισµό

και αβέβαιο µέλλον.

Πέρασε από διάφορες χώρες µέχρι να καταλήξει στη Σοβιετική Ένωση και να

στεριώσει εκεί για πάντα, αφού πίσω κανείς πια δεν την περίµενε, ούτε και αυτήν η

Πηνελόπη που ακολούθησε άλλο δρόµο και έχασε τα ίχνη της εκεί γύρω στο ΄46.

Από τότε, µόνη της φροντίδα έγινε το πώς θ΄ αναστήσει το Βασίλη που δεν

προσπάθησε ποτέ να διακρίνει αν έµοιαζε ή όχι του Λεόν, αλλά εκείνη ήταν

απολύτως σίγουρη πως ήταν δικό του παιδί.

Πολλές φορές, στον ύπνο της, ταξίδεψε πίσω µα δε βρήκε ποτέ τις καλαµιές που

σχηµάτιζαν τ΄ όνοµα του. Όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και λιγόστευαν τα όνειρα

και ελαττώνονταν οι εφιάλτες και αυτό η Αλίκη το θεώρησε καλό σηµάδι.

«Πλησιάζω όλο και περισσότερο κοντά του», έλεγε από µέσα της και ο ύπνος της

έγινε πιο ελαφρύς, πιο ήσυχος. Το µόνο που την απασχολούσε πλέον ήταν να

ετοιµαστεί όσο καλύτερα µπορούσε για την ώρα που ο Λεόν θα έγερνε πάλι στο πλάι

της και θα ένιωθε την ανάσα του ν΄ αγγίζει το πρόσωπο της.

Έτσι ξεκίνησε να τον συναντήσει. Φορώντας στο λαιµό της ένα λευκό µαντηλάκι

που φορούσε και την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Για να τη γνωρίσει. Για να τη

σφίξει στην αγκαλιά του και να της πει:

-Καλωσόρισες αγαπηµένη µου.

Έτσι έφυγε. Ξαπλωµένη ανάσκελα στο κρεβάτι, νύχτα και η ώρα περασµένη.

Ανασηκώθηκε λίγο και έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγµό που έµοιαζε περισσότερο µε

ανακούφιση. ΄Ύστερα, έγειρε στο πλάι, άπλωσε το δεξί της χέρι και είπε: «Ξύπνησες

Λεόν».

Ο Βασίλης της έκλεισε απαλά τα µάτια και όταν έσκυψε να τη φιλήσει ήταν

σίγουρος πως αισθάνθηκε το χάδι του πατέρα του στα µαλλιά του. Μπορεί, για

κάποια στιγµή, η διήγηση της Αλίκης να του δηµιούργησε την αµφιβολία για το ποιος

ήταν πραγµατικά ο πατέρας του, µα το ξεπέρασε, σχεδόν, αµέσως. Πατέρας του ήταν

εκείνος που αγαπούσε. Πατέρας του ήταν ο Λεόν που αν και δεν τον είχε γνωρίσει

ποτέ ήξερε πως του είχε αφήσει ευχή να αγαπά και να προσέχει τη µάνα του. Κι ο

Βασίλης και την αγαπούσε αλλά και την πρόσεξε την Αλίκη, µέχρι τα τελευταία της.

Τα όσα του αποκάλυψε η Αλίκη, µείωσαν τη διάθεση του Βασίλη να επισκεφτεί

την Ελλάδα και η εικόνα της που ΄χε πλάσει µε τη φαντασία του, θάµπωσε. Εκείνη

είχε γλιτώσει από τους εφιάλτες της αλλά αυτοί, σίγουρα χωρίς να το θέλει,

στοίχειωσαν τις µέρες του γιου της. ∆εν της θύµωσε γι΄ αυτό, ούτε την κατέκρινε.

Απλώς θα ήθελε να του είχε µιλήσει νωρίτερα. Να ΄χε περισσότερο χρόνο µπροστά

του για να µάθει να τους αντιµετωπίζει.

Page 132: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

132

Παρ΄ όλα αυτά, δεν άλλαξε το αρχικό του σχέδιο. Περίµενε να περάσουν µερικές

µέρες απ΄ την κηδεία της µάνας του και αµέσως µετά κανόνισε την κάθοδο του στην

Ελλάδα.

Στα κέντρα διασκέδασης που όλοι τα έλεγαν σκυλάδικα δεν έµεινε πολύ. Η

αφορµή µπορεί να ήταν πως δεν ταίριαζαν τα χνώτα του µε τα χνώτα όσων δούλευαν

αλλά και όσων σύχναζαν σ΄ αυτά, αλλά η αιτία ήταν πως είχε δρόµο µπροστά του και

ήθελε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να τον περπατήσει.

Ξεκίνησε απ΄ την Αθήνα, που ήταν ο πρώτος του σταθµός, παίρνοντας την Ελλάδα

προς τα πάνω, κάνοντας στάσεις όπου έβρισκε µεροκάµατο. Αυτός ήταν ο δρόµος

του. Αυτόν ήθελε να πάρει για να φτάσει κάποτε στη Θεσσαλονίκη. Έτσι πίστευε πως

θα ΄κλεινε ο κύκλος. Έτσι, ήλπιζε πως θα ξέφευγε από τους εφιάλτες του. Να γυρίσει

εκεί απ΄ όπου είχαν φύγει οι δικοί του το ΄43, σαράντα δύο χρόνια µετά. Η µνήµη δεν

πρέπει να χαθεί, συλλογιζόταν, κάθε φορά που ένιωθε κουρασµένος. Η µνήµη

επιστρέφει απ΄ εκεί που ξεκίνησε για να βρει τη γαλήνη. Κι αυτό έκανε.

Ακολουθούσε τα υγρά ίχνη της µνήµης.

Ένιωθε κουρασµένος αλλά όσο και αν τον ηρεµούσε η Αλέκα που κοιµόταν

ήσυχα στην αγκαλιά του, του ήταν αδύνατον να κλείσει µάτι. Του άρεσε πολύ αυτήν

η γυναίκα. Ήταν ερωτευµένος µαζί της, µα δεν κατάφερνε να ξεχάσει πως ήταν η

γυναίκα του ανθρώπου που φορούσε το δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι των αρραβώνων των

γονιών του. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν απλώς µια σύµπτωση, µια

διαβολική σύµπτωση. Και γιατί να ΄ναι το ίδιο δαχτυλίδι; Γιατί να µην υπήρχαν κι

άλλα; Μάταιος κόπος. Η Αλίκη δεν του ΄χε αφήσει καµιά αµφιβολία. Υπήρχε µόνο

ένα. Ο Εβραίος χρυσοχόος που το ΄χε φτιάξει στη Θεσσαλονίκη, δούλευε µόνο µε

παραγγελίες και σκάρωνε µοναδικά κοµµάτια µε τα χέρια του. Από εκείνον το είχε

αγοράσει ο παππούς του Αµον.

Page 133: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

133

43

Περασµένα µεσάνυχτα ο Αντώνης άφησε τη Μυρτώ στο κατώφλι του σπιτιού της.

∆εν ήθελε να τον αποχωριστεί πια ούτε για µερικά δευτερόλεπτα. Της υποσχέθηκε

πως δεν θα έκανε πάνω από δέκα λεπτά να ξαναβάλει το αυτοκίνητο στη θέση του

και να γυρίσει κοντά της.

-Πολλά είναι, αλλά ελπίζω ν΄ αντέξω, τον πείραξε πηδώντας έξω απ΄ το

αυτοκίνητο. Ο Αντώνης πάτησε µε δύναµη το γκάζι αναγκάζοντας το αυτοκίνητο να

ξεχυθεί στον άδειο δρόµο, για να ελαχιστοποιήσει το διάστηµα της απουσίας του.

Άνοιξε την τσάντα της αναζητώντας τα κλειδιά του σπιτιού, ενώ σιγοµουρµούριζε

το τελευταίο τραγουδάκι που έπαιζε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου πριν κατέβει,

όταν ένιωσε ένα δυνατό χέρι να γαντζώνεται στον αριστερό καρπό της. Το

περιεχόµενο της τσάντας σκορπίστηκε στο δρόµο και ενώ προσπαθούσε να

ελευθερώσει το εγκλωβισµένο χέρι της, σήκωσε τ΄ άλλο, ενστικτωδώς, µπροστά στο

πρόσωπο της, σαν να ΄θελε να το προφυλάξει απ΄ το χτύπηµα που θα δεχόταν.

Τα δάχτυλα του χεριού του Παπαγιώργη συνέχισαν να πιέζουν την τρυφερή σάρκα

του καρπού της Μυρτώς, που σφάδαζε τώρα απ΄ τον πόνο.

-Τι σκατάς πας να κάνεις αφορισµένη.

Η φωνή του ήχησε σκληρή όπως πάντα. Τα µάτια του άστραφταν µες το σκοτάδι,

πυρακτωµένα απ΄ οργή.

-Θα δώσεις λόγο πουτάνα. Θα δώσεις λόγο γι΄ αυτά που κάνεις…

Το σφίξιµο στον καρπό της χαλάρωσε, δίνοντας της την ευκαιρία να ελευθερώσει

το χέρι της. Σαστισµένη, πιάνοντας µε το δεξί της χέρι το αριστερό, που ΄χε µουδιάσει

απ΄ τον πόνο, αποµακρύνθηκε παραπατώντας. ∆εν της επέτρεψε να ξεµακρύνει πολύ.

Το χέρι του κατέβηκε µε δύναµη στην λυγισµένη της πλάτη και µε µια δυνατή

κλωτσιά την έστειλε να κυλιστεί στο χώµα.

Μισοζαλισµένη και µε τα δάκρυα της να µουσκεύουν το δρόµο, περίµενε

ανήµπορη το επόµενο χτύπηµα.

Ο Παπαγιώργης θεώρησε πως δεν υπήρχε λόγος να ξαναεπιτεθεί. Ανασήκωσε το

ράσο του, για να µην εµποδίζει τις κινήσεις του και αποµακρύνθηκε µε γρήγορα

βήµατα.

Άρχισε να συνέρχεται κάπως και στηριζόµενη και στα δύο της χέρια σηκώθηκε. Η

φιγούρα του Παπαγιώργη µόλις που διακρινόταν στην άκρη του δρόµου. Όπλισε το

δεξί της χέρι µε µια πέτρα αλλά το µόνο που πέτυχε ήταν το σκοτάδι.

Τα φώτα στο σπίτι της Κούλας τράβηξαν την προσοχή της. Κάποιοι

ξαγρυπνούσαν εκεί. Της φάνηκε πως είδε στο φωτισµένο παράθυρο τον Αβραάµ να

της χαµογελάει και σέρνοντας τα βήµατα της πήγε και κόλλησε το πρόσωπο της στο

τζάµι. Η µορφή του Αβραάµ χάθηκε και τον αναζήτησε στο βάθος του φωτισµένου

καθιστικού. ∆εν την εντόπισε πουθενά. Μόνο την Κούλα που ΄χε γυρισµένη την

πλάτη προς το δρόµο και µιλούσε συνεχώς. Απέναντι της, η µαυροφορεµένη κυρά

Μαριγώ, καθόταν µε σταυρωµένα τα χέρια και την άκουγε κουνώντας κάπου, κάπου

το κεφάλι της. Της Μυρτώς της κόπηκε η ανάσα. ∆εν ήταν δυνατόν, αφού της το είχε

υποσχεθεί. Αν ποτέ ξεκινούσε το ταξίδι που ονειρευόταν ο Αβραάµ, θα την

αποχαιρετούσε πρώτα. Της το είχε υποσχεθεί.

Τα δάκρυα της κύλησαν σαν τις σταγόνες της βροχής στο τζάµι και τα πόδια

ανήµπορα πια να κρατήσουν το κορµί της το άφησαν να χυθεί στο πεζοδρόµιο.

Η κυρά Μαριγώ τη σήκωσε σαν τσουβάλι και την έσυρε µέχρι την πόρτα της.

-Τρελάθηκες; Τι καµώµατα είναι τούτα συφοριασµένη;

-Έφυγε, κατάφερε να ψελλίσει.

-Έφυγε που κακό χρόνο να ΄χει, της απάντησε εκείνη φτύνοντας τα λόγια της και

έτρεξε προς το σπίτι της Κούλας.

Page 134: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

134

44

Ο Μηνάς ακουµπούσε στην πλάτη της καµάρας µε τα µάτια κλειστά.

-Κοιµάσαι, ρώτησε ο Αβραάµ.

-Όχι, απάντησε χωρίς ν΄ ανοίξει τα µάτια του. ∆εν µου κολλάει ύπνος.

-Γιατί γύρισες;

-Αυτό σκέφτοµαι, είπε και σώπασε.

Ο Αβραάµ σώπασε κι εκείνος. ∆εν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει αυτόν τον άνθρωπο

που του ΄ταν τελείως ξένος. ∆εν πέρασαν όµως πάνω από δύο λεπτά όταν ο Μηνάς

σηκώθηκε απ΄ τη θέση του και βγήκε έξω από την καµάρα. Ο Αβραάµ τον κοίταξε

απορηµένος και εκείνος του έκανε νόηµα να τον ακολουθήσει.

Ανέβηκαν πάνω στο γεφύρι και έφτασαν µέχρι τη µέση.

-Να από δω λείπει η πέτρα, είπε ο Μηνάς και γονάτισε, δίπλα στο

µισογκρεµισµένο στηθαίο. Πολλές φορές είπα, αν πατούσε λίγο πιο κει, ίσως και να

µην έπεφτε. Μπορεί και να ζούσε ακόµα.

Γύρισε προς τον Αβραάµ.

-Την ήξερες, την είχες γνωρίσει;

Ανασήκωσε τους ώµους του.

-Λίγο. Μια, δύο φορές µονάχα την είχα δει απ΄ το παραθύρι, καθώς περνούσε το

δρόµο µας.

-Ήταν όµορφη. Κάποτε έλεγα πως δεν έφταιγε πραγµατικά εκείνη µα ο

αναθεµατισµένος ο ηθοποιός που τον έκανε να την αγαπήσει. Πώς να πω όµως; Κι

εκείνος, όµορφο παλληκάρι, µε παράστηµα και τρόπους. Τον θυµάµαι, κι ας τον

είδα µονάχα µια φορά, εκείνο το απόγευµα που περπατώντας ο ένας δίπλα στον

άλλο ξεµάκραιναν για τα χωράφια…

Μια φορά, µονάχα µια φορά βρήκα την ευκαιρία και κρυφά απ΄ το γέρο και τον

αδερφό της, πήγα και γω να την συµβουλέψω, έτσι όπως κείτονταν στο κελάρι,

βουτηγµένη στο αίµα και το κάτουρο της. «Γιατί µωρέ Ειρήνη διάλεξες αυτόν;

Τόσα παιδιά σε θέλουν εδώ; Μπορείς να πάρεις τον καλύτερο…». «Μ΄ άρεσαν οι

τρόποι του Μηνά», µ ΄αποκρίθηκε µε εκείνο το όµορφο στόµα της, και ήταν ίσως

η τελευταία φορά που θυµάµαι ν΄ άκουσα τη φωνή της.

Κι όµως, εγώ κατά βάθος ήµουνα µαζί της. Το καλό της ήθελα, µόνο το καλό της.

Το καταλαβαίνεις;

Ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό κλάµα. Ο Αβραάµ δίστασε λίγο αλλά τον πλησίασε και

πέρασε το χέρι γύρω απ΄ τους ώµους του.

-Ησύχασε τώρα. Ησύχασε. Αυτά είναι περασµένα.

Ο Μηνάς ξέφυγε απ΄ την αγκαλιά του και τραβήχτηκε ένα βήµα πιο πέρα. Κοίταξε

τον Αβραάµ χωρίς να ξέρει τι να του πει. Όσο κι αν το ΄χε ανάγκη εκείνη την ώρα ένα

στήριγµα, είχε ξεχάσει πως είναι να σου στέκονται, να σ΄ αγκαλιάζουν. Ένιωσε

άβολα. Προτίµησε να συνεχίσει γυρνώντας όλο και πιο πίσω.

-Ήταν καλοκαίρι όταν έφτασε εδώ µε τους άλλους και ζήτησαν απ΄ τον πατέρα

του Παναγιώτη να παίξουν στο καφενείο του. Καµιά δεκαριά νοµαταίοι και ανάµεσα

τους κι εκείνος…

Το καφενείο του Αργυρίου είχαν σαν στέκι τους όλοι οι περιπλανώµενοι θίασοι, τα

µπουλούκια, που περνούσαν απ΄ τη Φτέρα. Σ΄ αυτό ήρθε και εκείνο το µπουλούκι

που το ίδιο βράδυ θ΄ ανέβαζε «µια µεγαλειώδη παράσταση, γεµάτη ηρωικές πράξεις

και µεγάλους έρωτες».

Η Ειρήνη µόλις το ΄µαθε δεν είχε ησυχία. Τη µάγευε το θέατρο και κάθε φορά που

ερχόταν µπουλούκι στα µέρη τους, στην Αξιούπολη, από νωρίς ξεσήκωνε τη µάνα

της για να πάνε να τα δουν. Και δεν έφτανε που την κουβαλούσε κακήν κακώς, µε τα

Page 135: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

135

επιφωνήµατα της και τα σκουντήµατα µε τον αγκώνα της δεν την άφηνε και να

κλείσει µάτι.

Όταν άρχισαν να ΄ρχονται µπουλούκια και στη Φτέρα και µάλιστα στο καφενείο

του πατέρα της, αισθανόταν ο πιο ευτυχισµένος άνθρωπος στον κόσµο.

Από την ώρα που έφταναν µέχρι την ώρα που έφευγαν όλο ανάµεσα στα πόδια

τους τριγύρναγε, πρόθυµη να τους εξυπηρετήσει και να κάνει κάθε τους θέληµα.

Εκείνος ο θίασος όµως έφερε µαζί του κάτι ξεχωριστό για την εικοσάχρονη

Ειρήνη. Το Θανάση. Έναν όµορφο νέο ηθοποιό που µόλις η Ειρήνη είδε τα µεγάλα

γαλάζια του µάτια της κόπηκαν τα γόνατα. ∆εν ξεκόλλησε από κοντά του και µόλις

εκείνος την πρόσεξε έχασε τη µιλιά της.

Την πλησίασε, ρώτησε τ΄ όνοµα της και όταν της πρότεινε, µέχρι ν΄ αρχίσει η

παράσταση να κάνουν µαζί µια βόλτα για να του δείξει τα µέρη, της φάνηκε

απίστευτο.

-Τι έπαθες, για δε µιλάς; Μήπως φοβάσαι µη µας δουν και σε σχολιάσουν;

Σκοτίστηκε για τους άλλους. Οδηγηµένη απ΄ τον ενθουσιασµό και την

απερισκεψία της νιότης, τον άρπαξε απ΄ το χέρι και ξεκίνησαν. Ο Θανάσης ήταν πιο

προσγειωµένος. Τράβηξε απαλά το χέρι του και την ακολούθησε. Περπατούσαν ο

ένας δίπλα στον άλλο. Η Ειρήνη δεν είχε και πολλά να πει. Όλο χαµογελούσε. Ο

Θανάσης δεν σταµάτησε στιγµή. Της διηγήθηκε πού γεννήθηκε, πώς µεγάλωσε και

γιατί αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Κι όλο στον πληθυντικό της µιλούσε και όλο για

το πόσο ωραία ήταν της έλεγε.

Καθισµένοι κάτω απ΄ ένα δένδρο η Ειρήνη έκλεισε τα µάτια για ν΄ απολαύσει τις

ωραίες, τις πρωτόγνωρες για κείνη στιγµές που ζούσε. Λαχταρούσε τη στιγµή που θα

σκύψει να τη φιλήσει και αυτή θα παραδοθεί στην αγκαλιά του αφήνοντας τον να την

οδηγήσει στο πιο όµορφο όνειρο. Φανταζόταν τον εαυτό της ως τη µεγάλη

πρωταγωνίστρια ενός έργου γεµάτου έρωτα και πάθους. Και σαν πρωτοεµφανιζόµενη

είχε τρακ. Το κορµί της µούδιασε και το στόµα της στέγνωσε. Μα είχε εµπιστοσύνη

σ΄ εκείνον. Πίστευε πως την κρίσιµη στιγµή θα της συµπαραστεκόταν για να παίξει

όπως έπρεπε την κορυφαία σκηνή. Τη σκηνή που θ΄ άγγιζε απαλά τα χείλη της µε τα

δικά του.

Ο Θανάσης, δίπλα της, µιλούσε συνεχώς µε τη µπάσα µελωδική του φωνή. Τη

µάγευε η φωνή του κι ας µην πρόσεχε τι ακριβώς της ιστορούσε. ∆εν την ενδιέφερε.

Ήθελε απλώς να τον ακούει να µιλάει. Όσο εκείνος µιλούσε η Ειρήνη αισθανόταν να

ξεµακραίνει απ΄ τον κόσµο αυτό αφήνοντας πίσω της τη Φτέρα και τους ανθρώπους

της.

Η ώρα πέρασε αλλά η Ειρήνη ανήµπορη να κουνηθεί απ΄ τη θέση της άνοιξε µόνο

τα µάτια της. Ο Θανάσης έσκυψε πάνω της και βλέποντας τα γαλάζια µάτια του να

την πλησιάζουν πίστεψε πως χαµήλωνε ο ουρανός για να την πάρει στην αγκαλιά

του. Της άπλωσε το χέρι και µόλις εκείνη έβαλε µέσα του το δικό της, της το φίλησε

απαλά και την τράβηξε. Είχαν ξεµακρύνει αρκετά αλλά της φάνηκε πολύ µικρή η

διαδροµή. Θα µπορούσε να περπατάει δίπλα του χωρίς να νοιάζεται για την

απόσταση ή τον προορισµό.

Κάθισε στην πρώτη σειρά στην παράσταση και µόνο τα λόγια του Θανάση

θυµόταν από το έργο. Ξαγρύπνησε στο µπαλκόνι του σπιτιού ακούγοντας ξανά και

ξανά τα λόγια του στην παράσταση, σίγουρη πως σ΄ εκείνη απευθυνόταν, για να βρει

µέσα σ΄ αυτά όλα όσα εκείνος πραγµατικά ήθελε να της πει.

Την άλλη µέρα πριν την αποχαιρετήσει ο Θανάσης της έδωσε γραµµένη σ΄ ένα

χαρτάκι τη διεύθυνση του στην Αθήνα, καλώντας την να τον επισκεφτεί όποτε εκείνη

ήθελε. «Θα σε περιµένω Ειρήνη, αν ο δρόµος ποτέ σε βγάλει…». Άκου τι λέει; Μα

Page 136: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

136

είχε και άλλο δρόµο ν΄ ακολουθήσει. Μόνο το δρόµο που θα την έβγαζε κοντά του

είχε χαραγµένο στο µυαλό της.

Ο Θανάσης έφυγε µαζί µε το µπουλούκι για να συνεχίσουν την περιοδεία τους και

µαζί του έφυγε και το µυαλό της Ειρήνης. Στη Φτέρα, της ήταν αδύνατον να σταθεί

άλλο. Ο µικρός οικισµός της που ποτέ δεν χωρούσε τα όνειρα της, τώρα της φαινόταν

ασήµαντος αλλά και µια θηλιά στο λαιµό της που την έσφιγγε πνίγοντας την.

Στην αρχή προσπάθησε να µην το δείξει, κάνοντας µόνη της µεγάλους περιπάτους

και καταλήγοντας πάντα στο σηµείο όπου για πρώτη και µοναδική φορά βρέθηκε µε

το Θανάση. ∆εν άντεξε όµως για πολύ. Την ηµέρα που της έφεραν έναν γαµπρό για

τον οποίο συµφωνούσε τόσο ο πατέρας της όσο και ο αδερφός της, µίλησε στον

πατέρα της γι΄ αυτό που την έκαιγε.

-Πάτερα δεν µπορώ να τον πάρω. Η καρδιά µου και το µυαλό µου είναι αλλού.

Ο γέρος την άκουσε προσεκτικά και της ζήτησε να περιποιηθεί τον ξένο άνθρωπο

που περίµενε στο σαλόνι τους. Η Ειρήνη αναθάρρησε. Το θεώρησε καλό σηµάδι και

πρόσφερε γλυκό και κρασί στον υποψήφιο γαµπρό, χαµογελώντας αδιάκοπα.

Το ίδιο βράδυ, πριν την πάρει καλά, καλά ο ύπνος, ο αδερφός της ο Παναγιώτης

την άρπαξε βίαια απ΄ το κρεβάτι και την έριξε µε δύναµη στο πάτωµα. Ο πατέρας της

στάθηκε από πάνω της, µε τα πόδια του ανοιχτά. Το πρόσωπο του ήταν γεµάτο σκιές

και κάτω απ΄ το παχύ του µουστάκι άφριζε το µικρό του στόµα.

-Τι µασκαραλίκια είναι αυτά; Ο γαµπρός σε θέλει και εµείς αύριο θα δώσουµε το

λόγο µας.

Αρπάχτηκε απ΄ τα πόδια του και άρχισε να τον εκλιπαρεί να την ακούσει. Ήθελε

να του εξηγήσει πως ο Θανάσης ήταν γι΄ αυτήν πια όλος ο κόσµος αλλά ο γέρος

κρατούσε ήδη στο δεξί του χέρι τη ζώνη του.

Οι εξηγήσεις και τα παρακάλια της Ειρήνης πνίγηκαν µέσα στο κλάµα και τα

ουρλιαχτά της καθώς τα χτυπήµατα της ζώνης συνοδεύονταν και από τις κλωτσιές

του πατέρα της. Κατάφερε να του ξεφύγει και έφτασε µε τα τέσσερα ίσα µε την

πόρτα. Εκεί τη σταµάτησε το πόδι του Παναγιώτη που έπεσε µε δύναµη στο πρόσωπο

της σπάζοντας τη µύτη της και γεµίζοντας το πρησµένο πρόσωπο της µε αίµατα.

Την άφησαν αιµόφυρτη στο πάτωµα και καθώς όλα γυρνούσαν γύρω της και τ΄

αυτιά της βούιζαν, δεν άκουσε το κλειδί που γύρισε δύο φορές στην πόρτα. Το

κατάλαβε το άλλο πρωί όταν θέλησε να βγει να πάρει λίγο νερό για να βάλει στο

πρόσωπο της που ζεµατούσε και την έτσουζε σε κάθε άγγιγµα. Προσπάθησε να

κοιµηθεί µέχρι το µεσηµέρι, γερµένη στο πλάι αλλά κάθε φορά που αποκοιµισµένη

γυρνούσε ανάσκελα πεταγόταν πάνω απ΄ τους πόνους.

Η µάνα της µπήκε το µεσηµέρι για να της δώσει λίγο νερό και να την ορµηνέψει.

Η Ειρήνη ήπιε αχόρταγα απ΄ το ποτήρι που της πρόσφερε ακούγοντας την αµίλητη να

της λέει ήρεµα, στην αρχή, και απειλώντας την στη συνέχεια πως πρέπει να

λογικευτεί και ότι δεν ήταν δυνατόν να την αφήσουν να κάνει του κεφαλιού της και

να τους ρεζιλέψει. Τα ΄βαλε και µε τον εαυτό της που της έκανε πάντα τα χατίρια κι

άφηνε να την κουβαλάει στις παραστάσεις και σ΄ άλλες τέτοιες αηδίες.

-Αυτά σου πήραν τα µυαλά µωρή; Είδες κανέναν από δαύτους να κάνει προκοπή;

Σπίτι;

Που τα ΄ξερε αυτά η µάνα της. Λόγια κάποιου άλλου µετέφερε µπας και τη

συνετίσει. Η Ειρήνη µιλώντας αργά, για να µην την πονάν περισσότερο οι λέξεις που

έβγαιναν απ΄ τα πρησµένα της χείλη, προσπάθησε να την πάρει µε το µέρος της.

-Μάνα µ΄ αγαπάει. ∆εν είναι όλοι ίδιοι…

Λόγια χαµένα, σαν να µην ειπώθηκαν ποτέ. Άλλα έλεγε η Ειρήνη, άλλα περίµενε

ν΄ ακούσει η µάνα της. Απελπίστηκε. Την παράτησε εκεί «µόνη σου, να ψοφήσεις»,

κι ας την έκλαιγε η καρδιά της.

Page 137: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

137

Ο Παναγιώτης περίµενε τη µάνα του έξω απ΄ την πόρτα της Ειρήνης και όταν

εκείνη βγαίνοντας κούνησε αρνητικά το κεφάλι της ήξερε πως έπρεπε να περιµένει

µέχρι να νυχτώσει.

Φώναξε το Μηνά, χωρίς να του πει το λόγο, και όταν εκείνος κατάλαβε πως το

κουβάρι που θα κουβαλούσαν στο υπόγειο κελάρι ήταν η Ειρήνη παρακαλούσε ν΄

ανοίξει η γη να τον καταπιεί. ∆εν έβγαλε όµως άχνα. Φοβήθηκε, όχι τόσο τον

Παναγιώτη, όσο µην αποκαλυφθεί η αγάπη του για την Ειρήνη και αντί για καλό

χειροτερέψει τα πράγµατα.

Την έριξαν στο χώµα, δίπλα στα µεγάλα βαρέλια µε το κρασί και ο Παναγιώτης

έφερε µια τριχιά και της έδεσε γερά και τα δύο χέρια. Η πόρτα του υπογείου δεν

κλείδωνε και ήθελε να ΄ναι σίγουρος πως δεν θα υπήρχε τρόπος να τους ξεφύγει.

Πριν φύγουν, ο Μηνάς πρόλαβε και άνοιξε λίγο την κάνουλα ενός βαρελιού, ίσα που

να δακρύζει, ελπίζοντας πως έτσι η άµοιρη Ειρήνη θα µπορούσε, τουλάχιστον, να

δροσίζεται.

Το ίδιο βράδυ ο πατέρας της έβγαλε πάλι τη ζώνη του και ζήτησε µε όλο του το

µένος την υποταγή της. Η Ειρήνη δε λύγισε. Θολωµένη απ΄ το ξύλο αναρωτήθηκε

αργότερα µέσα στη νύχτα αν αυτό που έσταζε στο στόµα της σταγόνα, σταγόνα, ήταν

το κρασί ή το ίδιο της το αίµα.

Το µαρτύριο της διαρκούσε κοντά µια βδοµάδα αλλά η Ειρήνη δε λύγιζε

εξοργίζοντας όλο και περισσότερο πατέρα κι αδερφό.

Την έκτη µέρα, λίγο πριν να σουρουπώσει, ο Παναγιώτης κάλεσε το Μηνά στο

υπόγειο. Εκείνος έτρεξε ελπίζοντας πως θα κουβαλούσαν την Ειρήνη πίσω στο

δωµάτιο της. Όταν του ζήτησαν πατέρας και γιος να κρατάει το ένα χέρι αυτός και ο

Παναγιώτης το άλλο, για να πέφτει πάνω στην αδύναµη πλάτη της Ειρήνης καλύτερα

η ζώνη του γέρου, του Μηνά του ήρθε να ξεράσει αλλά κρατήθηκε. Έκλεισε µόνο τα

µάτια και αν µπορούσε θα ΄κλεινε και τ΄ αυτιά για να µην ακούει τις κραυγές του

θύµατος, ανακατωµένες µε το σφύριγµα που έκανε η ζώνη σχίζοντας τον αέρα και το

δέρµα της.

Κάποια στιγµή ο Μηνάς αισθάνθηκε τις δυνάµεις του να τον εγκαταλείπουν και

χαλάρωσε το σφίξιµο του χεριού της Ειρήνης. Εκείνη λες κι είχε φυλάξει όλες της τις

δυνάµεις γι΄ αυτή την ώρα, απελευθέρωσε το ένα της χέρι και σφίγγοντας τη γροθιά

της, χτύπησε µε δύναµη τον Παναγιώτη στο πρόσωπο. Εκείνος έπεσε πάνω στο γέρο

που έχασε την ισορροπία του παρασέρνοντας τον µαζί του στο χώµα. Η Ειρήνη

πήδηξε από πάνω τους σαν ελάφι και ξεχύθηκε µέσα στη νύχτα που είχε αρχίσει ν΄

απλώνεται για τα καλά.

Ο Παναγιώτης ξέµπλεξε απ΄ τον πατέρα του που έβριζε και καταριόταν ακόµα

πεσµένος στο χώµα και γύρισε κάτι να πει προς τον Μηνά. ∆εν είχε χρόνο όµως και

του ΄κανε νόηµα µόνο να τον ακολουθήσει.

Εντόπισαν την Ειρήνη που είχε ξεµακρύνει αρκετά και άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω

της. Μπροστά ο Παναγιώτης και πίσω του ο Μηνάς που ευχόταν να σκοντάψει σε

καµιά πέτρα ο φίλος του χάνοντας πολύτιµο έδαφος.

Η Ειρήνη έτρεχε αψηφώντας τις πέτρες που της πλήγωναν τα γυµνά της πόδια, µε

τα ξέπλεκα µαλλιά της ν΄ ανεµίζουν και τα χέρια της ν΄ ανεβοκατεβαίνουν σαν

έµβολα προσπαθώντας να δώσει κι άλλη δύναµη στα πόδια της. Σαν είδε το γεφύρι

µπροστά της πίστεψε πως αν ανέβαινε σ΄ αυτό σε λίγο θα κατάφερνε να πετάξει και

να φύγει µακριά.

Άρχισε να τ΄ ανεβαίνει µε κοµµένη την ανάσα, αλλά έκανε κουράγιο. Λίγο ακόµα,

µερικά µέτρα και όλα θα ήταν πιο εύκολα. Μόλις έφτασε στη µέση, στο ψηλότερο

σηµείο του, χωρίς να σταµατήσει καθόλου βρέθηκε µ΄ ένα πήδηµα στο δεξιό του

Page 138: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

138

τοιχάκι και από εκεί απογειώθηκε. Άνοιξε διάπλατα τα πληγιασµένα της χέρια, τίναξε

τα µαλλιά της πίσω και τέντωσε το λεπτό της κορµί.

Το ταξίδι της στον αέρα δεν κράτησε πολύ. Έπεσε στο νερό µε τα χέρια απλωµένα

και τα µαλλιά της ν΄ ανεµίζουν ξέπλεκα πίσω της και του Μηνά του φάνηκε σαν να

ξανάβλεπε το µεγάλο χαρταετό που του ΄χε φτιάξει ο πατέρας του όταν ήταν παιδί.

Για να τον σηκώσουν τον κουβάλησαν µέχρι την κορυφή ενός λόφου και µόλις

φύσηξε ευνοϊκός άνεµος τον αµόλησαν. Ο αετός πέταξε για λίγο δεµένος απ΄ το

σπαγγάκι τους και µόλις ο Μηνάς έκανε να τον τραβήξει κοντά του, κόπηκε και ο

αετός ακολουθώντας µια ξέφρενη δική του πορεία, χάθηκε στον ουρανό.

Οι πληγές της Ειρήνης έτσουξαν µόλις ακούµπησε πάνω της το νερό. Αυτός ο

πόνος δεν κράτησε για πολύ. Οι πληγές της συνήθισαν το νερό και το δέχτηκαν µ΄

ευχαρίστηση. Όπως το δέχτηκαν και τα πνευµόνια που ΄χαν ανάψει απ΄ το τρέξιµο.

Ο Παναγιώτης σκυµµένος στο τοιχάκι προσπαθούσε να διακρίνει την πορεία που

είχε ξεκινήσει η αδερφή του. Μόλις είδε το σώµα της να σκαλώνει σε κάποιες πέτρες

που εξείχαν απ΄ την κοίτη του ποταµού κατέβηκε τρέχοντας και το τράβηξε στην

όχθη. Ύστερα σηκώθηκε και πριν φύγει, φώναξε στο Μηνά: «Πρόσεχε την. Θα

γυρίσω».

Γιατί να την προσέχει; Τυφλός ήταν ο Παναγιώτης, δεν είδε πως εκείνη είχε φύγει;

Ο Μηνάς την πλησίασε και πριν σκύψει κοντά της, έκοψε µερικά αγριολούλουδα και

τ΄ άφησε δίπλα στα µαλλιά της. Έσκυψε πάνω της, της χάιδεψε το µέτωπο που

ακόµα έκαιγε και πριν τη φιλήσει στο µάγουλο, της ψιθύρισε: «∆εν θα πω σε κανέναν

πως έφυγες. Αυτό θα ΄ναι το µυστικό µας».

Ο Παναγιώτης επέστρεψε µ΄ ένα φουστάνι της Ειρήνης και της το φόρεσε γρήγορα

πετώντας απ΄ το άψυχο κορµί της τα κουρέλια του νυχτικού που είχαν κολλήσει στην

πληγωµένη της σάρκα. Ύστερα, την έσπρωξε ξανά στο νερό και άρπαξε το Μηνά,

που είχε αρχίσει να κλαψουρίζει, απ΄ το γιακά και φύγαν.

Την κήδεψαν µ΄ ένα άσπρο φέρετρο και η µάνα της δεν σταµάτησε να κλαίει όλη

την ώρα, για το κακό που βρήκε τη µονάκριβη της κόρη, στο νυχτερινό της περίπατο.

Ο πατέρας της και ο αδερφός της δεν έβγαλαν ούτε ένα δάκρυ. Ήταν βουβός ο πόνος

τους.

-Θα µπορούσα τότε να µιλήσω. Να πω όλη την αλήθεια. Ακούστε ρε όλοι. ∆εν

ήταν ατύχηµα. ∆εν έπεσε µόνη της. Μα τι θα ΄βγαινε; Εκείνη δεν θα ξαναγύριζε. Ε, τι

λες; Θα ξαναγύριζε;

Ο Αβραάµ είχε ξεµακρύνει και ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Άρχισε να

κατεβαίνει σιγά, σιγά το γεφύρι. Ο Μηνάς ανασηκώθηκε και του φώναξε:

-Πού πας;

Ο Αβραάµ κοντοστάθηκε και γυρίζοντας αργά προς το µέρος του, του αντιγύρισε:

-Κακοµοίρη, ποιο ποτάµι θα βρεθεί να σε ξεπλύνει;

Page 139: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

139

45

Μέχρι να διασχίσει τα λίγα µέτρα της αυλής της η Μυρτώ, της φάνηκε πως

πέρασαν ώρες. Σερνόταν, έτοιµη να καταρρεύσει. Το κλειδί που κρατούσε στο χέρι

της, βουτηγµένο στο χώµα, δεν χωρούσε να περάσει στην κλειδαρότρυπα. Έπεσε

πάνω στην πόρτα κτυπώντας την µ΄ όλη της τη δύναµη. Η παλιά κλειδαριά δεν είχε

µεγάλες αντιστάσεις και η ξύλινη πόρτα άνοιξε διάπλατα. Έβαλε πρώτα το δεξί της

πόδι και µόλις ένιωσε το χώµα από κάτω θέλησε να τραβηχτεί πίσω. Άπλωσε τα

χέρια της και κρατήθηκε µ΄ όλη της τη δύναµη απ΄ το κάσωµα της ανοιχτής πόρτας.

∆ίσταζε να βάλει και το αριστερό της πόδι µέσα µα ήξερε πως δεν ήθελε πια να το

βάλει στα πόδια. Αρκετά είχε τρέξει. Είχε κουραστεί. Μάζεψε όλη της τη δύναµη και

πέρασε µέσα. Τώρα και τα δύο της πόδια πατούσαν στο χώµα. Ήξερε πως από

στιγµή, σε στιγµή θα ερχόταν. Όλοι. Ο γέρος Αργυρίου, ο Παναγιώτης, ο Μηνάς. Κι

εκείνη. Η Ειρήνη. Με τα µαλλιά της, µουσκεµένα στον ιδρώτα και τη σκόνη, χυµένα

µπροστά να κρύβουν το πρόσωπο της, αλλά να µην µπορούν να κρύψουν τα µάτια

της που αστραποβολούσαν. Αυτά τα µάτια ακινητοποίησαν τη µικρή Μυρτώ, που

είχε βρει καταφύγιο στα παιχνίδια της στο υπόγειο των Αργυρίου και είχε χωθεί

ανάµεσα στα βαρέλια µε το κρασί, µόλις άκουσε τις φωνές. Αυτά τα µάτια την

έκαναν να σωπάσει, λες και την είχαν προστάξει, ¨µη µιλάς, µη βγάζεις άχνα, µη σε

δουν και σένα…¨. Σώπασε. Μαζεύτηκε ένα τόσο δα µικρό κουβάρι και σώπασε.

Μέχρι που τους είδε να φεύγουν. Μπροστά η Ειρήνη κι ύστερα, ξοπίσω της, ο

Παναγιώτης και ο Μηνάς. Κι ο γέρος µε τη ζώνη στο χέρι, ξεστοµίζοντας βαριές

βρισιές που δεν τις είχε µατακούσει. Αλλά αν γυρνούσαν; Όχι, αυτή τη φορά δεν θα

περίµενε µέχρι να ξηµερώσει, κάνοντας τη µάνα της να τρελαθεί απ΄ την αγωνία της

και να γυρνάει όλη νύχτα στα χωράφια να την κράζει απελπισµένη. Όχι. Όχι, αυτήν

δεν θ΄ άφηνε να τη µαστιγώσουν. Θα έµπηγε τα νύχια της στο πρόσωπο τους, θα τους

κλωτσούσε. Θα φώναζε. Ετοιµάστηκε και περίµενε.

Ξαναγύρισαν. Μπήκαν και άρχισαν να την καλούν µε το όνοµα της. Ποιος την είχε

προδώσει; Πάντως όχι η Ειρήνη. Γι΄ αυτό ήταν σίγουρη. Το ΄χε δει στα µάτια της.

Ήταν τόσο φοβισµένο το βλέµµα της που το µόνο που αποζητούσε απ΄ τη Μυρτώ

ήταν να τη συµπαρασταθεί, να την προστρέξει. Μα πώς, µε τι δυνάµεις; Κάποια

στιγµή είχε απλώσει το χεράκι της, έτσι για να της χαϊδέψει λίγο το πρόσωπο. Να

πάρει ένα µέρος απ΄ τον πόνο που παραµόρφωνε το όµορφο νεανικό της πρόσωπο.

Μα εκείνη τη µάλωσε για την αποκοτιά της. Με µια κίνηση του κεφαλιού της, της

ζήτησε να µη φανερωθεί. Να µείνει καλά κρυµµένη. Αποκλείεται η Ειρήνη να την

πρόδωσε. Κάποιος άλλος. Κάποιος άλλος την είχε δει…

Μαζεύτηκε κι άλλο ανάµεσα στα βαρέλια. Κόλλησε στον πέτρινο τοίχο. Για πόσο

όµως ακόµα θα κρυβόταν; Αργά ή γρήγορα θα την ανακάλυπταν. Το πήρε απόφαση

πως δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει και µαζεύτηκε σαν το κυνηγηµένο ζώο που

επιλέγει την επίθεση όταν βλέπει να το στριµώχνει για τα καλά ο κυνηγός του.

Χίµηξε. Χωρίς να βλέπει µπροστά της, χωρίς να λογαριάζει ποιόν θα πληγώσουν τα

νύχια της. Χίµηξε.

Ο Αντώνης τα ΄χασε µόλις την είδε να του ορµάει. Ίσα κατά πάνω του. ∆εν

πρόλαβε να συλλαβίσει µήτε το όνοµα της και βρέθηκε στο πάτωµα να προσπαθεί να

αναχαιτίσει τα νύχια της που απειλούσαν να ξεσκίσουν το πρόσωπο του. Κατάφερε ν΄

αρπάξει τα χέρια της και φώναξε µε όλη του τη δύναµη.

-Μυρτώ. Τι πας να κάνεις;

Πού ήταν; Σε ποιόν ανήκε αυτή η φωνή; ∆εν ένιωθε πια τα χέρια της και το φως

ενοχλούσε τα µάτια της, λες και µόλις είχε βγει στον ήλιο. Γύρισε αργά το κεφάλι της

και προσπάθησε ν΄ απελευθερωθεί. Ο Αντώνης τη συγκράτησε και πήγε να την

αγκαλιάσει.

Page 140: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

140

-Τι έπαθες;

Στο παραλήρηµα της, µόνο ονόµατα έλεγε.

-Ο Αβραάµ, ο Παναγιώτης, η Ειρήνη…

Ύστερα σαν να ξανά απέκτησε µε µιας την επαφή µε το περιβάλλον, τραβήχτηκε

από κοντά του και έπεσε στο πάτωµα, ξεσπώντας σε λυγµούς.

-Συγχώρα µε Αντώνη. Συγχώρα µε. Αλλά φύγε σε παρακαλώ. Φύγε.

∆εν ήξερε τι να κάνει. Άπλωσε πάλι το χέρι του προς εκείνη αλλά δίσταζε να την

ακουµπήσει. ∆εν ήξερε πώς να την πλησιάσει και τι να της πει.

-Μυρτώ, τι σου συµβαίνει, µπορείς να µου πεις;

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και γύρισε απ΄ την άλλη µεριά.

-Φύγε σε παρακαλώ. Φύγε.

Πετάχτηκε όρθιος. Την άρπαξε απ΄ τις µασχάλες και τη σήκωσε όρθια.

-Όχι δεν θα φύγω. Ούτε εγώ θα πληρώσω τις αµαρτίες των άλλων, ούτε εσύ θα

συνεχίσεις να ζεις µε τους εφιάλτες σου.

Page 141: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

141

46

Αξηµέρωτα, η Αλέκα άνοιξε τα µάτια της και βρήκε το Βασίλη να ξαγρυπνά δίπλα

της. Τον φίλησε απαλά στα χείλη.

-∆εν κοιµάσαι;

-∆εν είχα ύπνο.

Της φάνηκε διαφορετικός, αλλαγµένος.

-Τι έχεις;

∆εν της απάντησε αµέσως, σαν να ζύγιαζε πρώτα καλά τις λέξεις µέσα του.

-Αλέκα, αυτό που έγινε απόψε, ήταν για µένα µια από τις καλύτερες στιγµές της

ζωής µου.

Σηκώθηκε και άρχισε να φοράει το φουστάνι της. ∆ε ντρεπόταν να στέκει γυµνή

εκεί µπροστά του. Ντρεπόταν που ενώ και γι΄ αυτή ήταν η καλύτερη στιγµή της ζωής

της, δεν ήξερε πώς να του µιλήσει.

-Θα φύγεις;

Τα λόγια της έκρυβαν µεγαλύτερη αγωνία ή το βλέµµα της; Την πήρε στην

αγκαλιά του.

-Έχω κάτι να τελειώσω. Θα το τελειώσω όµως.

Έσκυψε το κεφάλι της για να µην ανταµώσει το βλέµµα του και ακούµπησε απαλά

το χέρι της στο γυµνό του στήθος.

-Βασίλη, ό,τι κι αν έχεις, καν΄ το. Το µόνο που θέλω να ξέρεις είναι πως

πραγµατικά σε νοιάζοµαι.

Την τράβηξε απαλά και κάθισαν µαζί σ΄ ένα κασόνι.

-Το ξέρω. Το ΄νιωσα χθες το βράδυ. Το νιώθω και τώρα. Εσύ τι θα κάνεις;

Ανασήκωσε τους ώµους της.

-Τίποτα πια δεν είναι ίδιο… ∆εν πίστευα πως θα µπορούσα να κάνω αυτό το βήµα.

Να ξεφύγω…

Η φράση της κόπηκε στη µέση. Κοίταξε ολόγυρα της και βλέποντας την αποθήκη

που κάθε γωνιά της την ήξερε απ΄ έξω και ανακατωτά, χαµογέλασε πικρά.

-Να ξεφύγω… Μεγάλη κουβέντα δεν είπα;

-Σηµασία έχει τι νιώθεις…

-Βασίλη, νιώθω… Νιώθω, όµορφα.

Έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Κατέβηκε απ΄ το κασόνι και

κουµπώνοντας τα κουµπιά του πουκαµίσου του, τράβηξε κατά την πόρτα. Την άνοιξε

και πριν βγει άκουσε να της λέει.

-Θα λείψω µόνο για λίγο, σήµερα µόνο. Και αύριο το πρωί θα ΄µαι πάλι κοντά

σου.

Στάθηκε αναποφάσιστος στη µέση της αποθήκης. Στο βάθος της διέκρινε ένα

παλιό, σκονισµένο πιάνο που το µεγαλύτερο µέρος του κάλυπταν διάφορα

χαρτοκιβώτια.

-Τι είναι αυτό;

-Λάφυρο του Παναγιώτη. Κάποιος θα το κλαίει… ∆εν ξέρω. Ποτέ δεν ρωτάω.

Αφήρεσε τα χαρτοκιβώτια προσεκτικά, αποκαλύπτοντας το και άρχισε να

σκουπίζει απλά τη σκόνη από πάνω του µε την παλάµη του.

-Όµορφο είναι…

Συµφώνησε κουνώντας το κεφάλι της µα το βλέµµα της είχε εστιάσει στο κορµί

του. Όλα της άρεσαν πάνω του.

Ανασήκωσε το καπάκι του πιάνου και άρχισε να χαϊδεύει τα πλήκτρα.

-Θέλει κούρδισµα…

Page 142: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

142

Στην Αλέκα αυτές οι πρώτες νότες που πληµµύρισαν την αποθήκη ακούστηκαν

σαν την ωραιότερη µελωδία. Κόλλησε πίσω του και άπλωσε το χέρι της πάνω στο

δικό του.

-Το ΄ξερα πως απ΄ αυτά τα όµορφα δάχτυλα, κάτι ωραίο θα γεννούσαν.

Χαµογέλασε.

-Μπορώ και καλύτερα.

∆εν του επέτρεψε να συνεχίσει. Έκλεισε το καπάκι των πλήκτρων.

-Κάπου αλλού. Και να ΄µαι µόνο εγώ που θα σ΄ απολαµβάνω. Μου το υπόσχεσαι;

Της έδωσε την υπόσχεση µ΄ ένα απαλό φιλί στα χείλη.

Βγαίνοντας απ΄ το καφενείο ο ήλιος µόλις είχε αρχίσει ν΄ ανεβαίνει. Έβαλε το χέρι

αντήλιο και σήκωσε το κεφάλι της. Ήταν πια ένας άλλος άνθρωπος η Αλέκα. Ένας

χαρούµενος άνθρωπος. Ακόµα και αυτή η µικρή διαδροµή µέχρι το σπίτι της φάνηκε

διαφορετική. Ένιωθε το άρωµα της σάρκας του Βασίλη να κυλάει ακόµα πάνω σ΄ όλο

της το κορµί. Τα χείλη της είχαν τη γεύση των δικών του και άρχισε να τα γλείφει µε

µανία για να την απολαύσει όσο περισσότερο γινόταν. Η µέρα είχε αποκτήσει χρώµα.

∆εν έµοιαζε σε τίποτα µ΄ όσες, είχε ζήσει µέχρι τότε. Ήταν µια που χαιρόταν που

ξηµέρωσε, που ΄χε πια κάτι να περιµένει. Σε κάτι να ελπίζει.

Ανέβηκε τα σκαλιά λες και πετούσε. Κάποτε σκεφτόταν πως δεν άξιζε καν που

ζούσε τη ζωή της. Τώρα παρακαλούσε και τα δευτερόλεπτα να κυλάν πιο αργά για να

την απολαµβάνει περισσότερο.

Μπήκε στο σπίτι της και έτρεξε αµέσως στην κρεβατοκάµαρα. Έσκυψε και

ξεκόλλησε κάτω από το κοµοδίνο του Παναγιώτη τη φωτογραφία του πατέρα της και

την τοποθέτησε πάνω στη συρταριέρα, µπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας. Εκεί

ήταν η θέση της, Εκεί έπρεπε να βρίσκεται και ας τολµούσε απ΄ εδώ και πέρα να την

πειράξει.

Page 143: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

143

47

∆εν του κολλούσε ύπνος του Παναγιώτη. Έδιωξε την ξανθιά κοπέλα απ΄ το

δωµάτιο του γύρω στις τρεις αλλά κόντευε έξη και δεν έλεγαν να κλείσουν τα µάτια

του. Κάπνισε το ένα τσιγάρο πίσω απ΄ το άλλο, ώσπου άδειασε το πακέτο.

Η ξανθιά έφτασε ακριβώς στην ώρα της και χτύπησε διστακτικά την πόρτα του.

∆εν είχε όρεξη να πάρει εκείνος την πρωτοβουλία µα ούτε και η ξανθιά έδειξε τέτοια

διάθεση. «Καλό, αλλά πέσαµε σε πρωτάρα», ξεφύσηξε ο Παναγιώτης. Την άφησε για

αρκετή ώρα να κάθεται αµήχανη απέναντι του, σε µια καρέκλα ενώ εκείνος συνέχιζε

να διαβάζει την εφηµερίδα του. Η ξανθιά δεν κουνήθηκε ρούπι από τη θέση της.

Πέταξε την εφηµερίδα στο πάτωµα και την κάλεσε κοντά του. Ρώτησε πως τη λένε

και από πού είναι. ∆εν συγκράτησε ούτε όνοµα, ούτε τόπο καταγωγής. Άρχισε να την

ξεντύνει αυτός και µπήκε µε µεγάλη δυσκολία µέσα της. Απ΄ το φόβο της είχε σφιχτεί

τόσο που ο Παναγιώτης παραλίγο να πιστέψει πως ήταν η πρώτη της φορά. ∆εν

ένιωσε καµιά ευχαρίστηση και βγήκε χωρίς να τελειώσει. Γύρισε από το άλλο πλευρό

µήπως και κοιµηθεί λίγο αλλά δεν τα κατάφερε. Η ξανθιά δεν έφταιγε γι΄ αυτό. Ήταν

σαν να µην υπήρχε δίπλα του. Ούτε η ανάσα της δεν ακουγόταν. Κατά τις τρεις της

έδειξε την πόρτα, βγάζοντας την απ΄ το αδιέξοδο και εκείνη το µόνο που τον ρώτησε

ήταν αν είχε µείνει ευχαριστηµένος. Την αποχαιρέτησε βιαστικά λέγοντας να

ευχαριστήσει εκ µέρους του το Γεωργούλα και ξανάπεσε στο κρεβάτι.

Κατά τις έξη άκουσε βήµατα στο διάδροµο, φωνές και πόρτες που ανοιγόκλειναν.

Σε λίγο χτύπησε και η δικιά του πόρτα και ένας αστυνοµικός ζήτησε να µπει στο

δωµάτιο του. Τον είδε µόνο, έριξε µια µατιά και χαιρετώντας τον τυπικά έφυγε. ∆εν

υπήρχε λόγος να µένει άλλο εκεί. Ντύθηκε και την ώρα που πλήρωνε το λογαριασµό

ο ιδιοκτήτης έβριζε για τους ρουφιάνους που τον κάρφωσαν πως στο ξενοδοχείο του

παν και πηδάνε ανήλικα και γι΄ αυτό πλάκωσε η αστυνοµία αναστατώνοντας τον

κόσµο τέτοια ώρα. Του υπενθύµισε µόνο πως έπρεπε οπωσδήποτε να του

τηλεφωνήσει και έφυγε.

Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, έστριψε δεξιά περνώντας δίπλα από τρία

σταθµευµένα περιπολικά της αστυνοµίας που ΄χαν τους φάρους τους αναµµένους.

∆εν θα πρέπει να είχε ξεµακρύνει πάνω από δέκα µέτρα ο Παναγιώτης όταν

µπροστά στο ξενοδοχείο έφτασε ο Αργύρης, σέρνοντας µια ξεφτισµένη,

ταλαιπωρηµένη βαλίτσα. Είδε τα περιπολικά και κοντοστάθηκε. Πριν λίγο είχε

προσπεράσει ένα ανοιχτό περίπτερο. Γύρισε και ρώτησε τον αγουροξυπνηµένο

περιπτερά.

-Τι έγινε εδώ ρε πατριώτη;

-∆ε βλέπεις, έφοδος της αστυνοµίας.

Ο Αργύρης στάθηκε αναποφάσιστος. Πού θα πήγαινε τώρα. Ξανάσκυψε προς τον

περιπτερά.

-Ξέρεις κανένα φθηνό ξενοδοχείο εδώ κοντά.

-Για ύπνο;

-Για ύπνο, επανέλαβε απορηµένος.

-Τράβα ίσα από εδώ κάτω και στο τρίτο στενό αριστερά είναι ένα.

Τον ευχαρίστησε και καθώς έφευγε είδε τους αστυνοµικούς να οδηγούν προς τα

περιπολικά δύο άντρες και δύο κοπελίτσες, τυλιγµένους µε σεντόνια.

Page 144: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

144

48

Η µέρα δεν ξηµέρωσε καλά για τον Παπαγιώργη. Όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε

στο κρεβάτι του και όταν έφεξε ήταν πιο κουρασµένος απ΄ ό,τι είχε πέσει. Μόλις

σηκώθηκε, φόρεσε το ράσο και τράβηξε γραµµή για την εκκλησία.

-Βρε θα µας πάρει και θα µας σηκώσει όλους, µουρµούραγε και όλο κοιτούσε

κατά το δρόµο µπας και διακρίνει τον Παναγιώτη.

-Πού χάθηκε και αυτός τώρα;

Φτάνοντας είπε να µπει πρώτα στο γραφειάκι να φτιάξει έναν καφέ, µα το µάτι του

διέκρινε ένα νεαρό διάκονο που στεκόταν µπροστά στην κύρια είσοδο της εκκλησίας.

Τον πλησίασε, εξετάζοντας τον από πάνω µέχρι κάτω. Ο νεαρός έσκυψε αµέσως και

του φίλησε το χέρι.

-Πώς έτσι πρωινός, ρώτησε χωρίς καµιά φιλική διάθεση ο Παπαγιώργης.

-Μ΄ έστειλε ο ∆έσποτας να σου µηνύσω πως πρέπει να περάσεις το γρηγορότερο

απ΄ τη Μητρόπολη.

-Απ΄ τη Μητρόπολη, επανέλαβε ο Παπαγιώργης σαστισµένος. Και γιατί τόση

βιασύνη;

Ο ∆ιάκονος έριξε µια µατιά ολόγυρα του και παίρνοντας συνωµοτικό ύφος,

κόλλησε τα χείλη του στο αυτί του και του ψιθύρισε.

-∆εν ξέρω ακριβώς. Αλλά άκουσα κάποιες κουβέντες για κάτι οικονοµικές

ατασθαλίες στην ενορία σου. Κάτι είπαν πως έγραψε, θα γράψει, µια τοπική

εφηµερίδα της Αξιούπολης, κάτι τέτοιο. ∆εν ξέρω περισσότερα. Ο Σεβασµιότατος

ξέρεις, ανησυχεί και θέλει να σε ρωτήσει σχετικά.

Του Παπαγιώργη δεν του ΄µεινε στάλα αίµα στο πρόσωπο. Ο ∆ιάκονος,

ξανάσκυψε, του πήρε το χέρι, το ξαναφίλησε και αποµακρύνθηκε.

Ο Παπαγιώργης δεν πρόσεξε καν πως έφυγε. Έκανε πρώτα µια γύρα γύρω απ΄ τον

εαυτό του και ύστερα µουρµουρίζοντας προχώρησε προς το γραφειάκι.

-Οικονοµικές ατασθαλίες… Τι φρούτο είναι αυτό πάλι; Και λείπει και αυτός ο

Παναγιώτης…

Ο πρώτος που φάνηκε στο γραφειάκι της εκκλησίας ήταν ο Μηλόπουλος.

Αξύριστος και µε µάτια κατακόκκινα. Μπήκε αµίλητος και άρχισε ν΄ ανακατεύει τα

συρτάρια.

-Πες και µια καληµέρα ευλογηµένε, του είπε αγριεµένος ο Παπαγιώργης.

Ο Μηλόπουλος γύρισε προς το µέρος του και µε ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις

τον ρώτησε.

-Τα βιβλία. Πού έβαλες τα βιβλία;

-Ποια βιβλία, προσπάθησε να παραστήσει τον ανήξερο ο παπάς.

-Τα βιβλία που γράφουµε πως όλα τάχα είναι εντάξει. Μην κάνεις τον ανήξερο.

Ο Παπαγιώργης πήγε να τον πάρει µε το µαλακό.

-Τι σ΄ έπιασε ρε Παρασκευά. Κάτσε λίγο να κουβεντιάσουµε.

-∆εν έχει τίποτα πια. Εγώ παπά την υπογραφή µου την αποσύρω. Τ΄ ακούς, την

αποσύρω.

Ο παπάς άλλαξε τακτική.

-Ρουφιάνε. Εσύ πήγες και µας σπιούνεψες και θα µας γράψουν λένε κι οι

εφηµερίδες.

Ο Μηλόπουλος δεν το αρνήθηκε, µα ούτε και το επιβεβαίωσε. Συνέχισε µόνο να

ψάχνει. Πήγε να τον πάρει µε το καλό.

-Άστα αυτά τώρα. Κι αν είναι για εκείνα τα χρέη να βρούµε τρόπο να τα

τακτοποιήσουµε. Εµείς εδώ είµαστε…

∆εν πρόλαβε ν΄ αποσώσει την κουβέντα του και ο Μηλόπουλος έξαλλος χίµηξε να

τον κατασπαράξει.

Page 145: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

145

-Μέχρι εδώ ήταν τ΄ ακούς; Μέχρι εδώ. Μπορεί µε το κουµάρο και τις µαλακίες

µου να γάµησα εγώ το σπίτι µου αλλά δεν θ΄ ανεχθώ άλλο εσύ και ο Παναγιώτης να

µου γαµάτε τη γυναίκα.

Ο παπάς δυσκολευόταν να πάρει ανάσα καθώς τα χέρια του Μηλόπουλου

έσφιγγαν όλο και περισσότερο το λαιµό του. Άρχισε να χάνει το φως του κι αν

συνέχιζε να τον σφίγγει θα το ΄χανε εντελώς.

Ο Μηλόπουλος συνειδητοποίησε τι πήγαινε να κάνει και µετανιωµένος άρχισε να

ξεσφίγγει τα χέρια του. Τον έσπρωξε δυνατά και ο παπάς έσκασε κάτω σαν σακί.

Μέχρι να συνέλθει ο παπάς συνέχισε να ψάχνει τα συρτάρια ώσπου βρήκε αυτό που

έψαχνε. Το σήκωσε πάνω θριαµβευτικά και ρίχνοντας µια µατιά στον παπά που

σερνόταν ακόµα στο πάτωµα ξεκίνησε να φύγει.

-Τώρα θα σας δείξω εγώ κερατάδες. Φάγατε καλά µέχρι τώρα, αλλά θα φάτε

καλύτερα τώρα. Εδώ είναι όλα. Όλα. Θα λογαριαστούµε καλά τώρα…

Άνοιξε την πόρτα αλλά δεν πρόλαβε να κάνει βήµα. Το χέρι του Παναγιώτη

κόλλησε στο πρόσωπο του και τον απώθησε µε δύναµη. Ο Παρασκευάς χτύπησε στη

γωνία του τραπεζιού και σωριάστηκε στο πάτωµα δίπλα στον παπά.

Ο Παπαγιώργης, ξεθαρρεµένος πια, άρπαξε τα βιβλία που είχαν πέσει πλάι του,

τον έφτυσε και σηκώθηκε.

-Άντε χριστιανέ µου, άργησες και εδώ πήγαν όλα να γίνουν κοµµάτια και

θρύψαλα.

-Από ποιόν; Απ΄ αυτόν το γελοίο, είπε ο Παναγιώτης δείχνοντας το Μηλόπουλο

που είχε αρχίσει να µαζεύεται σαν φοβισµένο ζώο σε µια γωνιά. Απ΄ την πληγή που

του ΄χε ανοίξει στη δεξιά πλευρά του µετώπου του το πέσιµο κυλούσε αίµα. Το πίεζε

µε το χέρι του προσπαθώντας να το σταµατήσει.

-Όχι, µόνο, συνέχισε ο παπάς. Χθες είχαµε και άλλα γεγονότα και αν δεν τα

βάλουµε σε σειρά, δεν ξεµπλέκουµε εύκολα. Πριν λίγο µε καλέσαν και στη

Μητρόπολη. Για οικονοµικές ατασθαλίες µου είπαν.

-Καλά. Αυτό θα το τακτοποιήσουµε.

-Πώς; Αυτός ο ρουφιάνος πήγε και µας κάρφωσε µέχρι και σ΄ εφηµερίδα. Ποιος

ξέρει τι έβγαλε απ΄ το σκατοκέφαλο του.

Πριν αποσώσει τη φράση του σήκωσε το δεξί του πόδι και κλώτσησε δυνατά το

Μηλόπουλο στο κεφάλι. Εκείνος προσπάθησε ν΄ αντιδράσει αλλά µόλις αντίκρισε το

αγριεµένο βλέµµα του Παναγιώτη εγκατέλειψε κάθε σκέψη.

Ο Παναγιώτης τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε στο τραπέζι.

-Έκανες καµιά προσευχή χθες το βράδυ, ρώτησε τον παπά γελώντας. Γιατί αν

έκανες, εισακούστηκε.

Ο παπάς τον κοίταξε απορηµένος. ∆ε θυµόταν να είχε κάνει καµιά ιδιαίτερη

προσευχή.

Όταν ζύγωσε ο Παναγιώτης στη Φτέρα, σκέφτηκε πρώτα να περάσει απ΄ το

πέτρινο γεφύρι, έτσι χωρίς λόγο. Για να ρίξει µια µατιά. Στάθµευσε και ανέβηκε µε

αργά βήµατα µέχρι το ψηλότερο σηµείο του. Κάθισε ακριβώς στο σηµείο απ΄ όπου

είχε αρχίσει το µοναδικό µα και το τελευταίο της ταξίδι η Ειρήνη. Όταν έσκυψε να

δει προς τα κάτω, του φάνηκε πως κάτι διέκρινε . Κοίταξε καλύτερα και είδε ένα

σώµα ξαπλωµένο πάνω στο νερό. Το ρεύµα δεν µπορούσε να το παρασύρει µαζί του,

καθώς σκάλωνε σε µερικές πέτρες.

Κατέβηκε και πλησίασε. Απ΄ έξω δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει ποιος ήταν.

Μπήκε στο νερό και άρπαξε τον άντρα απ΄ τα µαλλιά για να δει το πρόσωπο του.

Μόλις αναγνώρισε το Μηνά, του ήρθε να γελάσει αλλά κρατήθηκε. Γύρω δεν υπήρχε

ψυχή. Άφησε το σώµα του Μηνά όπως το βρήκε, να παλεύει να ξεφύγει από εκείνο

το σηµείο κι οι πέτρες να του κόβουν το δρόµο. Γύρισε στην όχθη και ξέσπασε σ΄ ένα

Page 146: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

146

δυνατό, εκνευριστικό γέλιο. Γέλασε µε την ψυχή του µέχρι που πόνεσαν τα

πνευµόνια και ύστερα µούντζωσε προς το άψυχο κουφάρι του Μηνά και συνέχισε το

δρόµο του.

Ο Μηνάς έµεινε σχεδόν όλη τη νύχτα πάνω στο γεφύρι. Ο Αβραάµ από κάτω τον

άκουγε κάπου, κάπου που µιλούσε µόνος του. Όλο για ένα χαρταετό έλεγε και έβριζε

τον εαυτό του που δεν µπόραγε να τον κρατήσει γερά.

-Εγώ φταίω, παραληρούσε ο Μηνάς. Αν τότε κρατούσα καλά τα ζυγιά του δεν θα

µου έσπαγε ο σπάγγος. Και αν σηκωνόταν λίγο ψηλότερα και ίσιαζε όπως έπρεπε,

ίσως και να µ΄ είχε πάρει µαζί του. Μαζί του εκεί ψηλά. Ποιος ξέρει µέχρι που θα µε

ταξίδευε. «Πάνε ψηλά αυτοί γιε µου», µου ΄λεγε ο πατέρας µου µα εγώ δεν κράτησα

καλά τα ζυγιά. Εγώ φταίω που έσπασε ο σπάγγος και να που απόµεινα εδώ κάτω να

βασανίζοµαι.

Λίγο πριν ξηµερώσει η δυνατή φωνή του Μηνά τρόµαξε τον Αβραάµ που

λαγοκοιµόταν.

-Οβραίε, µ΄ ακούς. Σε σένα µιλάω εκεί κάτω. Μ΄ ακούς.

Ο Αβραάµ βγήκε µε τα τέσσερα έξω απ΄ την καµάρα. Ο Μηνάς ανεβασµένος στο

στηθαίο του γεφυριού, κουνούσε τα χέρια του.

-Οβραίε, άλλαξε ο αέρας. Φυσάει περισσότερο τώρα προς τα εκεί. Προς τη µεριά

που πήγε εκείνη.

Ο Αβραάµ υποψιάστηκε τι ετοιµαζόταν να κάνει και προσπάθησε να σηκωθεί.

Μετάνιωσε όµως και έµεινε ακίνητος στη θέση του.

-Οβραίε, φεύγω µια και καλή και τίποτα πια δεν θα ισκιώνει τον ύπνο µου.

Ευχήσου µόνο να τη βρω.

Μέχρι να του το ευχηθεί ο Αβραάµ, ο Μηνάς άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και

βούτηξε. Ο κρότος που ακούστηκε καθώς το κεφάλι του τσακιζόταν στις πέτρες

έκανε τον Αβραάµ ν΄ ανατριχιάσει. Έµεινε για λίγο παγωµένος στη θέση του κι

ύστερα αποµακρύνθηκε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

-Πάει ο Μηνάς. Τώρα µας άφησε για τα καλά.

Ο Παναγιώτης δεν κρατιόταν άλλο. Μόλις τελείωσε την τελευταία του φράση

ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό γέλιο που έκανε ακόµα και τον Παπαγιώργη να του σηκωθεί η

τρίχα. Σκασµένο στα γέλια τον βρήκε και ο Γιαννίδης που έφτασε εκείνη την ώρα

και πήρε µια καρέκλα και κάθισε αµίλητος απέναντι του. Ο Παναγιώτης σε λίγο

σταµάτησε, κουρασµένος πια απ΄ το τρανταχτό του γέλιο. Αναζήτησε τα τσιγάρα

του, άναψε ένα και απευθύνθηκε προς τον παπά, ρωτώντας να µάθει τι άλλο είχε

γίνει κατά τη διάρκεια της απουσίας του.

Ο Παπαγιώργης διηγήθηκε τα γεγονότα της προηγούµενης µέρας, τη φωτιά, τον

ξυλοδαρµό της Κούλας. Για τη Μυρτώ και τον Αντώνη ούτε που του περνούσε απ΄ το

µυαλό να κάνει κουβέντα. Το αναµενόµενο ξέσπασµα του Παναγιώτη δεν ήταν

σίγουρος πως θ΄ άφηνε εκείνον απ΄ έξω.

Τελείωσε και πριν προλάβει να ρωτήσει τον Παναγιώτη, που χαµογελούσε όλη την

ώρα, τι λέει για όλα αυτά, πήρε το λόγο ο Γιαννίδης.

-Παναγιώτη, απ΄ όσα άκουσα, έχω κάτι να σου προτείνω. Αλλά πάµε έξω, µόνοι

µας.

-Πέστα εδώ Σίµο. Τώρα πια δεν υπάρχουν µυστικά µεταξύ µας.

-Είσαι σίγουρος, επέµεινε ο Γιαννίδης.

Ο Παναγιώτης γύρισε το κεφάλι προς το Μηλόπουλο, τον κοίταξε σαρκαστικά και

είπε στο Γιαννίδη.

-Και ποιος θα τα προδώσει. Αυτός ο ψόφιος;

Ο Μηλόπουλος βρέθηκε µ΄ ένα σάλτο όρθιος. Άπλωσε τα χέρια του προς τον

Παναγιώτη µα δεν τόλµησε να τον αγγίξει. Μόνο είπε αφρίζοντας.

Page 147: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

147

-Εγώ φεύγω. ∆εν θα µε κάνετε εµένα συνένοχο στις ρουφιανιές σας.

Το βλέµµα του Παναγιώτη αγρίεψε κι άλλο.

-Συνένοχο; Οι συνένοχοι είναι ίσιοι µεταξύ τους και εσύ είσαι ένα σκουπίδι. Αυτό

είσαι. Ένα σκουπίδι. Λέγε Γιαννίδη.

Ο Μηλόπουλος λούφαξε ξανά στη γωνιά του και έκρυψε µε τα χέρια του το

πρόσωπο του.

-Παναγιώτη γι΄ αυτό που θα σου πω και όσα θα γίνουν µετά, θέλω τα 15

στρέµµατα που έχεις κάτω στο λάκκο, για καµιά δεκαριά χρόνια. Χωρίς ενοίκιο.

Έτσι, κι ό,τι βγάλω δικό µου.

Ο Παναγιώτης συµφώνησε. Χωρίς καν να το σκεφτεί.

-Αν αξίζει αυτό που θα πεις.

-Και µε το παραπάνω. Τα έχω;

-Προχώρα.

Ο Γιαννίδης πήρε µια βαθιά ανάσα. ∆εν του άρεσε που ο άλλος είχε συµφωνήσει

τόσο εύκολα και γρήγορα, µα αν δε συνέχιζε θα ξεχνούσε ό,τι είχε να πει.

-Σήµερα το πρωί, γυρνώντας απ΄ τα χωράφια είδα τον Αβραάµ να τριγυρνάει εκεί

στο γεφύρι.

Ο Παναγιώτης σηκώθηκε αµέσως απ΄ τη θέση του και του δωσε το χέρι.

-Τα έχεις. Πάµε τώρα στον Ταξίαρχο. Αυτός πρέπει να κάνει την καταγγελία.

Ο Παναγιώτης µε το Γιαννίδη ετοιµάστηκαν να φύγουν αλλά τους σταµάτησε ο

παπάς δείχνοντας τους το Μηλόπουλο.

-Και µ΄ αυτόν εδώ τι θα γίνει;

-Κάντου ένα ευχέλαιο µπας και συνέλθει, του πέταξε ο Παναγιώτης και έκλεισε

πίσω του την πόρτα.

Ο Παπαγιώργης έµεινε για λίγο αναποφάσιστος και ύστερα πλησίασε το

Μηλόπουλο.

-Παρασκευά, του είπε ήρεµα. Λογικέψου. Τι τρέλες είναι αυτές που πετάς;

Ο Μηλόπουλος του ΄γνεψε µε το χέρι πως δε θέλει να τον ακούει αλλά ο παπάς

έσκυψε δίπλα του.

-Πιστεύεις ό,τι λένε οι γυναίκες; Αυτές και ο διάολος το ίδιο πράµα είναι. Αν

θέλουν µπορούν να σε τρελάνουν.

Πραγµατικά τον είχε τρελάνει τον Παρασκευά η γυναίκα του χθες βράδυ. Όταν

γύρισε, µετά το καφενείο και αφού είχε πιει κάµποσες µπύρες, βρήκε το θάρρος να τη

ρωτήσει τι παρτίδες είχε αυτήν µε τον Παναγιώτη. Αντί γι΄ απάντηση τον

περιέλουσε µε τις χειρότερες βρισιές και απ΄ τα λεγόµενα της κατάλαβε πως πριν

λίγο είχαν περάσει αυτοί που τους χρωστούσε στα χαρτιά, απειλώντας να του κόψουν

τα πόδια αν δεν τους τα πήγαινε µέχρι την άλλη µέρα.

Ο Παρασκευάς έπεσε συλλογισµένος σε µια καρέκλα και µετά από λίγο την

ξαναρώτησε:

-Τι παρτίδες έχεις εσύ µε τον Παναγιώτη;

Η απάντηση της τον άφησε άφωνο.

-Με γαµάει. Κάθε φορά που έρχεται να σ΄ αφήσει χρήµατα για τα χρωστούµενα

σου, µε γαµάει. Πότε στην κουζίνα, πότε στο πλυσταριό, όπου µε βρει. Αλλά το

καλύτερο είναι όταν µου το κάνει στο κρεβάτι µας. Στο κρεβάτι µας όπου εσύ

έρχεσαι και ξεραίνεσαι τα βράδια. Άχρηστε. Μόνο γι΄ αυτό είσαι ικανός. Γι΄ αυτό.

Ευχαριστήθηκες τώρα;

Του ΄φυγε όλο το αίµα και δεν µπόρεσε να ψελλίσει ούτε µια λέξη.

Εκείνη έβγαλε να σιδερώσει και έµειναν για λίγο σιωπηλοί.

-∆ε µιλάς, έσπασε εκείνη πρώτη τη σιωπή.

Ο Παρασκευάς σηκώθηκε µε δυσκολία και περνώντας δίπλα τής της ψιθύρισε.

Page 148: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

148

-Πουτάνα.

∆εν κρατήθηκε άλλο και αν δεν προλάβαινε να σκύψει ο Παρασκευάς το

αναµµένο σίδερο θα τον έπαιρνε στο πρόσωπο. Το ξέσπασµα της δεν θα το ξεχνούσε

αλλά ούτε και το περίµενε.

-Τι λες βρε άχρηστε. Με τι θαρρείς τα φέρνουµε εδώ µέσα βόλτα; Μόνο χρέη µας

κουβαλάς τα τελευταία χρόνια. Έφερες και κανένα φράγκο, ή ρώτησες πως τα

βγάζουµε πέρα;

-Με τον Παναγιώτη, συνέχισε εκείνος να µουρµουρίζει. Με τον Παναγιώτη…

-Με τον Παναγιώτη, φώναξε εκείνη που ΄χε πάρει φόρα και δεν σταµατούσε. Και

µε τον παπά. Και µ΄ όλο το χωριό αν χρειαστεί. Μ΄ όλο. Για να ζήσουµε.

Βούλιαξε στο καναπεδάκι της κουζίνας του και την παρατηρούσε που σιδέρωνε

νευρικά, άτσαλα, σαν να προσπαθούσε να βγάλει όλο της το µένος στα ρούχα. Ήταν

το ίδιο στητή, όπως τότε που την πρωτοαντίκρυσε και έτρεξε να τη γυρέψει απ΄ τους

δικούς της. Νταρντανογυναίκα, όχι ιδιαίτερα όµορφη αλλά εντυπωσιακή που

τραβούσε µε το πρώτο τα βλέµµατα των αντρών. Γιατί να µην τράβηξε και του

Παναγιώτη ή του παπά; Θα τους κακόπεφτε;

Ο Μηλόπουλος σήκωσε το κεφάλι του και ρώτησε τον παπά.

-Ποιος λεει αλήθεια;

-Εγώ Παρασκευά, εγώ.

Τα βλέµµατα τους διασταυρώθηκαν και πρώτος κατέβασε τα µάτια ο παπάς. Τον

ήξερε χρόνια ο Παρασκευάς, από µικρό παιδί. Ήξερε καλά πότε έλεγε ψέµατα.

-Γι΄ αυτό πήγα και σας κάρφωσα. Τι σας κάρφωσα δηλαδή. Μας κάρφωσα πες

καλύτερα. Γιατί αν ψάξουν και δουν σε πόσα ανύπαρκτα κτίσµατα έχουµε ρίξει τα

χρήµατα των πιστών, ούτε µε ισόβια δεν ξεµπλέκουµε… Κι εγώ, µήπως κι εγώ δεν

έβαλα το χέρι µου…

-Κι εσύ…

-Τι νόµιζες τραγόπαπα πως θα ΄βλεπα το µέλι και δεν θα ΄βαζα το δάχτυλο. Αλλά

βλέπεις, ενώ εσύ έφτιαξες τη µεριά σου, εγώ µόνο χρέη στα κωλόχαρτα έφτιαξα όλα

µου τα χρόνια… Μόνο χρέη.

Page 149: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

149

49

Ο Ταξίαρχος τα ΄χασε απ΄ τις προτάσεις που του κάναν οι πρωινοί επισκέπτες του.

Ξερόβηξε όχι τόσο για να καθαρίσει το λαιµό του που ΄χε στεγνώσει, µα για να

κερδίσει χρόνο µπας και καταλάβαινε αν στ΄ αλήθεια είχε ακούσει καλά ή όλα αυτά

που σφυροκοπούσαν ήδη το µυαλό του τα γέννησε η φαντασία του . Έφερε τα χέρια

του κάτω απ΄ το τραπέζι κι άρχισε να τα τρίβει νευρικά. Η φωνή του βγήκε απ΄ το

στόµα του φοβισµένη, ψιλή, σαν γυναικεία.

-Τι είπατε πως µου ζητάτε;

-Αυτό που άκουσες, του ΄πε ξερά ο Παναγιώτης.

Θα τον χαστούκιζε ευχαρίστως τον Ταξίαρχο, αφού τον έφτυνε πρώτα, µα

κρατήθηκε. Ας του έκανε πρώτα τη δουλειά.

-∆ηλαδή, συνέχισε µε τρεµάµενη φωνή ο Ταξίαρχος, θέλετε, σοβαρά τώρα, να

πάω στην αστυνοµία και να καταγγείλω πως ο Αβραάµ που από καιρό τώρα

απειλούσε τη γειτόνισσα του τη Μυρτώ, µια χήρα εξ όλης και προώλης, πετώντας της

πότε απειλητικά σηµειώµατα κάτω από την πόρτα και πότε πέτρες στα παράθυρα της

τις νύχτες, χθες το απόγευµα αποτρελάθηκε εντελώς. Προσπάθησε να σκοτώσει την

Κούλα που τον σπίτωσε σώζοντας του κάποτε τη ζωή, ύστερα έβαλε φωτιά να κάψει

το Μηνά µέσα στο σπίτι του και αφού δεν τα κατάφερε, παραµόνεψε και τον

σκότωσε στο ποτάµι, δίπλα στο πέτρινο γεφύρι;

-Υπάρχουν µάρτυρες για όλα αυτά Ταξίαρχε, συµπλήρωσε ο Γιαννίδης. Όλο το

χωριό θα καταθέσει.

Ο Παναγιώτης χαµογελούσε. «Τα παίρνει τα γράµµατα ο Ταξίαρχος,

συλλογίστηκε. Με το πρώτο έµαθε το µάθηµα του. Αρκεί να το πει και καλά εκεί που

πρέπει».

-Και το κίνητρο; Θέλω να πω τι τον οδήγησε να το κάνει αυτό;

Ο Ταξίαρχος προσπαθούσε να ξεφύγει. Από κάποιου να πιαστεί. Ίσως πίστευε

αυτό που λένε πως ακόµα και στο τέλειο έγκληµα υπάρχουν κάποια µικρολάθη που

δε φαίνονται µε την πρώτη µατιά. Αυτά αναζητούσε.

-Αυτά θα τα βρούµε στη συνέχεια, του έκοψε τη φόρα ο Παναγιώτης και

σηκώθηκε κάνοντας νόηµα και στο Γιαννίδη πως έπρεπε να φύγουν.

-∆εν µπορώ να το κάνω αυτό, είπε ξεψυχισµένα ο Ταξίαρχος.

Ο Παναγιώτης γύρισε προς το µέρος του, γέλασε για λίγο δυνατά και µετά έσκυψε

πάνω απ΄ το κεφάλι του.

-Αν δεν το κάνεις, ποιος µας λέει εµάς πως δεν τα έκανες ελόγου σου όλα αυτά;

-Εγώ, φώναξε έντροµος ο Ταξίαρχος και πετάχτηκε απ΄ τη θέση του.

-Ναι, συµπλήρωσε ο Παναγιώτης. Υπάρχουν µάρτυρες, πολλοί, όλο το χωριό.

Άφησαν τον Ταξίαρχο µόνο του, να τον λούζει κρύος ιδρώτας και βγήκαν.

-Ωραίο άντρα διάλεξες για να µας εκπροσωπήσει και στο συµβούλιο, είπε µε µια

δόση ειρωνείας ο Γιαννίδης.

-Θα στρώσει, απάντησε ο Παναγιώτης προσπερνώντας την ειρωνεία του άλλου.

Θα στρώσει, όπως έστρωσαν όλοι…

Page 150: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

150

50

Ο Βασίλης έφτασε στο περίπτερο του Σακκά, λίγο πριν τις δέκα. Είχε πελάτη

εκείνη την ώρα και στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόµιο, µέχρι να µείνει µόνος. Πριν

ακόµα κάνει το πρώτο βήµα, τον είδε ο γέρος και βγήκε αµέσως απ΄ το περίπτερο.

Κοίταξε το γέρο από πάνω µέχρι κάτω ζυγιάζοντας τον.

-Πού είσαι, πού χάθηκες;

-Θέλω να µιλήσουµε.

-Το βράδυ. Έλα στην ταβέρνα. Θέλεις αλλού;

-Τώρα. ∆εν υπάρχει χρόνος.

Ο γέρος τον κοίταξε απορηµένος. Τι να είχε συµβεί σε κάτι περισσότερο από 24

ώρες;

-Εδώ τότε. Κάτσε.

Τράβηξε ένα ξύλινο κασόνι πίσω απ΄ το περίπτερο και το πρόσφερε στο Βασίλη.

Εκείνος έβγαλε την καρέκλα του και κάθισε δίπλα του.

-Για λέγε.

-Εσύ θα µου πεις. Κάτι ξεκίνησες εκείνο το βράδυ, αλλά το σταµάτησες. Πέσµου

τώρα.

Ο γέρος έµεινε για λίγο σκεφτικός µε σκυµµένο κεφάλι.

-Τι τα θες και τα σκαλίζεις; Παλιές ιστορίες. ∆εν σ΄ αφορούν.

-Αυτό δεν το ξέρεις, τον έκοψε ο Βασίλης.

Ήταν µάταιο να προσπαθεί να ξεφύγει. Σηκώθηκε, έπιασε το µπουκάλι το

τσίπουρο που ΄χε στο περίπτερο και πρόσφερε στο Βασίλη.

-Αν δε σιχαίνεσαι, ρίξε λίγο µέσα σου.

Ο Βασίλης ήπιε µια γουλιά όσο ν΄ ανάψει ο γέρος ένα τσιγάρο.

-Τι θέλεις να µάθεις;

-Πέρασαν, απ΄ τα µέρη σας Εβραίοι; Για τότε λέω, για την κατοχή.

-Κατάλαβα. Για να πω την αµαρτία µου, δεν είδα, µα το συζήταγαν. Οι άµοιροι,

απ΄ τη Σαλονίκη έρχονταν. Απέφευγαν τη δηµοσιά και τα µονοπάτια ακόµα και

ήθελαν να περάσουν το ποτάµι για να βγουν κατά Θεσσαλία µεριά όπου ήταν οι

Ιταλοί. Άλλοι λέγαν πως αυτοί δεν τους πειράζαν, άλλοι πάλι πως κάποιοι τους

παρέδιδαν στους Γερµανούς. Τι να σου πω; ∆ύσκολα χρόνια κι ακόµα και φίλοι, από

παιδιά µαζί χαλαστήκαν.

Ήταν ένας Γιάννης στη δικιά µας την οµάδα. Έρχεται ξαφνικά ένα πρωί και λέει

στον Καπετάνιο. Φεύγω, γυρνάω σπίτι στη φαµίλια µου. Όταν γύρισα, µετά από

χρόνια, ο Γιάννης είχε κάνει µεγάλη προκοπή και όλο συζήταγαν για τα πού βρήκε τα

χρήµατα. Άλλοι κάναν λόγο για τις λίρες που ρίχναν οι Εγγλέζοι και άλλοι πως τις

πήρε από Εβραίους που βοήθησε να περάσουν το ποτάµι. Πέθανε πέρυσι και δεν θα

το µάθουµε ποτέ. Του ΄µεινε όµως το στίγµα. ∆ύσκολα χρόνια. Πολλά έγιναν, πώς να

τα ξέρεις όλα…

-Στη Φτέρα, θέλω να πω κατά κει φάνηκαν ποτέ Εβραίοι;

-∆έκα σπίτια έχει σήµερα η Φτέρα, άλλα τόσα είχε και τότες. Αλλά δε ζυγώναµε.

Φόβος και τρόµος ήταν ο πατέρας του Παναγιώτη και ο γιος του ακόµα χειρότερος.

Κι αν έγινε, ποιος θα µιλήσει; Τους έχει δεµένους χειροπόδαρα όλους.

-Τι άλλο ξέρεις;

-Τι ψάχνεις να βρεις; Εµείς που τα ζήσαµε και δεν βγάζουµε άκρη. Πέθαναν

πολλοί που ίσως ήξεραν και δε µίλησαν κι άλλοι που ζουν δεν θα µιλήσουν ποτέ.

Ο Βασίλης σηκώθηκε. Ο γέρος δεν µπορούσε ή δεν ήθελε να τον βοηθήσει άλλο.

-Τι ψάχνεις να βρεις, ξαναρώτησε ο Σακκάς. Τι σε τραβάει εκεί;

-Ένα δαχτυλίδι. Άντε γεια σου.

Page 151: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

151

Ο Σακκάς κούνησε το δεξί του χέρι αποχαιρετώντας τον και πήρε το µπουκάλι µε

το τσίπουρο στο χέρι. ∆εν του είχε πει κι άλλα, όχι πια από φόβο, µα γιατί το

θεωρούσε ανώφελο. Τι κέρδος θα είχαν όλοι τους αν ξέθαβαν τους πεθαµένους;

Μήπως θα δίκαζαν τα λιωµένα τους κόκαλα;

Πολλές ιστορίες είχε ακούσει κι ο ίδιος ποτέ δεν πλησίαζε στη Φτέρα όπου

βασίλευε ο πατέρας του Παναγιώτη. Σκληρός άνθρωπος ο γέρος, δε σήκωνε µύγα στο

σπαθί του και ο Σακκάς την εικόνα που κράτησε από κείνον ήταν όταν τον είδε µια

µέρα στο παζάρι της Αξιούπολης να κοµπάζει µπροστά σε κόσµο πως αλίµονο κι αν

κοτούσε κάποιος αντάρτης να περάσει απ΄ τα µέρη του. «Να εδώ, στο γόνατο θα τον

σφάξω», διαλαλούσε. ∆εν ήξερε αν πραγµατοποίησε ποτέ την απειλή του, αλλά

σίγουρα είχε γίνει το κόκκινο πανί για τους αντάρτες της περιοχής και όλο

λογάριαζαν πως κάποια φορά θα έπρεπε να τον χαλάσουν για να τιµωρηθεί για τις

πολλές του αµαρτίες.

Ο γέρο Αργυρίου πέθανε στο κρεβάτι του και όσοι δεν είπαν στην κηδεία του,

πόσο άξιος και νοικοκύρης ήταν, απλώς σώπασαν.

Το ίδιο έκανε και ο Σακκάς. Ένα βράδυ, λίγες µέρες αφότου είχε γυρίσει απ΄ τη

Γερµανία, θολωµένος ένα βράδυ απ΄ το πιοτό άρχισε να βρίζει µες την ταβέρνα του

Μαστρανέστη, τους ρουφιάνους, τους χαφιέδες και τους ταγµατασφαλίτες που πήγαν

µε την εχθρό. Κάποια στιγµή θυµήθηκε το γέρο Αργυρίου που πρόσφατα είχε πεθάνει

και τον έλουσε µ΄ όποια βρισιά του ΄ρθε στο µυαλό. Την επόµενη µέρα δε θυµόταν

τίποτα. Φρόντισε όµως να του τα θυµίσει το επόµενο βράδυ ο Παναγιώτης που τον

περίµενε, µαζί µε δύο άλλους έξω απ΄ την ταβέρνα. Ασήκωτο τον έκαναν απ΄ το ξύλο

και το µόνο που συγκράτησε στο µυαλό του ήταν τις λέξεις που του είπε όταν έσκυψε

από πάνω του:

-Γέρασες και δεν έµαθες ακόµα να προσέχεις τα λόγια σου.

Αυτή τη φράση δεν θα την ξεχνούσε ποτέ του ο Σακκάς. Και να ήθελε, κάποια απ΄

τα πλευρά του που πονούσαν ακόµα, φρόντιζαν να του τη θυµίζουν συχνά.

Page 152: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

152

51

Το τηλέφωνο στο σπίτι, χτύπησε τρεις φορές µέχρι να το σηκώσει η Αλέκα. Στο

πρώτο ναι, δεν της µίλησε κανείς. Στο δεύτερο, άκουσε µια φωνή που δεν την

αναγνώρισε.

-Αλέκα. Εσύ είσαι;

Κάτι της θύµισε αυτή η φωνή και στο µυαλό της ήρθε η σκηνή που χρόνια τώρα

είχε µπροστά στα µάτια της. Τον πατέρα της να σκύβει πάνω της και να τη χαϊδεύει

αποχαιρετώντας την.

Πήγε να πει, «Πατέρα! Εσύ είσαι;», αλλά την πρόλαβε ο Αργύρης.

-Αδερφή µε ξέχασες;

Τα µάτια της πνίγηκαν στα δάκρυα και ο κόµπος που στάθηκε στο λαιµό της, δεν

την άφησε να πει κουβέντα. Ο Αργύρης δεν ήθελε πολύ και άρχισε και αυτός να

κλαίει στην άλλη άκρη.

-Πού είσαι Αργύρη µου, κατάφερε να ρωτήσει.

-Εδώ, εδώ στη Σαλονίκη, της είπε ο Αργύρης ρουφώντας τη µύτη του.

-Πότε θα ΄ρθεις;

-∆ε θα ΄ρθω Αλέκα µου. Εκεί δε θα ΄ρθω.

Τα ΄χασε προς στιγµήν. Ο Αργύρης για να τη βγάλει απ΄ τη δύσκολη θέση,

ξαναµίλησε.

-∆εν πήρες το γράµµα µου;

-Ποιο γράµµα;

∆εν είχε νόηµα να της πει τίποτα άλλο απ΄ το τηλέφωνο.

-Άστο, ξέχνα το. Πρέπει να ΄ρθεις εδώ. Να τα πούµε από κοντά.

-Στη Σαλονίκη; Πώς;

-Χωρίς τον Παναγιώτη.

Η τελευταία του φράση αρκούσε για να µην ρωτήσει τίποτα άλλο. Σηµείωσε µόνο

σ΄ ένα χαρτάκι το όνοµα του ξενοδοχείου και του είπε να µην το κουνήσει από εκεί.

Το µόνο που είχε να κάνει ήταν να βρει, όσο πιο γρήγορα µπορούσε τον Αντώνη.

Μια νύχτα ολάκερη δεν ήταν αρκετή για τον Αντώνη να χωνέψει µέσα του τα όσα

άκουσε απ΄ το στόµα της Μυρτώς. Και δεν θα το χώνευε ποτέ. Εκείνη το κατάλαβε

απ΄ την ώρα που άρχισε να του εξιστορεί τα γεγονότα µε τη θεία του την Ειρήνη, µα

ήταν αργά για να σταµατήσει. Η ανάσα του Αντώνη ολοένα και βάραινε κι όσο και

αν προσπάθησε να µαντέψει πού ταξίδευε το βλέµµα του, έβλεπε πως απλώς

αποµακρυνόταν ολοένα και περισσότερο.

Η Μυρτώ ξαλάφρωσε κάπως, δίνοντας ένα µέρος του βάρους που κουβαλούσε

µέσα της, µα άρχισε να φοβάται µήπως τελικά ο Αντώνης ήταν πολύ µικρός και

αδύναµος για να το σηκώσει.

Της ήταν αδύνατον όµως να κάνει και διαφορετικά. Στην αρχή πήγε να τον διώξει

θέλοντας να µείνει µόνη και εκείνο το βράδυ, όπως έκανε σχεδόν πάντα, και ν΄

αναµετρηθεί για µια ακόµα φορά µε τις σκιές που την πολιορκούσαν.

∆εν σκόπευε να του µιλήσει, όσο και αν την παρακαλούσε, όσο και αν την ικέτευε

γονατισµένος µπροστά της.

Ό,τι δεν πέτυχαν όµως τα παρακάλια του το πέτυχε µια φράση του, έστω και αν

χρειάστηκε να την επαναλάβει δύο φορές, για να πειστεί πως εκείνη την άκουσε.

-Σ΄ αγαπώ Μυρτώ.

Η φράση ήχησε τόσο όµορφα στ΄ αυτιά της και απλώθηκε µέσα της σαν το πιο

δυνατό καταπραϋντικό, απλώνοντας µια γλύκα σ΄ όλο της το κορµί, κάνοντας την να

αισθανθεί πραγµατικά όµορφα. Η µορφή του Αντώνη χάθηκε µεµιάς από µπροστά

της και εµφανίστηκε η µορφή του χαµένου συζύγου. Αυτήν µπορούσε να την

Page 153: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

153

εµπιστευτεί. Ν΄ ακουµπήσει πάνω της όσα την τυραννούσαν, όσα ίσκιωναν τη ζωή

της. Οι αντιστάσεις εξαφανίστηκαν και ήταν έτοιµη πια να του τα πει όλα.

Θέλησε να κάνει ένα βήµα κοντά του και να τον αγγίξει αλλά στάθηκε. Πάλι τον

αδικούσε. Έστω και άθελα της, ζητούσε απ΄ τον Αντώνη, να παίξει το ρόλο κάποιου

άλλου. ∆εν είχε αυτό το δικαίωµα. Το ήξερε. Μα πώς να ΄κανε και πίσω; Είχε

κουραστεί πια µόνη. Το ΄χε ανάγκη ν΄ ακουµπήσει κάπου επιτέλους.

Έπρεπε να πάρει µια απόφαση. Θα πήγαινε εµπρός, δίπλα του, ή θα γυρνούσε

πίσω. Στη µέση βρισκόταν το κενό και δεν θ΄ άντεχε για µια ακόµα φορά να

αισθανθεί τον κόσµο να χάνεται κάτω απ΄ τα πόδια της.

Άπλωσε το χέρι της και ο Αντώνης αµέσως κατάλαβε τη διαφορά στη Μυρτώ.

-Κι εγώ σ΄ αγαπώ, του ψιθύρισε. Το ΄χω ανάγκη να σ΄ αγαπώ.

Κι εκείνος όµως αισθανόταν διαφορετικά. Τα σύνορα που ορθώνονταν ανάµεσα

τους και τον εµπόδιζαν να την πλησιάσει είχαν γκρεµιστεί. Τα πόδια του λυµένα τον

οδηγούσαν πια προς εκείνη. Αναζήτησε µε τα χείλη του τα δικά της µα εκείνη

προτίµησε ν΄ ακουµπήσει στο µάγουλο του.

-Είσαι σίγουρος πως µ΄ αγαπάς, του ψιθύρισε.

-Μπορώ να βγω στο παράθυρο σου και να το φωνάξω, απάντησε εκείνος.

Παιδιάστικη αντίδραση, αλλά της άρεσε. Τον αυθορµητισµό της νεαρής του

ηλικίας, όσο και αν την έφερνε κάποιες στιγµές σε δύσκολη θέση, τον αποζητούσε.

Τον είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να χαλαρώσει. Να µη σκέφτεται τίποτα, να µη φοβάται

για κάτι. Να µην κοιτάζει πίσω για να δει αν την ακολουθεί κανείς.

Ανέβηκε στην αγκαλιά του και τον κάλεσε να µπει µέσα της, προτιµώντας ν΄

αφήσει το σώµα της να περιγράψει τα αισθήµατα που γέννησε µέσα της, αυτός ο

νέος, ο σχεδόν άγουρος, άντρας.

Έµειναν αγκαλιασµένοι, πάνω από µια ώρα αλλά η αδηµονία του Αντώνη να του

αποκαλύψει όσα γνώριζε, χάλασε την αγιότητα αυτών των στιγµών. Στην αρχή η

Μυρτώ έδειξε µ΄ ένα νεύµα του χεριού της πως δεν έπρεπε να το κάνει κι ύστερα

ήταν έτοιµη να του βάλει τις φωνές. Προτίµησε να σηκωθεί και όταν εκείνος κάθισε

απέναντι της στο τραπέζι της κουζίνας είχε ήδη αποφασίσει να του τα πει όλα. Ήταν

ρίσκο, το ήξερε, µα ήταν προτιµότερο απ΄ το να µπαίνουν αυτές οι σκιές ανάµεσα

τους.

Η διήγηση της Μυρτώς δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά µα ο Αντώνης είχε

χάσει την αίσθηση του χρόνου. Στο µυαλό του άρχισε να µπερδεύεται η παιδική του

ηλικία, µε την εφηβεία του και το σήµερα. Προσπάθησε να πιστέψει όσα του είπε η

Μυρτώ για την αδερφή του πατέρα του κι όχι γιατί ήθελε έστω και κατ΄ ελάχιστο ν΄

αµφισβητήσει τα λεγόµενα της, αλλά επειδή κατάλαβε πως όσα κι αν είχε πλάσει η

φαντασία του για τη ζωή και το τέλος αυτού του προσώπου που γνώρισε µόνο από τις

αποσπασµατικές αφηγήσεις κάποιων συγγενών και αυτές όταν ο Παναγιώτης δεν

ήταν ποτέ µπροστά, δεν είχαν καµιά σχέση µ΄ αυτά που συνέβησαν.

Ο πατέρας του δε µιλούσε ποτέ για την αδερφή του και η εξήγηση που ο Αντώνης

βρήκε πιο βολική ήταν πως ποτέ δεν ξεπέρασε τον πόνο απ΄ το χαµό της.

Τώρα όµως ανακάλυπτε πως απλώς έπλασε µόνος του µια εξήγηση που βόλευε

περισσότερο τον ίδιο και άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό του που ποτέ δεν

προσπάθησε να µάθει την αλήθεια για το γονιό του. Μέχρι να τελειώσει η Μυρτώ η

οργή για τον πατέρα του συγκρούονταν µέσα του µε τον πανικό. Μήπως ήταν και ο

ίδιος ένα τέρας, όµοιο µε τον Παναγιώτη, που απλώς δεν είχε ξυπνήσει ακόµα και

που αργά ή γρήγορα θα εκδηλωνόταν; Πόσο έφταιγε και ο ίδιος που όλα αυτά τα

χρόνια επαναπαύτηκε σ΄ όσα κατά καιρούς άκουγε και άφηνε αυτά τα χέρια που

είχαν βουτήξει στο ίδιο τους σχεδόν το αίµα να του προσφέρουν όσα εκείνος

χρειαζόταν για µια άνετη και εύκολη ζωή;

Page 154: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

154

Μόλις τελείωσε η Μυρτώ ήταν έτοιµος να το βάλει στα πόδια. Σηκώθηκε µε κόπο

απ΄ το τραπέζι και µουρµουρίζοντας «δεν θέλω να σου κάνω κακό, πίστεψε µε»,

αναζήτησε την πόρτα. Η Μυρτώ είδε την απελπισία και τον πανικό στα µάτια του και

προσπάθησε να τον συγκρατήσει µέσα στην αγκαλιά της, µετανιωµένη που έστω και

άθελα της, τον έσπρωξε για να τσαλαβουτήσει µέσα στις αµαρτίες των άλλων. Ο

Αντώνης δεν ήθελε στ΄ αλήθεια να φύγει. Νιώθοντας και ο ίδιος την αδυναµία του να

σταθεί στα πόδια του εκείνη την ώρα, γύρισε και κούρνιασε σαν το κυνηγηµένο πουλί

στην αγκαλιά της εκλιπαρώντας συνεχώς για τη συγγνώµη της.

-∆εν υπάρχει κάτι για να σε συγχωρήσω, πήγε να τον καθησυχάσει.

Έλεγε την αλήθεια. Εκείνη ένιωθε πως έπρεπε να του ζητήσει να τη συγχωρέσει

µα δεν το ΄κανε. Να τη συγχωρέσει γιατί τον οδήγησε, µέσα σε λίγα λεπτά, µε όσα

του αποκάλυψε, από τη σιγουριά της αθωότητας του, στην ανασφάλεια της ξένης

ενοχής.

∆ε ζήτησε όµως συγχώρεση. Και δεν το ΄κανε γιατί όσο και να τον πονούσε ήταν

σίγουρη πως κάποτε θ΄ αναµετριόταν και εκείνος µε τον πόνο. Ας ήταν τώρα, που

µπορούσε ακόµα να τον κρατάει στην αγκαλιά της. Ας ήταν τώρα που του χάιδευε

ακόµα τα µαλλιά και του σκούπιζε τα δάκρυα που αυλάκωναν το πρόσωπο του.

Ο Αντώνης σε λίγο αποκοιµήθηκε µα θα ΄ταν καλύτερα να µην είχε κλείσει τα

µάτια του. Βυθίστηκε µέσα σ΄ εφιάλτες που η Μυρτώ δεν αδυνατούσε να πλησιάσει

και τότε φοβήθηκε πως ανάµεσα τους είχαν αρχίσει να υψώνονται και πάλι θεόρατα

τείχη που θα τους χώριζαν για πάντα.

Εκείνη η βραδιά, η πρώτη τους βραδιά ξεκίνησε µε τις καλύτερες προϋποθέσεις.

Με τη λαχτάρα του ερωτευµένου που πετυχαίνει επιτέλους µετά από αγωνιώδεις

προσπάθειες µηνών ν΄ αποσπάσει την υπόσχεση πως θα περάσει µια ολόκληρη ώρα

µε την αγαπηµένη του, κίνησαν απ΄ το σπίτι της Μυρτώς και περιπλανήθηκαν µε το

αυτοκίνητο για ώρες, χωρίς να θέλουν πραγµατικά κάπου να σταµατήσουν. Κι όταν

ένιωσαν την ανάγκη εκτός απ΄ το χέρι να κρατήσουν ο ένας τον άλλο στην αγκαλιά

του, σταµάτησαν τ΄ αυτοκίνητο στην άκρη ενός χωµατόδροµου και βγήκαν έξω. Με

το λιγοστό φως του φεγγαριού να τον οδηγεί, ο Αντώνης άφησε πάνω στο καπό του

αυτοκινήτου ένα µπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια, για να τα γεµίσει και να ευχηθεί

αυτή η βραδιά να είναι απλώς η αρχή. Ήπιαν ο ένας απ΄ το στόµα του άλλου και όταν

τη σήκωσε ψηλά του φάνηκε πως το φεγγάρι είχε σταθεί από πάνω τους και έστελνε

τις αχτίδες του για να λούζουν τα µαλλιά της και γι΄ αυτό κάθε φορά που τα άγγιζε

άφηναν µέσα στα χέρια του ασηµένιες ανταύγειες. Όσες φορές και αν προσπάθησε να

τις αιχµαλωτίσει, αυτές αποµακρύνθηκαν τόσο γρήγορα και αθόρυβα σαν να φύσηξε

ένα απαλό ανεπαίσθητο αεράκι και τις πήρε µαζί του.

Όταν την άφησε στην πόρτα της µε την υπόσχεση να ΄ναι κοντά της µέσα σε δέκα

λεπτά το πολύ, πριν ακόµα σηκώσει το χέρι για να του γνέψει καθώς εκείνος χανόταν

στην άκρη του δρόµου, το κορµί της ευωδίαζε ήδη από τη λαχτάρα να τον νιώσει

µέσα του.

Όλα θα µπορούσαν να ΄χαν γίνει όπως τα σκάρωσαν σ΄ αυτά τα µικρά όνειρα που

΄χαν χτίσει, βάζοντας ο καθένας τα καλύτερα υλικά της φαντασίας και της λαχτάρας

του, εκείνες τις λίγες ώρες που βρέθηκαν. Όλα, αν ήταν κάπου αλλού και αν τα

γεγονότα που έτρεχαν δεν τους παρέσερναν και αυτούς στο διάβα τους.

Οι ώρες µέχρι το πρωί ήταν βασανιστικές για τη Μυρτώ. Περισσότερο από κάθε

άλλη βραδιά. Λίγο πριν φέξει ο Αντώνης έδειξε να ξεφεύγει απ΄ ό,τι στοίχειωνε τον

ύπνο του και έτσι χαλάρωσε και η Μυρτώ και έγειρε κι αποκοιµήθηκε.

Το πρώτο φως της µέρας βρήκε ξύπνιο τον Αντώνη και έτοιµο να φύγει. Αν ήταν

αλλιώς τα πράγµατα θα έφευγε προσπαθώντας να µην την ξυπνήσει. Να την αφήσει

Page 155: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

155

να χαρεί τον ύπνο της. Μα όχι τώρα. Την φίλησε στο λαιµό και εκείνη πετάχτηκε

αµέσως και µε τα µάτια µισόκλειστα τον αγκάλιασε τρυφερά.

-Σ΄ αγαπώ Μυρτώ.

Τον φίλησε για λίγο αφού εκείνος τραβήχτηκε δείχνοντας πως έπρεπε να φύγει.

-Πρέπει να πάω για λίγο στη µάνα µου, της ψιθύρισε.

-Μείνε λίγο ακόµα. Μόνο λίγο…

Έµεινε ασάλευτος να την κοιτάει. Ήταν τόσο όµορφη και η νυσταγµένη φωνή της

ηχούσε σαν µια γλυκιά και απαλή µελωδία στ΄ αυτιά του που θα µπορούσε να µείνει

ώρες σ΄ αυτή τη θέση κοιτάζοντας την µόνο.

Η Μυρτώ άπλωσε το χέρι της και αναζήτησε το δικό του. ∆εν της το αρνήθηκε.

∆εν ήθελε στ΄ αλήθεια να φύγει. Να χωθεί στην αγκαλιά της ήθελε, να ξανανιώσει τη

ζεστασιά του κορµιού της λαχταρούσε.

Page 156: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

156

52

Πρώτος επέστρεψε ο Παναγιώτης. Εντόπισε την Αλέκα στο µπαλκόνι του σπιτιού

να κοιτάει ανήσυχη το δρόµο, φορώντας τα καλά της ρούχα. Ανέβηκε µέχρι τη µέση

της σκάλας και στάθηκε.

-Για πού το ΄βαλες;

Η Αλέκα κόµπιασε λίγο.

-Περιµένω τον Αντώνη. Θέλω να µε παει µέχρι την Αξιούπολη. Στο γιατρό. Μ΄

έπιασαν πάλι εκείνοι οι πόνοι κάτω, ξέρεις, και λεω να πεταχτώ να µε δει λίγο.

Η δικαιολογία που θα του έλεγε ήταν έτοιµη από ώρα στο µυαλό της. Γι΄ αυτό την

είπε µονορούφι για να µην ξεχάσει ούτε µια λέξη. ∆εν ήταν όµως σίγουρη πως τον

έπεισε. Εκείνος δε µίλησε για µερικά δευτερόλεπτα που της φάνηκαν ατελείωτα.

Ο Παναγιώτης προσπάθησε να σκεφτεί. Λες να ΄ρθε κιόλας ο αδερφός της και να

της έδωσε µήνυµα. Μπορεί. Έτσι κι αλλιώς στο γιατρό, πάντα µόνη της πήγαινε,

αλλά ο τρόπος που του το ΄πε αυτή τη φορά δεν του ΄χε καλαρέσει.

-Καλά. Θα ΄µαι στο µαγαζί, είπε µόνο και κατέβηκε τις σκάλες.

Την ώρα που περνούσε την πόρτα του καφενείου ο Παναγιώτης, ο Αντώνης

έστριβε τη γωνία. Είδε αµέσως τη µάνα του που του ΄κανε νοήµατα να πλησιάσει και

πήγε κοντά της τρέχοντας.

-Τι έγινε;

-Θα σου πω. Φεύγουµε.

Προσπάθησε να µαντέψει τι έκρυβε το βλέµµα της. Ήταν ανήσυχο.

-Εγώ δεν µπορώ να φύγω.

-∆εν θα τη χάσεις. Θα γυρίσουµε.

Ο τόνος της φωνής της δε σήκωνε αντίρρηση. Του ΄βαλε στο χέρι τα κλειδιά του

αυτοκινήτου και τον τράβηξε µέσα. Θα έβγαιναν απ΄ την πίσω πόρτα.

Ο Παναγιώτης άκουσε το αυτοκίνητο να φεύγει και βγήκε µε αργά βήµατα έξω.

Τώρα πια ήταν σίγουρος πως ο αδερφός της είχε φτάσει κιόλας και προς τα εκεί

τραβούσε η Αλέκα. Το να πάρει το φορτηγάκι και να τους ακολουθήσει, να τους

προλάβει και να τους κόψει το δρόµο, άλλοτε, ήταν αυτονόητο. Αυτονόητο όµως

ήταν και ότι η Αλέκα δεν θα τολµούσε καν να ξεκινήσει, όχι αν της έβαζε τις φωνές,

αλλά αν απλώς της έριχνε µια άγρια µατιά. ∆εν το ΄χε κάνει όµως ίσως γιατί κάτι

µέσα του τον οδηγούσε στο ν΄ αφήσει τα γεγονότα να εξελιχθούν χωρίς ο ίδιος να

προσπαθήσει να τα επηρεάσει. Τουλάχιστον όχι ακόµα. Θα το έκανε, αλλά όταν

έκρινε πως ήταν πλέον η κατάλληλη ώρα.

Στάθηκε για αρκετή ώρα ακίνητος, αµήχανος, µπροστά στην πόρτα του

καφενείου, ώσπου πήρε την απόφαση και τράβηξε κατά το σπίτι. Μπήκε στην

κρεβατοκάµαρα τους και άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια, πετώντας δεξιά κι αριστερά

το περιεχόµενο τους. Βρήκε το οικογενειακό τους άλµπουµ µε τις ξεθωριασµένες

φωτογραφίες κάτω από µια στίβα χρεόγραφα που τα περισσότερα είχαν την

υπογραφή του Μηλόπουλου. Το πήρε στα χέρια του και κάθισε στο κρεβάτι

διστάζοντας να τ΄ ανοίξει. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το ΄χε

ξεφυλλίσει για τελευταία φορά. Ήταν λίγες µέρες µετά τη γέννηση του Αντώνη και

ήθελε να ξαναδεί το µέτωπο του πατέρα του και τα φουσκωτά του µάγουλα που οι

παλιοί έλεγαν πως πήρε ο µικρός.

Το άνοιξε στην τύχη και µπροστά του βρέθηκε µια απ΄ τις παλιότερες

φωτογραφίες που περιείχε. Ο πατέρας του κι η µάνα του καθισµένοι δίπλα, δίπλα και

από πάνω τους όρθιοι, δεξιά ο Παναγιώτης και αριστερά η Ειρήνη. Τα πρόσωπα

θαµπά, σκυθρωπά, ένα µε τα γκρίζα χρώµατα της φωτογραφίας. Το βλέµµα του

επικεντρώθηκε στους γονείς του και του ΄ρθε να γελάσει. Πότε τραβήχτηκε η

φωτογραφία αυτή; Μήτε που θυµόταν. Θα πρέπει να ΄ταν από τις πολύ παλιές αν

Page 157: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

157

έκρινε απ΄ την κιτρινάδα που ΄χε απλωθεί πάνω της. Τώρα όµως που την κοίταζε του

φαινόταν πολύ παράξενο που τους έβλεπε να κάθονται δίπλα, δίπλα και εκείνος να

χαµογελάει ενώ εκείνη το προσπαθούσε. Ποτέ όσο ζούσαν δεν τους πέτυχε σ΄ αυτή

τη στάση. Κάποιες φορές πίστευε πως δεν έλεγαν ούτε καληµέρα µεταξύ τους. Το

σίγουρο ήταν πως απέφευγαν να πλησιάσει ο ένας τον άλλο. Μόνον ο πατέρας του

µιλούσε και η µάνα του κουνούσε το κεφάλι της χωρίς ο Παναγιώτης να είναι

σίγουρος πάντα ότι αυτό σήµαινε πως συµφωνούσε. ∆εν έφερνε όµως ποτέ

αντίρρηση στον πατέρα του και ύψωνε µόνο τη φωνή της όταν επρόκειτο να µαλώσει

τη θυγατέρα, γιατί τον Παναγιώτη δεν του έκανε ποτέ ούτε παρατήρηση, αφού αυτόν

τον είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου για να τον κάνει άντρα ο γέρος του.

Έτσι θυµόταν πάντα τη µάνα του ο Παναγιώτης, βουβή και ανέκφραστη. Γι΄ αυτό

τρόµαξε όταν γυρνώντας απ΄ την κηδεία της Ειρήνης και καθώς στηριζόταν στο

µπράτσο του, την άκουσε να µουρµουρίζει: «Θα µας κάψει ο Θεός και πιότερο απ΄

όλους εµένα που δεν έβγαλα άχνα σαν είδα να το µαραίνεται το βλαστάρι µου».

Από τότε, τρόµαζε για ένα µεγάλο διάστηµα, βλέποντας την να τριγυρνάει,

σέρνοντας τα πόδια της, µε τα γκρίζα µαλλιά της µπλεγµένα και απεριποίητα να

πέφτουν στους ώµους, µουρµουρίζοντας συνεχώς κάποιες λέξεις που δεν τις

καταλάβαινε, κουνώντας συνεχώς το κεφάλι της. Μέχρι που τη συνήθισε και έπαψε

ν΄ ασχολείται µαζί της. Εξάλλου αυτό τον συµβούλεψε να κάνει και ο πατέρας του

που ξέροντας καλά τα γυναικεία χούγια και πως έπρεπε ο σωστός άντρας να φέρεται,

του είπε να µην της δίνει σηµασία. «Κουβαλάει και αυτήν τρέλα µέσα της,

Παναγιώτη. Απ΄ αυτήν την τρέλα που ΄χε και η σχωρεµένη η αδερφή σου».

Στην κηδεία της, όταν έσκυψε να την αποχαιρετήσει µε µια χούφτα χώµα, του

φάνηκε σαν ν΄ άνοιξε το στόµα της και τραβήχτηκε πίσω τροµαγµένος. ∆εν κατάλαβε

όµως τι µουρµούρισε, ούτε τότε, ούτε τις άπειρες φορές που ήρθε στον ύπνο του και

την έβλεπε πάντα µπροστά του ν΄ ανοιγοκλείνει το στόµα της. «Θέλει το τρισάγιο της

η γριά» τον καθησύχασε ο νεαρός τότε Παπαγιώργης και ανέλαβε κάθε Σάββατο, επί

µήνες ολόκληρους να της ρίχνει το τρισάγιο της, µέχρι που δεν ξαναφάνηκε και ο

Παναγιώτης πείστηκε οριστικά πως πράγµατι αυτό αποζητούσε. Σήκωσε το κεφάλι

του παίρνοντας µια βαθιά ανάσα και καθώς το βλέµµα του ξαναγύρισε στη

φωτογραφία του φάνηκε πως η µάνα του ανοιγόκλεισε το στόµα της. Κρύος ιδρώτας

τον έλουσε. Με µια αστραπιαία ενστικτώδη κίνηση, της το ΄κλεισε πατώντας το µε το

δείκτη του δεξιού του χεριού. Το πίεσε για πολύ ώρα και τόσο δυνατά µέχρι που το

ασπρισµένο του δάχτυλο κόντεψε να τρυπήσει τη σελίδα του άλµπουµ, αλλά δεν θα

το τραβούσε αν δεν έβλεπε την αδερφή του να ετοιµάζεται να µπήξει τα νύχια της στο

δάχτυλο του για να βοηθήσει τη µάνα της ν΄ ανασάνει. Τράβηξε το δάχτυλο µα

εκείνη πρόλαβε να του το χαράξει, αφήνοντας πάνω του τ΄ αχνάρια των νυχιών της.

Το άλµπουµ ξέφυγε απ΄ τα χέρια του και κύλησε στο πάτωµα και ο Παναγιώτης

διπλώθηκε στα δύο και άρχισε να βυζαίνει την πληγή στο δάχτυλο του. Ο πατέρας

του τον άρπαξε απ΄ τα µαλλιά, µε τον ίδιο άγαρµπο και σκληρό τρόπο που τον

άρπαζε πάντα για να αισθανθεί αµέσως µετά το βαρύ του χέρι να προσγειώνεται στο

σβέρκο του.

-Τις γυναίκες φοβάσαι µωρέ;

Ο Παναγιώτης προσπάθησε να προστατευτεί βάζοντας ασπίδα στο πρόσωπο του

τα χέρια του, αλλά ο γέρος που κρατούσε ακόµα τα µαλλιά του τον τράνταξε

ολόκληρο.

-Θα µας υπερασπιστείς ή όχι; Θα φανείς άντρας, όπως σ’ ανάθρεψα ή να σε

φτύσω στα µούτρα;

Ο Παναγιώτης ξέφυγε απ΄ το κράτηµα του και µαζεύτηκε κουβάρι πάνω στο

κρεβάτι. Ήθελε να του φωνάξει, να του φέρει αντίρρηση για µια φορά στη ζωή του

Page 158: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

158

και να του πει όχι. ∆εν ήθελε να υπερασπιστεί κανέναν και πολύ περισσότερο αυτόν

τον κόσµο που χρόνια τώρα είχε χαθεί παίρνοντας µαζί του και όλα εκείνα που δεν

ήθελε πραγµατικά να θυµάται. Κοίταξε γύρω του απελπισµένος. Ποιος είχε ανοίξει

την πόρτα σ΄ αυτό τον κόσµο και τον είχε σπρώξει µέσα; Ποιος ζητούσε τώρα να

καταστρέψει ό,τι έκτισε εδώ και χρόνια χωρίς ποτέ να χρειαστεί να λογοδοτήσει για

κάθε πέτρα που έβαζε, για κάθε καρφί που χτυπούσε;

Το βλέµµα του αν και θολό διέκρινε απέναντι του, πάνω στην τουαλέτα µπροστά

στον καθρέπτη, τη φωτογραφία του πατέρα της Αλέκας. Του χαµογελούσε ειρωνικά.

Τον περιγελούσε. ∆ιασκέδαζε µαζί του. Θόλωσε ακόµα περισσότερο. Η οργή

φούσκωσε τα µηνίγγια του και νόµιζε πως από στιγµή σε στιγµή θα έσπαγαν οι

φλέβες και θα πεταγόταν το αίµα του έξω. Έβαλε τους αντίχειρες και τα πίεσε.

Καθώς επιχείρησε να σηκωθεί έκανε µια στροφή γύρω απ΄ τον άξονα του και

σωριάστηκε πάλι κάτω. Επιστράτευσε όλη του τη δύναµη Πετάχτηκε πάνω και µέχρι

να κατορθώσει να πάρει τη φωτογραφία στα χέρια του, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ό,τι

υπήρχε ολόγυρα της, άλλα έσπασαν στον τοίχο και άλλα στο πάτωµα. ΄Όταν έµεινε

µόνη η φωτογραφία, στάθηκε για λίγο και αφρίζοντας της είπε:

- Και τώρα οι δύο µας. Θα λογαριαστούµε σαν άντρες.

Την έκανε χίλια κοµµάτια, όσο µικρότερα µπορούσαν τα χοντρά του δάχτυλα. Μετά

άρχισε να χοροπηδάει πάνω της σαν τρελός, όλο και πιο ψηλά, χωρίς καµιά

δυσκολία. Ένιωθε πως αλάφρωνε σε κάθε πήδηµα. Σαν να του έφευγε και ένα

κοµµάτι απ΄ το βάρος που ΄χε µέσα του. Μούσκεµα στον ιδρώτα, σταµάτησε. Ο

πατέρας του δίπλα τον κοιτούσε χαµογελαστός. Όπως τον κοιτούσε πάντα σαν τον

έβλεπε να µεγαλώνει και να παίρνει τα πατήµατα του. Να γίνεται κατ΄ εικόνα κι

οµοίωση του.

-Έτσι µπράβο. Έτσι να σε καµαρώνω παλληκαρά µου.

Γύρισε προς το µέρος του. Πρόσεξε πως τα ρούχα του ήταν ίδια µ΄ αυτά που

φορούσε και την ηµέρα που τον παρέσυρε και τον τσάκισε το αυτοκίνητο έξω απ΄

τη Φτέρα. Ήταν ακόµα καταµατωµένα, ξεσχισµένα.

-Γιατί κυκλοφορείς ακόµα µ΄ αυτά; Σ΄ αλλάξαµε δεν σ΄ αλλάξαµε;

Ο γέρος κόλλησε την ανάσα πάνω του και τον άρπαξε απ΄ τα µαλλιά.

-Ασε τα ρούχα. Κοίτα να ξεπλύνεις τις βρωµιές που αρχίσαν να µας πετάνε. Κοίτα

να κλείσεις καλά αυτή τη φορά την πόρτα.

Βρέθηκε στο πάτωµα µε το πρόσωπο κολληµένο στη σελίδα του άλµπουµ µε την

οικογενειακή τους φωτογραφία. Η µάνα του είχε σκύψει το κεφάλι και δεν έβλεπε το

πρόσωπο της και η αδερφή του το ΄χε γυρίσει από την άλλη µεριά. Μονάχα ο πατέρας

του τον κοιτούσε ίσια στα µάτια και του χαµογελούσε.

Σύρθηκε µε τα τέσσερα µέχρι το τηλέφωνο. Το νούµερο του Γεωργούλα το

θυµόταν απ΄ έξω και το σχηµάτισε αµέσως.

-Πρέπει να ΄ναι εκεί κιόλας. Κανόνισε να καθαρίσεις.

Θα ΄κλεινε το τηλέφωνο αλλά ο άλλος τον σταµάτησε.

-∆εν έχει εµφανιστεί κανένας ακόµα στο ξενοδοχείο που είπε. ΄Άσε που σήµερα

τους την έπεσε και η αστυνοµία και δε βλέπω να πλησιάζει εκεί άνθρωπος για µέρες.

Ο Παναγιώτης έµεινε για µερικές στιγµές σιωπηλός και ύστερα το µάτι του έπεσε

σ΄ ένα κοµµάτι χαρτιού που ήταν πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα στη συσκευή του

τηλεφώνου. Ήταν γραµµένο ένα όνοµα και ο γραφικός χαρακτήρας ήταν της Αλέκας.

Το πρόσωπο του έλαµψε.

-Γράψε ένα όνοµα, είπε στο Γεωργούλα, και κανόνισε να στείλεις τους δικούς σου

τώρα, αµέσως.

Ο Γεωργούλας σηµείωσε το όνοµα του ξενοδοχείου και ρώτησε.

-Μόνος θα ΄ναι;

Page 159: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

159

Πόση ώρα είχε περάσει που ΄φυγαν οι άλλοι και σε πόση ώρα θα φταναν τα

παλληκάρια του Γεωργούλα; ∆εν ήταν σε κατάσταση να υπολογίσει.

-Κάντε γρήγορα, πρόσθεσε και έκανε να κλείσει το τηλέφωνο.

-Και µε το χρήµα. Τι θα γίνει µε το χρήµα, ρώτησε διστακτικά ο Γεωργούλας.

-∆εν µ΄ εµπιστεύεσαι;

Του ανέβηκε το αίµα στο κεφάλι. Αν τον είχε µπροστά του θα τον έσχιζε µε τα

χέρια του. Έδωσε τόπο στην οργή του.

-Αύριο. Νωρίς αύριο το πρωί θα τα ΄χεις.

Page 160: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

160

53

Ο Βασίλης είχε φτάσει στη γωνία του καφενείου όταν άκουσε ένα αυτοκίνητο

πίσω του να φεύγει. Το µόνο που πρόλαβε να δει, ήταν την Αλέκα στη θέση του

συνοδηγού και πως ο οδηγός δεν ήταν σίγουρα ο Παναγιώτης.

Έκανε ένα βήµα µπρος αλλά σταµάτησε. Ο Παναγιώτης στεκόταν έξω απ΄ το

καφενείο. Ήθελε να τον πλησιάσει µα δεν τ΄ αποφάσιζε.

Τον είδε να φεύγει προς το σπίτι και σε λίγο τον ακολούθησε. Ανέβηκε τα σκαλιά

χωρίς να ενδιαφερθεί αν τον έβλεπε κανείς. Πήγαινε σαν υπνωτισµένος. Όταν έφτασε

στην πόρτα δεν κατάφερε να την ανοίξει. Το χέρι του πάγωσε στο πόµολο και του

ήταν αδύνατον να το στρίψει. Το τράβηξε και γύρισε να φύγει. Σωριάστηκε στο

πρώτο σκαλί.

Σ΄ όλο το δρόµο άλλη σκέψη δεν είχε στο µυαλό του παρά µόνο την εκδίκηση. Το

αίµα του πατέρα που δεν γνώρισε αισθανόταν να ποτίζει µέσα του το µίσος για τον

άνθρωπο που του πήρε τη ζωή και την στέρησε και από τη µάνα του. Ήθελε να του

σπάσει το κεφάλι, να τον δει να σέρνεται στο χώµα, να σπαρταράει µέχρι να κλείσει

τα µάτια του και ύστερα να του τραβήξει µε δύναµη από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι

και να το περάσει στο δικό του χέρι. Μόνον έτσι ήταν σίγουρος πως θα ησύχαζε η

µάνα του και ο πατέρας του που από τότε που έµαθε λεπτοµέρειες για την τραγωδία

τους, τους έβλεπε καθηµερινά στον ύπνο του να τρέχουν κυνηγηµένοι µέσα στη

νύχτα, κοιτώντας µε αγωνία πίσω τους. Η µάνα του ήταν έτσι ακριβώς όπως την

ήξερε πάντα, µα ο πατέρας του είχε τη δικιά του µορφή και αυτόν έβλεπε κάθε βράδυ

να ξεµένει πιο πίσω για να καθυστερήσει τους διώκτες τους και να σωθεί η Αλίκη.

Κάποιες φορές το κατάφερνε και ο Βασίλης συνέχιζε ήσυχα τον ύπνο του µέχρι το

πρωί. Άλλες πάλι όχι και ο Βασίλης πεταγόταν µέσα στη νύχτα για να ξηµερώσει

δίπλα στο παράθυρο του προσπαθώντας να πλάσει µε τη φαντασία του τα

συναισθήµατα εκείνου την ώρα που γέµιζαν τα πνευµόνια του νερό και τα στήθια

του πανικό καθώς έχανε τη µάχη και η Αλίκη θα έµενε µόνη και αβοήθητη.

Περνώντας, πριν από λίγο, δίπλα απ΄ το πέτρινο γεφύρι, δε σήκωσε τα µάτια του

πάνω του. Άρχισε να βηµατίζει αργά στην όχθη, µε σκυµµένο κεφάλι, αναζητώντας

κάποια αχνάρια. Κάτι που µπορεί τα σαράντα δύο χρόνια που πέρασαν να µην

κατόρθωσαν να σβήσουν. Σκόνταψε σε µια στοίβα από πέτρες, ξασπρισµένες απ΄ τον

ήλιο, άτακτα βαλµένες η µια πάνω στην άλλη σα να τις είχε βάλει εκεί κάποιο

βιαστικό ανθρώπινο χέρι. Μπορεί και να τις κουβάλησε το χώµα ή το νερό. Έσκυψε

και πήρε µια στα χέρια του αγγίζοντας την απαλά, τρυφερά, φοβούµενος µην την

πληγώσει µε το άγγιγµα του. Την ακούµπησε δίπλα του και άρχισε να αφαιρεί και τις

υπόλοιπες, µια, µια προσεκτικά. ∆υσκολεύτηκε να βγάλει αυτές που ΄ταν στην

τελευταία σειρά και όταν απέµεινε µόνο το αποτύπωµα τους στο χώµα, γονάτισε. Με

την παλάµη του δεξιού του χεριού ψηλάφισε το χώµα και το ΄νιωσε ζεστό. Έσβησε

και µε τις δύο του παλάµες τ΄ αποτυπώµατα απ΄ τις πέτρες κι ύστερα διαλέγοντας

κάποιες προσεκτικά, απ΄ το σωρό δίπλα του, σχηµάτισε ένα παραλληλόγραµµο, ίσα

που να χωράει έναν άντρα στα µέτρα του. Περίσσεψαν πολλές πέτρες και µ΄ αυτές

έγραψε: « Λεόν- Η ζωή του άξιζε λιγότερο απ΄ ένα δαχτυλίδι ».

Το λιγοστό νερό του ποταµού τον έβρεχε λίγο πιο κάτω απ΄ τα γόνατα. Ξέπλυνε

τα χέρια του και δοκίµασε λίγο απ΄ το νερό. Του φάνηκε στυφό, σαν να δοκίµαζε

αίµα. Είδε το νερό να κυλάει κόκκινο ανάµεσα στα πόδια του και τροµοκρατηµένος

βγήκε αµέσως στην όχθη. Στη Φτέρα έφτασε ξέπνοος, τρέχοντας.

-Είσαι ώρα εδώ;

Η φωνή του Παναγιώτη έκανε το Βασίλη να πεταχτεί απ΄ τη θέση του και να χάσει

την ισορροπία του. Βρέθηκε πεσµένος κάτω στο χώµα και ο άλλος έσκασε στα γέλια.

Page 161: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

161

-Αδέξιος είσαι πανάθεµα σε, του φώναξε και του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Έλα

µαζί µου. Σου έχω δουλειά.

Σηκώθηκε µα δεν τον ακολούθησε.

-Στάσου µια στιγµή, φώναξε.

Ο Παναγιώτης γύρισε απορηµένος. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο σαν να του

΄χε ανέβει όλο το αίµα στο κεφάλι. Έδειχνε όµως ήρεµος. Τα µάτια του δεν πετούσαν

τις σπίθες που είχε δει ο Βασίλης την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Έδειχναν,

κουρασµένα, µικρότερα.

-Τι θες;

-Το δαχτυλίδι.

Σάστισε για λίγο κι ύστερα χαµογέλασε.

-Το δαχτυλίδι. Τι να το κάνεις;

-Πού το βρήκες;

-Λογαριασµό θα σου δώσω…

Έσφιξε τα χείλη του. Οι ερωτήσεις του Βασίλη είχαν αρχίσει να τον εκνευρίζουν.

Η επιµονή του στο δαχτυλίδι τον εξόργιζε. «Τι ήθελε και τούτος ο διάολος αυτή την

ώρα;». Το σταθερό βλέµµα του άλλου που τον κοιτούσε χωρίς καν να παίζουν τα

µατοτσίνορα του είχε αρχίσει κάπως να τον ανησυχεί. Ταλαντεύτηκε λίγο και ύστερα

σήκωσε τη γροθιά σηµαδεύοντας το πρόσωπο του. ∆εν τον πέτυχε. Ο Βασίλης έκανε

ένα βήµα στο πλάι, άρπαξε το χέρι του και µε µια κίνηση του τον ξάπλωσε στο χώµα.

Μέχρι να συνέλθει ο Παναγιώτης, του ΄χε καρφώσει κιόλας το γόνατο στο στέρνο.

Σήκωσε τη γροθιά του αλλά δεν την κατέβασε. Έµεινε εκεί µετέωρη όπως έµεινε

µετέωρο και το βλέµµα του πάνω στον άνθρωπο που έδειχνε πια τόσο αδύναµος,

τόσο µικρός. ΄Ένα µε το χώµα.

Για µερικά δευτερόλεπτα δεν κινήθηκε κανείς. Η ανάσα του ενός να µπερδεύεται

µε την ανάσα του άλλου.

-∆εν θα µε χτυπήσεις, µίλησε πρώτος ο Παναγιώτης.

∆εν του απάντησε. Μόνο σηκώθηκε από πάνω του, δίνοντας του το χέρι.

∆εν το δέχτηκε. Σηκώθηκε µόνος του και καθώς τίναζε τις σκόνες απ΄ τα ρούχα

του, του πέταξε.

-Σ΄ αυτό δε µοιάζουµε. Αν σ΄ είχα από κάτω δεν θα µου γλίτωνες…

Τα λόγια του τον κεραυνοβόλησαν.

-Γιατί, σε τι µοιάζουµε;

Τα µάτια του Βασίλη πετούσαν φωτιές. Του άλλου γελούσαν. Κορόιδευαν.

-Έλα, ντε.

Το χαστούκι που δέχτηκε στο πρόσωπο, απρόσµενα, άφησε στο πρόσωπο του

δαχτυλιές και τ΄ αποτύπωµα του δαχτυλιδιού.

∆εν πρόλαβε ν΄ αντιδράσει. Ο Παναγιώτης είχε κιόλας αποµακρυνθεί. Το σηµάδι

απ΄ το δαχτυλίδι τον έτσουζε.

-Θα λογαριαστούµε, όποιος διάολος και να είσαι. Θα λογαριαστούµε. Ο

Παναγιώτης δεν αφήνει ποτέ του ανοιχτούς λογαριασµούς. Τ΄ ακούς; Ποτέ του!

-Θα είµαι εδώ, είπε µε σιγανή αλλά σταθερή φωνή ο Βασίλης. Θα είµαι εδώ!

Page 162: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

162

54

Όση αξιοπρέπεια και αυτοσεβασµός του είχαν µείνει, προέτρεπαν τον Ταξίαρχο

να µη συνεχίσει το δρόµο του προς το αστυνοµικό τµήµα της Αξιούπολης. Συνέχιζε

όµως να περπατά καθοδηγούµενος απ΄ το φόβο που είχε φωλιάσει µέσα του και

έκανε το στοµάχι του να σφίγγεται, τα µηνίγγια του να χτυπάνε, ξέροντας πολύ καλά

πως ο Παναγιώτης δε συνήθιζε µόνο να εκτοξεύει αλλά και να πραγµατοποιεί τις

απειλές του.

Όσο πλησίαζε, αναζητούσε απεγνωσµένα το κουράγιο να σταµατήσει και να

γυρίσει πίσω, έστω και αν η γνώση του κινδύνου που θα έκρυβε µια τέτοια πράξη

του, έκανε ήδη τα πόδια του να λυγίζουν.

Περνώντας µπροστά από µια παιδική χαρά όπου οι φωνές των παιδιών που

έπαιζαν ποδόσφαιρο και ανεβοκατέβαιναν στις κούνιες και την τραµπάλα χαλούσαν

τον κόσµο, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ένα δικό του παιδί, αν είχε αποκτήσει, θα

ήταν περήφανο για τον πατέρα του. Για την τιµητική αποστρατεία µετά από τόσα

χρόνια άκαπνης υπηρεσίας στο στράτευµα, ή για το ότι προσπαθούσε να µπει στο

χώρο της πολιτικής σπρωγµένος από κάποιους άλλους, υποχρεωµένος να πορευτεί

στο δρόµο που εκ των προτέρων είχαν χαράξει για λογαριασµό του;

Ένα παιδί κλώτσησε δυνατά τη µπάλα και αυτή σταµάτησε στο δεξί του πόδι. Το

παιδί αναψοκοκκινισµένο έτρεξε κοντά του µα δεν τον πλησίασε. Έσκυψε έπιασε τη

µπάλα και του την πρότεινε. Ήταν µια πράξη που δε τη συνήθιζε. Τη στιγµή όµως

εκείνη ήθελε να νιώσει καλύτερα και δεν µπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο.

Το παιδί έµεινε ακίνητο να τον κοιτάζει µε δέος και όταν ο Ταξίαρχος τέντωσε το

χέρι του προς το µέρος του έκανε ένα βήµα πίσω. Ξανάφησε τη µπάλα στο έδαφος

και συνέχισε. ∆εν ήξερε καν πώς να πλησιάσει ένα παιδί, όπως δεν ήξερε και πώς να

πλησιάσει την Αλέκα.

Και µόνο που ήρθε σαν σκέψη στο µυαλό του χαλάρωσε. Άρχισε να βαδίζει τώρα

πιο αργά. Πίστευε πως όσο πιο γρήγορα έφτανε στον προορισµό του, τόσο

γρηγορότερα θα έφευγε και εκείνη απ΄ το µυαλό του και θα την έχανε. Ίσως να την

έχανε παντοτινά. Ήταν σίγουρος γι΄ αυτό. Αν η Αλέκα µάθαινε για την πράξη του,

δεν υπήρχε περίπτωση να την εγκρίνει και να τον επαινέσει και το λιγότερο που θα

ζητούσε θα ήταν να µην την φέρνει ούτε στο µυαλό του. Κι ο ίδιος όµως δεν θα το

τολµούσε πια. Θα τη ντρεπόταν.

Θα τη ντρεπόταν όσο δεν τη ντράπηκε την πρώτη φορά που άφησε στην παλάµη

της το πρώτο ερωτικό στιχάκι, γραµµένο απ΄ το χέρι του που έτρεµε και εκείνη τον

κοίταξε απορηµένη µη πιστεύοντας στα µάτια της γι΄ αυτή του τη χειρονοµία. ∆εν

ήξερε αν το κατάλαβε, αν το εκτίµησε έτσι, αλλά για τον Ταξίαρχο ήταν µια πράξη

γενναιότητας και τρέλας µαζί. Μια πράξη εντελώς έξω απ΄ αυτόν που χρειάστηκε να

επιστρατεύσει όλο του το κουράγιο για να την ολοκληρώσει. ∆εν περίµενε να δει την

αντίδραση της αφού κατά βάθος δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Της το έδωσε και

έφυγε για να γιορτάσει µόνος του την πρώτη νίκη που πέτυχε απέναντι σ΄ έναν εχθρό

που κουβαλούσε χρόνια µέσα του. Την ατολµία του. Ακολούθησαν και άλλες,

ανάλογες, νίκες, η µια πίσω απ΄ την άλλη και κάθε φορά απολάµβανε να βλέπει τη

φαντασία του µεθυσµένη να πλάθει ιστορίες ηρωικών πράξεων µε ένα και µοναδικό

θέµα. Απελευθέρωναν την Αλέκα από τα δεσµά που την κρατούσαν φυλακισµένη σ΄

αυτή τη µίζερη και άθλια ζωή, νικώντας το δεσµοφύλακα της, τον Παναγιώτη µετά

από σκληρή µάχη. Κι εκείνος ως απελευθερωτής της, στεκόταν πια µπροστά της,

µεγάθυµος και αξιοπρεπής, περήφανος και χωρίς καµιά υστεροβουλία, έτοιµος ν΄

αρκεστεί σ΄ ένα απλό ευχαριστώ της. Μα εκείνη, πληµµυρισµένη από ευγνωµοσύνη

για το σωτήρα της, έπεφτε στα πόδια του και του ζητούσε να την κάνει δική του,

προσφέροντας της όσα µέχρι τότε στερήθηκε. Ο Ταξίαρχος, έσκυβε, τη σήκωνε

Page 163: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

163

απαλά, πιάνοντας τη και µε τα δύο του χέρια και την έβαζε να πιαστεί στο δεξί του

µπράτσο για να βαδίσουν µαζί την οδό του θριάµβου. Ήταν ένας θριαµβευτής που

δεν ήθελε ν΄ αποκτήσει υποτακτικούς. Μόνο συµπαραστάτες και συνοδοιπόρους.

Έκοψε το βήµα του και στάθηκε καταµεσής του δρόµου. Πώς ήταν δυνατόν να

ξαναφέρει στο µυαλό του τη µορφή της Αλέκας αν έφτανε στο αστυνοµικό τµήµα και

έκανε ό,τι του είχαν υπαγορεύσει; Αν την ξανάφερνε θα ΄πρεπε πλέον να βλέπει και

τον εαυτό του πίσω απ΄ τα ίδια δεσµά και την ελπίδα να την ελευθερώσει κάποια

µέρα να φτερουγίζει µακριά τους. Όχι, δεν ήταν δυνατόν να της το κάνει αυτό ακόµα

και αν η µοναδική του ανταµοιβή ήταν ένα απλό ευχαριστώ. Ούτε κι αυτό όµως το

χρειαζόταν. Θα ανταµειβόταν και µε το παραπάνω βλέποντας την ατολµία που τον

καταδυνάστευε να κείτεται νεκρή µπροστά στα πόδια του. Θα εισέπραττε τη

µεγαλύτερη ανταµοιβή και µόνο που θα αισθανόταν ο ίδιος τόσο όµορφα, όσο

ελάχιστες φορές στη ζωή του.

Ξανάρχισε να περπατά µε ταχύτερο πλέον βήµα και τη µόνη απόφαση που

µπορούσε να πάρει καλά δεµένη µέσα του. Ήταν σίγουρος πια πως η µορφή της

Αλέκας αποκλείεται να χανόταν απ΄ το µυαλό του.

Έφτασε στο αστυνοµικό τµήµα, είπε µε κάθε επισηµότητα τον τίτλο του στο

φρουρό και ζήτησε να δει τον αξιωµατικό υπηρεσίας.

Page 164: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

164

55

Ο Βασίλης ακολούθησε µε το βλέµµα τον Παναγιώτη. ∆ε βιαζόταν να κάνει την

όποια κίνηση του. Ήθελε να ΄ναι σίγουρη και καλά µελετηµένη. Εξάλλου ήταν ακόµα

τόσο µπερδεµένα όλα µέσα στο µυαλό του που ήταν σίγουρος πως το χέρι του δεν θα

κατάφερνε να σταθεροποιηθεί σ΄ όποια εντολή και αν του έδινε. Η σκέψη του

ακροβατούσε ανάµεσα στο να πάρει εκδίκηση και στο να τραπεί σε φυγή, αφήνοντας

τα πράγµατα όπως είχαν. Ναι, τώρα µπορούσε να το παραδεχτεί πως υπήρχε και

αυτήν η εκδοχή. Όσο και αν τον έπνιγε η οργή για τον άνθρωπο που αναίτια και

απρόκλητα είχε αφαιρέσει τη ζωή των γονιών του, σκοτώνοντας τον ένα και

µετατρέποντας τον άλλο σε απλό παρατηρητή των ηµερών του, δεν αναγνώριζε

ξεκάθαρα στον εαυτό του το δικαίωµα να γίνει αυτός ο τιµωρός του.

Τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί µε µεγάλη ταχύτητα που δυσκολευόταν να τα

παρακολουθήσει. Κατά βάθος δεν περίµενε πως θα συναντούσε ποτέ µπροστά του

αυτό τον άνθρωπο. Μάλλον είχε πειστεί πως πέρασε και αυτός οριστικά και

αµετάκλητα στο περιθώριο της ιστορίας και ότι διασχίζοντας τα µέρη όπου παίχτηκε

το δράµα των γονιών του, θα κατάφερνε µόνο να συνθέσει στο µυαλό του µερικές

από τις εικόνες που του διηγήθηκε η µάνα του κι αυτές θαµπές και θολές, για να τις

κρατήσει εκεί για όσο ζούσε, σαν να κρατούσε ένα παλιό οικογενειακό άλµπουµ,

ανεκτίµητο κειµήλιο µιας ζωής που ο ίδιος δεν έζησε.

Το παρελθόν όµως ήταν εδώ ζωντανό µπροστά του, κι είχε γίνει για κείνον ένα

εφιαλτικό παρόν που καλούνταν να αντιµετωπίσει και δεν ήξερε πώς. Το ν΄ αφανίσει

τον Παναγιώτη µε τα ίδια του τα χέρια, ήταν η πρώτη σκέψη, αλλά δεν άργησε να

διαπιστώσει πως δεν ήταν αυτήν που ταίριαζε στον ίδιο.

Έφερε τα χέρια του µπροστά στα µάτια του σαν να προσπαθούσε να δει πτυχές

τους που δε γνώριζε. Μπορεί όσο ήταν στη Ρωσία να ήταν χέρια που είχαν εξασκηθεί

µόνο στο πιάνο και σ΄ άλλα µουσικά όργανα και στην Ελλάδα να άντεξαν στα

διάφορα φορτία, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν ήταν τα κατάλληλα χέρια που θα

σήκωναν και το βάρος ενός φόνου.

Από την άλλη µεριά όµως, τρελαινόταν και µόνο στη σκέψη πως είχε µπροστά του

τον άνθρωπο που αφαίρεσε απ΄ τους γονείς του τη ζωή και ο ίδιος πριν λίγο δεν είχε

καν προσπαθήσει να του κάνει το ίδιο, αλλά το ανέβαλε, περιµένοντας τάχα την

κατάλληλη ώρα. Αυτήν την ώρα που δεν θα ερχόταν ποτέ γιατί ξέροντας καλά τον

εαυτό του το ΄χε καλύτερο να κάνει κάποιο κακό στον ίδιο, παρά σε κάποιον άλλο,

προτιµώντας να βασανίζεται απ΄ τις Ερινύες ενός ανεκπλήρωτου χρέους, παρά να τον

κυνηγάνε οι τύψεις που σήκωσε το ανάστηµα του για να βγει πιο ψηλά κι απ΄ τον ίδιο

το Θεό, κάνοντας αυτό που µόνο εκείνος είχε δικαίωµα. Ν΄ αφαιρέσει µια ζωή.

Ο Βασίλης ποτέ άλλοτε δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη του Θεού, αλλά την

αισθάνθηκε όταν άφησε πίσω του το Σακκά και πήρε το δρόµο της επιστροφής για τη

Φτέρα. Τότε, ένιωσε πραγµατικά τόσο µόνος και αδύναµος που χωρίς να το

καταλάβει µπήκε στην πρώτη εκκλησία που βρήκε µπροστά του, βγαίνοντας απ΄ την

Αξιούπολη.

∆εν άναψε κερί, ούτε έσκυψε να φιλήσει κάποια απ΄ τις εικόνες. Ήθελε µόνο να

µιλήσει στο Θεό, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν αυτός ανήκε στους Εβραίους, στους

Χριστιανούς ή σ΄ οποιονδήποτε άλλο. Ήθελε απλώς ν΄ ακουµπήσει σε κάτι ανώτερο

απ΄ αυτόν και απ΄ όλους τους άλλους ανθρώπους, σε κάτι που µπορούσε να σταθεί

πάνω απ΄ τις δικές τους µικρότητες, τα δικά τους λάθη και τις αµαρτίες τους. Σήκωσε

το βλέµµα του στο αγιογραφηµένο ταβάνι και είδε παντού την ίδια µορφή να τον

κοιτάει ίσια στα µάτια, περιµένοντας κάτι να του πει.

Λέξη δε βγήκε απ΄ τα χείλη του, µα έµεινε να τον κοιτάει µε τα µάτια δακρυσµένα,

όταν στάθηκε απέναντι του. Ένας Θεός που δεν είχε πια κάποια µορφή, ούτε όνοµα.

Page 165: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

165

Μόνο ένα βλέµµα, γαλήνιο που χυνόταν αργά, αργά ολόγυρα του και τον αγκάλιαζε

τρυφερά. Ένας Θεός που άπλωσε το ζεστό του χέρι και το ακούµπησε πάνω του,

διώχνοντας από µέσα του όλες εκείνες τις ξένες φωνές που τον καλούσαν να οπλίσει

το χέρι του και να το βουτήξει στο αίµα. Ένας Θεός που τον κάλεσε, προφέροντας το

όνοµα του, µε τη φωνή του πατέρα του, και του ζήτησε ν΄ αφήσει πίσω του τα

περασµένα και να βαδίσει προς το µέλλον.

-Μα…, προσπάθησε να φέρει αντίρρηση ο Βασίλης.

-Μην ψάχνεις άλλο κέρδος, του είπε εκείνος. Το µόνο κέρδος που µπορείς να

προσµένεις είναι που απ΄ εδώ και πέρα θα ζήσεις µε τη χαρά πως ενώ ήξερες

κατάφερες να συγχωρέσεις.

Του Βασίλη του φάνηκε βαρύ. ∆ύσκολο.

-Θα τα καταφέρω;

-Αξίζει να προσπαθήσεις. Είναι πιο δύσκολο να συγχωρέσεις, απ΄ το να µισείς,

αλλά αξίζει να προσπαθήσεις. Κάντο για σένα, για να ΄ναι πιο ευκολοδιάβατος ο

δρόµος που έχεις µπροστά σου.

Μ΄ αυτές, τελευταίες του λέξεις, χάθηκε. Οι φλόγες των αναµµένων κεριών

τρεµόπαιξαν λίγο καθώς πέρασε από δίπλα τους κι ύστερα έµειναν ξανά ασάλευτες.

Ο Βασίλης έκλεισε απαλά την πόρτα της εκκλησίας πίσω του και επέστρεψε στη

Φτέρα χωρίς να καταφέρει σ΄ όλη τη διαδροµή να ξεδιαλύνει τι πραγµατικά θα ήθελε

να κάνει.

Τώρα όµως, βλέποντας τον Παναγιώτη ν΄ αποµακρύνεται, κατάλαβε πως η

απόφαση είχε δέσει καλά µέσα του. ∆εν θα χαλούσε µια ζωή αφού δεν ήταν στο χέρι

του να ξαναφέρει πίσω αυτές που χάθηκαν οριστικά.

Ένιωθε ήδη καλύτερα που αν και βρέθηκε σε θέση ισχύος απέναντι στον

Παναγιώτη, προτίµησε να µην κάνει χρήση της εξουσίας του. Ο κύκλος του αίµατος

ήταν πολύ µεγάλος και δεν θα ΄θελε να προσθέσει έναν ακόµα κρίκο.

Πήρε το δρόµο που θα τον έφερνε µακριά απ΄ τον οικισµό. Ανακάλεσε στη µνήµη

του το µοτίβο µιας αγαπηµένης του µελωδίας. Η γλώσσα του, όπως τα επιδέξια

µακριά του δάχτυλα χάιδευαν τα πλήκτρα του πιάνου, έπαιξε το ρυθµό ακουµπώντας

απαλά πότε στον ουρανίσκο και πότε στα δόντια του. Η µουσική τον γέµιζε µ΄

αισιοδοξία. Ελάφρυνε το βήµα και την καρδιά του.

Page 166: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

166

56

Ο Μανώλης καθώς πλησίαζε προς το καφενείο, έβγαλε την ταχύτητα απ΄ το

αυτοκίνητο και τ΄ άφησε να τσουλήσει. Μόλις έφτασε ακριβώς µπροστά του, το

ακινητοποίησε και κατέβηκε. Στο πορτ µπαγκαζ είχε φορτωµένα όλα τα πράγµατα

του, µα δεν ήταν έτοιµος ακόµα να φύγει.

Μπήκε στο καφενείο και βρήκε τον Παναγιώτη να γυρνάει άσκοπα και το

Γιαννίδη καθισµένο σε µια καρέκλα µε τα χέρια βαλµένα ανάµεσα στα πόδια του.

Μόλις τον είδε ο Παναγιώτης σταµάτησε και τον κοίταξε ίσια στα µάτια

περιµένοντας να κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση.

-∆ιώχτον αυτόν, έχουµε να µιλήσουµε, έδειξε µε το κεφάλι το Γιαννίδη ο

Μανώλης.

Κανονικά θα τον πέταγε έξω και µόνο από το ύφος του, αλλά αυτή τη φορά κάτι

τον προέτρεψε να µην το κάνει. Γύρισε µόνο προς το Γιαννίδη και του κανε νόηµα να

φύγει.

Πήρε µια καρέκλα, τη γύρισε ανάποδα και κάθισε ακουµπώντας τα µπράτσα του

στην πλάτη της.

-Τι έχουµε να πούµε;

-Ποιος ήταν αυτός ο ξένος που ΄χες στο µαγαζί σου; Από πού ξεφύτρωσε;

Ο Παναγιώτης πετάχτηκε όρθιος αρπάζοντας την καρέκλα, έτοιµος να του τη

φέρει στη κεφάλι.

-Εδώ τσόγλανε, τις ερωτήσεις τις κάνω εγώ. Λέγε γρήγορα τι θέλεις και

εξαφανίσου.

Ο Μανώλης δε δείλιασε, ούτε φοβήθηκε απ΄ την κίνηση του Παναγιώτη.

-Τώρα άρχισες να κουβαλάς απ΄ έξω για να σου πηδάνε τη γυναίκα;

Η καρέκλα θα τον έβρισκε στο κεφάλι αν δεν προλάβαινε να σκύψει. Στάθηκε

πάλι όρθιος κοιτώντας κατάµατα τον άλλο που έβραζε.

-Αν δεν µε πιστεύεις, πήγαινε µέσα στην αποθήκη να δεις τα σηµάδια. Όλη νύχτα

την τακτοποιούσε.

Ο Παναγιώτης άρχισε να γυρνάει ολόγυρα σαν το αγριεµένο θεριό στο κλουβί.

Όταν τον άρπαξε απ΄ το λαιµό και άρχισε να τον σφίγγει ο Μανώλης δεν έκανε καµιά

προσπάθεια να ξεφύγει. Μόνο του είπε.

-Η αλήθεια σε τρελαίνει Παναγιώτη. Άρχισες να χάνεις το παιχνίδι. Παραδέξου το.

Τον πέταξε κάτω και έπεσε απάνω του χτυπώντας τον µε µανία. Το πρόσωπο του

γέµισε αίµατα αλλά δεν τον λυπήθηκε. Συνέχισε να τον χτυπάει βρίζοντας τον. Μόνο

που δε χτυπούσε το Μανώλη. Άλλος ήταν ο στόχος του.

-Πουτάνα. Στα ΄δωσα όλα, σε πήρα απ΄ τα χώµατα και έτσι µε πληρώνεις;

∆ε θυµόταν πόσες φορές τον χτύπησε και όταν σηκώθηκε από πάνω του άρχισε να

πετάει τις καρέκλες και να σπάζει ό,τι έβρισκε µπροστά του. Ο Μανώλης

προσπάθησε ν΄ ανασηκωθεί µα ζαλισµένος ξανάπεσε κάτω. Ένα βήµα µετά την

πόρτα τον βρήκε πεσµένο ο Παπαγιώργης που βλέποντας τα αίµατα στο πρόσωπο του

και τα µάτια του να µην ξεχωρίζουν άρχισε να φωνάζει.

-Τρελάθηκες; Κι άλλα µέτωπα θ΄ ανοίξουµε τώρα;

Βοήθησε το Μανώλη να σηκωθεί και προσπάθησε να µάθει τι έτρεξε.

-Τι του είπες και σ΄ έκανε έτσι;

-Προσπάθησα να του ανοίξω τα µάτια, ψέλλισε εκείνος και άρχισε να µετράει µε

το δάχτυλο τα δόντια του για να δει αν ήταν όλα στη θέση τους.

Ο Παπαγιώργης τον ακούµπησε σε µια καρέκλα και πλησίασε τον Παναγιώτη. Το

βλέµµα του τον τρόµαξε. Μόνο για βλέµµα λογικού ανθρώπου δεν έδειχνε. ∆εν

πρόλαβε να πει κουβέντα και ο Παναγιώτης τον άρπαξε απ΄ το γιακά.

Page 167: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

167

-Ό,τι φάγατε, φάγατε. Τώρα θα πληρώσετε όλοι τα χρωστούµενα. Όλοι σας.

Έσπρωξε τον παπά µε δύναµη και βγήκε έξω τρέχοντας. ∆ιέκρινε µόνο το

Γιαννίδη να ξεµακραίνει. Στριφογύρισε δύο τρεις φορές στο ίδιο σηµείο µα δεν

εντόπισε πουθενά τη φιγούρα του Βασίλη.

Page 168: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

168

57

Ο Αντώνης µέχρι να περάσουν και την Αξιούπολη δε µίλησε στη µάνα του. Την

παρατηρούσε µόνο που έσφιγγε νευρικά τα χέρια της, το ένα µες το άλλο, και

προσπαθούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε µέσα απ΄ το παραλήρηµα της.

Όταν βγήκαν στον µεγάλο δηµόσιο δρόµο έλυσε τη σιωπή του.

-∆εν θα µου πεις;

Γύρισε απορηµένη προς µέρος του.

-Τι να σου πω; Μήπως ξέρω κι εγώ;

-Πού πάµε;

-Γύρισε ο αδερφός µου, ο Αργύρης και µας περιµένει στη Σαλονίκη.

Ο Αντώνης δε ρώτησε τίποτα άλλο σίγουρος πως δεν θα έπαιρνε απαντήσεις.

Προσπάθησε ν΄ αφοσιωθεί στην οδήγηση, ελπίζοντας οι σκέψεις που τριγυρνούσαν

στο µυαλό του να µην του αποσπούσαν την προσοχή και τους έβγαζαν απ΄ το δρόµο.

«Πώς να ΄ναι άραγε ο Αργύρης;». Η Αλέκα πάσχιζε να φέρει στο µυαλό της τον

αδερφό της όπως τον θυµόταν χρόνια πριν, όταν έπαιρνε το δρόµο για την Αµερική.

Στο µυαλό της δεν µπορούσε ποτέ να ξεχωρίσει τη µορφή του απ΄ τη µορφή του

πατέρα της. Ταυτίζονταν όπως είχαν ταυτιστεί ο ρόλος του πατέρα και του αδερφού

που για αρκετά χρόνια έπαιξε στη ζωή της ο Αργύρης. Μέχρι να πάρει την απόφαση

και να φύγει, αυτός ήταν µπροστά για όλα.

Η συµβουλή της µάνας τους πριν πεθάνει, «να είστε µονοιασµένοι και

αγαπηµένοι» τηρήθηκε κι απ΄ τους δύο, αφού και δεν είχαν κανέναν άλλο στον κόσµο

ν΄ ακουµπήσουν αλλά και τίποτα να µοιράσουν. Η λίγη γη που ΄χε κάποτε ο πατέρας

τους στην κατοχή του, ξαναπέρασε στα χέρια της Αλέκας αφ΄ ότου παντρεύτηκε τον

Παναγιώτη, αλλά ποτέ δεν την ένιωσε δική της. Όπως τίποτα απ΄ όσα ήταν γραµµένα

στο όνοµα του συζύγου της και κάποια απ΄ αυτά γράφτηκαν και στο δικό της, δεν τα

θεώρησε πραγµατικά δικά της. «Όταν νιώθεις µακρύτερα και από ξένο τον άνθρωπο

µε τον οποίο µοιράζεσαι τη ζωή σου, πώς να νιώσεις δικά σου αυτά που ορίζει»,

σκεφτόταν πάντα η Αλέκα και µπορεί να µην το ΄λεγε αλλά το ΄δειχνε µε κάθε τρόπο

εξοργίζοντας τον Παναγιώτη που το καταλάβαινε πολύ καλά. Όπως πολύ καλά

καταλάβαινε πως µπορεί να ΄χε αποκτήσει το κορµί της αλλά το µυαλό της ταξίδευε

πάντα αλλού, δηµιουργώντας εικόνες που την αποµάκρυναν από την πραγµατικότητα

που απ΄ την αρχή δεν της άρεσε.

«Μεράκι το ΄χω, να ΄ρθεις µια φορά εσύ ν΄ αποζητήσεις την αγκαλιά µου», της

είπε κάποτε αλλά η Αλέκα δεν το ΄κανε ούτε και για να του ρίξει στάχτη στα µάτια.

Την αηδία που της προκαλούσε ακόµα και το παραµικρό του άγγιγµα δεν έκανε την

παραµικρή προσπάθεια να την κρύψει απ΄ την αρχή και τα µάτια της τα έκλεινε κάθε

φορά που έπεφτε πάνω της, για να µην αφήσει την εικόνα του να περάσει στο µυαλό

της. Του είχε παραχωρήσει τη ζωή της, αλλά δε σκόπευε να του παραδώσει ποτέ

έστω και την πιο µικρή γωνιά του µυαλού της, που ήθελε να το κρατάει καθαρό και

αµόλυντο από την παρουσία του για να σκαρώνει εκεί µέσα τις δικές της στιγµές. Τις

στιγµές που ανήκαν µονάχα σ΄ εκείνη.

Την πρώτη και τη µοναδική φορά που αισθάνθηκε γυναίκα ήταν όταν δόθηκε στο

Βασίλη, ενώ κάθε φορά που υποτασσόταν στις ορέξεις και τις επιθυµίες του συζύγου

της, πίστευε πως απλώς αποπλήρωνε ένα χρέος. Ένα χρέος που µπορεί να είχαν

δηµιουργήσει άλλοι, αλλά που η ίδια έπρεπε να πληρώσει. Και επειδή αυτοί δεν ήταν

ξένοι αλλά οι ίδιοι οι γονείς και ο αδερφός της, το έκανε επιστρατεύοντας όλη την

υποµονή και την ανοχή που έκρυβε µέσα της.

Η υποµονή όµως αυτή και η ανοχή κατάλαβε πως είχαν εξαντληθεί την ώρα που ο

Βασίλης µπήκε για πρώτη φορά µέσα της, κάνοντας την ν΄ ανακαλύψει πως είναι να

Page 169: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

169

χαίρεσαι το άγγιγµα του άλλου και ν΄ αποζητάς τα φιλιά του. Τότε πλέον ήταν

σίγουρη πως το χρέος της προς τον Παναγιώτη είχε πλέον αποπληρωθεί και ό,τι κι αν

της έλεγε ο αδερφός της που την κάλεσε να τον συναντήσει µε κάθε µυστικότητα στη

Θεσσαλονίκη, µαρτυρώντας απ΄ τον τόνο της φωνής του πως κάτι σοβαρό που

αφορούσε το σύζυγο της είχε να της πει, δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά µόνο η

σφραγίδα που θα έµπαινε στο παλιό χρεόγραφο και θα έγραφε «εξοφλήθηκε».

Page 170: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

170

58

Το στενό χωµατόδροµο που οδηγούσε µέσα από αµπέλια, φυτείες καπνών και

σιταροχώραφα στο ξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας, ο Αβραάµ τον διήνυσε και άλλες,

πολλές, φορές, µα τούτη του φαινόταν σαν να ΄ταν η πρώτη. Τις άλλες φορές, καθώς

έσπρωχνε το καρότσι της Κούλας που γκρίνιαζε κάθε που µια από τις ρόδες του

έβρισκε σε πέτρα πως έπρεπε να προσέχει για να µην την κοψοµεσιάσει, τον ανέβηκε

µε σκυµµένο κεφάλι. Το ακριβές µήκος του χωµατόδροµου, το ΄χε µετρηµένο µε τα

βήµατα του και όταν έφτανε στα ενενήντα έπαιρνε µια βαθιά ανάσα για να βγάλει

την ανηφοριά που ακολουθούσε µετά τη δεξιά στροφή και µια ακόµα µετά την

αριστερή στροφή στα εκατόν πενήντα βήµατα περίπου, για να βγάλει τη δεύτερη. Την

απόσταση µέχρι το προαύλιο της εκκλησίας την είχε µετρηµένη πάνω, κάτω στα

τριακόσια βήµατα και αυτό γιατί πολλές φορές πισωπατούσε γλιστρώντας στο χώµα

και όλο το βάρος της Κούλας ερχόταν καταπάνω του. Τότε έκανε πολλά βήµατα επί

τόπου για να σταµατήσει το καρότσι και να ξαναξεκινήσει, χωρίς όµως να σταµατάει

το µέτρηµα µέσα του, κρατώντας έτσι την προσοχή του στραµµένη σ΄ αυτό για να µη

δίνει σηµασία στην Κούλα που τον έβριζε χαµηλόφωνα, µη παραλείποντας

ταυτόχρονα να χαιρετάει όποιον γνωστό της περνούσε.

Όταν µε το καλό έφταναν στην εκκλησία, έδινε µια ώθηση στο καρότσι και άφηνε

την Κούλα να συνεχίσει µόνη της µέχρι την πόρτα. Εκεί, όλο και κάποιες γνωστές της

Κούλας βρίσκονταν να σύρουν το καρότσι µέχρι µέσα, για να µην πατήσει ο Οβραίος

το πόδι του στον ιερό χώρο.

Ο Αβραάµ, µε σκυµµένο ακόµα το κεφάλι και την ανάσα να βγαίνει µε δυσκολία

απ΄ τα στήθια του, διάλεγε το πιο αποµακρυσµένο παγκάκι και περίµενε µέχρι να

σχολάσει η λειτουργία και να τον φωνάξουν να παραλάβει την Κούλα για το

κατέβασµα.

∆ιάλεξε το ίδιο παγκάκι και ξάπλωσε αφήνοντας το αεράκι που φυσούσε να

δροσίσει το ταλαιπωρηµένο του κορµί που αποζητούσε λίγη ξεκούραση. ∆εν

ακουγόταν τίποτα, παρά µόνο το θρόισµα των φύλλων που ΄χαν αρχίσει να

κιτρινίζουν. Έκλεισε τα µάτια του και προσπάθησε να κοιµηθεί. ∆εν του κολλούσε

όµως ύπνος, παρ΄ό,τι αισθανόταν τσακισµένος απ΄ την κούραση και την αγρύπνια και

δεν ήθελε στ΄ αλήθεια να κοιµηθεί. Προτιµούσε να µείνει ξάγρυπνος και να χαρεί όσο

µπορούσε περισσότερο τη γαλήνη που του χάριζε η φύση µε την ηρεµία της.

Ένας ξένος ήχος χώθηκε ανάµεσα στους ήχους της φύσης, ανατρέποντας την

αρµονία τους. Πετάχτηκε όρθιος. Αναζήτησε κάποιο περίγραµµα που δεν θα ταίριαζε

µε τα σχήµατα των δένδρων. ∆εν φαινόταν κανείς. Η φωνή του Πέτρου έφτασε

καθαρά στ΄ αυτιά του. Τον προκαλούσε να βρει που ήταν κρυµµένος γιατί αλλιώς

αυτός θα τα φυλούσε και πάλι. Έτρεξε πίσω απ΄ το Ιερό. Άφαντος. ∆οκίµασε την

πόρτα της εκκλησίας. Κλειδωµένη. Έσκυψε κάτω απ΄ τα παγκάκια ψαχουλεύοντας

ακόµα και το παχύ στρώµα απ΄ τις πευκοβελόνες που ήταν απλωµένες παντού.

∆εν τον βρήκε. Ο Πέτρος είχε κρυφτεί και πάλι τόσο καλά που ο Αβραάµ ήταν

αδύνατον να τον ξετρυπώσει. Πήρε και πάλι το δρόµο προς το παγκάκι του

απογοητευµένος. Κάθισε και άρχισε να εξερευνά το πάνω µέρος των χεριών του,

εκεί που ήταν αποτυπωµένα τα χρόνια του. Όλα αυτά τα χρόνια που µεσολάβησαν

από τότε που µπόρεσε ν΄ ανακαλύψει για τελευταία φορά την κρυψώνα του Πέτρου,

του παιδικού του φίλου. Ήταν µια εικόνα που του ήταν αδύνατον να σβήσει απ΄ το

µυαλό του. Τον είχε βρει κουρνιασµένο σ΄ ένα κοίλωµα µιας πλαγιάς, σ΄ εκείνο το

ξωκλήσι της Καστοριάς, όπου συνήθιζαν να περνούν πολλά απογεύµατα µέχρι τον

πόλεµο. Προσπάθησε να τον τροµάξει, µα ο Πέτρος τον περίµενε και τον τράβηξε

κοντά του κάνοντας τον να σωπάσει. Ο Αβραάµ τον κοίταξε απορηµένος και εκείνος

Page 171: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

171

του έδειξε στο απέναντι παγκάκι ένα ζευγάρι να φιλιέται µε πάθος. Τα µάτια και των

δύο καρφώθηκαν στο ζευγάρι που συνέχιζε αγνοώντας την παρουσία τους και όταν ο

Πέτρος του έσφιξε τρυφερά το χέρι του στο δικό του, ο Αβραάµ δεν το τράβηξε.

-Κάποια µέρα, εδώ θα φέρω το κορίτσι που θ΄ αγαπήσω, είπε ο Πέτρος όταν µετά

από ώρα εγκατέλειψαν την κρυψώνα τους.

Ο Αβραάµ δεν απάντησε, σκεφτόταν µόνο πως θα ΄θελε να συνεχίσει να κρατά το

χέρι του φίλου του.

Ο Πέτρος έφυγε αξηµέρωτα για το Αλβανικό µέτωπο και δεν πρόλαβε να τον

αποχαιρετήσει. Ήλπιζε πως µε την επιστροφή του θα κανόνιζαν και πάλι να

ξανανέβουν στο ξωκλήσι και εκεί ίσως να του κρατούσε πάλι για λίγο το χέρι. ∆ε

γύρισε ποτέ, ούτε καν µε τους τελευταίους ρακένδυτους φαντάρους που έφτασαν

κατάκοποι στην πόλη µετά την οριστική πτώση του Αλβανικού µετώπου. Τότε τα

΄βαλε για πρώτη φορά µε τη µάνα του που είχε κάνει 8 παιδιά και αυτός, το τελευταίο

της, δεν πρόλαβε να ντυθεί στο χακί. Ίσως στεκόταν τυχερός και τον έβαζαν στο

Τάγµα του Πέτρου που όπως έµαθε είχε πολλούς Καστοριανούς. Μα ακόµα και

αλλού να τον τοποθετούσαν θα τον έβρισκε. Ρώτησε µερικούς φαντάρους που

βιάζονταν να φτάσουν όσο πιο γρήγορα µπορούσαν στον προορισµό τους. ∆εν του

απάντησε κανείς. Μόνο ένας κοντός, µελαχρινός, στάθηκε για λίγο, τον κοίταξε

κατάµατα και του είπε:

-Τι ψάχνεις να βρεις. Εδώ χάνει η µάνα το παιδί.

Έτρεξε στη µάνα του Πέτρου. Κι εκείνη δεν είχε νέο του κι αγωνιούσε. Της

στάθηκε. Πήρε στην αγκαλιά της τη θέση εκείνου που δεν έλεγε να δώσει σηµεία

ζωής, ώσπου µια µέρα δεν άντεξε άλλο και σκέφτηκε να ξεκινήσει προς τα βουνά,

µήπως σέρνοντας κάπου πληγωµένος, αδυνατώντας να µετακινηθεί. ∆εν πρόλαβε.

Άργησε πολύ να πάρει την απόφαση. Αυτό ήταν το µεγάλο του ελάττωµα. Πάντα

αργούσε.

Όταν κλείστηκε στο υπόγειο του σπιτιού του, πριν αναζητήσει το δρόµο για την

ελευθερία, τη µορφή του Πέτρου, όπως του ΄χε µείνει στο µυαλό την τελευταία φορά

που βρέθηκαν κοντά ο ένας στον άλλο στο κοίλωµα απέναντι από το ξωκλήσι, έφερνε

στο µυαλό του για να αντιµετωπίσουν µαζί το σκοτάδι που τον κύκλωνε. Εκείνος

χαµογελούσε και τον πείραζε που σκιαζόταν τόσο πολύ απ΄ τις σκιές που έριχνε το

κερί στα µισονοτισµένα ντουβάρια. Να δε βλέπεις τη µάνα σου που δε φοβάται, του

΄λεγε, αλλά ο Πέτρος δεν ήξερε πως η µάνα του Αβραάµ από καιρό δεν ήταν ικανή να

δει µήτε τη µύτη της και το µυαλό της, µισαλεµένο την κρατούσε κολληµένη σε

προηγούµενες εποχές, όταν σεργιάνιζαν στην παραλία της λίµνης χωρίς να ΄ναι

αναγκασµένοι να σκύβουν το κεφάλι τους κάθε που διασταυρώνονταν µε

γκριζοπράσινες στολές.

Τη µορφή του Πέτρου κράτησε ζωντανή στη µνήµη του και τα πρώτα χρόνια στο

υπόγειο της Κούλας αλλά και τα υπόλοιπα στο σπίτι της. Ο φόβος είχε αλλάξει

µορφή αλλά δεν έλεγε να ξεσφίξει τον κλοιό που ΄χε στήσει γύρω του.

Όταν εµφανίστηκε στη ζωή του η Μυρτώ, η µορφή του Πέτρου πήρε να

ξεθωριάζει. Ερχόταν αραιά και πού αλλά πρόσεξε πως έχανε κάτι απ΄ τη ζωντάνια

που είχε άλλοτε και όλο και δυσκολότερα ήταν σε θέση πια να ξεχωρίσει τις γραµµές

του προσώπου του και να διακρίνει τα ακριβή χαρακτηριστικά του. Η µορφή της

Μυρτώς επικράτησε ολοκληρωτικά, ίσως γιατί και ο ίδιος είχε κουραστεί ν΄ ανακαλεί

διαρκώς στη µνήµη του ένα παγωµένο πρόσωπο απ΄ το παρελθόν, ενώ χρειαζόταν

κάποιο ζεστό.

Το άγγιγµα του χεριού της Μυρτώς αποζητούσε τώρα ο Αβραάµ, µα τι ειρωνεία.

Όπως και το άγγιγµα του Πέτρου, και αυτό µόνο ελάχιστες φορές κατάφερε να το

χαρεί.

Page 172: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

172

Γύρισε τα χέρια του απ΄ τη µέσα µεριά, τα έφερε κοντά στο πρόσωπο του και είδε

να τα νοτίζουν ζεστές σταγόνες . Ένιωσε τόση ανακούφιση. Χρόνια είχε να κλάψει κι

ας το ήθελε και τώρα χωρίς καν να το σκεφτεί τα δάκρυα κυλούσαν απ΄ τα µάτια του

παρασέρνοντας µαζί τους λίγο απ΄ το βάρος της ψυχής του.

∆εν τα σκούπισε, ούτε προσπάθησε να τα σταµατήσει. Τ΄ άφησε να κυλάνε πάνω

στο πουκάµισο του καθώς ανέβηκε πάνω στο παγκάκι και φώναξε µ΄ όλη του τη

δύναµη.

- Θεέ µου, θυµήσου και µένα επιτέλους.

Ο Βασίλης διέκρινε τον Αβραάµ µα η φωνή του, που ανάγκασε τα τριζόνια να

σωπάσουν, τον έκανε να κοκαλώσει. Ήταν τόσο δυνατή που για µια στιγµή πίστεψε

πως αποκλείεται να είχε βγει απ΄ τα στήθη του γέρου. Όταν είδε το κορµί του να

λυγίζει, να πέφτει απαλά µπροστά στο παγκάκι και να βουλιάζει στο παχύ στρώµα

απ΄ τις πευκοβελόνες σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια µα δεν του έκανε καρδιά.

Πλησίασε µόνο προσεχτικά και προσπάθησε να δει αν κουνιόταν. Ο γέρος δε σάλευε

και ο Βασίλης γονάτισε από πάνω του απλώνοντας το χέρι του. Ο Αβραάµ το άρπαξε

και ανασηκώθηκε.

- Ήρθες να µε πάρεις, τον ρώτησε και βλέποντας το απορηµένο βλέµµα του Βασίλη

συνέχισε. ∆εν είµαι ακόµα έτοιµος. Θαρρώ πως κάτι πρέπει να κάνω ακόµα πριν

έρθω µαζί σου.

Άφησε το χέρι του Βασίλη και σηκώθηκε σαν να ΄ταν παιδάκι και του έγνεψε να τον

ακολουθήσει. Έκανε δύο, τρία βήµατα και µόλις κατάλαβε πως ο άλλος είχε µείνει

στη θέση του, γύρισε, τον κοίταξε και του είπε:

-Πάµε. ∆εν θα σε καθυστερήσω πολύ. Ύστερα µπορείς να µε πας όπου θες.

Page 173: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

173

59

Το ξενοδοχείο που ανέφερε ο Αργύρης το βρήκαν εύκολα, µα δεν ήταν το ίδιο

εύκολο για την Αλέκα να διαβεί την πόρτα του. Όσο ποθούσε να δει τον αδερφό της

που τον είχε πεθυµήσει, άλλο τόσο φοβόταν ν΄ ακούσει όσα θα είχε να της πει. ∆εν

ήξερε, δεν υποψιαζόταν καν, µα αυτή η µυστικότητα µε την οποία ζήτησε να τον

συναντήσει µόνο κάτι καλό δεν της προµήνυε.

Ο Αντώνης, σαν να διάβασε το φόβο της µάνας του, την αγκάλιασε απ΄ τους

ώµους και την τράβηξε απαλά προς τα µέσα.

Ο Αργύρης ξαπλωµένος στο µονό ξεχαρβαλωµένο κρεβάτι του δωµατίου του, είχε

στυλώσει τα µάτια του στο ταβάνι και τα χέρια του είχαν γαντζωθεί απ΄ τις άκρες του

κρεβατιού λες και φοβόταν µην έρθει κάποιος και τον πετάξει κάτω. Ελάχιστες ώρες

κοιµήθηκε στο καράβι και δεν έκλεισε µάτι τις 10 και πλέον ώρες του ταξιδιού µέχρι

το λεωφορείο να τον φέρει στη Θεσσαλονίκη. Στη διπλανή θέση µια νεαρή κοπέλα

βυθίστηκε µε το που ξεκίνησαν σ΄ έναν ήρεµο και γαλήνιο ύπνο που τον ζήλεψε.

Πόσο θα ΄θελε να γείρει στο πλάι και να τη µιµηθεί κι ας µην ξυπνούσε ποτέ ξανά.

Τα µάτια του έτσουζαν κι ίσως η κούραση να τον νικούσε µα έµεινε ξύπνιος. ∆εν είχε

τελειώσει ακόµα. Η ώρα του ύπνου αργούσε γι΄ αυτόν.

Βολεύτηκε σ΄ αυτό το µικρό άθλιο ξενοδοχείο και το πρώτο που ζήτησε ήταν ένα

τηλέφωνο για να ειδοποιήσει την Αλέκα. Σήκωσε τ΄ ακουστικό και σχηµάτισε αργά

το νούµερο. Η φωνή της τον τρόµαξε και ας λαχταρούσε τόσο να την ακούσει.

Περισσότερο όµως τον τροµοκρατούσε η ιδέα της συνάντησης τους. Τι θα της έλεγε

και πώς; Με ποιες λέξεις θα τη γυρνούσε σ΄ αυτά που και η ίδια δεν θα ήθελε να

θυµάται;

Θα ΄θελε πάρα πολύ να γυρίσει το χρόνο πίσω. Να πάρει εκείνος τη δική της θέση.

Θα ΄θελε… Παιδιάστικες σκέψεις, ανώριµες. Όταν φτάνεις στο τέλος και σκέφτεσαι

πάλι την αρχή, πάει να πει πως όλα πήγαν στράφι. Όλα έγιναν λάθος. Μα τίποτα δε

διορθώνεται. Ο Αργύρης ήξερε πως ήταν στο τέλος και δεν αποζητούσε να διορθώσει

τη δική του πορεία. Για την Αλέκα ήλπιζε, όπως ήλπιζε να µην έχει φτάσει κι εκείνη

στο δικό της τέλος.

Χτύπησαν µια, δύο φορές και στην τρίτη χωρίς να πάρουν απόκριση άνοιξαν και

µπήκαν.

Ο Αργύρης αλαφιάστηκε και πετάχτηκε πάνω, χωρίς ν΄ αφήσει τα χέρια του απ΄ το

κρεβάτι, µα περισσότερο τρόµαξε η Αλέκα σαν τον είδε.

Ποιος είναι αυτός ο γέρος που φέρει τ΄ όνοµα του αδερφού µου, σκέφτηκε µα πριν

προλάβει να κάνει βήµα πίσω, τη σταµάτησε η φωνή του Αργύρη.

-Αλέκα µου, ήρθες;

Τ΄ αγκάλιασµα των αδελφών δεν κράτησε πάνω από λίγα δευτερόλεπτα και την

ώρα που ο Αργύρης άπλωνε το χέρι να χαϊδέψει τον ανιψιό που µόνο µέσα από

φωτογραφίες γνώριζε, η Αλέκα αδηµονώντας, ρώτησε:

-Τι έγινε Αργύρη. Θα µου πεις;

Σήκωσε το βλέµµα καταπάνω της µα το µετάνιωσε αµέσως και το κατέβασε.

-Είσαι πάντα τόσο όµορφη, ψέλλισε και αναζήτησε µε το δεξί του χέρι το

πρόσωπο της.

Του πήρε το χέρι, το ακούµπησε στο µάγουλο της και άρχισε να του το φιλάει

τρυφερά. Είχε κιόλας µετανιώσει που µετά από τόσα χρόνια που είχαν να ειδωθούν

δε βρήκε µια ζεστή κουβέντα να του πει. Ένα απλό καλωσόρισµα. Οι λέξεις όµως

δέθηκαν κόµπος στο λαιµό της και το µόνο που κατάφερε ήταν να πέσει πάνω του

σφίγγοντας τον στην αγκαλιά της µέχρι που ένιωσε τα δάκρυα της να ανακατεύονται

µε τα δικά του.

Page 174: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

174

-Μην κλαις, του σκούπισε το µέτωπο µε την παλάµη και ύστερα κόλλησε τα χείλη

της πάνω του. Το ΄νιωσε παγωµένο και πετάχτηκε ανήσυχη.

-Αργύρη, δεν είσαι καλά;

Ανασήκωσε λίγο τους ώµους του σαν να της έλεγε «τι σηµασία έχει πια;», και

πήρε στην παλάµη του όσα δάκρυα κυλούσαν ακόµα στα µάγουλα της Αλέκας.

-Θαρρώ πως τελειώνω, είπε µε σβησµένη φωνή και πριν προλάβει εκείνη να του

φέρει αντίρρηση, πρόσθεσε: Πρέπει όµως να σου πω. Πρέπει να µάθεις.

Ξεκίνησε κάτι να πει µα ψέλλισε πως καλύτερα θα ΄ταν να µην είναι ο Αντώνης

µπροστά. Η Αλέκα τον άρπαξε σφίγγοντας τον µε όλη της τη δύναµη απ΄ τα µπράτσα

και τον ταρακούνησε.

-Λέγε. Μη µε τρελαίνεις άλλο.

Ξεκίνησε απ΄ την τυχαία συνάντηση µε το γέρο συµπατριώτη τους στη Νέα Υόρκη

κι άρχισε να περιγράφει το µαγαζί όπου βρέθηκαν προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο,

λες και ήλπιζε πως η Αλέκα θα ξεχνιόταν και δεν θα τον ρωτούσε τίποτα άλλο. Η

υποµονή της εξαντλήθηκε και δεν µπόρεσε να ελέγξει τη φωνή της που θα πρέπει ν΄

ακούστηκε σ΄ όλο το ξενοδοχείο.

-Τι σου είπε; Λέγε.

Ο Αργύρης µαζεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού και µε κατεβασµένο κεφάλι της

τα ΄πε όλα.

Ο πατέρας τους, µε το που τέλειωσε ο Εµφύλιος και γύρισε πίσω, διαπίστωσε πολύ

γρήγορα πως δεν µπορούσε να σταθεί πουθενά. Ήταν απ΄ τους χαµένους που δε

θέλησαν ή δεν µπόρεσαν ν΄ ακολουθήσουν τους άλλους στις χώρες που τους

πρόσφεραν καταφύγιο. Ήξερε καλά ποια θα ήταν η µοίρα του και πως έπρεπε να

πληρώνει κάθε στιγµή το τίµηµα αυτής της ήττας, αλλά δεν ήθελε να φύγει. Η

γυναίκα του και τα δύο του παιδιά ήταν µεγάλο βάρος που ήταν δύσκολο να σύρει µε

τους ταλαιπωρηµένους του ώµους σ΄ ένα αβέβαιο ταξίδι προς µια χώρα που δεν

ήξερε πώς ήταν. ∆εν ήθελε όµως και ν΄ αφήσει το µικρό του βιός, τα λίγα χωράφια

που είχε στην κατοχή του και τη γη όπου µεγάλωσε από µικρό παιδί χτίζοντας πάνω

της τη δική του φαµίλια.

Άλλα λογάριαζε και άλλα θ΄ αναγκαζόταν να κάνει. Έµαθε πως από µέρα σε µέρα

θα τον πιάναν κι αυτόν όπως και τόσους άλλους συντρόφους του και τότε, µη έχοντας

άλλη επιλογή, προσπάθησε να οργανώσει τη φυγή του. Ο Παναγιώτης κι οι δικοί

του, του ΄βαλαν να υπογράψει χαρτί για τα χτήµατα που είχε στ΄ όνοµα του και που

έγιναν το αντίτιµο για την ελευθερία του.

Νύχτα ξεκίνησε αλλά δεν πρόλαβε να πάει µακριά. Τον βρήκαν σκοτωµένο το

ξηµέρωµα. Από βόλια των παλιών του συντρόφων, καρφωµένα στο στήθος του, που

πίστεψαν πως τους πρόδωσε. Αυτή ήταν η επίσηµη εξήγηση.

Ο γέρος όµως, άλλα ήξερε, που δε σήκωναν αµφισβήτηση. Ο Παναγιώτης κι οι

δικοί του δεν σκόπευαν απ΄ την αρχή να τον οδηγήσουν πουθενά. Το µόνο που

σχεδίαζαν εξ αρχής ήταν να βάλουν στο χέρι τη µικρή του περιουσία και αυτό

έκαναν. Νύχτα τον οδήγησαν κάτω απ΄ το πέτρινο γεφύρι και έβαλαν το χέρι στη

σκανδάλη. Το χέρι του Παναγιώτη ήταν, κάποιου άλλου… Μικρή σηµασία είχε. Ο

γέρος είχε αποσώσει την κουβέντα του ρωτώντας, αν εκείνος που σκοτώνει είναι

µόνο ο φταίχτης ή κι εκείνος που παρακολουθεί δίχως να κάµει τίποτα;

Ο Αργύρης τελείωσε και σώπασε. Η Αλέκα δεν έβγαλε άχνα. Κοίταξε µόνο για

λίγο το γέρο που έλεγε πως ήταν αδερφός της και δεν ήξερε αν αυτός την αηδίαζε

περισσότερο ή ο ίδιος της ο εαυτός. Τα ντουβάρια του δωµατίου άρχισαν να

κινούνται προς το µέρος της απειλητικά. Σε λίγο θα πλάκωναν το κορµί της όπως

πλάκωναν ήδη το στήθος της. Άρχισε να πισωπατάει χτυπώντας µε τα χέρια της τον

αέρα σαν να προσπαθούσε να τα σταµατήσει.

Page 175: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

175

Ο Αντώνης όρθιος στη γωνιά απέναντι, άκουγε µα δεν µπορούσε να πιστέψει στ΄

αυτιά του. Για ποιόν µιλούσαν τόση ώρα; Και πού τον ήξερε αυτόν τον Παναγιώτη;

Ο Αργύρης τρέµοντας, ανασηκώθηκε απ΄ το κρεβάτι του και αναζήτησε το χέρι

της Αλέκας. ∆εν πρόλαβε να το αγγίξει και εκείνη τινάχτηκε πέρα.

-Μην µε αγγίζεις. Μην τολµήσεις να µ΄ αγγίξεις.

Ο Αργύρης ξέσπασε σε λυγµούς που τράνταζαν όλο του το κορµί.

Η Αλέκα κόλλησε σ΄ ένα ντουβάρι, σαν να προσπαθούσε να το στηρίξει µε την

πλάτη της και γύρισε το κεφάλι της απ΄ την άλλη πλευρά. Θα ΄θελε να τον φτύσει το

γέρο απέναντι της µα το σάλιο είχε στεγνώσει στο στόµα της.

Άνοιξε την πόρτα και πριν βγει του φώναξε:

-Είσαι πεθαµένος Αργύρη. Είσαι πεθαµένος…

Άρχισε να τρέχει στο διάδροµο χωρίς ν΄ ακούσει τον αδερφό της που της φώναζε:

-∆εν ήξερα. Στ΄ ορκίζοµαι δεν ήξερα.

Ο Αντώνης κοιτούσε την ανοιχτή πόρτα και παρακαλούσε τα πόδια του ν΄ αντέξουν

ως εκεί. Αν έφτανε µέχρις εκεί µετά ήταν σίγουρος πως θα κατάφερνε να συνεχίσει.

Ο Αργύρης στράφηκε προς το µέρος του και του άπλωσε το χέρι αµίλητος.

Ο Αντώνης του χαµογέλασε σα χαµένος, ψελλίζοντας «χάρηκα για τη γνωριµία» και

ύστερα χάθηκε στο διάδροµο.

Βρήκε την Αλέκα να περπατάει µηχανικά στο πεζοδρόµιο κάνοντας πότε ένα βήµα

δεξιά και πότε ένα αριστερά. Την πλησίασε µα όταν διασταυρώθηκαν τα βλέµµατα

τους τον κοίταξε σαν να ΄βλεπε έναν οποιοδήποτε ξένο απ΄ αυτούς που διέσχιζαν

εκείνη την ώρα το πεζοδρόµιο και κοντοστέκονταν απορώντας µε την τρελή που

πήγαινε συνέχεια πάνω κάτω στο ίδιο σηµείο.

-Μάνα, εγώ είµαι, της είπε µε σβησµένη φωνή.

Η Αλέκα δε σταµάτησε. Συνέχισε να προχωρά και να µουρµουρίζει.

-Αυτός γλίτωσε. Ο Αργύρης πέθανε, γλίτωσε. Εγώ πώς ξεµπλέκω Θεέ µου;

Ο Αντώνης της έκοψε το δρόµο.

-Μάνα, σου µιλάω.

-Τώρα δεν θέλω να ξέρω ποιος είσαι.

Άπλωσε να της πιάσει το χέρι µα εκείνη τραβήχτηκε κι άρχισε να τρέχει στο

πεζοδρόµιο σκοντάφτοντας πάνω στους περαστικούς. Παραπάτησε και έπεσε στο

δρόµο µα σηκώθηκε αµέσως, περνώντας ανάµεσα απ΄ τα αυτοκίνητα που φρέναραν

απότοµα µπροστά της, κορνάροντας την. Την ακολούθησε, προσέχοντας µόνο να µη

τη χάσει από τα µάτια του.

Page 176: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

176

60

Ο διοικητής του τµήµατος της Χωροφυλακής δέχτηκε µε τον προσήκοντα σεβασµό

τον Ταξίαρχο προσφωνώντας τον µε τον τιµητικό τίτλο «Στρατηγέ µου». Του

πρόσφερε κάθισµα και πριν απ΄ όλα τον ρώτησε τι καφέ θα ήθελε να του παραγγείλει.

Σε λίγο είχε ήδη µετανιώσει γι΄ αυτή την άσκοπη, όπως θεώρησε, επίδειξη σεβασµού

και καλής φιλοξενίας, αφού όσα άκουσε να του λεει ο Ταξίαρχος τον οδήγησαν στο

συµπέρασµα πως µάλλον είχε ξεκουτιάνει.

Τον άφησε όµως να του διηγηθεί λεπτοµερώς τι του είχε ζητήσει ο Παναγιώτης κι οι

άλλοι να κάνει και να ολοκληρώσει την αφήγηση του λέγοντας: «Εγώ όπως βέβαια

καταλαβαίνετε και εν ονόµατι της στρατιωτικής και της ανδρικής µου τιµής, θεώρησα

ατιµία να κάνω κάτι τέτοιο, αφού όπως αντιλαµβάνεστε πρόκειται περί

κατασκευασµένης κατηγορίας, περί σκευωρίας δηλαδή».

Ανέφερε όσα είχε να πει χωρίς η φωνή του να τσακίσει πουθενά. ∆ιέγνωσε την

αµηχανία του διοικητή και ανασηκώθηκε λίγο απ΄ την καρέκλα του ρωτώντας:

-∆εν µε πιστεύετε κύριε διοικητά;

-Πως, πως, βιάστηκε να τον καθησυχάσει ο διοικητής στρίβοντας το λεπτό του

µουστάκι.

Ο Ταξίαρχος ξαλάφρωσε αλλά η στάση του αστυνοµικού τον προβληµάτιζε. Ήταν

σίγουρος πως του ανέφερε και την παραµικρή λεπτοµέρεια. Άρα εκείνο που απόµενε

ήταν να κάνει το καθήκον του.

-Λοιπόν, επιχείρησε να εκµαιεύσει απ΄ τον αστυνοµικό το ποιες θα ήταν οι κινήσεις

του µετά τις φοβερές αποκαλύψεις.

Ο καφετζής έβγαλε το διοικητή απ΄ το αδιέξοδο µιας απάντησης που δεν υπήρχε στο

µυαλό του και του έδωσε την αφορµή να σηκωθεί απ΄ το γραφείο του και να περάσει

στο διπλανό δωµάτιο. Από εκεί τηλεφώνησε στον Παναγιώτη λέγοντας του γρήγορα

τι συνέβη και όταν έκλεισε το τηλέφωνο, φώναξε χαµογελώντας ένα όργανο.

-Μέσα στο γραφείο µου, είναι ο Ταξίαρχος. Να τον συλλάβεις για εµπρησµό και…

-Και;

Το όργανο έµεινε µε ανοιχτό το στόµα περιµένοντας ν΄ ακούσει την κατάληξη της

φράσης του διοικητή του.

-Και… Και για άλλες σοβαρές κατηγορίες για αξιόποινες πράξεις που θα τις µάθουµε

σύντοµα, ολοκλήρωσε τη φράση του περιχαρής ο διοικητής, ξεκινώντας να φύγει

προς τα έξω και όχι προς την κατεύθυνση του γραφείου του.

-Κύριε διοικητά, κύριε διοικητά, τον έκοψε το όργανο.

-Τι είναι ρε;

-Στο κρατητήριο να τον βάλω κοτζάµ Ταξίαρχο;

-Ναι ρε και να µην τον αφήσεις να το κουνήσει ρούπι.

Ο διοικητής βγήκε έξω, χαιρέτησε τον σκοπό και πριν µπει στο αυτοκίνητο του, οι

φωνές του Ταξίαρχου που αντιδρούσε στην σύλληψη του απ΄ το όργανο έφτασαν στ΄

αυτιά του, αλλά δεν έδωσε σηµασία. Είχε απορροφηθεί απ΄ τη σκέψη πως ο

Παναγιώτης ήταν πραγµατικά γενναιόδωρος µε όσους ήταν σωστοί απέναντι του.

Ο Παναγιώτης έκλεισε το τηλέφωνο και έριξε µια µατιά στο χαρτί που είχε απλώσει

προς το µέρος του ο Γιαννίδης.

-Τι είναι αυτό;

-Το συµφωνητικό για την παραχώρηση των χωραφιών, του απάντησε σαρκαστικά.

-∆εν µ΄ εµπιστεύεσαι;

-Θα ΄πρεπε;

Ο Παναγιώτης δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα. Άλλα είχε στο µυαλό του εκείνη

την ώρα. Ο Ταξίαρχος τα ΄κανε θάλασσα και ο Γεωργούλας δεν είχε τηλεφωνήσει

ακόµα.

Page 177: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

177

Κάθισε σ΄ ένα απ΄ τα τραπέζια του καφενείου, απέναντι απ΄ τον Παπαγιώργη που

παρακολουθούσε αµίλητος. ∆εν ήταν ώρα για συγκρούσεις αλλά για να µαζέψει γύρω

του όσο το δυνατόν περισσότερους συµµάχους. Ακόµα και αν έπρεπε κάποιους απ΄

αυτούς να τους αγοράσει.

Έγνεψε στο Γιαννίδη να πλησιάσει. Ανταποκρίθηκε αµέσως. Πλησίασε, άφησε το

χαρτί πάνω στο τραπέζι και έσπρωξε προς τον Παναγιώτη ένα στυλό.

-Ξέρεις που πρέπει να υπογράψεις.

Υπέγραψε και σήκωσε το κεφάλι προς τον Παπαγιώργη.

-Εκείνος ο Μηλόπουλος που χάθηκε;

Ο Παπαγιώργης κοίταξε το Γιαννίδη και ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια.

-Τον έσπασε στο ξύλο η γυναίκα του.

-Γιατί;

-Μετά που ΄φυγε απ΄ την εκκλησία, πήγε στο σπίτι να της ζητήσει ξανά το λόγο και

εκείνη τον τσάκισε.

Ο Παναγιώτης έµεινε για µερικά δευτερόλεπτα αµίλητος και ύστερα σηκώθηκε.

Ασφυκτιούσε εκεί µέσα. Έκανε νόηµα µε το κεφάλι στον Παπαγιώργη να τον

ακολουθήσει και βγήκαν µαζί έξω αφήνοντας το Γιαννίδη να µελετάει το χαρτί που

πριν λίγο του είχε υπογράψει.

Για το Γιαννίδη η υπογραφή του Παναγιώτη στο χαρτί που κρατούσε στα χέρια του,

δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά µόνο η πρώτη νίκη. Μια νίκη χειροπιαστή που δεν

µπορούσε όµως να τη χαρεί όσο θα ήθελε. Γιατί άραγε; Μήπως έπρεπε να ζητούσε

περισσότερα; Κι αν ζητούσε, θα τα ΄παιρνε;

∆ύσκολο ν΄ απαντήσει σ΄ αυτά τα ερωτήµατα που του τριβέλιζαν το µυαλό. Ίσως και

να µην χρειαζόταν τις απαντήσεις. Στο κάτω, κάτω, για πρώτη φορά στη ζωή του κάτι

κέρδισε απ΄ τον Παναγιώτη κι αυτό όσο µικρό και ευτελές κι αν του φαινόταν τώρα

θα ΄πρεπε να τον χαροποιεί.

Η σχέση τους ποτέ δεν ήταν καλή και όλοι έλεγαν πως αργά ή γρήγορα θα ξεσπούσε

πόλεµος µεταξύ τους. Στοιχηµάτιζαν κιόλας υπέρ της νίκης του Παναγιώτη αλλά

κανένας δεν είχε αντιληφθεί πως ο Γιαννίδης ποτέ δεν θα έφτανε µέχρι εκεί.

Κοντράριζε τον Παναγιώτη, τον αµφισβητούσε µα πάντα προσέχοντας να µην

περάσει κάποια όρια. ∆εν ήθελε να προκαλέσει την επίθεση του, µόνο να βλέπει

κάπου, κάπου τα δόντια του και να ζυγιάζει µέχρι που ήταν ικανός να φτάσει.

Για τον Παναγιώτη, που ήταν αρκετά µεγαλύτερος του, είχε ακούσει πολλές ιστορίες

απ΄ το παρελθόν που από µόνες τους έφταναν για να τον κάνουν να σταθεί στο

πλευρό του και να µην επιχειρήσει ποτέ να του πάει κόντρα. Ο Γιαννίδης όµως

ένιωθε πως δεν ήταν σαν τους άλλους. Πίστευε πως ακόµα κι οι πιο ισχυροί έχουν τα

αδύνατα, τα ευαίσθητα, σηµεία τους. Αρκεί να τα έβρισκε κανείς για να τους

κουµαντάρει κατά πως ήθελε. Αυτά τα σηµεία ήταν που έψαχνε χρόνια τώρα στον

Παναγιώτη και όταν αντάµωσαν πριν λίγες ώρες στο γραφείο της εκκλησίας

κατάλαβε πως τα βρήκε. ∆εν λάθεψε. Ο Παναγιώτης δεν ήταν µόνο ισχυρός αλλά και

έξυπνος για να καταλάβει πως δεν έπρεπε να έχει πολλά µέτωπα ανοιχτά. Κι όσα δεν

τα έκλεινε µε τη δύναµη του, τα έκλεινε µε την περιουσία του που ούτως ή άλλως

ήταν µεγάλη.

Εκεί ακριβώς πόνταρε ο Γιαννίδης και πέτυχε διάνα, βάζοντας ουσιαστικά τον

αντίπαλο µε την πλάτη στο χώµα, δίνοντας του ταυτόχρονα να καταλάβει πως δεν

στόχευε στο να τον εξαφανίσει, ούτε βέβαια να τον ξεφτιλίσει, αλλά να του δώσει το

χέρι να σηκωθεί, αρκεί εκείνος να του το ανταπέδιδε.

Ο Γιαννίδης ήταν σίγουρος πως στο µυαλό του Παναγιώτη ο ίδιος ήταν ένας

σίγουρος σύµµαχος, κάτι που µάλλον δεν θα πίστευε για όλους τους άλλους, τον

Page 178: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

178

Παπαγιώργη, τον Μηλόπουλο, τον Ταξίαρχο που η αδυναµία τούς τους ένωνε µαζί

του και η σκέψη πως τον είχαν ανάγκη. Αυτούς όλους σίγουρα δεν τους εµπιστευόταν

απόλυτα κι ίσως µάλιστα να τους φοβόταν κιόλας, αφού ήξεραν πως χρόνια τους

κουβαλούσε στην πλάτη του και τώρα αυτό το περιττό βάρος δεν ήταν βέβαιο πως θα

ήθελε να συνεχίσει να το σέρνει µαζί του.

Ο Γιαννίδης δίπλωσε προσεκτικά το χαρτί και βγήκε απ΄ το καφενείο τραβώντας την

πόρτα πίσω του. Κοίταξε αριστερά και είδε να ξεµακραίνουν ο Παπαγιώργης και ο

Παναγιώτης. Τράβηξε προς την αντίθεση κατεύθυνση.

Στην αρχή ο Παναγιώτης δε µιλούσε κι αυτήν η σιωπή δεν άρεσε καθόλου στον

Παπαγιώργη. Προσπάθησε να τη σπάσει πρώτος µα τον πρόλαβε ο Παναγιώτης.

-Λοιπόν παπά. Για λέγε. Είσαι πολύ ανοιχτός;

-Ανοιχτός, τι δηλαδή;

-Έχεις βάλει πολύ χέρι στο ταµείο;

-Κοίτα να σου πω Παναγιώτη µου…

∆εν του επέτρεψε να συνεχίσει. Τον άρπαξε απ΄ το γιακά αιφνιδιάζοντας τον.

-Άκου καλά. ∆εν σε καλύπτω άλλο. Αν υπάρχει πρόβληµα να µου το πεις τώρα.

Αλλιώς κάνε καλά µόνος σου.

Ο Παπαγιώργης προσπάθησε ν΄ απελευθερώσει το γιακά του.

-Μην εκνευρίζεσαι Παναγιώτη µου, θα γίνει ό,τι θες.

Ξανάρχισαν να περπατάνε.

-Και γιατί τ΄ ανοίγουµε αυτό το θέµα, συνέχισε την κουβέντα ο παπάς.

-Έτσι. Αποφάσισα να κλείσω όλους τους λογαριασµούς µια και καλά…

Ο Παναγιώτης ξέσπασε σε γέλια. Ο Παπαγιώργης τον κοίταξε στην αρχή

επιφυλακτικός και µετά από λίγο τον µιµήθηκε. Γελούσε όµως ψεύτικα.

Συγκρατηµένα.

-∆ιάολος είσαι παπά. ∆ιάολος σκέτος.

Ο παπάς συνέχισε να γελά δείχνοντας πιο χαλαρωµένος.

Τη Μυρτώ δεν τη χωρούσε ο τόπος. Ο Αντώνης έλειπε εδώ και ώρες και ο Αβραάµ

δεν έδωσε σηµεία ζωής. Απέναντι στο σπίτι της Κούλας ήταν όλα ήσυχα.

Κάποια στιγµή σκέφτηκε να πεταχτεί µέχρι την Αλέκα αλλά προτίµησε πρώτα να

τηλεφωνήσει για να σιγουρευτεί πως θα την έβρισκε εκεί.

Τηλεφώνησε πρώτα στο καφενείο, αλλά αν και το τηλέφωνο χτύπησε πάνω από δέκα

φορές δεν της απάντησε κανείς.

Σχηµάτισε τον αριθµό του σπιτιού. Τα ίδια.

Έξω σουρούπωνε. Ξανάπιασε το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι µα πριν

προλάβει να σχηµατίσει ξανά τον αριθµό της Αλέκας, το µετάνιωσε και τ΄ άφησε στη

θέση της.

Έριξε ένα σάλι στους ώµους της και όπως ήταν µε τις παντόφλες του σπιτιού βγήκε

έξω τρέχοντας.

Πήρε το δρόµο προς το σπίτι της Αλέκας για να δει αν υπήρχε κάποια κίνηση.

Πήγαινε τρέχοντας µε σκυµµένο το κεφάλι. Λίγο πριν στρίψει για το δρόµο που

έβγαζε ίσια στο καφενείο άκουσε δυνατά, άγρια γέλια και στάθηκε. Ανασήκωσε το

κεφάλι και το βλέµµα της διασταυρώθηκε µε του Παναγιώτη που βρισκόταν καµιά

δεκαριά µέτρα µπροστά της µαζί µε τον Παπαγιώργη.

Έβαλε το χέρι στο στόµα της για να µην ακουστεί το επιφώνηµα που της προκάλεσε

η τροµάρα που πήρε και µε κατεβασµένο το κεφάλι γύρισε και άρχισε να τρέχει προς

το σπίτι της.

Άφησε την αυλόπορτα ανοιχτή και χώθηκε όσο πιο γρήγορα µπορούσε µέσα.

Page 179: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

179

Ο Παπαγιώργης σώπασε προσπαθώντας να καταλάβει τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα ο

Παναγιώτης. ∆ιέκρινε κάτι στο βλέµµα του που δεν του άρεσε και γι΄ αυτό

προσπάθησε να τον τραβήξει προτρέποντας τον να γυρίσουν πίσω στο καφενείο.

-Όχι. Πάµε σ΄ αυτήν. Ας ξεκινήσουµε απ΄ αυτή τη βρώµα, του είπε ο Παναγιώτης

αποφεύγοντας το κράτηµα του και αρχίζοντας να βαδίζει προς το σπίτι της Μυρτώς.

-Τρελάθηκες, φώναξε απελπισµένος ο Παπαγιώργης. Τι δουλειά έχουµε τώρα εκεί

µέσα.

Ο Παναγιώτης γύρισε απότοµα προς τα πίσω, τον άρπαξε από το ράσο και τον

πρόσταξε.

-Ακολούθα παπά και σώπαινε.

Τον ακολούθησε θέλοντας και µη, παρακαλώντας ν΄ αλλάξει απόφαση.

Ο Παναγιώτης έφτασε στην ανοιχτή αυλόπορτα σέρνοντας πίσω του τον

Παπαγιώργη. Λίγο πριν φτάσουν στην ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού εκείνος

κατάφερε να τον συγκρατήσει κάπως.

-Είναι µέρα ακόµα, θα µας δουν.

-Κανένας δεν θα µας δει. Σκοτείνιασε, του είπε ξερά ο άλλος και αφήνοντας τον

έπεσε µε δύναµη πάνω στην ξύλινη πόρτα. Η πόρτα δεν αντιστάθηκε, σχεδόν

καθόλου, στο βάρος του και σε µερικά δευτερόλεπτα ο Παναγιώτης βρισκόταν στο

διάδροµο. Ο Παπαγιώργης έριξε µια µατιά έξω προς το δρόµο και τον ακολούθησε.

Η Μυρτώ κόντεψε να µείνει στον τόπο ακούγοντας το θόρυβο που έκανε σπάζοντας η

εξώπορτα. Έτρεξε προς την κρεβατοκάµαρα της και προσπάθησε να κλείσει την

πόρτα. ∆εν πρόλαβε. Το πόδι του Παναγιώτη δεν της επέτρεψε να την σφαλίσει και

να βάλει το σύρτη.

Η δεξιά του παλάµη άρπαξε το πρόσωπο της πριν να βγάλει άχνα και την έσπρωξε µε

δύναµη απελευθερώνοντας απ΄ το βάρος της την πόρτα. Η Μυρτώ, έπεσε µε δύναµη

στο πάτωµα και το πρώτο που ένιωσε ήταν ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι. Μετά

από λίγο τον πόνο τον ένιωσε και ανάµεσα στα σκέλια της.

Τα νύχια της κινήθηκαν να πληγώσουν το πρόσωπο του εισβολέα αλλά εκείνος της τ΄

άρπαξε και τα κόλλησε στο πάτωµα. Άκουσε την αγριοφωνάρα του που καλούσε τον

παπά να τον βοηθήσει.

-Μη Παναγιώτη, µη. Είναι µεγάλη αµαρτία, εκλιπαρούσε ο Παπαγιώργης και τον

άρπαξε απ΄ τους ώµους για να τον τραβήξει από πάνω της.

-Τι θες τώρα. Να ζυγιάσουµε τις αµαρτίες µας, να δούµε ποιανού είναι βαρύτερες,

ούρλιαξε ο Παναγιώτης και το βλέµµα του έβγαζε σπίθες. Ο παπάς δίστασε για λίγο

και ύστερα έπεσε στα γόνατα ικετεύοντας τον.

-Μη Παναγιώτη, είναι αµαρτία.

-Αν δεν αντέχεις, φύγε.

Η Μυρτώ αντιστάθηκε όσο µπορούσε, πασχίζοντας να κλωτσήσει τον Παναγιώτη και

να δαγκώσει τις παλάµες του που κρατούσαν απ΄ τους καρπούς τα χέρια της

καρφωµένα στο πάτωµα, µα οι µικρές της φυσικές δυνάµεις, όσο και αν είχαν

ενισχυθεί απ΄ την απελπισία της, δεν κατάφεραν τίποτα.

Ο Παναγιώτης την κλώτσησε δυνατά µε το γόνατο του, κόβοντας της την ανάσα, της

άνοιξε τα σκέλια και µπήκε µέσα της σαν να κάρφωνε ένα σκαρπέλο στο τσιµέντο

χτυπώντας το µε όλη του τη δύναµη. Λίγο πριν λιποθυµήσει η Μυρτώ τον άκουσε να

της φωνάζει.

-Σκρόφα. Πες µου ποιος γαµάει καλύτερα. Ο πατέρας ή ο γιος;

Ο Παπαγιώργης κόλλησε στον τοίχο απέναντι. Οι κραυγές της Μυρτώς του

τρυπούσαν τ΄ αυτιά. Ήθελε να πάψει, να µην την ακούει, να µην τη βλέπει. Έκανε ν΄

απλώσει το χέρι προς τον Παναγιώτη που ανεβοκατέβαινε ασταµάτητα πάνω της και

δέχτηκε µια κλωτσιά απ΄ το πόδι της που κλωτσούσε απεγνωσµένα τον αέρα, στο

Page 180: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

180

πρόσωπο. Ζαλίστηκε και έπεσε δίπλα τους, στα τέσσερα. Σύρθηκε σα ζωντανό που

µόλις το ΄χαν φυλακίσει και δεν είχε συνηθίσει ακόµα το χώρο. Χτύπησε το κεφάλι

στην άκρη του κρεβατιού κι άλλαξε κατεύθυνση. Κουτούλησε στον τοίχο µέχρι που

βρήκε την έξοδο.

Η Κούλα, απέναντι, είχε βγει στο παραθύρι της και τεντώθηκε σαν λάστιχο µπας και

τ΄ αυτί της έπιανε κανέναν ήχο απ΄ το σπίτι της Μυρτώς. ∆εν άκουγε τίποτα ίσως

γιατί δεν σταµάτησε στιγµή να µουρµουρίζει.

-Καλά της κάνετε της ρουφιάνας, ό,τι κι αν της κάνετε. Έτσι Παναγιώτη παλικαρά

µου. Μόνο έτσι καταλαβαίνει αυτή γιατί από σηµειώµατα και πέτρες, δε

χαµπαρίζει…

Σκύβοντας λίγο ακόµα ένιωσε ένα τσούξιµο στην κοιλιά και βλαστήµησε. Τράβηξε

από την αγκαλιά της ένα µαχαίρι και το σήκωσε ψηλά.

-Εµένα βρε αναθεµατισµένο βρήκες να κόψεις. Τον Οβραίο, δεν είπαµε, τον Οβραίο.

Μόλις ξανασήκωσε το κεφάλι είδε τον Παπαγιώργη να βγαίνει αλαφιασµένος απ΄ το

σπίτι της Μυρτώς, µη ξέροντας κατά πού να τραβήξει. Αλλού πατούσε κι αλλού

βρισκόταν. Το ράσο του ήταν σκονισµένο και σχισµένο στα γόνατα.

-Παπά, Παπά, τσίριξε.

∆εν της έδωσε σηµασία και αποµακρύνθηκε τρέχοντας, µουρµουρίζοντας κάτι για

µια µεγάλη αµαρτία που δεν του ήταν µπορετό να σηκώσει.

Η Κούλα κρεµάστηκε απ΄ το παράθυρο στρέφοντας το κεφάλι της προς την

κατεύθυνση που πήρε αλλά δεν πρόλαβε να δει προς τα πού τράβηξε παπάς που το

περίγραµµα του χάθηκε στο µισοσκόταδο. Έµεινε σ΄ αυτή τη στάση για µερικά

δευτερόλεπτα µέχρι που της κατέβηκε όλο το αίµα στο κεφάλι και λίγο έλειψε να

φύγει µε το κεφάλι στο δρόµο. Πρόλαβε και κρατήθηκε απ΄ το περβάζι του

παραθύρου και βάζοντας όλη τη δύναµη της µάζεψε το κορµί της µέσα.

Page 181: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

181

61

Η Αλέκα ξανάκουσε τη φωνή του Αντώνη µόλις µπήκαν στη Φτέρα. Μείωσε την

ταχύτητα του αυτοκινήτου µέχρι που το ακινητοποίησε εντελώς. Γύρισε, την κοίταξε

και ρώτησε κοφτά.

-Και τώρα; Πού πάµε;

Η Αλέκα του έγνεψε να τραβήξει µπροστά. ∆ε φοβόταν πια ούτε και την

απασχολούσε τι θα γινόταν από εκεί και πέρα. Ένιωθε έτοιµη ν΄ αντιµετωπίσει τον

Παναγιώτη.

Σ΄ όλη τη διαδροµή τα λόγια του Αργύρη γύρναγαν ξανά και ξανά στο µυαλό της.

Της φαινόταν όµως τόσο ψεύτικα σαν να µην τ΄ άκουσε ποτέ. Σαν να ήταν γέννηµα

της φαντασίας της.

Κάποια στιγµή άρχισε να το χωνέψει. ∆εν µπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Αυτή ήταν η

αλήθεια. Τώρα πια εκείνο που την έτρωγε µέσα της ήταν άλλο. Όχι τόσο αυτά που

της αποκάλυψε πριν λίγο ο αδερφός της, όσο ότι επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες που

χρόνια τώρα την κατέτρεχαν και δεν της επέτρεψαν ποτέ να χαρεί πραγµατικά έστω

και µια ώρα απ΄ τη ζωή της.

Όταν διέκρινε από µακριά τον όγκο του πέτρινου γεφυριού αισθάνθηκε κάτι να

µαλακώνει µέσα της. Θυµήθηκε κάποιες στιγµές απ΄ τα παιδικά της χρόνια, όταν ο

Αργύρης την κουβαλούσε στις πλάτες του, τις φορές που γυρνούσαν απ΄ την πόλη και

τα ποδαράκια της είχαν λυγίσει απ΄ την κούραση. Αγκάλιαζε το κεφάλι του µε τα

χεράκια της και το χάίδευε. Κάπου, κάπου έσκυβε για να τον ρωτήσει αν αντέχει

ακόµα το βάρος της. Εκείνος χαµογελούσε και επιτάχυνε το βήµα του για να δείξει

πως είναι ακόµα ξεκούραστος και της απαντούσε: «Μη σε νοιάζει. Εδώ είµαι εγώ και

µπορώ να σε κουβαλάω για πάντα». Τότε τα µάτια της γέµισαν από δάκρυα και τα

΄κρυψε στα χέρια της για να µην τη δει ο Αντώνης να κλαίει. Η εικόνα του Αργύρη

που άφησε πίσω της, µαζεµένο σαν ένα κουβάρι, αξιοθρήνητο σε µια γωνιά εκείνου

του άθλιου δωµατίου του ξενοδοχείου ήθελε να τη σβήσει από τη µνήµη της αλλά δεν

ήξερε πώς. Αν µπορούσε θα γυρνούσε πίσω τρέχοντας για να τον πάρει στην αγκαλιά

της και να τον παρηγορήσει. Στο κάτω, κάτω τι έφταιγε και εκείνος. Μήπως ήξερε,

µήπως είχε περάσει και απ΄ το δικό του µυαλό µέχρι πού ήταν ικανός πραγµατικά να

φτάσει ένας άνθρωπος;

Έφτασαν µπροστά στο καφενείο και ο Αντώνης πάτησε απότοµα το φρένο. Η Αλέκα

κόντεψε να καρφωθεί στο παρµπρίζ και γύρισε αγριεµένη προς το µέρος του.

Ο Αντώνης δεν είχε το κουράγιο ούτε συγγνώµη να της ζητήσει µα µήτε και να τη

ρωτήσει αν χτύπησε. Τον είδε τόσο αδύναµο που δεν άντεξε και τον άρπαξε χωρίς να

νοιαστεί αν τον πονούσε για να τον αγκαλιάσει. Βούλιαξε µέσα της και τα δάκρυα

του της έκαψαν το λαιµό. Άρχισε να του χαϊδεύει το πρόσωπο θέλοντας να του πει

πως δικό της ήταν το φταίξιµο. Τι σηµασία είχε το ποιος τον έσπειρε αφού στα

σωθικά της έδεσε και µεγάλωσε ο καρπός, από µέσα της ξεπήδησε και το δικό της

γάλα τον έκανε να θεριέψει και ν΄ ανθίσει. Η δική της φροντίδα τον στήριξε από τότε

που τα βήµατα του ήταν ασταθή, αβέβαια, µέχρι τώρα που πατούσε και έτριζε ο

τόπος. Το δικό της χέρι ακουµπούσε απαλά στον ιδρωµένο του σβέρκο τις νύχτες που

οι πόνοι τον έκαναν να τινάζεται απ΄ την κούνια του και το δικό της δάχτυλο

πιπιλούσε αναζητώντας ανακούφιση όταν έσκαζαν τα πρώτα του δοντάκια.

-Σώπασε. Σώπασε σπλάχνο µου.

Ήταν οι µόνες λέξεις που βγήκαν αλλά ήταν αρκετές για να νιώσει την ανάσα του να

ξαναβρίσκει σιγά, σιγά τον κανονικό της ρυθµό.

-Μάνα, τι θα κάνουµε;

Βγήκε απ΄ το αυτοκίνητο χωρίς να του απαντήσει και στάθηκε κοιτάζοντας για λίγο

πρώτα το καφενείο και µετά το σπίτι.

Page 182: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

182

Τα φώτα του καφενείου ήταν αναµµένα. Μπήκαν. ∆εν υπήρχε ψυχή. Το κουδούνισµα

του τηλεφώνου τους έκανε και τους δύο να πεταχτούν σαν ελατήρια. Πρόλαβε και το

σήκωσε ο Αντώνης.

-Παναγιώτη;..

Ο Αντώνης κόµπιασε. Ο Γεωργούλας κατάλαβε πως άλλος ήταν στο τηλέφωνο και το

΄κλεισε. Γύρισε προς τον ψηλό νεαρό µε το µαύρο πουκάµισο που στεκόταν δίπλα

του και τον ξαναρώτησε:

-Είσαι σίγουρος; Ο γέρος µόρτο;

Ο νεαρός στρίβοντας το τσιγάρο του έγνεψε ναι.

-Τυχερός ο πούστης ο Αργυρίου. Γλίτωσε το εκατοµµύριο…

-Κι αν του πούµε πως εµείς καθαρίσαµε, έφτυσε τα λόγια του ο νεαρός πασχίζοντας

ταυτόχρονα ν΄ ανάψει το τσιγάρο του.

-Τρελός είσαι ρε. Παίζουν µε τον Αργυρίου;

Ο Αντώνης άφησε το ακουστικό στη θέση του και κοίταξε τη µάνα του. Γυρνούσε

γύρω απ΄ τον άξονα της µε τεντωµένα τ΄ αυτιά σαν να περίµενε κάποιον ύποπτο

θόρυβο.

-∆εν είναι δω.

Στάθηκε και γύρισε το βλέµµα της προς τον Αντώνη που τη σίµωνε µε δισταχτικά

βήµατα.

-Τότε εγώ πάω, είπε εκείνος και βγήκε τρέχοντας, φοβούµενος µην προλάβει και τον

σταµατήσει.

Η Αλέκα θέλησε να του φωνάξει να προσέχει αλλά ήταν ανώφελο. Είχε ήδη χαθεί απ΄

τα µάτια της.

Ο Γιαννίδης έκοβε βόλτες µε το αυτοκίνητο του κοντά στο καφενείο. Μόλις είδε το

αυτοκίνητο µε τον Αντώνη και την Αλέκα έκοψε ταχύτητα και τους άφησε να τον

προσπεράσουν. Έµεινε ακίνητος µέχρι που είδε τον Αντώνη να τρέχει προς το σπίτι

της Μυρτώς. Τότε πάτησε το γκάζι και ξεκίνησε.

Ο Αντώνης δεν έδωσε σηµασία στην ανοιχτή αυλόπορτα. Μόλις όµως είδε την

πεσµένη εξώπορτα, πάγωσε. Πριν περάσει το πόδι του µέσα άρχισε να καλεί δυνατά

τη Μυρτώ.

Ο Παναγιώτης άκουσε τις φωνές και έριξε µια µατιά στο πρόσωπο της Μυρτώς.

Τράβηξε το χέρι του απ΄ το στόµα της αφού δεν υπήρχε πια λόγος να το κρατάει

κλειστό. Είχε από ώρα χάσει τις αισθήσεις της.

Σηκώθηκε και µε αργές κινήσεις άρχισε να µαζεύει το παντελόνι του. Πλησίασε στο

παράθυρο. Το άνοιξε και ετοιµάστηκε να πηδήξει έξω.

Ο Αντώνης πανικοβληµένος και σίγουρος πια πως κάτι κακό είχε συµβεί, πήρε φόρα

και όρµησε στο σπίτι, πατώντας πάνω στην πεσµένη πόρτα. Έτρεξε πρώτα προς την

κουζίνα. Κανείς. Ύστερα στην κρεβατοκάµαρα. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Πάνω στη

βιασύνη του δεν πρόσεξε το σώµα της Μυρτώς που κείτονταν στο πάτωµα. Σκόνταψε

πάνω του και έπεσε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Καθώς έκανε να ανασηκωθεί

άκουσε µηχανή αυτοκινήτου απ΄ έξω. Κρατήθηκε απ΄ το περβάζι και µε τα δύο του

χέρια και το µόνο που πρόλαβε να δει ήταν το αυτοκίνητο του Γιαννίδη να

ξεµακραίνει µε µεγάλη ταχύτητα.

Page 183: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

183

62

Άφησε τα φώτα στο καφενείο αναµµένα και βγήκε. Τράβηξε προς το σπίτι.

Ήταν σκοτεινό. Η Αλέκα έκανε ένα βήµα µπρος αλλά στάθηκε. Μέσα της, η οργή και

η απέχθεια , που χρόνια τώρα ένιωθε για τον άντρα της καθηµερινά, µετατράπηκαν

σε µίσος. Ένα µίσος που δεν χωρούσε πια τα στήθια της και έπρεπε µε κάποιο τρόπο

να βγει. Έσφιξε τις γροθιές της και προχώρησε. Τα χέρια της ήταν αρκετά για να τον

κάνουν χίλια κοµµάτια. Αρκεί να τον έβρισκε.

Ξαναγύρισε προς το καφενείο. Ένα βήµα πριν την πόρτα του στάθηκε. Αδύνατον να

κάνει άλλο βήµα. Τα γόνατα της λύγισαν και σωριάστηκε στο πεζούλι. Έβαλε το

κεφάλι ανάµεσα στα πόδια της και ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό κλάµα. Εκείνη τη στιγµή

κατάλαβε πως ακόµα και αν έπιανε τον Παναγιώτη στα χέρια της θα της ήταν

αδύνατον να του κάνει κακό. Ίσως να µην κατάφερνε να ψελλίσει καν ένα «γιατί».

Τον µισούσε, ένας Θεός ήξερε πόσο τον µισούσε, αλλά δεν ήταν πια σίγουρη αν τον

µισούσε περισσότερο που έβαψε τα χέρια του µε το αίµα του πατέρα της, ή για τα

άσχηµα, τα δύσκολα χρόνια που αναγκάστηκε να περάσει κοντά του. Για τα χρόνια

που το τρυφερό της δέρµα αναζητούσε ένα χάδι, ένα ζεστό φιλί και αντί γι΄ αυτά

εισέπραττε όλη τη χυδαιότητα του και την αγριάδα του χαρακτήρα του, καθώς το

µόνο που τον ένοιαζε πάντα ήταν να της αποδεικνύει τον ανδρισµό του.

Παιδί την πήρε στα χέρια του και η πρώτη φορά που µπήκε µέσα της την έκανε

να τη σιχαθεί. Να τη θυµάται σαν να ΄ταν µια σκληρή τιµωρία για ένα πολύ σοβαρό

αµάρτηµα της. Ένα αµάρτηµα που ποτέ δεν είχε καταλάβει ποιο ήταν αλλά για το

οποίο έπρεπε να τιµωρείται ξανά και ξανά.

Επιστρέφοντας απ΄ τη Θεσσαλονίκη, στο µυαλό της δεν υπήρχε καµιά άλλη

σκέψη παρά µόνο η εκδίκηση. Το τι θα έκανε και πώς δεν την απασχολούσε. Πίστευε

πως όταν ερχόταν η ώρα αυτό θα γινόταν από µόνο του. Τώρα όµως, µαζεµένη

κουβάρι εκεί µπροστά στην πόρτα του καφενείου, αισθανόταν τόσο αδύναµη και

ανήµπορη για οτιδήποτε. Ίσως και να µην ήθελε πραγµατικά να κάνει. Και γιατί; Για

να κερδίσει τι; Αν µπορούσε να ξαναγυρίσει το χρόνο πίσω, τότε ναι, µ΄ όλη της την

καρδιά να πατούσε τον Παναγιώτη κάτω σαν σκουλήκι. Μέχρι να τον λιώσει. Μέχρι

να γίνει ένα µε το χώµα. Ναι, αυτό θα µπορούσε να το κάνει και µάλλον θα της

έδιναν πάρα πολλά ελαφρυντικά. ∆εν υπήρχε όµως περίπτωση να της δώσουν πίσω

έστω και µια µέρα απ΄ αυτές που της αφαίρεσε. Κι η Αλέκα το µόνο που ήθελε

πραγµατικά ήταν να ΄χει κάποιες µέρες που θα της ανήκαν, που θα τις ξόδευε όπως

αυτή ήθελε.

Ένιωσε ένα χέρι να της αγγίζει απαλά τα µαλλιά. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι

το πήρε µέσα στα δύο της χέρια και το έφερε στα χείλη της.

-Βασίλη, πάρε µε από ΄δω, ψιθύρισε.

Ο Μανώλης έσκυψε από πάνω της.

-Είσαι… Είσαι καλά Αλέκα;

Η φωνή του την έκανε να πεταχτεί σαν ελατήριο, αποδιώχνοντας το χέρι του.

-Εσύ είσαι…

Ντρεπόταν.

Ο Μανώλης έκανε να την πλησιάσει.

-Τι σου συµβαίνει;

Πισωπάτησε, έχοντας την όψη µικρού παιδιού που το στριµώχνουν στη γωνιά

για να το δείρουν για κάποια αταξία του και αναζήτησε το χερούλι της πόρτας του

καφενείου.

-Τίποτα, τίποτα. Ευχαριστώ…

Ο Μανώλης δεν πρόλαβε να επαναλάβει την ερώτηση του. Η Αλέκα είχε χωθεί

κιόλας στο καφενείο. Ήταν έτοιµος να πέσει πάνω στην πόρτα και να την

Page 184: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

184

ξεκαρφώσει απ΄ τη θέση της µε µια κλωτσιά. Το µυαλό του είχε θολώσει και µόνο

αυτή τη σκέψη ξεχώριζε. Τα µάτια του µίκρυναν. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου

του σκλήρυναν.

Προτίµησε να σκύψει, να πιάσει µια πέτρα και να την πετάξει µε δύναµη

κάνοντας κοµµάτια και θρύψαλα το τζάµι της πόρτας.

-Θα σε κανονίσω εγώ πουτάνα. Θα σε κανονίσω. Ξεσκισµένη, πουτάνα.

Η φωνή του πνίγηκε σ΄ ένα δυνατό βήχα. Πνιγόταν. Τα πνευµόνια του δεν είχαν

πια αέρα. Μόνο µίσος. Αηδία για την Αλέκα. Η ανάσα του βγήκε σαν ρόγχος. Άρχισε

να τρέχει χειρονοµώντας και βρίζοντας.

-Θα σου δείξω εγώ πουτάνα. Θα σου δείξω…

Η πέτρα πέρασε δίπλα απ΄ την Αλέκα που εκείνη τη στιγµή βρισκόταν ακόµα

στη σάλα του καφενείου. ∆εν τρόµαξε. Έσκυψε µόνο και την πήρε στο χέρι της. Την

χάιδεψε.

-Καηµένε Μανώλη.

Page 185: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

185

63

Ο Βασίλης είδε κι έπαθε να πείσει τον Αβραάµ να καθίσουν σ΄ ένα παγκάκι.

Εκείνος βιαζόταν να φύγουν.

-Έχω µπουχτίσει. Φτάνει πια. Πάρε µε απ΄ εδώ.

-∆εν είναι ώρα ακόµα.

Έµειναν για πολύ ώρα σιωπηλοί. Όταν ο Αβραάµ άπλωσε το χέρι του και

άγγιξε το χέρι του Βασίλη, ήταν παγωµένο.

-∆εν είσαι άγγελος. ∆εν ήρθες για µένα.

Ο Βασίλης γύρισε και τον κοίταξε σφίγγοντας του δυνατά το χέρι.

-Πώς το ξέρεις;

-Το χέρι σου… Παγωµένο…

∆εν του απάντησε. Έβγαλε τα τσιγάρα του και του πρόσφερε.

-Έχω να φάω από χθες. Σαν το αγρίµι γυρνάω αλλά δε µε νοιάζει.

Του ΄δωσε φωτιά ν΄ ανάψει.

Ο Αβραάµ ξεφύσηξε τον καπνό και τράβηξε το χέρι του.

-Πολλά βράδια σκέφτηκα πως θα ΄πρεπε να βάλω παντού φωτιά και να

περιµένω τις φλόγες να µε τυλίξουν. Θεέ µου, έλεγα. Αν είναι να καώ στην Κόλαση

κάντο µια ώρα αρχύτερα.

Πολλά βράδια τον ρώτησα γιατί µε τιµωράει έτσι, µα δεν µου απάντησε ποτέ.

Τι να σου κάνει. Ένας Θεός είναι κι είναι για όλους. Σε ποιόν να πρωτοαπαντήσει.

Πιστεύεις στο Θεό;

-∆εν ξέρω…

-Θες και συ αποδείξεις; Εγώ αυτό θέλω. Αποδείξεις. Να όταν σε είδα, πάει λέω

µε θυµήθηκε και έστειλε να µε πάρουν. Όπου και να µε πάνε, στην Κόλαση ή στον

Παράδεισο θα ξέρω τουλάχιστον το γιατί. Έτσι δεν είναι;

-…

-Εδώ κάτω, δεν το ΄µαθα ποτέ. Κανένας δεν µου είπε κουβέντα.

- Στη Φτέρα µένεις;

- Ναι.

- Ξέρεις τον Παναγιώτη;

Ο Αβραάµ κόντεψε να καταπιεί το τσιγάρο του. Το φτυσε µ΄ αηδία και πετάχτηκε

πάνω.

-Φτου. Και κάθοµαι µαζί σου…

-Τι έπαθες, τα ΄χασε ο Βασίλης και έκανε να κινηθεί προς το µέρος του.

-Μη µε πλησιάζεις, άρχισε να στριγκλίζει ο Αβραάµ. Μακριά µου και συ και όλοι οι

ρουφιάνοι του.

Ο Βασίλης έµεινε για λίγο ακίνητος και µετά έβαλε τα γέλια.

-Μα τότε είµαστε απ΄ την ίδια πλευρά, είπε και προχώρησε ένα βήµα προς τον

Αβραάµ.

-Απ΄ την ίδια, αναρωτήθηκε εκείνος και έµεινε να τον κοιτάει µ΄ ανοιχτό το στόµα.

Ο Βασίλης πέρασε το χέρι του γύρω απ΄ τους ώµους του καλώντας τον να

προχωρήσουν µαζί.

-Πάµε και θα στα πω στο δρόµο. Χρειάζοµαι κάποιον στο πλευρό µου…

Ο Αβραάµ χαλάρωσε. Αφέθηκε να τον οδηγήσει. ∆εν ήξερε ούτε καν το όνοµα του,

µα ήθελε κάποιον να τον οδηγήσει. Το ΄χε ανάγκη.

Page 186: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

186

64

Ο Γιαννίδης τράβηξε κατά τα χωράφια. Ο Παναγιώτης δίπλα του, αµίλητος, ούτε που

πρόσεχε κατά πού τραβάνε. Κάποια στιγµή ανοιγόκλεισε τα µάτια του, σαν να

ξυπνούσε εκείνη την ώρα και άρχισε να µετράει µε το βλέµµα το µέρος.

-Πού πάµε;

Ο Γιαννίδης δεν απάντησε. Ανασήκωσε µόνο τους ώµους.

-Και να φύγουµε δεν ωφελεί τώρα, συµπλήρωσε ο Παναγιώτης. Γύρνα πίσω…

Ο Γιαννίδης σταµάτησε το αυτοκίνητο και ακούµπησε το κεφάλι του στο τιµόνι.

- Τι σκέφτεσαι, τον ρώτησε ο Παναγιώτης που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται απ΄ τη

στάση του.

- Κι ύστερα τι, ρε Παναγιώτη, είπε ο Γιαννίδης σηκώνοντας το κεφάλι του και

κοιτάζοντας τον ίσια στα µάτια.

- -Μίλα καθαρά.

- Εσύ να… Λέω…

- Τι λες;

- Έχεις να καθαρίσεις τα δικά σου. Εγώ;

- Ό,τι ζητήσεις θα το ΄χεις. Αν είσαι µαζί µου, είπε κοφτά ο Παναγιώτης και έπιασε

το χερούλι της πόρτας, έτοιµος να την ανοίξει.

Ο Γιαννίδης ξεφύσηξε, κοίταξε για λίγο από την άλλη πλευρά και ύστερα γυρνώντας

το κεφάλι µπροστά έβαλε την όπισθεν λέγοντας:

-Καλά. Μαζί σου και µου φτάνει ο λόγος σου. Πού πάµε;

-Τράβα κατά την εκκλησία.

Ο Παπαγιώργης σύρθηκε µέχρι την εκκλησία. Το ράσο του είχε ασπρίσει απ΄ τη

σκόνη. Μόλις έφτασε, στάθηκε για λίγο, πήρε µια βαθιά ανάσα, έκανε το σταυρό του

και µπήκε. Τράβηξε προ το Ιερό, αλλά δεν τόλµησε να πατήσει το πρώτο σκαλοπάτι.

΄Έµεινε εκεί, µπρος στην Ωραία Πύλη, σαν µαρµαρωµένος ώσπου λύγισαν τα γόνατα

του και ακούµπησε το µέτωπο του στο κρύο σκαλοπάτι. Έκλεισε τα µάτια του για

λίγο και µόλις τα ξανάνοιξε γύρισε το κεφάλι προς τα πάνω κι ίσα που πρόλαβε. Ο

Αρχάγγελος Μιχαήλ είχε εκσφενδονίσει εναντίον του το ξίφος του που καρφώθηκε

δίπλα του, σίρριζα στο κεφάλι του. Ήθελε να σηκωθεί και να τρέξει µα τα πόδια του

δεν τον άκουγαν. Το µόνο που κατάφερε ήταν να συρθεί και να κουλουριαστεί στη

δεξιά γωνιά και να σηκώσει τα χέρια του εκλιπαρώντας.

-Μη Θεέ µου. Ήµαρτον. Σχώραµε που σε πρόδωσα.

Ο Αρχάγγελος στάθηκε τώρα µπροστά και ένιωθε τη βαριά του ανάσα να του καίει το

πρόσωπο. Η βαριά ασηµένια πανοπλία του τον πλάκωνε. Ο Παπαγιώργης έβαλε το

κεφάλι ανάµεσα στα πόδια του και τέντωσε τα χέρια του.

-∆ώσµου µια ευκαιρία ακόµα. Σε παρακαλώ… Μια ευκαιρία…

Ένιωσε στο δεξί του χέρι το βαρύ µεταλλικό ξίφος και µέχρι να συνειδητοποιήσει

πως µες τη χούφτα του ήταν η λαβή του, κόντεψε να του φύγει. Σήκωσε ψηλά το

κεφάλι και φώναξε µ΄ όλη τη δύναµη της ψυχής του.

-Σ΄ ευχαριστώ Θεέ µου. Σ΄ ευχαριστώ.

Πετάχτηκε όρθιος και ανεµίζοντας το ξίφος ετοιµάστηκε ν΄ αντιµετωπίσει τις σκιές

που ξεφύτρωναν από κάθε γωνιά της εκκλησίας. Οι σκιές έκαναν να τον πλησιάσουν

αλλά µετάνιωσαν. Άρχισαν ν΄ αποµακρύνονται. ∆εν τον ξεγελούσαν όµως. Κάπου

κρύβονταν και περίµεναν να του επιτεθούν σαν θα τον έβρισκαν µπόσικο. Να τον

κυκλώσουν όταν δεν θα το περίµενε. Έσφιξε καλά το ξίφος µέσα στη χούφτα και το

σήκωσε ψηλά.

-Πού πάτε; Ελάτε εδώ να λογαριαστούµε, τσίριξε και άρχισε να τις καταδιώκει.

Page 187: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

187

∆εν του ξέφυγε καµιά. Το χέρι του, συνηθισµένο πια στο βάρος του ξίφους,

ανεβοκατέβαινε µε καταπληκτική ταχύτητα σχίζοντας στα δύο ό,τι βρισκόταν

µπροστά του.

Οι κραυγές του χτυπούσαν στα χρωµατισµένα τζάµια, στους αγιογραφηµένους

τοίχους και γυρνούσαν πίσω πιο δυνατές, πιο άγριες. Μα δεν τον τρόµαζαν. Ούτε

αυτές, ούτε οι σκιές που ξεφύτρωναν η µία πίσω απ΄ την άλλη σαν τη Λερναία Ύδρα.

Το οπλισµένο του χέρι κινούνταν ακούραστο, νικώντας τη µια πίσω απ΄ την άλλη.

Όταν έφτασαν στην εκκλησία ο Παναγιώτης µε το Γιαννίδη βασίλευε απόλυτη

ησυχία. Αναζήτησαν τον παπά πρώτα στο γραφειάκι της εκκλησίας κι ύστερα µπήκαν

στο ναό. Το θέαµα που αντίκρισαν τους έκανε να µείνουν άφωνοι. ∆εν είχε µείνει

τίποτα όρθιο. Μήτε στασίδι. Οι εικόνες κοµµατισµένες, τα κηροπήγια

αναποδογυρισµένα, το παγκάρι σκορπισµένο κάτω. Μόνο η εικόνα του Αρχάγγελου

Μιχαήλ ήταν στη θέση της και από κάτω ο Παπαγιώργης µε κουρελιασµένο το ράσο

του και το στήθος του καταµατωµένο. ∆ίστασαν για λίγο µα έτρεξαν κοντά του και

τον ανασήκωσαν.

-Τι έγινε παπά; Ποιος ήταν, ρώτησε πρώτος ο Παναγιώτης.

-Πάει. Τις καθάρισα όλες τις αµαρτίες µας, ψέλλισε ο παπάς.

Ο Γιαννίδης µε τον Παναγιώτη κοιτάχτηκαν για λίγο µεταξύ τους και ο δεύτερος

είπε:

-Πάει. Λάλησε αυτός.

Ο Γιαννίδης συµφώνησε και τον άφησε πρώτος κάτω. Ο Παναγιώτης κράτησε για

λίγο το χέρι του παπά και ύστερα το άφησε να πέσει µαζί µε το κορµί του στο

πάτωµα.

Οι δύο άντρες γύρισαν να φύγουν αλλά πριν κάνουν δύο βήµατα ο παπάς πετάχτηκε

πάνω, σαν να ΄χε κρατήσει µερικές δυνάµεις ακόµα και να τους περίµενε, και

αρπάζοντας το εξαπτέρυγο που ήταν πεταµένο δίπλα του, χίµηξε κατά πάνω τους. Το

εξαπτέρυγο έσκασε µε δύναµη ανάµεσα τους, κάνοντας να πεταχτούν σπίθες απ΄ το

τσιµεντένιο δάπεδο. Πρώτος ο Γιαννίδης κατάφερε ν΄ αρπάξει τον παπά απ΄ το ράσο

και να τον σπρώξει µε δύναµη προς τον τοίχο. Το εξαπτέρυγο έφυγε απ΄ το χέρι του

και έσκασε µε την πλάτη του στον τοίχο, παρασέρνοντας στο πέσιµο του µερικά

σπασµένα στασίδια. Ο Παναγιώτης δεν του έδωσε καιρό να συνέλθει. Έπεσε πάνω

του ακινητοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του.

-Γρήγορα, φέρε κάτι να τον δέσουµε, πρόσταξε το Γιαννίδη που δεν περίµενε δεύτερη

κουβέντα.

Σε λίγο µε την τριχιά που κουβάλησε απ΄ το αυτοκίνητο του, ο Παπαγιώργης ήταν

δεµένος χειροπόδαρα.

-Τι θα κάνουµε µ΄ αυτόν, ρώτησε ο Γιαννίδης.

-Άστον, τώρα έχουµε περισσότερα προβλήµατα, του πέταξε ο Παναγιώτης και

τράβηξε προς τα έξω.

-Μα αυτός δεν ανασαίνει, συµπλήρωσε έντροµος ο Γιαννίδης. ∆εν το πρόσεξες;

Ο Παναγιώτης που είχε φτάσει κιόλας στην πόρτα δεν ήθελε να δώσει συνέχεια.

-Παράτα τον, του φώναξε και βγήκε.

Page 188: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

188

65

Η Μυρτώ άρχισε να συνέρχεται στην αγκαλιά του Αντώνη. Εκείνος πήρε την

κοµπρέσα που είχε βάλει στο µέτωπο της, τη βούτηξε ξανά στο νερό και ξανάρχισε

να της δροσίζει το πρόσωπο. Η Μυρτώ ανακτώντας τις αισθήσεις της άνοιξε

διάπλατα τα µάτια της και τον κοίταξε χωρίς να πει µια λέξη.

-Ποιος ήταν κορίτσι µου; Πέσµου, την ικέτευσε εκείνος.

Η Μυρτώ, γύρισε για λίγο το κεφάλι της στο πλάι και ύστερα κάρφωσε το βλέµµα

της στο δικό του.

-Ένας ξένος. ∆εν έχει πια καµιά σηµασία…

-Μα…

Του έκλεισε το στόµα µε το δάχτυλο της.

-Σε παρακαλώ. Φτάνει πια, δεν αντέχω. Σφίξε µε, σφίξε στην αγκαλιά σου…

Ο Αντώνης την έσφιξε και έγειρε πάνω της. Σε λίγο τα δάκρυα του µούσκευαν τα

µαλλιά της.

-Θα τον σκοτώσω. ∆εν αντέχω άλλο, θα τον σκοτώσω…

Η Μυρτώ κούρνιαξε µέσα του.

-Μη. Κάντο για µένα. Ένας ξένος ήταν σου είπα. Ένας ξένος.

Ο Αντώνης την άφησε απότοµα κάτω και σηκώθηκε όρθιος. Τριγύρναγε ολόγυρα σαν

ανήµερο θηρίο.

-∆εν µπορώ ν΄ ανεχτώ άλλο αυτή την κατάσταση. ∆εν µπορώ…

-Κι εγώ δεν µπορώ άλλο να φοβάµαι… ∆εν µπορώ, ψέλλισε η Μυρτώ και έγειρε το

κεφάλι της στο πλάι σφαλνώντας τα µάτια της.

Ανήσυχος, έπεσε στο πλάι της.

-Μη µ΄ αφήνεις. Σε παρακαλώ µη µ΄ αφήνεις.

Η απελπισία τον είχε κυριέψει. Να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο, να τρέξει για

βοήθεια. Μουδιασµένα τα σκέλη του, να µην µπορεί να κάνει βήµα. Χτυπούσε

δυνατά το στήθος µε τις γροθιές του και εκλιπαρούσε.

-Μη µ΄ αφήνεις. Σε παρακαλώ µη µ΄ αφήνεις.

Ένας ελαφρύς αναστεναγµός, ένα ανεπαίσθητο θρόισµα που βγήκε απ΄ τα χείλη της,

του ξανάδωσε την ελπίδα. Έσκυψε και την πήρε στην αγκαλιά του κρατώντας την

σφιχτά.

-Κορίτσι µου. ∆εν θα σ΄ αφήσω ποτέ πια να φοβηθείς. Ποτέ. Μ΄ ακούς; Ποτέ.

Page 189: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

189

66

Η Αλέκα έσφιγγε την πέτρα του Μανώλη στην παλάµη της. ∆εν είχε θυµώσει µαζί

του. Πιο πολύ τον λυπόταν. Τον είχε εκτιµήσει αλλιώς. Είχε πιστέψει πως εκείνος

ίσως και να ήταν διαφορετικός απ΄ τους άλλους. Κάποιες φορές µάλιστα έπιασε τον

εαυτό της να ΄ναι έτοιµος να κάνει το αποφασιστικό βήµα που θα την έφερνε στην

αγκαλιά του. ∆εν είχε αισθανθεί ποτέ ερωτευµένη µαζί του. Απλώς γοητευµένη.

Άλλα ήταν µόνη της, µια ζωή µόνη της και είχε ανάγκη ν΄ ακουµπήσει κάπου. Τι πιο

φυσικό και εύκολο απ΄ το ν΄ αναζητήσει ένα στήριγµα στην αγκαλιά του Μανώλη. Το

ότι δεν το έκανε, το απέδιδε στη δικιά της ατολµία. Στην αναποφασιστικότητα της.

Τώρα όµως που κρατούσε στα χέρια της την πέτρα που µε τόση ευκολία είχε

εκτοξεύσει εναντίον της ο Μανώλης, ήταν σίγουρη πως δεν το έκανε γιατί κατά

βάθος τον φοβόταν κι εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, όσο φοβόταν και τους άλλους.

Τους φοβόταν γιατί όσο και αν µελετούσε τα πρόσωπα τους, όσο και αν διερευνούσε

τα βλέµµατα τους, πάντα ήταν σίγουρη πως έκρυβαν πράγµατα που δεν ήξερε. Όχι

όµως πια.

-∆εν σας φοβάµαι ρε κερατάδες. Κανέναν σας δε φοβάµαι τώρα, φώναξε και έτρεξε

προς τα έξω ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα του καφενείου.

Μόλις βγήκε στο δρόµο σταµάτησε απότοµα και φώναξε µ΄ όλη της τη δύναµη.

-∆ε σας φοβάµαι ρε. Ακούτε. ∆ε σας φοβάµαι.

Η πέτρα έφυγε µε δύναµη απ΄ το χέρι της και ακούγοντας τον θόρυβο που έκανε το

τζάµι που έσπασε, ένα βροντερό γέλιο ξεχύθηκε απ΄ τα στήθια της τραντάζοντας την

ολόκληρη.

-Τόσο αντέχει το βιος σου Παναγιώτη. Τόσο…

Γύρισε και έκανε ένα βήµα προς το καφενείο µα βλέποντας δύο φιγούρες που ήταν

σταµατηµένες µπροστά στην πόρτα κοντοστάθηκε. Κοίταξε καλύτερα και µόλις τα

µάτια της ξεδιάλυναν τη µια απ΄ αυτές, έτρεξε καταπάνω της και την έσφιξε στην

αγκαλιά της.

-Βασίλη µου. Πού ήσουν;

Ο Βασίλης τη σήκωσε ψηλά και άρχισε να τη φιλάει µε πάθος στο λαιµό.

-Συγγνώµη που έλειψα. Μα έπρεπε…

-Φτάνει που γύρισες. Φτάνει που ήρθες τώρα…

Τα µάτια του έλαµπαν και της χαµογελούσαν. Όπως έλαµπε όλο του το πρόσωπο.

Αφέθηκε να την παρασύρει το άρωµα που ανέδυε το κορµί του και έσκυψε να το

ρουφήξει απ΄ το λαιµό του. Απαλά, τρυφερά για να µην τον πονέσει. Σαν να ΄ταν το

οξυγόνο που τόσο της είχε λείψει και προσπαθούσε να γεµίσει µ΄ αυτό τα διψασµένα

της πνευµόνια.

Ο Αβραάµ αισθάνθηκε άβολα. Ξερόβηξε για να τους διακόψει µα δεν του έδωσαν

σηµασία. Τράβηξε απ΄ το χέρι το Βασίλη.

-Πάµε µέσα να ξαποστάσουµε.

Η Αλέκα κατέβηκε απ΄ την αγκαλιά του και έσκυψε και φίλησε τον Αβραάµ.

-Πού ήσουν εσύ; Πού χάθηκες;

-Τώρα, γέλασε εκείνος αµήχανα. Τώρα που βρήκα το δρόµο µου, χάθηκα;

Ο Βασίλης αγκάλιασε απ΄ τους ώµους την Αλέκα και µπήκαν στο καφενείο. Τους

ακολούθησε ο Αβραάµ κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

-Βασίλη, θέλω να µε πάρεις απ΄ εδώ, του είπε ικετεύοντας τον η Αλέκα και τα µάτια

της δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν απ΄ τα δικά του σαν να περίµενε απ΄ αυτά την

απάντηση.

-Θα σε πάρω, αποκρίθηκε εκείνος. Θα σε πάρω, µα πρέπει πρώτα να κλείσω έναν

παλιό λογαριασµό.

Η Αλέκα τρόµαξε µε το βλέµµα του. Τον άφησε και προχώρησε µόνη προς τα µέσα.

Page 190: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

190

-Τι έπαθες, τη ρώτησε ο Βασίλης χωρίς να κουνηθεί απ΄ τη θέση του.

Η Αλέκα πέρασε πίσω απ΄ το ψυγείο και άρχισε να γεµίζει µε τσίπουρο τρία ποτήρια.

-Πολλοί παλιοί λογαριασµοί υπάρχουν εδώ πέρα. Ο δικός σου ποιος είναι;

Ο Βασίλης γύρισε και κοίταξε προς τον Αβραάµ. Εκείνος κατάλαβε και τον

προέτρεψε.

-Πρέπει να της πεις. Πρέπει να ξέρει.

Η Αλέκα βγήκε φέρνοντας τα ποτήρια.

-Λοιπόν, τον κοίταξε ακουµπώντας τα ποτήρια σ΄ ένα τραπέζι.

-Θα σου πω… Ένα, ένα µε τη σειρά. ∆εν µου ΄χεις εµπιστοσύνη.

Η Αλέκα δε δίστασε στιγµή. Του έγνεψε ναι.

Ο Βασίλης τράβηξε µια καρέκλα και γυρίζοντας προς τον Αβραάµ, είπε κοφτά:

-Είµαστε µόνοι µας.

-Κι ο Σακκάς, ρώτησε µε αγωνία ο Αβραάµ. ∆εν τον βρήκες; Τι έγινε;

-Ο Σακκάς, κούνησε το κεφάλι του ο Βασίλης και πήρε το ποτήρι µε το τσίπουρο στο

χέρι, δήλωσε απών. Είµαστε µόνοι σας, σας το είπα, πρόσθεσε και ήπιε µονορούφι το

τσίπουρο.

Κατεβαίνοντας απ΄ την Αγία Μαρίνα ο Βασίλης µε τον Αβραάµ, του εξιστόρησε την

ιστορία των γονιών του. Ο Αβραάµ τον άκουγε αµίλητος και το µόνο που είπε στο

τέλος ήταν:

-Μέχρι κι αυτό έκανε.

Ο Βασίλης δυσφόρησε απ΄ τα λόγια του ίσως γιατί περίµενε κάτι άλλο ν΄ ακούσει.

∆εν του ΄πε όµως τίποτα. Απλώς έκοψε την κουβέντα.

Ο Αβραάµ κατάλαβε απ΄ την έκφραση του πως είχε πειραχτεί. Τον άφησε για λίγο κι

ύστερα ακουµπώντας το δεξί χέρι στον ώµο του, µίλησε:

-Τι να πω. Λένε πως εκεί που πέφτει η φωτιά, καίει. Αν µάθεις ν΄ αδικείς, ποτέ δε

σταµατάς… Αγρίµι είναι ο άνθρωπος. Το χειρότερο αγρίµι. Ναι, µε τάραξαν τα όσα

µου ΄πες, αλλά και τι να κάνω. Μακάρι να ΄χα τη δύναµη να γυρίσω το χρόνο πίσω.

Για σένα, για τους δικούς σου, για µένα, για…

Το βλέµµα του σκοτείνιασε. Βούλιαξε στη δική του λύπη.

Ο Βασίλης µετάνιωσε. Τον αδίκησε. Τι άλλο µπορούσε να του προσφέρει αυτό το

γεροντάκι που καλά, καλά τα δικά του βάσανα δεν ήταν ικανός πια να σηκώσει.

Συνέχισαν το δρόµο τους αµίλητοι. Λίγο πριν φτάσουν στον οικισµό, ο Βασίλης

σταµάτησε και γυρνώντας προς τον Αβραάµ τον ρώτησε.

-Είσαι µαζί µου για ό,τι κι αν γίνει;

Ο άλλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

-Στο ΄πα. ∆εν έχω άλλο δρόµο. ∆εν υπάρχει πια κανείς να µε περιµένει. Αν κάπου

µπορώ να σου φανώ χρήσιµος…

Αγκαλιάστηκαν. Σαν πατέρας µε γιο.

-Κάπως δεν πρέπει να πληρώσει, αναρωτήθηκε ο Αβραάµ.

-Πρέπει.

Ο γέρος άρπαξε απ΄ τα χέρια το Βασίλη κοιτώντας τον στα µάτια.

-Σε ικετεύω. Είναι θεριό ανήµερο. Το γινάτι βγάζει µάτι, µην το ξεχνάς όσο και αν σε

πνίγει το αίµα των αδικοχαµένων.

-Έννοια σου. Άλλο έχω στο µυαλό µου. Υπάρχει κι άλλος τρόπος για ν΄ αποδοθεί

δικαιοσύνη αρκεί να βρούµε στοιχεία.

∆εν προσπαθούσε να ξεγελάσει την ανησυχία του Αβραάµ. Το εννοούσε. Το ΄χε

οριστικά αποφασίσει πως τον Παναγιώτη ήταν αδύνατον να τον πολεµήσει µε τα ίδια

του τα όπλα.

Λίγο πριν φτάσουν στη Φτέρα ο Βασίλης προέτρεψε τον Αβραάµ.

-Κρύψου κάπου εδώ και σε λίγο θα γυρίσω.

Page 191: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

191

-Πού θα πας;

-Μέχρι την Αξιούπολη. Ένας φίλος. Με περιµένει. Θα χρειαστούµε βοήθεια.

Ο Αβραάµ δεν πρόλαβε να του πει τίποτα και ο Βασίλης χάθηκε στο µισοσκόταδο.

Βρήκε το Σακκά στην ταβέρνα, καθισµένο στην ίδια γωνιά. Πήρε µια καρέκλα και

κάθισε απέναντι του.

-Θέλω να µε βοηθήσεις, του είπε κοφτά και του εξιστόρησε εν ολίγοις τι σκόπευε να

κάνει.

Μόλις τελείωσε και ενώ ο Βασίλης κρεµάστηκε απ΄ τα χείλη του, ο Σακκάς δεν

έβγαλε κουβέντα. Απέφευγε και να τον κοιτάξει. Αναζήτησε µόνο τον ταβερνιάρη και

σήκωσε προς το µέρος του την άδεια κανάτα του κρασιού.

Ο Βασίλης δεν άντεχε να περιµένει άλλο.

-Λοιπόν, ρώτησε αδηµονώντας.

Ο Σακκάς πάλι δε µίλησε. Πήρε µόνο τη γεµάτη κανάτα που του έφερε ο ταβερνιάρης

και γέµισε το ποτήρι του και ένα ακόµα άδειο. Το έσπρωξε προς το µέρος του.

-Πιες λίγο, τον προέτρεψε. Πιες, έτσι πάνε όλα κάτω.

Ο Βασίλης εξοργίστηκε. Έπαιζε µε τα νεύρα του ο γέρος. Τον περιγελούσε. Έσκυψε

µπροστά και τον άρπαξε απ΄ το γιακά.

-Για δε µιλάς; Πες κάτι. Ένα όχι. Κάτι που να σε πάρει ο διάολος.

Ο Σακκάς σήκωσε το ποτήρι του και προσπάθησε να πιει, ρίχνοντας λοξές µατιές

στους υπόλοιπους πελάτες της ταβέρνας τα βλέµµατα των οποίων είχε τραβήξει πάνω

τους η φωνή του Βασίλη. Λίγες σταγόνες κρασιού έβρεξαν το λαρύγγι του. Οι

υπόλοιπες κύλησαν στο λαιµό του.

-Τι να πω; Κι αν µαρτυρήσω όλα όσα γνωρίζω, πιστεύεις πως θα τον δέσουν;

-Ναι, απάντησε αποφασιστικά ο Βασίλης κοιτώντας τον ίσια στα µάτια. Στο κάτω,

κάτω υπάρχει και δικαιοσύνη. Αλλά κάποιος πρέπει να µιλήσει, να πει τι ξέρει… Να

στηρίξουµε τις κατηγορίες… Ελπίζω στην πορεία να βρούµε κι άλλους.

Ο γέρος έσκυψε το κεφάλι, ξανασήκωσε το ποτήρι του και τον προέτρεψε.

-Πιες σου λέω. Βοηθάει… Όσο για τ΄ άλλα. Άστα. Μην τα σκαλίζεις…

Ο Βασίλης ξέσφιξε τα χέρια απ΄ το γιακά του και έκανε να σηκωθεί µα ο γέρος τον

κράτησε απ΄ το χέρι σταµατώντας τον.

-Πού πας παλικαρά; Νοµίζεις είσαι ο µόνος που ξέρει αυτές τις ιστορίες;

Ο Βασίλης γύρισε προς το µέρος του και τον κοίταξε στα µάτια.

-Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι επιτέλους;

Ο Σακκάς ξέσπασε σ΄ ένα εκνευριστικό γέλιο.

-Κάποιος… Και αυτός είσαι εσύ; Κι εµείς εδώ τι κάναµε;

-Τίποτα.

Ο Σακκάς έκοψε απότοµα το γέλιο του και έσκυψε το κεφάλι.

-Τίποτα. Αυτό είναι αλήθεια. Τίποτα. Τα ξέραµε, τα βλέπαµε όλα και δεν κάναµε

τίποτα. Κι εγώ, µη µε βλέπεις. Ένας χέστης ήµουνα πάντα. Ναι, ένας χέστης. Τι

θαρρείς, πώς ήταν εύκολο; Ξέρεις τι έπρεπε να περάσεις για να πάρεις ακόµα και µια

κολοάδεια περιπτέρου; Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν να παρουσιάζεσαι κάθε τρεις και

λίγο στο γραφείο του κάθε βρωµοµπασκίνα για να σε ξεφτιλίζει; Το θεωρείς εύκολο;

Ή µιλάς έτσι γιατί εσύ ήσουν εκεί; Σ΄ αυτό που άλλοι έλεγαν παραπέτασµα και εµείς

το βλέπαµε ίσια κι όµοιο µε τον Παράδεισο;

-∆εν ξέρεις τι λες, πήγε να τον κόψει ο Βασίλης.

Μα ο Σακκάς δε σταµατιόταν.

-Κι εσύ πώς ξέρεις; Κοιµήθηκες στα βουνά και µετά µέσα στα σκατά για µια

κολοάδεια περιπτέρου; Έσκυψες το κεφάλι σε κάθε ρουφιάνο κι ας ήξερες πως αυτός

σου είχε γαµήσει τη µάνα; Τι ξέρεις;

Page 192: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

192

Στο άκουσµα της λέξης «µάνα», το µυαλό του Βασίλη θόλωσε. Μπροστά του δεν είχε

το γέρο Σακκά, µα τον Παναγιώτη. Πετάχτηκε όρθιος και σήκωσε τη σφιγµένη του

γροθιά. Τα µάτια του Σακκά, τρεµόπαιξαν για λίγο και ύστερα βάζοντας τα χέρια του

σαν ασπίδα έσκυψε το κεφάλι περιµένοντας στωικά το χτύπηµα. Οι υπόλοιποι

πελάτες δε σάλεψαν. Αµίλητοι, ακίνητοι, µε τα µάτια τους ορθάνοιχτα, πρόσµεναν να

δουν την κατάληξη. Το µυαλό του Βασίλη ξεθόλωσε. Φωτίστηκε. Μάζεψε το χέρι

του και µε σκυµµένο κεφάλι όρµησε προς την πόρτα. Αυτοί που ήταν πιο κοντά στην

έξοδο, θα ΄παιρναν όρκο πως τον άκουσαν να µουρµουρίζει ένα συγγνώµη.

Στ΄ αυτιά του Σακκά έφτασε ο κρότος της πόρτας αλλά δε σάλεψε. Μόλις ξανάρχισαν

οι πνιχτές οµιλίες κι οι ψίθυροι στην ταβέρνα, ανασήκωσε δειλά το κεφάλι του χωρίς

να πάρει την ασπίδα από µπρος του. Σηκώθηκε παρασέρνοντας µαζί του και την

καρέκλα του και έτρεξε στην πόρτα. Έβγαλε µόνο το κεφάλι του και µόλις διέκρινε

το σχήµα του Βασίλη να ξεµακραίνει έβαλε τις φωνές.

-Τι ξέρεις εσύ; Ποιος είσαι εσύ που θα µε κρίνεις;

Έφτασε στον οικισµό χωρίς να το καταλάβει και αν δεν πεταγόταν µπροστά του ο

Αβραάµ µήτε που θα θυµόταν πως τον άφησε εκεί κρυµµένο. Μόλις τον είδε, τον

άρπαξε απ΄ το χέρι και τον πήρε µαζί του, χωρίς να του πει κουβέντα.

Τον Αβραάµ δεν τον χωρούσε ο τόπος στο καφενείο. Τραβήχτηκε διακριτικά σε µια

γωνιά για ν΄ αφήσει το Βασίλη να εξιστορήσει τα δικά του στην Αλέκα, αλλά του

ήταν αδύνατον να ησυχάσει. Μπήκε δύο τρεις φορές στο κουζινάκι, γεµίζοντας πότε

τσίπουρο, πότε νερό το ποτήρι, αλλά δεν έβρισκε ησυχία.

-Η Μυρτώ. Τι λες να κάνει η Μυρτώ Αλέκα, µπήκε ανάµεσα τους.

∆εν άκουσε, ή δεν κατάλαβε τι την ρώτησε. Η διήγηση του Βασίλη δεν την είχε

απλώς απορροφήσει. Την σύντριψε. Το πρόσωπο της άσπρο σαν πανί, γεµάτο

ρυτίδες. Πλήθος ρυτίδες λες κι ήταν γριά. Τα χείλη της γεµάτα άσπρες χαραγµατιές,

καθώς δάγκωνε συνεχώς πότε το πάνω και πότε το κάτω χείλος τους, για να κρατηθεί,

να µην µπήξει τις φωνές και ξεσηκώσει τον κόσµο στο ποδάρι.

Κάτασπρος κι ο Βασίλης. Με βλέµµα ανήσυχο. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια του τα

δικά της. Μετανιωµένος που έριξε κι άλλη πίκρα µέσα της. Φοβόταν πως όσα της

διηγήθηκε, την τσάκισαν για τα καλά. Είχε κάνει λάθος. Απλώς λύγισε για λίγο.

Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της, του ΄σφιξε δυνατά τα χέρια και προσπάθησε να του

χαµογελάσει.

-Είµαι µαζί σου. Για ό,τι κι αν χρειαστεί…

Έσκυψε και άρχισε να της φιλάει αχόρταγα τα χέρια.

Ο Αβραάµ έσκυψε πάνω απ΄ την Αλέκα και τη σκούντηξε στον ώµο.

-Τι γίνεται η Μυρτώ;

-∆εν ξέρω. Πήγε ο Αντώνης να τη βρει.

Ένιωσε µια µαχαιριά µέσα του. Ανασηκώθηκε και έκανε δύο, τρία βήµατα προς τα

πίσω µα τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Σωριάστηκε σε µια καρέκλα, δίπλα στην

πόρτα. Η Αλέκα έτρεξε κοντά του.

-Θέλεις ένα ποτήρι νερό;

Ο Αβραάµ έγνεψε όχι και γύρισε το βλέµµα του κατά το δρόµο. Η Αλέκα κοίταξε

προς το Βασίλη που της έκανε νόηµα, ζητώντας να µάθει τι είχε πάθει ο γέρος. Η

Αλέκα του έγνεψε πως δεν µπορεί να του εξηγήσει τώρα και άπλωσε το χέρι της για

να χαϊδέψει τα µαλλιά του Αβραάµ. ∆εν πρόλαβε. Πετάχτηκε πάνω και κόλλησε το

πρόσωπο του στο τζάµι της πόρτας.

-Κάθε πράγµα στον καιρό του δε λένε. Τι µου φταίνε οι άλλοι; Εγώ, µονάχος µου

εγώ, έχασα τον καιρό µου.

Ξεκόλλησε το πρόσωπο του απ΄ το τζάµι και χαµογέλασε προς την Αλέκα και το

Βασίλη.

Page 193: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

193

-Μη χασοµεράτε. Εσείς έχετε καιρό ακόµα. Μην τον αφήνετε να σας φύγει.

∆εν τους έδωσε χρόνο να πουν τίποτα. Άνοιξε την εξώπορτα και προχώρησε έξω

φωνάζοντας:

-Πάµε στης Μυρτώς. Όλοι εκεί, γιατί είναι καλύτερα ν΄ αντιµετωπίσουµε τα θεριά

τώρα που βγάλαν τα νύχια τους.

Ο Βασίλης κι η Αλέκα κοιτάχτηκαν µεταξύ τους και πετάχτηκαν σαν ελατήρια απ΄ τις

θέσεις τους ακολουθώντας τον.

∆εν πρόλαβαν να κάνουν ούτε δέκα βήµατα όταν είδαν µια φιγούρα να πλησιάζει

προς το µέρος τους σέρνοντας µια βαλίτσα. Στάθηκαν. Το ίδιο κι η φιγούρα που

φαινόταν να τους µετράει καλά πριν πάρει την απόφαση και προχωρήσει προς το

µέρος τους.

Ο Μηλόπουλος αγνόησε τους άλλους δύο και προχώρησε προς την Αλέκα. Άρπαξε

τη βαλίτσα και µε τα δύο του χέρια και την πέταξε µπροστά στα πόδια της.

-Πού είναι ο άντρας σου Αλέκα, τη ρώτησε.

Έριξε ένα βλέµµα προς το Βασίλη πριν του απαντήσει.

-∆εν ξέρω, του είπε κοφτά. Τι καµώµατα είναι αυτά Παρασκευά;

-Εδώ µέσα, τα έχω όλα. Σ΄ αυτή τη βαλίτσα είναι ό,τι χαρτί του υπέγραψα. Όλα, δε

λείπει κανένα.

Η Αλέκα πέρασε πάνω απ΄ τη βαλίτσα και ξεκίνησε να φύγει.

-∆ικοί σας λογαριασµοί.

Ο Μηλόπουλος της έκοψε το δρόµο αρπάζοντας τη απ΄ το µπράτσο.

-Πού είναι;

-∆εν ξέρω σου λέω, του είπε αγριεµένη και προσπάθησε ν΄ απελευθερώσει το

µπράτσο της µα ο Μηλόπουλος της το κρατούσε σφιχτά.

Ο Μηλόπουλος έφερε κοντά στο πρόσωπο της το δικό του και η µεθυσµένη του

ανάσα της γύρισε τα σωθικά.

-Τα ήξερες όλα, τη ρώτησε µε φωνή που είχε µαλακώσει και τρεµόπαιζε.

Τράβηξε το µπράτσο της µε περισσότερη δύναµη και το απελευθέρωσε.

-Τώρα κι εγώ τα µαθαίνω.

Προχώρησε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της. Ο Αβραάµ και ο Βασίλης την

ακολούθησαν αφήνοντας το Μηλόπουλο κοκαλωµένο στη θέση του. Μόλις

ξεµάκρυναν, έσκυψε, έπιασε τη βαλίτσα και ξανάρχισε να περπατά σέρνοντας την. Σε

λίγο η φιγούρα του και ο θόρυβος που έκανε η βαλίτσα παρασέρνοντας στο σύρσιµο

της πέτρες και χώµατα, χάθηκαν µες το σκοτάδι.

Page 194: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

194

67

Στο σπίτι της Μυρτώς έφτασε πρώτος ο Αβραάµ, µα δε µπήκε. Κοντοστάθηκε και

έστρεψε το βλέµµα του προς το σπίτι της Κούλας. Η Αλέκα τον άρπαξε απ΄ το

µπράτσο, ζητώντας του να την ακολουθήσει. Εκείνος αντιστάθηκε.

-Μη γυρνάς πίσω, τον προέτρεψε.

∆εν την άκουσε κι ούτε είχε τη δύναµη να τον συγκρατήσει. Με δύο δρασκελιές είχε

βρεθεί κιόλας µπροστά στην πόρτα της Κούλας.

Ο Βασίλης κοίταξε την Αλέκα περιµένοντας να του πει κάτι. Εκείνη κούνησε το

κεφάλι της αµήχανα σαν να του ΄λεγε, «δεν µπορούµε να κάνουµε τίποτα».

Άνοιξε την αυλόπορτα της Μυρτώς και ο Βασίλης την ακολούθησε.

Ο Μανώλης στην απέναντι γωνιά ξεχώρισε καλά σε ποια ανήκε η µια απ΄ τις δύο

φιγούρες που διάβηκαν το κατώφλι της Μυρτώς. Πέταξε µε δύναµη το τσιγάρο που

κρατούσε στο χέρι του και ύστερα το πάτησε µ΄ όλη τη δύναµη του ποδιού του,

λιώνοντας το στο χώµα. Γύρισε και τράβηξε κατά την εκκλησία.

Ο Αβραάµ προσπάθησε ν΄ ανοίξει την πόρτα του σπιτιού χωρίς να κάνει θόρυβο, µα

εκείνη έτριξε παγώνοντας του το αίµα. Έστησε αυτί µπας και ακούσει κάποιο τρίξιµο

του καροτσιού. ∆εν ακουγόταν τίποτα. Σαν να µην υπήρχε ψυχή ζώσα εκεί µέσα.

Έβαλε το δεξί του πόδι πρώτα και µετά το αριστερό αλαφροπατώντας. Έκανε δύο

ακόµα βήµατα σίγουρος πια πως η Κούλα ή κοιµόταν ή απουσίαζε. ∆εν ήταν

σίγουρος αν άκουσε πρώτα το τρίξιµο που έκαναν οι ρόδες του καροτσιού ή την

κραυγή της Κούλας. Το τσούξιµο που αισθάνθηκε στη δεξιά του πλευρά όταν τη

διαπέρασε η λάµα του µαχαιριού που έσφιγγε γερά στο χέρι της η Κούλα τον έκανε

να ουρλιάξει αυτός περισσότερο. Ένας αφόρητος πόνος απλώθηκε σ΄ όλο του το

κορµί και τα γόνατα του λύγισαν. Καθώς έκανε να στηριχτεί ακουµπώντας το δεξί

του χέρι στο πάτωµα, για να µην πέσει, το ΄νιωσε ν΄ ακουµπάει σ΄ ένα ζεστό υγρό.

Γύρισε και είδε το αίµα που ανάβλυζε απ΄ την πληγή να µουσκεύει το δεξί µπατζάκι

του παντελονιού του και να µεγαλώνει την κηλίδα στο πάτωµα. Έκανε µια

προσπάθεια να σηκωθεί µα του ήταν αδύνατον. Το µόνο που κατάφερε ήταν να

καθίσει στο πάτωµα και να συρθεί µέχρι που η πλάτη του σταµάτησε στον απέναντι

τοίχο.

Το βλέµµα του είχε θολώσει και αισθανόταν πως από λεπτό σε λεπτό θα έσβηνε. Τ΄

αυτιά του είχαν βουλώσει και δεν ξεχώριζε τι ξεστόµιζε η Κούλα. Το µόνο που

µπορούσε πια να δει ήταν τα µάτια της που γυάλιζαν στο σκοτάδι και κάτω απ΄ αυτά

το στόµα της που ανοιγόκλεινε µε µεγάλη ταχύτητα. Έβαλε και τα δύο του χέρια στη

λαβή του µαχαιριού και προσπάθησε να το τραβήξει. Ο πόνος τον έκανε να

παραλύσει. Περίµενε λίγο και ξαναπροσπάθησε. Το τράβηξε αλλά δεν ήταν σίγουρος

αν το κρατούσε ακόµα στα χέρια του ή αν του είχε πέσει κάτω. Τα νεύρα του

παρέλυαν και οι αισθήσεις του δε λειτουργούσαν. Ένιωσε να βυθίζεται.

Η Κούλα έσυρε το καρότσι της και τον πλησίασε όσο περισσότερο µπορούσε. Ο

Αβραάµ έδειχνε να µην ανασαίνει. Αναζήτησε το µαχαίρι αλλά εκείνο είχε κρυφτεί

στη δεξιά χούφτα του και στο αίµα που πληµµύριζε τον τόπο. Τέντωσε κι άλλο το

κορµί της και έγειρε πάνω του αρπάζοντας τον απ΄ τα µαλλιά.

-Οβραίε. Για να µάθεις να εκτιµάς, ούρλιαξε στο ασπρισµένο πρόσωπο του.

Το δεξί χέρι του Αβραάµ σα να κινήθηκε απ΄ µόνο του, µηχανικά. ∆ιέγραψε ένα

ηµικύκλιο και σταµάτησε όταν κάρφωσε το µαχαίρι στο λαιµό της Κούλας.

Η τελευταία λέξη πνίγηκε στο στόµα της σαν να την έκοψε το µαχαίρι στα δύο. Πριν

προλάβει το χέρι του Αβραάµ να πέσει, το αίµα της Κούλας άρχισε να ποτίζει το

πρόσωπο του και ύστερα κύλησε προς τα κάτω για ν΄ αναµιχθεί µε το δικό του.

Page 195: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

195

68

Ο Παναγιώτης ακουµπούσε το κεφάλι του στο τραπέζι. Ο Γιαννίδης έψαξε και βρήκε

σ΄ ένα απ΄ τα ράφια που υπήρχαν στο γραφείο της εκκλησίας ένα µισογεµάτο

µπουκάλι κρασί. Γέµισε δύο ποτήρια και άφησε το ένα δίπλα στο κεφάλι του

Παναγιώτη.

-Πιες. Καλό θα µας κάνει.

Ο Παναγιώτης δε σάλεψε. Ο Γιαννίδης τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε απέναντι

του. Έφερε το ποτήρι του στα χείλη και το άδειασε µονορούφι. Πριν το ξαναγεµίσει

έριξε µια µατιά στον Παναγιώτη. Λες κι είχε γεράσει απότοµα, µέσα σε λίγες ώρες.

∆ε θύµιζε σε τίποτα τον Παναγιώτη που ήξερε. Το ανήµερο θεριό που στο πέρασµα

του και µόνο όλοι καθόταν προσοχή. Που η κάθε επιθυµία του ήταν προσταγή. Τι θα

έλεγαν οι άλλοι αν τον έβλεπαν έτσι τώρα; Ή µήπως µόνο στα δικά του µάτια

φάνταζε, γέρος και ανήµπορος;

Γέµισε το ποτήρι του και τσούγγρισε το ποτήρι του Παναγιώτη.

-Για δε µιλάς;

Καµιά απόκριση. Μήπως θα ΄ταν προτιµότερο να φύγει και να τον αφήσει; Στο κάτω,

κάτω δεν έφερε καµιά ευθύνη σε τίποτα. Ο µόνος υπεύθυνος ήταν ο Παναγιώτης. Ας

τα ΄βγαζε πέρα µόνος του.

«Όλοι είµαστε υπεύθυνοι. Γιατί ξέραµε… Γιατί βλέπαµε και δεν κοτούσαµε να

πούµε, σταµάτα, φτάνει πια…», ήρθαν στο µυαλό του τα λόγια που του χε πει ένα

βράδυ ο Μηλόπουλος. ∆ε θυµόταν πως ξεκίνησε η κουβέντα, ούτε ποιος έκανε την

αρχή. Μα και τότε ο Γιαννίδης δε µίλησε, µόνο άκουσε. Και γιατί τα ΄λεγαν σ΄ αυτόν;

Επειδή ήταν ο µόνος που κοντράριζε τον Παναγιώτη κάπου, κάπου; Ε, και; Τρελός

ήταν να βάλει το χέρι του να τραβήξει το φίδι έξω από την τρύπα; Λένε πως όταν το

φίδι θέλει να φάει το κεφάλι του, το βγάζει στο δρόµο. Και το κεφάλι του Παναγιώτη

ήταν τώρα βγαλµένο στο δρόµο. Να, µια έτσι να του έδινε και θα τέλειωναν όλα κι

ίσως και να µην υπήρχε µάρτυρας που θα ΄ρχοταν να τον καταδικάσει. Τι ίσως;

Σίγουρα. Ακόµα και αυτός ο γιος του ο Αντώνης θα του ΄δινε δίκιο. Θα κατέθετε

υπέρ του. Αλλά γιατί να το κάνει; Ας το ΄κανε ο Μηλόπουλος που το ψιθύρισε

κάποιες φορές και ας φοβόταν ύστερα µην τον άκουσε και ο ίσκιος του και τον

µαρτυρούσε στον Παναγιώτη. Όχι, ο Μηλόπουλος δεν θα το αποτολµούσε ποτέ.

Βολευόταν µε τα δανεικά και αγύριστα που του ΄δινε ο Παναγιώτης για να

ξεπληρώνει τα χρέη απ΄ τα χαρτιά. Παίζοντας ο Μηλόπουλος έπεφτε όλο και

χαµηλότερα κι έσκυβε ύστερα το κεφάλι για να του περάσει ο Παναγιώτης τη θηλεία

γύρω απ΄ το λαιµό και να τον σέρνει. ∆εν υπήρχε, από χρόνια, τίποτα που να του

ανήκε. Μήτε κι η γυναίκα του. Να το ΄ξερε άραγε αυτό απ΄ την αρχή ο Μηλόπουλος

και να το χώνευε µέσα του, έτσι, αµάσητο; Να το ΄ξερε απ΄ την αρχή και τώρα να

θυµήθηκε, έτσι ξαφνικά το φιλότιµο του και είπε ν΄ αντιδράσει; ∆εν ήταν βέβαιος.

Για το µόνο που ήταν βέβαιος ήταν πως βολεύτηκε µ΄ όλη αυτή την κατάσταση, όπως

όλοι τους. Όπως και ο Παπαγιώργης που κατάκλεβε το παγκάρι της εκκλησίας.

«∆ανεικά, είναι», έλεγε. «Μου τα δανείζει ο Πανάγαθος και θα του τα επιστρέψω».

∆ανεικά κι αγύριστα. Πόσα να ΄χαν µαζευτεί; Τόσα πολλά που να µην τ΄ αντέξει

άλλο το µυαλό του παπά και να ξεκουνηθεί απ΄ τη θέση του; Όλα εδώ πληρώνονται

και ο παπάς είχε ήδη πληρώσει. Πότε θα ΄ρχοταν η σειρά του; Θυµήθηκε το

εκχωρητήριο που ΄χε µε την υπογραφή του Παναγιώτη στην τσέπη και το ΄βγαλε. Το

ξεδίπλωσε και αφού το κοίταξε για λίγο ετοιµάστηκε να το σχίσει. ∆εν προχώρησε.

Έµεινε µε τη σκέψη. Κι άµα το έσχιζε τι θα γινόταν; Αυτός δεν θα πλήρωνε; Το

εκχωρητήριο ήταν το πρόβληµα ή που τόσα χρόνια όλοι µαζί είχαν βάλει τις πλάτες

τους για να στηρίζουν τον Παναγιώτη και να πορεύεται ανενόχλητος.

Page 196: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

196

Άφησε το χαρτί στο τραπέζι και σηκώθηκε. Έφτασε µέχρι την πόρτα, την άνοιξε µα

πριν βγει έξω τον σταµάτησε η φωνή του Παναγιώτη.

-Θαρρείς πώς ξόφλησα;

Γύρισε αργά προς το µέρος του.

-Αυτό εσύ το ξέρεις. Ο καθένας ξέρεις τα χρέη του.

Ο Παναγιώτης πήρε το χαρτί που ΄χε αφήσει στο τραπέζι, σηκώθηκε και τον

πλησίασε. Στάθηκε µπροστά του, το δίπλωσε και το έβαλε στη µέσα τσέπη του

σακακιού του.

-∆εν µπορείς να κάνεις πίσω τώρα.

Ο Γιαννίδης δεν αντέδρασε. Γύρισε και ξανακάθισε στο τραπέζι. Ο Παναγιώτης πριν

καθίσει πήρε το ποτήρι του στο χέρι και το άδειασε. Το έσπρωξε προς το Γιαννίδη

και κάθισε απέναντι του.

-Ο γέρος µου ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος. Πιο σκληρός κι από µένα. Από µικρός

δεν άκουγα τίποτα άλλο, παρά µόνο πως δεν πρέπει να ανέχοµαι ούτε µύγα στο σπαθί

µου. Τον θυµάσαι καθόλου;

Ο Γιαννίδης γέµισε τα ποτήρια τους και έγνεψε ναι.

-∆ε του ρίχνω κανένα φταίξιµο. Έτσι ήταν τα χρόνια κι αν ήθελες να µη σε φάνε,

έπρεπε να τους φας πρώτος.

-Έχεις πολλά χρέη Παναγιώτη.

Ο Παναγιώτης πήρε το γεµάτο ποτήρι και το φερε στα χείλη του.

-Ο άντρας, ο σωστός ξέρει να ξεπληρώνει τα χρέη του.

Έβαλε το ποτήρι στο στόµα του και άφησε το περιεχόµενο του να του δροσίσει το

λαιµό. Μόλις το άδειασε σκούπισε µε την ανάστροφη του χεριού το σαγόνι του και

πέταξε µε δύναµη το ποτήρι στον απέναντι τοίχο.

-Οι αδύναµοι σπάνε, διαλύονται. Μόνο οι δυνατοί αντέχουν. Αυτό έµαθα όλα µου τα

χρόνια, αυτό θα κάνω µέχρι το τέλος.

-Το ξέρεις το τέλος;

-Όχι, µα µήτε και το φοβάµαι. Τόσα χρόνια τους είχα και τους κανάκευα και τώρα

πού είναι; Πού πήγαν όλοι τους;

-Θαρρούσες πως είχες φίλους;

Ο Παναγιώτης ξέσπασε σ΄ ένα τρανταχτό γέλιο.

-Φίλους; Ο καθένας Γιαννίδη έχει µόνο φίλο την ανάγκη του…

Ο Γιαννίδης δεν πρόλαβε να προσθέσει τίποτα άλλο. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε

απότοµα και εµφανίστηκε ο Μανώλης. Ο Παναγιώτης ξαφνιάστηκε που τον είδε µα

δε σάλεψε. Ο Γιαννίδης τα ΄χασε. Άρχισε να κοιτάει µια το Μανώλη και µια τον

Παναγιώτη.

Ο Μανώλης έκλεισε την πόρτα πίσω του και προχώρησε προς το µέρος του

Παναγιώτη. Ακούµπησε το δεξί χέρι του στο τραπέζι και έσκυψε κοντά του.

-Παναγιώτη, κάθεσαι καλά εδώ πού είσαι;

Ο άλλος γύρισε προς το µέρος του έτοιµος να τον αρπάξει.

-Μη βιάζεσαι, τον έκοψε ο Μανώλης. Κράτα γι΄ αλλού τη δύναµη σου…

Page 197: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

197

69

Η Μυρτώ κουρνιασµένη στην αγκαλιά του Αντώνη, λαγοκοιµόταν. Το µουρµουρητό

του την ξύπνησε.

-∆εν το χωράει το µυαλό µου…

Ανασηκώθηκε.

-Τι είπες;

Μετάνιωσε που της χάλασε έστω αυτό τον λίγο, τον ανήσυχο ύπνο.

-Με συγχωρείς. Τίποτα. Κοιµήσου.

Η Μυρτώ σηκώθηκε και ακούµπησε στον τοίχο δίπλα του.

-Τι δε χωράει το µυαλό σου;

Πριν της απαντήσει, άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα µαλλιά.

-Είσαι όµορφη. Από µικρό παιδί, σ΄ έβλεπα να περνάς µπροστά µου και δεν πίστευα

ποτέ πως θα µπορούσα να σε σφίξω µια µέρα στην αγκαλιά µου.

Πήρε το χέρι του στα δικά της και άρχισε να το χαϊδεύει. Το ΄φερε στα χείλη της και

το φίλησε απαλά.

-Απορώ πως δεν µε σιχαίνεσαι, πετάχτηκε απότοµα ο Αντώνης και αποµακρύνθηκε

πριν προλάβει να κλείσει το χέρι του στα δικά της.

Η Μυρτώ δεν άντεχε να ξαναρχίσουν τα ίδια. Ήθελε να ξεφύγει. Να προχωρήσουν

µπροστά. Μαζί θα ΄ταν το καλύτερο. Αλλιώς θα συνέχιζε έστω και µόνη της.

-Και το δικό µου το µυαλό δε χωράει πολλά πράγµατα, είπε σε λίγο χωρίς να σηκώσει

το βλέµµα της προς το µέρος του. Πάρα πολλά. Μα τα αφήνω και προσπερνάνε.

Φεύγουν ή νοµίζω πως έφυγαν. Κλείστηκα εδώ µέσα στα τέσσερα ντουβάρια και

πίστεψα πως αυτά θα µε προστατέψουν. Θα µε φυλάξουν απ΄ τις κακοτοπιές. Τελικά

ξέρεις τι κατάλαβα; Να µη φωλιάσει ο φόβος µέσα σου, γιατί αν φωλιάσει, πάει,

χάθηκες.

Ο σχωρεµένος ο άντρας µου, βοήθησε να τον ξεχάσω πως υπήρχε µέσα µου.

Φεύγοντας αυτός τον ξαναθυµήθηκα. Κατάλαβα πως ό,τι είχα µέσα µου από µικρή

δεν θα έφευγε ποτέ. Κι όχι πως δεν το ήθελα. Ένας Θεός ξέρει πόσο ήθελα να

ξεχάσω.

Τις νύχτες… Τις νύχτες είναι πιο δύσκολα. Όταν σφαλνάς τα µάτια σου και λες πάει

θα ξεκουραστώ τώρα, θα ξεκουραστώ και θα ξεχάσω και έρχονται ξαφνικά µπροστά

σου τα ισκιώµατα και σε παίρνουν το κατόπι. Αργεί το ξηµέρωµα, αργεί πάρα πολύ

και εσύ στέκεις εκεί και παρακαλάς να περάσουν οι ώρες, να κυλήσουν τα λεπτά και

να ξεφύγεις. Κι ύστερα; Ξεφεύγεις µια νύχτα, δύο, ώσπου συνηθίζεις και απλώς

µετράς τις ώρες σου τη νύχτα µε τους ίσκιους που σε κυκλώνουν. ∆εν ξέρω αν το

κακό που µου ΄κανε σήµερα ο Παναγιώτης ήταν µεγαλύτερο απ΄ αυτό που µου ΄κανε

τότε, πολλά χρόνια πριν, όταν κρυµµένη σ΄ ένα υπόγειο τους είδα…

Μετάνιωσε που ξανάνοιξε αυτή την κουβέντα. Ήθελε να την κλείσει οριστικά κι

αµετάκλητα εκεί. Άπλωσε τα χέρια της προς το µέρος του.

-Σφίξε µε στην αγκαλιά σου Αντώνη. Σφίξε µε…

Ο Αντώνης δεν την άκουγε. Το µυαλό γυρνούσε αλλού.

-Σε παρακαλώ, µην κολλάς, µην κολλάς σ΄ ό,τι πέρασε.

Οι τελευταίες της λέξεις πνίγηκαν στο λυγµό που γέµισε δάκρυα τα µάτια της και

έκανε το στήθος ν΄ ανεβοκατεβαίνει.

Γονάτισε µπροστά της έτοιµος να της ζητήσει να τον συγχωρέσει. Ανασηκώθηκε και

του ΄δωσε ένα φιλί στο µέτωπο, πριν βάλει το κεφάλι του στην αγκαλιά της.

- Ο σχωρεµένος ο άντρας µου, είχε κανονίσει να φύγουµε µακριά. Να ζήσουµε

αλλού. Ίσως το τόπος, έλεγε, να ήταν που µ΄ έκανε να µην αισθάνοµαι καλά. ∆εν

ξέρω αν είχε δίκιο. Μπορεί να έφταιγε κι ο τόπος, αλλά µπορεί και να φταιγαν

όσα είχα µέσα µου. Έµεινα και είπα δεν µπορεί, κάποια στιγµή τα θηρία θα

Page 198: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

198

ησυχάσουν. ∆εν µπορεί να µου σχίζουν συνέχεια τις σάρκες µε τα νύχια τους.

Κάποια στιγµή θα βαρεθούν και θα µ΄ αφήσουν. Ίσως τώρα, να ήρθε αυτήν η

ώρα…

-Φταίω κι εγώ. Φταίω που έρχοµαι και σκαλίζω τις πληγές, χωρίς να λογαριάζω το

αίµα που τρέχει. Τον πόνο που σου προκαλώ. Μπορείς να µε συγχωρέσεις;

-∆εν υπάρχει τίποτα να συγχωρέσω. Αισθάνοµαι το ίδιο αδύναµη µε σένα. Μόνο που

εσύ είσαι αγνός ακόµα και δεν πρέπει να βουτηχτείς µέσα στις αµαρτίες των άλλων.

Μαζεύτηκε σαν να ΄θελε να χωρέσει ολόκληρος στην αγκαλιά της.

-Συγχώρεσε µε.

-Ησύχασε. Σε παρακαλώ.

-Μα είναι και δικές µου αµαρτίες, πώς µπορώ να τις αγνοήσω;

-∆εν είναι δικές σου. Μην είσαι κουτός. Ξέχνα τα όλα και τράβηξε µπροστά…

-Μα δεν µπορώ…

-Μπορείς. Μπορείς και θα το κάνεις…

Πετάχτηκε πάνω και την τράβηξε µαζί του να σηκωθεί.

-Πάµε να φύγουµε.

-Για πού;

-Οπουδήποτε. Στην Αθήνα. Εγώ θα συνεχίσω τις σπουδές και τη δουλειά µου κι εσύ

θα ΄σαι πάντα στο πλάι µου. Ν΄ αρχίσουµε µια καινούργια ζωή µαζί.

Πώς να µη χαµογελάσει. Τα µάτια του έλαµπαν και καθώς χύθηκαν στα δικά της την

έκαναν να νιώσει ευτυχισµένη. Τόσο που, έστω για µια στιγµή, να ξεχάσει ό,τι έγινε.

Η στιγµή όµως δεν κράτησε πολύ. Πέρασε παίρνοντας µαζί και το χαµόγελο που

σχηµατίστηκε στα χείλη της. ∆υσκολευόταν να πάρει µια τέτοια απόφαση. Έγειρε το

κεφάλι για να µη διαβάσει τη σκέψη της.

-Θα ΄ρθεις µαζί µου, επέµενε ο Αντώνης.

-Είσαι τόσο πειστικός που είµαι έτοιµη να σ΄ ακολουθήσω.

-Κι αυτό θα κάνεις.

-Πώς; Έτσι;

-Έτσι. Πάµε τώρα.

Τα χέρια της πλέχτηκαν γύρω απ΄ το λαιµό του και τον κρατούσε σφιχτά.

-Μη µου το κάνεις αυτό;

-Ποιο;

-Μπορεί και να σ΄ ακολουθήσω.

-Μα αυτό θέλω…

-∆εν ξέρω…

Η τελευταία φράση πνίγηκε στα χείλη της. Ο θόρυβος των βηµάτων που ακούστηκε

απ΄ την αυλή την έκανε να σφιχτεί πάνω στον Αντώνη. Εκείνος την άρπαξε γερά µε

το αριστερό χέρι και άπλωσε το δεξί, έτοιµος να την προστατέψει. Η φωνή της

Αλέκας, τους χαλάρωσε και τους δύο.

-Μυρτώ. Αντώνη.

Η Μυρτώ σήκωσε το κεφάλι της και ψιθύρισε στ΄ αυτί του.

-Μη της πεις τίποτα για ό,τι έγινε εδώ πιο πριν. Ας το κρατήσουµε για µας… Μόνο

για µας.

Ακούµπησε το δάχτυλο της στα χείλη της και µετά το ΄φερε στα δικά του.

Κάτι δεν της κάθισε καλά της Αλέκας και όχι µόνο επειδή είδε την πεσµένη

εξώπορτα. Πήρε µια γενικόλογη και αόριστη απάντηση κι απ΄ τους δύο αλλά δεν τους

πίστεψε. Το δέχτηκε απλώς. Αντέδρασε όµως όταν της ανακοίνωσε ο Αντώνης πως

σκόπευε να πάρει τη Μυρτώ και να φύγουν.

-Και πού θα πάτε; Ποιος σας περιµένει;

Page 199: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

199

Η Μυρτώ δε µίλησε. Την καταλάβαινε. Κάθισε µόνο σε µια γωνιά αφήνοντας µάνα

και γιο να µιλήσουν.

Ο Βασίλης τραβήχτηκε στην κουζίνα, αναζητώντας ένα ποτήρι νερό.

Η Αλέκα δεν είπε πολλά µε τον Αντώνη. Μπορεί η λογική της να της υπαγόρευε πως

δεν έπρεπε να τον αφήσει να φύγει, µα πόσο άξιζε αυτή η λογική τώρα; Κι αν έµενε τι

θα γινόταν; Πόσο θα µπορούσε ν΄ αποφύγει τη σύγκρουση µε τον πατέρα του;

-Κάνε ό,τι σε φωτίσει, έκλεισε την κουβέντα και βγήκε απ΄ το δωµάτιο αναζητώντας

το Βασίλη.

Ο Αντώνης πήγε κοντά στη Μυρτώ και κάθισε δίπλα της.

-Είσαι έτοιµη.

Πήρε το χέρι του.

-Άσε να ξηµερώσει πρώτα. Με το φως είναι καλύτερα…

-Μα στο σκοτάδι…

-Ας µείνουµε σ΄ αυτό το σκοτάδι που ξέρουµε.

Ο Βασίλης µπήκε στην κουζίνα και στάθηκε µπρος το παράθυρο που έβλεπε στο

δρόµο. Έξω δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο ο αέρας που πάλευε να παρασύρει µερικά ξερά

φύλλα στο πέρασµα του κι εκείνα αντιστεκόταν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω

απ΄ τις πέτρες του δρόµου. Έσκυψε, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, µήπως και

διακρίνει καµιά κίνηση. Την Αλέκα δεν την άκουσε. Ένιωσε µόνο το χέρι της ν΄

ακουµπά στον ώµο του. Αναγνώρισε αµέσως το άγγιγµα της.

-Τι ψάχνεις, τον ρώτησε και εκείνος έριξε µια τελευταία µατιά και ανασηκώθηκε.

-∆ε φαίνεται ψυχή, της είπε γυρνώντας προς το µέρος του.

Η Αλέκα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ΄ το κορµί της, σαν να κρύωνε και κάρφωσε τα

µάτια της στα δικά του.

-Μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγουµε;

Την πήρε στην αγκαλιά του να τη ζεστάνει.

-Κρυώνεις;

-Νιώθω κουρασµένη.

-Κι εγώ.

-Πάµε να φύγουµε.

-Όχι. Έχω ένα χρέος να ξεπληρώσω.

Γλίστρησε απ΄ την αγκαλιά του και προχώρησε µέχρι την πόρτα. Κοντοστάθηκε και

γύρισε αργά προς το µέρος του.

-Χρέος. Ποιο χρέος; ∆εν υπάρχει µεγαλύτερο χρέος απ΄ το να ζήσεις.

Έσκυψε το κεφάλι του και έµεινε για λίγο αµίλητος. Πριν µιλήσει γύρισε ξανά προς

το δρόµο.

-∆εν µπορώ. Πώς να τον αφήσω έτσι, χωρίς να πληρώσει; Και να σου πω την

αλήθεια, όσο το σκέφτοµαι, τόσο φουντώνει η επιθυµία µέσα του να το πάρω πίσω.

-Το δαχτυλίδι;

-Ναι. ∆εν θέλω να του κάνω κακό µε τα ίδια µου τα χέρια. Το ξέρω πως δεν το

µπορώ. Μα θέλω να πληρώσει… Να δώσει λόγο…

-Ποιος θα µιλήσει, ποιος έχει στοιχεία για να τον δέσουν… ∆υστυχώς, λόγια, µόνο

λόγια υπάρχουν…

-Το ξέρω. Αλλά µακάρι να µπορούσα να πάρω τουλάχιστον το δαχτυλίδι πίσω…

-Και τι θα κερδίσεις; Μήπως θα τους ξαναφέρεις πίσω, µήπως θα τους δώσεις ό,τι

έχασαν;

Ο Βασίλης έµεινε σιωπηλός. Έσκυψε το κεφάλι. Η Αλέκα τον πλησίασε και τον

αγκάλιασε τρυφερά από πίσω.

-Με συγχωρείς. ∆εν έχει νόηµα όµως, δεν…

-∆εν καταλαβαίνεις.

Page 200: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

200

Ενοχληµένος, τίναξε το κεφάλι του ψηλά και την απώθησε µε µια κίνηση του

κορµιού του από πάνω του. Πισωπάτησε και ακούµπησε στον τοίχο σα χαµένη.

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος πιέζοντας τα για να σταµατήσει το τρέµουλο του

κορµιού της. Τώρα κρύωνε περισσότερο.

-Έχεις δίκιο. ∆εν καταλαβαίνω… Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω. Όλα αυτά τα χρόνια

ζούσα µε τις µορφές των αγαπηµένων µου, στο µυαλό µου, στην καρδιά µου και

αυτό µε ξαλάφρωνε. Με κρατούσε. Και σήµερα, µέσα σε λίγες ώρες χάθηκαν όλες.

Άφησα τον Αργύρη µόνο σ΄ εκείνο το άθλιο ξενοδοχείο και δεν µ΄ ένοιαζε, την

τρελή, αν ζούσε ή αν θα πεθάνει… Και τώρα, προσπαθώ να βγάλω αυτή την εικόνα

απ΄ το µυαλό µου, γιατί δεν µπορώ ν΄ αντέξω στην ιδέα πως χρειαζόταν ένα χέρι, το

δικό µου χέρι, να τον κρατήσει, να του πει κάνε κουράγιο, κι όµως δεν του το

άπλωσα. ∆εν καταλαβαίνω… Έζησα παρακαλώντας απλώς να περάσουν οι µέρες

µου και αυτές οι µορφές, των δικών µου ανθρώπων, που δεν τους έζησα, δεν τους

χάρηκα, µου στάθηκαν κάθε ώρα, κάθε λεπτό… Κι εγώ, δε βρήκα το κουράγιο, να

συγχωρήσω το µονάκριβο αδερφό µου. Να τον πάρω στην αγκαλιά µου και να του

πω, «δεν πειράζει Αργύρη µου. Ό,τι έγινε δεν ξεγράφεται. ∆εν πειράζει». Ποιος Θεός

θα βρεθεί να µε συγχωρέσει. Ποιος Θεός;

Πριν αποτελειώσει την τελευταία της φράση, ξεχύθηκε προς την πόρτα. Την πρόλαβε

ο Βασίλης και της έκοψε το δρόµο.

-Πού πας;

-Τρέχω µήπως τον προλάβω.

-Μόνη µέσα στη νύχτα;

Ανασήκωσε αµήχανη τους ώµους.

-Ποιόν να ζητήσω να µου σταθεί τώρα; Θαρρώ πως µήτε απ΄ το γιο µου δεν έχω

δικαίωµα να το κάνω πια.

Τη ντράπηκε, τόσο που θέλησε ν΄ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Αισθάνθηκε πως κι

αυτός την είχε αδικήσει πολύ αυτή τη γυναίκα. Ίσως περισσότερο απ΄ τους άλλους.

Την άρπαξε απ΄ τους ώµους και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

-Πάµε µαζί. Θέλεις;

Ένας βαθύς αναστεναγµός βγήκε απ΄ τα στήθια της. Γαντζώθηκε πάνω του

περνώντας τα χέρια της, γύρω απ΄ τη µέση του.

- Το ήξερα. Ήµουνα σίγουρη. Το ήξερα. Από τότε που σε γνώρισα, λίγες ώρες πριν,

παρακαλώ να έχω όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες για να τις ζήσω µαζί σου. Για

να ζήσω, να χαρώ ό,τι δε χάρηκα ίσα µε τα τώρα… Αυτό το καταλαβαίνω. Αυτό µε

κάνει να στέκοµαι τώρα στα πόδια µου…

Πάντως να ξέρεις. Ακόµα και αν έφευγες, τούτη τη στιγµή, το µόνο που θα θυµάµαι

είναι πως όσο ήσουν εδώ, µόνο αγάπη µου έδωσες.

Page 201: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

201

70

Ο Παναγιώτης δεν περίµενε καµιά βοήθεια απ΄ τους άλλους δύο που τον κοιτούσαν

σα χαµένοι. Φόρτωσε µόνος του στην καρότσα του φορτηγού του Γιαννίδη δύο

µπιτόνια βενζίνη και τους προέτρεψε να τον ακολουθήσουν. Έµειναν κοκαλωµένοι

στις θέσεις τους.

-Τι χαζέψατε έτσι µωρέ, τους έβαλε τις φωνές.

-Μα είσαι µε τα σωστά σου, ψέλλισε ο Γιαννίδης.

Ο Παναγιώτης όρµησε και τον άρπαξε απ΄ το γιακά ανασηκώνοντας τον µια σπιθαµή

απ΄ το έδαφος.

-Είσαι µαζί µου ή όχι; Κιότεψες;

Ο Γιαννίδης ψέλλισε κάτι σαν «είµαι µαζί σου» και ο Παναγιώτης τον άφησε κάτω

σπρώχνοντας τον προς την πόρτα του οδηγού. Επιβιβάστηκαν στο φορτηγάκι και πριν

ξεκινήσουν πρόλαβε ο Μανώλης και πήδηξε στην καρότσα.

Σε λίγα λεπτά, το φορτηγάκι στάθµευσε µπροστά στο σπίτι της Μυρτώς. Ο

Παναγιώτης πήδηξε πριν καλά, καλά σταµατήσει και άρχισε να κατεβάζει τα

µπιτόνια µε τη βενζίνη. Ο Γιαννίδης έµεινε καρφωµένος στο τιµόνι του και ο

Μανώλης απ΄ την καρότσα απλώς παρακολουθούσε. Κι οι δύο ένιωθαν ανήµποροι να

τον βοηθήσουν µα και να τον σταµατήσουν.

Ο Παναγιώτης άρπαξε το ένα µπιτόνι και άρχισε ν΄ απλώνει τη βενζίνη, στον

µπροστινό τοίχο του σπιτιού. Η µανία του ήταν τέτοια που το µεγαλύτερο µέρος της

βενζίνης γυρνούσε πάνω του, µουσκεύοντας τα µαλλιά και τα ρούχα του. Ύστερα

όρµησε στην αυλή καταβρέχοντας πρώτα τα λουλούδια και αδειάζοντας ό,τι είχε

αποµείνει στον τοίχο που έβλεπε προς τον κήπο. Επέστρεψε, πήρε το δεύτερο µπιτόνι

µε το δεξί του χέρι και χώθηκε στο σπίτι, τσακµακίζοντας στο αριστερό του χέρι τον

αναπτήρα του.

Ο Γιαννίδης και ο Μανώλης κατέβηκαν και πλησίασαν στο σπίτι φοβισµένοι. Πρώτα

είδαν κάποιες λάµψεις και αµέσως µετά άκουσαν τις βρισιές του Παναγιώτη.

-Γαµώ το κέρατο µου. Την κοπάνησαν…

Έµειναν αποσβολωµένοι στις θέσεις τους, παρακολουθώντας τις φλόγες που θέριευαν

φωτίζοντας το εσωτερικό του σπιτιού.

Σε λίγο, το σπίτι δεν ήταν δυνατόν να συγκρατήσει µέσα του τις τεράστιες φλόγες

που άρχισαν να ξεχύνονται πια απ΄ τα παράθυρα του κι άρχισαν να πυρπολούν και τη

στέγη.

Ο Γιαννίδης και ο Μανώλης έκαναν ένα βήµα πίσω και ο δεύτερος ήταν έτοιµος να

φύγει, όταν είδε κάτι να κινείται στην εξώπορτα του σπιτιού.

-Θεέ µου, τι είναι αυτό, φώναξε ο Γιαννίδης και χωρίς άλλη κουβέντα το έβαλε στα

πόδια τροµοκρατηµένος.

Ο Μανώλης, παρασυρµένος απ΄ τον άλλο, το ΄βαλε κι αυτός στα πόδια, αλλά δεν

πήγε µακριά. Στάθηκε λίγο πιο πέρα.

Όταν έφτασε ο Παναγιώτης στην αυλόπορτα, στηρίχτηκε πάνω της, προσπάθησε να

πάρει µια ανάσα και γύρισε πίσω το κεφάλι του αγκοµαχώντας. Έτσι όπως ήταν,

µαυρισµένος από πάνω µέχρι κάτω και τυλιγµένος απ΄ τους καπνούς που έβγαιναν

απ΄ τα καψαλισµένα του ρούχα, µόνο για πλάσµα αυτού του κόσµου δεν έδειχνε.

Πήρε µια ανάσα και βγήκε στο δρόµο παραπατώντας. Στάθηκε δύο, τρία µέτρα απ΄ το

σπίτι, το κοίταξε καλά, καλά και πριν σωριαστεί, κατάφερε να πει:

-Μου την κοπάνησαν…

Ο Μανώλης έµεινε µερικά λεπτά αναποφάσιστος. Όταν έκανε το πρώτο βήµα, ο

αέρας είχε δυναµώσει και µερικά κοµµάτια σχισµένου χαρτιού µπλέχτηκαν ανάµεσα

στα πόδια του. Ζύγωσε τον Παναγιώτη που κάπνιζε ακόµα και στάθηκε ένα βήµα

µακριά του.

Page 202: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

202

-Μέχρι εδώ ήταν ρε πούστη. Μέχρι εδώ. Ψήθηκες µέσα στις ίδιες τις αµαρτίες σου…

Ο Παναγιώτης προσπάθησε ν΄ ανασηκώσει το κεφάλι του αλλά δεν τα κατάφερε. Το

κεφάλι του έπεσε σαν άψυχο και έσκασε κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο στο χώµα.

Page 203: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

203

71

Η Αλέκα, κρατώντας σφιχτά το χέρι του Βασίλη, προέτρεπε απ΄ το πίσω κάθισµα τον

Αντώνη ν΄ αναπτύξει κι άλλη ταχύτητα.

-Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Πρέπει να προλάβουµε…

Η Μυρτώ δε µιλούσε. Παρακολουθούσε µόνο µε την άκρη του µατιού της τον

Αντώνη που συµµεριζόµενος την αγωνία της µάνας του, οδηγούσε νευρικά, πατώντας

µε µανία το γκάζι του αυτοκινήτου.

-Θα προλάβουµε. Θα προλάβουµε, προσπαθούσε να την ηρεµήσει ο Βασίλης.

Ο Αντώνης άπλωσε το δεξί του χέρι και αναζήτησε το χέρι της Μυρτώς. Εκείνη το

πήρε στα δικά της και άρχισε να το φιλάει.

-Αντώνη, µπροστά σου, του φώναξε η µάνα του, καθώς λίγα µέτρα πιο πέρα είχε

αρχίσει να διαγράφεται η σκιά του πέτρινου γεφυριού. ∆εν πρόλαβε να την

καθησυχάσει. Οι ρόδες του αυτοκινήτου ντελαπάρησαν στο χωµατόδροµο και πριν

προλάβει ο Αντώνης ν΄ αντιδράσει και να το επαναφέρει, γύρισε τρεις τέσσερις

φορές, µε µεγάλη ταχύτητα, γύρω απ΄ τον εαυτό του. Πριν ολοκληρώσει τον τέταρτο

κύκλο βρέθηκε να σέρνεται στην χορταριασµένη πλαγιά, κατρακυλώντας προς το

ποτάµι.

Το πίσω µέρος του αυτοκινήτου βούλιαξε στο ποτάµι αργά, αργά και σταµάτησε. Το

νερό κάλυψε τις πίσω πόρτες µέχρι τη µέση. Πέρασαν αρκετά λεπτά µέχρι να

συνειδητοποιήσουν οι επιβάτες του τι είχε συµβεί. Μόλις άρχισαν να συνέρχονται,

κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και αφού σιγουρεύτηκαν πως ήταν όλοι καλά, ξεκίνησαν

την προσπάθεια για ν΄ απεγκλωβιστούν.

Η Μυρτώ και ο Αντώνης έβρεξαν µόνο τα πόδια τους, αλλά καθώς η Αλέκα

βουτηγµένη µέχρι τη µέση στο νερό έχασε την ισορροπία της, παρέσυρε µαζί της και

το Βασίλη που βράχηκε και αυτός µέχρι το κόκαλο. Ο Αντώνης έτρεξε να τους

βοηθήσει, ζητώντας ταυτόχρονα συγγνώµη απ΄ τη µάνα του για την απροσεξία του

που τους οδήγησε σ΄ αυτή την κατάσταση. ∆εν του απάντησε, αλλά εκείνη την ώρα

σκεφτόταν πως µάλλον δεν έφταιγε σε τίποτα. Απλώς ήταν να συµβεί και συνέβη.

Του ζήτησε µόνο να βοηθήσει το Βασίλη να βγει απ΄ το νερό καθώς είχε χτυπήσει

ελαφριά το πόδι του και δυσκολεύονταν να τα καταφέρει µόνος του.

-Εδώ, φώναξε η Μυρτώ καλώντας τους κάτω απ΄ την πρώτη, τη µικρή καµάρα του

γεφυριού.

Η Αλέκα ανέβαινε την πλαγιά µε τα τέσσερα. Ο Αντώνης άφησε το Βασίλη κι έτρεξε

να την προλάβει.

-Για πού το ΄βαλες;

-Πρέπει να προλάβω. Πρέπει να προλάβω…

Προσπάθησε να τη συγκρατήσει και παραλίγο να χάσουν κι οι δύο την ισορροπία

τους και να τους πάρει η κατηφόρα.

-Με τα πόδια θα πας;

-Μ΄ ό,τι να ΄ναι. Αρκεί να προλάβω…

-∆εν προλαβαίνεις. Είναι ανώφελο πια.

Η φωνή του Βασίλη ήχησε περίεργα στ΄ αυτιά της.

-Τι εννοείς;

-∆ε βλέπεις που είµαστε Αλέκα; ∆ε γνωρίζεις το µέρος που πέσαµε;

Άρχισε να κατηφορίζει σιγά, σιγά προς το µέρος του.

-Τυχερά πράµατα… Τι να πει κανείς; Τυχερά…

Πρόλαβε και τη σταµάτησε πριν ξανακυλήσει στο νερό.

-Τυχερά. Αυτό είναι λες;

-Τι άλλο; Τι να πω και πώς να εξηγήσω…

Την άφησε και άρχισε να βαδίζει κατά µήκος της όχθης.

Page 204: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

204

-Εδώ είναι που… Ε, Αλέκα. Εδώ είναι;

Ανασήκωσε τους ώµους της. Και µόνο µε τη σκέψη πως βρισκόταν σ΄ εκείνο το

µέρος είχε τροµοκρατηθεί. Προσπάθησε να µην το δείξει.

Ο Βασίλης συνέχισε ν΄ ακροβατεί στην όχθη του ποταµού. Καθώς είχε ανοίξει τα

χέρια του, ισορροπώντας, της φάνηκε πως ετοιµαζόταν να πετάξει. Αν πετούσε πώς

θα τον έφτανε;

Σαν να κατάλαβε τη σκέψη της, γύρισε προς το µέρος της και της χαµογέλασε. Το

αριστερό του πόδι γλίστρησε και βούλιαξε µες το νερό. Έτρεξε κοντά του µε

απλωµένο το χέρι. ∆εν το δέχτηκε. ∆εν την κοίταξε καν. Κούνησε µόνο το κεφάλι και

συνέχισε.

-Ίσως κάπου εδώ να γυρνά εκείνος… Νοµίζω πως τον νιώθω κοντά µου.

-Τι είναι αυτά που λες…

∆εν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση της. Ο Βασίλης γύρισε απότοµα και παρά τον

πόνο που ένιωθε στο πόδι του άρχισε ν΄ ανεβαίνει την πλαγιά τρέχοντας.

-Πού πας;

-∆εν µπορώ να µείνω άλλο. ∆εν µπορώ…

-Περίµενε µε. Περίµενε µε…

Η Μυρτώ ακούµπησε στην πέτρινη πλάτη της καµάρας. Ο Αντώνης κάθισε δίπλα της.

-Να µαζέψω µερικά ξύλα να ζεσταθείς;

-Είναι βρεγµένα τέτοια εποχή. Έλα στην αγκαλιά µου…

Άφησε τα απλωµένα της χέρια να τον τυλίξουν. Ένιωσε το κορµί της να τρέµει.

-Κρυώνεις;

-Φοβάµαι.

-Κι εγώ. Να φύγουµε;

-Για πού;

-Πάµε, κι όπου µας βγάλει.

-Κάτσε λίγο ακόµα. Μόνο µαζί µπορούµε να νικήσουµε το φόβο. Αν δεν τον

νικήσουµε τώρα θα µας κατατρέχει µια ζωή…

Page 205: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

205

72

Πάνω στο πέτρινο γεφύρι, στο ψηλότερο σηµείο του, η ξεφτισµένη βαλίτσα του

Μηλόπουλου, ήταν ανοιγµένη και άδεια. Στο εσωτερικό της είχαν αποµείνει δύο, τρία

χαρτιά απ΄ το περιεχόµενο της.

Ο Μηλόπουλος, δύο τρία µέτρα πιο κάτω, έσερνε τα βήµατα του, κρατώντας µερικά

τσαλακωµένα χαρτιά στις χούφτες του.

-∆εν απόµεινε τίποτα… Τώρα δεν χρωστάω σε κανένα…

Συνέχισε να περπατά ώσπου έπεσε στο Σακκά που ανηφόριζε, ερχόµενος απ΄ την

αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας ένα µπουκάλι τσίπουρο στο χέρι.

-Μηλόπουλε, για πού το ΄βαλες;

∆εν του απάντησε. Έκανε να φύγει. Ο Σακκάς πέταξε κατά πάνω του το µπουκάλι

που πέρασε ξυστά απ΄ το κεφάλι του. Τότε γύρισε προς το µέρος του ήρεµος,

ατάραχος.

-Έχεις τίποτα µαζί µου;

-Μ΄ όλους σας έχω, φώναξε ο γέρος και τα µάτια του κόντευαν να πεταχτούν απ΄ τις

κόγχες τους.

Ο Μηλόπουλος κούνησε το κεφάλι του και ξανάρχισε να σέρνει τα βήµατα του.

-Λάθος κάνεις. Τι µπορείς να ΄χεις µ΄ ένα χαµένο…

Τον άφησε λίγο να ξεµακρύνει και ύστερα τον πήρε στο κατόπι φωνάζοντας.

-Μ΄ όλους σας έχω. Μ΄ όλους… Και πιο πολύ µ΄ εκείνον. Μ΄ ακούς Μηλόπουλε, µ΄

εκείνον…

Του απάντησε χωρίς να σταµατήσει.

-Ούτε τ΄ όνοµα του δεν µπορείς να πεις. Ούτε τ΄ όνοµα του…

Ο Σακκάς όρµησε να τον κατασπαράξει. Σκόνταψε και γκρεµοτσακίστηκε πάνω στο

πλακόστρωτο. Οι αγκώνες του σχίστηκαν, µάτωσαν. Ο Μηλόπουλος γύρισε, του

έπιασε το χέρι και τον τράβηξε.

-Πάµε… Χαράµισες και το τσίπουρο και δεν έχω να σου βάλω στις πληγές…

Τον ακολούθησε µε σκυµµένο κεφάλι, χωρίς ν΄ αφήσει το χέρι του.

-Το πήρα απόφαση Μηλόπουλε. Αλήθεια σου λέω, το πήρα. Απόψε θ΄ αναµετρηθώ

µε τον εαυτό µου…

-Κι εγώ. Πασχίζω ώρες τώρα να βρω τον τρόπο, µα δεν τον βρίσκω…

-Ο Αργυρίου, Μηλόπουλε. Ο Αργυρίου πρέπει να πληρώσει. Αν δεν πούµε τι

ξέρουµε, πάλι θα τη σκαπουλάρει… Πάλι στο σβέρκο θα µας πατήσει.

-∆εν θα µας πιστέψουν.

-Κι όµως. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει, κάποιος τρόπος…

Ο Σακκάς παραπάτησε παρασέρνοντας στην άτσαλη πτώση του και το Μηλόπουλο.

Βρέθηκαν από κάτω ο Σακκάς και από πάνω ο Μηλόπουλος.

-Καηµένε, εδώ δεν µπορούµε να σταθούµε στα πόδια µας και θέλεις να

παραστήσουµε τους ήρωες.

Ο Σακκάς δεν αποκρίθηκε.

Page 206: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Τα υγρά ίχνη της µνήµης

206

73

Όταν πλησίασε ο Παναγιώτης στο γεφύρι, πίστεψε πως οι δυνάµεις του έφταναν

µέχρι εκεί. Είχε όµως κι άλλες. Πήρε µερικές ανάσες και άρχισε ν΄ ανεβαίνει. Τα

χέρια του, γεµάτα εγκαύµατα, τον έτσουζαν και θα ΄θελε πολύ να τα βουτήξει στα

κρύα νερά του ποταµού αλλά δεν το ΄κανε. Έπρεπε ν΄ ανεβεί ψηλά, να νιώσει για µια

ακόµα φορά πως ήταν δυνατός. Πώς µπορούσε να σταθεί ψηλά. Έφτασε µέχρι την

κορυφή του γεφυριού µε το βλέµµα θολωµένο. Σκόνταψε πάνω στην ανοιχτή βαλίτσα

και κυλίστηκε στο πλακόστρωτο σφαδάζοντας απ΄ τους πόνους. Έµεινε για λίγο κάτω

κι ύστερα γύρισε να δει τι ήταν αυτό που τον γκρέµισε. Έβαλε τα γέλια, πήρε τη

βαλίτσα και την έκλεισε. Την έστησε στα πόδια της και κάθισε πάνω.

Οι δυνάµεις που του ΄χαν αποµείνει, ήταν ελάχιστες. Το ΄νιωθε και τότε έβαλε τα

χέρια του στο κεφάλι του για να το προστατέψει.

-Πάντα το κεφάλι σου να προσέχεις. Αυτό να φυλάγεις καλά, ήρθε στ΄ αυτιά του η

φωνή του πατέρα του, µα θέλησε να τη διώξει. Κούνησε το δεξί του χέρι κάνοντας

νόηµα να φύγει.

Νόµισε πως κάποιος τον σκούντηξε από πίσω και γύρισε απότοµα αλλά δεν είδε

κανένα. Έστρεψε το κεφάλι του µπροστά και τότε είδε να ξεµακραίνει η µορφή του

γέρου, χειρονοµώντας. ∆εν πρόλαβε να του φωνάξει. Η µάνα του στάθηκε µπρος του

για λίγο, µόνο για λίγο και αποµακρύνθηκε σέρνοντας απ΄ το χέρι της την Ειρήνη που

γελούσε και κάτι του έδειχνε. Πέρασαν κι άλλοι. Πολλοί, αµέτρητοι, χωρίς να µπορεί

να διακρίνει ποιοι ήταν. Αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας. Απλώς ήθελε να τους διώξει

όλους και να µείνει µονάχος.

-Ξεφορτωθείτε µε όλοι, φώναξε.

Αντί να φύγουν, τον πλησίασαν περισσότερο. Τον κύκλωσαν µουρµουρίζοντας.

-Σκάστε επιτέλους.

Τα µουρµουρητά δυνάµωσαν. Έγιναν ένα µελίσσι που κινούνταν όλο και σε

µικρότερη ακτίνα γύρω του, βουίζοντας πιο δυνατά, πιο δυνατά.

-Εντάξει. Πέστε ό,τι έχετε να πείτε επιτέλους, να τελειώνουµε.

Έσκυψε το κεφάλι του και περίµενε υποµονετικά να του απαγγείλουν την κατηγορία.

∆εν ακούστηκε τίποτα. Φαίνεται πως ήθελαν να τον ταλαιπωρήσουν, να τον

βασανίσουν κι άλλο. ∆ε διαµαρτυρήθηκε. Έµεινε εκεί, µε σκυµµένο το κεφάλι. Το

βλέµµα του έπεσε στο δαχτυλίδι του. ∆εν το ΄θελε τώρα. Τον ενοχλούσε. Ήθελε να το

βγάλει απ΄ το δάχτυλο του. Μόλις έκανε να το τραβήξει, έσφιξε τα δόντια του για να

µην ουρλιάξει. Ο κρίκος του δαχτυλιδιού είχε χωθεί στη µεγάλη πληγή απ΄ το κάψιµο

που είχε σ΄ εκείνο το δάχτυλο, κάνοντας τον να σφαδάζει απ΄ τον πόνο. Ήθελε να το

βγάλει, να το πετάξει µακριά, ή καλύτερα να το λιώσει κάτω µε το πόδι του, µα δεν

µπορούσε ούτε καν να το κουνήσει. Όπως κι αν το τραβούσε, µπροστά ή πίσω, ο

πόνος πολλαπλασιαζόταν και κόντευε να λιποθυµήσει.

Έβαλε το δάχτυλο στο στόµα και άρχισε να το βυζαίνει. Ανακουφίστηκε κάπως.

Ξαναπροσπάθησε να το βγάλει. Ήταν χειρότερα από πριν. Το ξανάβαλε στο στόµα

πιστεύοντας πως από στιγµή σε στιγµή θα κατέρρεε αλλά η µορφή που στάθηκε

µπροστά του, του έδωσε κουράγιο.

-Μπορείς, µπορείς να µου το βγάλεις, την παρακάλεσε ξεψυχισµένα. Βγάλτο και

είναι όλο δικό σου. Όλο…

Ο Βασίλης, έριξε µια µατιά στο πληγωµένο δάχτυλο και απέστρεψε αµέσως το

βλέµµα του.

-Σε παρακαλώ, µη φεύγεις, έπεσε στα πόδια του ο Παναγιώτης. Βγάλτο µου και µετά

φύγε… Σε παρακαλώ.

Page 207: Τα υγρά ίχνη της μνήμης || eBooks4Greesk€¦ · Ανέβηκε στο φορτηγάκι του και άναψε τη µηχανή . Πεινούσε και ένας

Μιχάλης Πιτένης

207

Χωρίς να κοιτάξει, ο Βασίλης άπλωσε το χέρι του. Ο Παναγιώτης ακούµπησε στην

παλάµη του το δάχτυλο του.

-Τώρα. Σε παρακαλώ κάντο τώρα. Θ΄ αντέξω… Τράβα το.

Ο Βασίλης έκλεισε την παλάµη του, νιώθοντας την παγωνιά του µετάλλου.

Γύρισε όλο το κορµί του προς την άλλη πλευρά και τράβηξε δυνατά το δαχτυλίδι.

Την κραυγή που έβγαλε ο Παναγιώτης δεν την άκουσε καν. Κρατώντας σφιχτά στην

παλάµη του το δαχτυλίδι, προχώρησε προς το δεξί στηθαίο του γεφυριού, κοντά στο

σηµείο απ΄ όπου έλειπε µια πέτρα. Μόλις έφτασε, έφερε προσεκτικά πάνω του το δεξί

του πόδι κι ύστερα το αριστερό. Πατούσε καλά τώρα και σήκωσε ψηλά το χέρι του µε

την παλάµη να κοιτάει προς τον ουρανό. Πυκνά σύννεφα έκοβαν το φως του

φεγγαριού, µα µόλις βρέθηκε ο Βασίλης µε την παλάµη ανοιχτή πάνω στο στηθαίο τα

σύννεφα παραµέρισαν και οι αχτίδες έκαναν το δαχτυλίδι να λάµπει.

Σφαδάζοντας απ΄ τους πόνους ο Παναγιώτης έτρεχε µη βλέποντας µπροστά του.

Σκόνταφτε, έπεφτε, ξανασηκωνόταν και συνέχιζε αυτή την τρελή του κούρσα. Την

Αλέκα δεν την πρόσεξε παρά µόνο όταν έπεσε πάνω της. Το βλέµµα του θολωµένο

απ΄ τον πόνο, ίσα που διέκρινε το πρόσωπο της. Όχι όµως και την έκφραση του.

-Αλέκα µου, πονάω. Κάνε κάτι Αλέκα µου, άρχισε να την εκλιπαρεί.

-Θα κάνω Παναγιώτη, θα κάνω, τον παρηγόρησε και τον οδήγησε, σιγά, σιγά προς το

στηθαίο.

-Βοήθα µε σε παρακαλώ, βοήθα µε.

-Ένα βήµα ακόµα Παναγιώτη, ένα βήµα.

-Ένα βήµα ναι, ένα βήµα…

Έφτασαν στο στηθαίο. Η Αλέκα γύρισε το κεφάλι της προς τον Βασίλη.

Χαµογελούσε και το πρόσωπο του έλαµπε σαν το ολόγιοµο φεγγάρι. Μόλις τον είδε

να γυρίζει το χέρι του προς το ποτάµι και έναν κρίκο να ξεφεύγει απ΄ τη χούφτα του,

πέρασε το χέρι της πίσω απ΄ τη µέση του Παναγιώτη.

-Θέλεις να φύγει ο πόνος;

Το φοβισµένο του βλέµµα κοιτούσε µια την Αλέκα, µια το ποτάµι που κυλούσε

ήρεµα κάτω του. Προσπάθησε να γαντζωθεί απ΄ το φουστάνι της µα τα πληγωµένα

του δάχτυλα δεν έκλειναν.

-Τώρα θα σου περάσουν όλα Παναγιώτη. Όλα…